Μια φορά κι έναν καιρό, δηλαδή αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ήταν μια θείτσα πριγκίπισσα. Η θείτσα πριγκίπισσα ζούσε στον κάμπο. Η θείτσα δεν έλεγε να μεγαλώσει, όσο κι αν πέρναγαν τα χρόνια: τα μπουκλάκια της πάλλονταν ροδακινί στις ακτίνες του ήλιου, ασορτί με τα μαγουλάκια της και η θείτσα σουλατσάριζε στο βασίλειό της σφηνωμένη στο σχολικό της ταγέρ. Οι κακές γλώσσες λένε πως η θείτσα επίτηδες δεν μεγάλωνε, για να μη γίνει βασίλισσα. Και να σας πως κάτι; Μπορεί και να είχαν δίκιο. Γιατί η θείτσα μας ήταν παμπόνηρη και καθόλου κοροϊδάκι… Όρεξη είχε να γίνει βασίλισσα, να ‘χει ένα σωρό φούριες. Αρκετές ασχολίες είχε ως σκέτη θείτσα πριγκίπισσα. Γιατί η θείτσα, που όπως είπαμε δεν ήταν κοροϊδάκι, είχε χωρίσει το παλάτι στα δύο. Και όλο και το έφτιαχνε. Το μισό παλάτι ήταν το καλό της, εκεί που φύλαγε τα fabergé, τους κρυστάλλινους πολυελαίους, τις χρυσές ανθοστήλες, τα πορσελάνινα σερβίτσια, τα διαμαντένια μαχαιροπήρουνα, τα περσικά χαλιά, τους θρόνους και τα σμαραγδένια στέμματα. Εκεί δεχόταν η θείτσα τους επίσημους, τους διάσημους, τους ευγενείς και κάτι φίλες της από άλλα κράτη. Τον περισσότερο καιρό όμως η θείτσα έμενε στο άλλο μισό παλάτι, εκεί που είχε την πονηρή συλλογή της: πλαστικά κουκλάκια, φωτιστικά σπανιόλες, μισά πιατάκια, παράταιρα φλιτζανάκια, προσφορές και δώρα από σούπερ μάρκετ, χνουδωτά μαϊμουδάκια και κατσαρολικά από τη λαϊκή, λουλούδια γκοφρέ, μπουκάλια κολόνιες από το φαρμακείο, διακοσμητικές εικόνες με λαμπάκια από το ψιλικατζίδικο, βάζα από λιαστές ντομάτες του μπακάλη. Εκεί η θείτσα δεχόταν τις καλές της παρέες, τις φιλενάδες της, τα παιδιά του κάμπου και τα παιδιά της πρωτεύουσας να τους μαγειρέψει γλυκά από βουβαλίσιο γάλα. Γιατί το παλάτι της θείτσας ήταν καταμεσής στον κάμπο. Τριγύρω είχε μεν μια υποτυπώδη τάφρο με δυο γούνινους κροκόδειλους να πλατσουρίζουν πότε βαριεστημένοι και πότε έξαλλοι, αμφότερα χωρίς λόγο, μα τριγύρω απλωνόταν ο κάμπος και βοσκούσανε τα βουβάλια, σαν ασπρόμαυρη ταινία, σαν θέατρο σκιών, σε φόντο κίτρινο από καλαμπόκες το καλοκαίρι, και τίποτα τον χειμώνα. Τα χάζευε η θείτσα και το απόγευμα εκείνο, καθώς ο ήλιος έδυε και η θείτσα ξαπλαρωμένη στο μπαλκονάκι της, τυλιγμένη σε μια κουβερτούλα με τον Γουίνι, ρούφαγε γκαζόζα από την καλή της κούπα, που ήταν μαύρη κι έγραφε πάνω MARS. Γκρουκ, ρεύτηκε η θείτσα μετά από μια γερή γουλιά. Και γεμάτη ευδαιμονία, χαζεύοντας τα ασπρόμαυρα βουβάλια της στο χειμωνιάτικο φόντο του τίποτα, μουρμούρισε: Αχ, βουβάλια…
Τι αυτί έχουν τα άτιμα. Γύρισαν όλα μαζί και απάντησαν:
― Ναι, θείτσα;
_ Είσαι η και λέγεσαι;
Αναστασία Λουκμά.
