
Οι θείτσες είναι κοριτσάκια. Τα κοριτσάκια, όμως, δεν είναι θείτσες. Τα κοριτσάκια μεγαλώνουν, γίνονται κοπέλες. Μετά γυναίκες. Και μετά, κάποιες από αυτές, θείτσες, επιστρέφοντας στο κουκούλι της παιδικότητας, κι ας έχουν κάποτε υπάρξει κι οι ίδιες μαμάδες ή και γιαγιάδες. Οι γιαγιάδες είναι γιαγιάδες. Και οι θείτσες, θείτσες, μικρά σκανταλιάρικα κοριτσάκια, απεκδυόμενα τη γυναικεία υπόσταση, το παρελθόν του νεανικού βίου τους, τη σεξουαλικότητά τους, τις πρότερες ιδιότητές τους. Ποια είναι η χρονική στιγμή που κάποια που υπήρξε γυναίκα γίνεται ένα θειτσοκοριτσάκι; Άγνωστο. Το μόνο σίγουρο είναι πως οι θείτσες είναι ο ανθός του κόσμου. Φοράνε φούστες ως το γόνατο και ποδιές που μυρίζουν ντομάτα, στις τσέπες τους έχουν πάντα τσαλακωμένα χαρτομάντηλα, ετοιμοπόλεμες πάντα τηγανίζουν πατάτες για το παιδί, φέρνουν δώρα μπισκότα δημοφιλή σε άλλους καιρούς που κανένας δεν τρώει, δακρύζουν σε τηλεοπτικά δράματα αναμεταδίδοντάς τα καθώς παίζουν μπροστά σου, πίσω από την τρυπητή γωνία του κρεμασμένου σεμέν, κοκκινίζουν και χασκογελάνε όταν τις πειράζεις, αυτές που μάθανε στις φωτογραφίες να τραβιούνται πάντα στην άκρη του κάδρου, αιώνιες κομπάρσοι στο «κυρίως» οικογενειακό θέμα. Βέβαια οι θείτσες είναι ικανές και για τη μοχθηρία, το κακό του παραθύρου που βλέπει στο δρόμο, το κουτσομπολιό, αγκυλωμένες στο μίσος για μια συνομήλικη γειτόνισσα που την αρχή του δεν ξέρει να βρει πια καμιά τους. Από τη θεία Μπαρμπαρέν και τους σβίγγους της στο «Χωρίς Οικογένεια» του Έκτωρος Μαλό ως τη Γαλιλαία της «Εποχής των Καφέδων» του Γιάννη Ξανθούλη, θείτσες με χαρακωμένα παμπόνηρα μούτρα έτοιμες για σκανταλιά με σπαθί μια πατάτα τηγανητή και περικεφαλαία το entre deux τους, αχ θείτσες…