_ Πού γεννήθηκες;
Εδώ, στα Άβδηρα (Ξάνθης).
_ Πού μεγάλωσες και πώς μεγάλωσες;
Εδώ μες στα χωράφια, με τον παππού. Εδώ δούλευα, μες στα χωράφια δούλευα. Δεν είχε τότε να πας κάπου να δουλέψεις. Τι να κάνουμε;
_ Μεγάλωσες δουλεύοντας δηλαδή.
Ναι, ναι, ναι. Είμαι μες στα χωράφια από τότε που… 4 χρονών που ήμαν……. Ο μπαμπάς μου να μην πάω σχολείο, μ’ έπαιρνε μαζί τ’. Γιατί τα ζώα… Εκείνος ήταν κυνηγός τότε για… Κυνηγούσε ο μπαμπάς μου. Πήγαινε από την άλλη μεριά κι εγώ με τα ζώα, τα πήγαινα. Δεν ξέρω ο αδερφός μου πού ήταν τότε… θα σε γελάσω…
_ Πώς ήταν η σύσταση της οικογένειάς σου;
Η μαμά, ο μπαμπάς, εγώ, η Αγγελικούλα, η Σουσάνα, η Χαρίκλεια, ο Ταξιάρχης. Αλλά καμία δεν ερχόταν. Μόνο εγώ πήγαινα τότε που ‘μαν μικρή. Η πιο μικρή… Φαρμακερή… (γέλια) Εμένα ήθελε, τι να κάνουμε πουλάκι μου;…
_ Πήγες στο σχολείο;
Σχολείο… πρώτη, δευτέρα πήγα (αναστενάζει). Γι’ αυτό σε λέω δεν ξέρω γράμματα.
_ Στο σχολείο πώς πέρασες;
Πώς πέρασα; Καλά, καλά. Είχα μια καλή δασκάλα… τότε ήταν το συσσίτιο που φερναν το γάλα. Εγώ επειδής με είχε πιο πολλή αδυναμία, μ’ έδωνε τη φλυτζάνα να πάω στη βρύση να την πλένω… κι εγώ έφτιανα μια ώρα, μιάμιση και δεν με μάλωνε καμιά φορά που πήγαινα πάνω. Τι να κάνουμε; Έπαιζάμε με τα παιδιά… τότε δεν είχε… κρυφτό, να κρυφτούμε στα ντάνια για να ρθούν οι άλλοι να μας βρουν, να κάνουμε ένα κουτί σιδερένιο και να το βάζουμε… κορίτσια τώρα… και χτυπούσαμε… μπίκο το λέγαμε τότε… μια πέτρα είχαμε, έτσι και χτυπούσαμε το κουτί και… Κουτσό να παίξουμε, να κάνουμε τα τετραγωνάκια και να πηδάμε ή και σκοινάκι ακόμα… αυτά ήταν τα παιχνίδια, άλλο δεν είχε τίποτα. Να, αυτά είχαμε, δεν είχαμε τότε…
_ Τα παιδιά τότε πώς περνούσαν τη μέρα τους;
Σχολείο. Δυο χρόνια πήγα μόνο τότε θυμάμαι… γιατί δεν μπορούσε ο μπαμπάς μου να κάνει μόνος του. Κι έτσι αναγκάστηκα να με παίρνει εμένα. Κι ύστερα βάζαμε και καπνά… είχε ένα αλετράκι ξύλινο, ιγώ το κρατούσα έτσι, κι οι αδερφές μου εκεί, κάναμε σειρές για να φυτέψουμε καπνό. Είκοσι αράδες… ναι… για να βάλουμε τον καπνό. Ε να σε πω, πέρασάμε πάρα πολύ καλά, λέω ότι δεν είχαμε φτώχιες τότε… τώρα έχουμε το πολύ το γάλα. Τι να τα κάνς;… Άχρηστα είναι. Τότε τη σαρδέλα που τρώγαμε και την ελιά και το ξύδι-λάδι και το κρεμμύδι ήταν το κάτι άλλο. Τώρα δεν πα να τρως όλα τα κρέατα;… Όλα είναι… χάλια… κι έτσι… Πέρασάμε ζωή καλή… Τι να κάνουμε…
_ Στα χρόνια της νεότητας είχες φίλες; Τι κάνατε;
Πώς δεν είχα. Τι κάναμε; Ε, δεν είχε τότε να γυρίζουμε. Ιγώ θυμάμαι που μ’ έπιασε ο Β. του Μ., ξάδερφος για, του θείου Β. ο γιος, γιατί άργησα να πάω στο σπίτι… ήταν έξι η ώρα;… Κι έπρεπε να είμαι στο σπίτι… μέσα, όχι έξω. Και με παίρνει απ’ το χέρι και με πηγαίνει εκεί… Και να λέει… πού τη βρήκες, λέει… Ήταν, λέει, να εκεί… πού είναι ο φούρνος… Και λέει πού ήσαν καλέ… λέω, να, πιάστηκα με τα κορίτσια, λέω, πού να είμαι… Και με δίνει ένα μπάτσο από δω, κι ένα μπάτσο από κει… εκείνα θα με μένουν… Δεν έχω φάει ξύλο άλλο, το λέω. Αλλά η Αγγελικούλα ήρθε και μ’ έπιασε κι έκλαιγε. Γιατί με χτύπησε για… Τι να κάνουμε; Δεν ήταν αυστηρός, εγώ δεν έχω φάει ξύλο, μόνο αυτά τα δύο χαστούκια έφαγα.
Είχαμε ένα ντιβάνι από τ’ αμάξι που είχε τότε ο παππούς, ένα μακρύ πράγμα και βάζανε κάσες από κάτω κι είχαμε εκείνο για… Ε, ούτε κρεβάτια είχαμε, ούτε τίποτα είχαμε, κατ’ κοιμόμασταν, έτσ’… του στρώμα και το κεφάλι από κει και τα ποδάρια από δω.
_ Παντρεύτηκες μικρή…
Όλοι μου έλεγαν, πάρε, πάρε τον Αλέκο, είναι καλός. Είπε ο μπαμπάς μου: τον θέλς; Λέω, μπαμπά, τον θέλω, λέω. Τι να κάνουμε;… Να γλυτώσω τουλάχιστον από τη δουλειά, να φύγω. Πάλι δούλευάμε… οι δυο μας. Και λέει, θα τον πάρεις αλλά δεν θέλω να ‘ρθεις να με κάνεις παράπονα ότι δεν περνάς καλά. Και τον πήρα… αλλά ήταν άτυχος και κείνος κι εγώ. Πέθανε νέος. Έμεινα να παλεύω μόνη με δυο παιδιά. Ζούσαμε καλά, δεν μπορώ να πω, δούλευάμε για τον Παμουκτσόγλου, τον πατριό του Αλέκου. Τα χωράφια ήταν δικά τς, εμείς δεν είχαμε χωράφια. Ύστερα που πέθανε, τα έγραψε η πεθερά μ’ στον Αλέκο. Βγάζαμε σουσάμι. Ούτε προίκα είδα, ούτε γάμο είδα, ούτε τίποτα είδα.
_ Τι μουσική άκουγες;
Μουσική; Εγώ τραγουδούσα τότε, αλλά τώρα δεν μπορώ να τραγουδήσω. Τραγούδια ό,τι να ‘ταν. Ό,τι να ‘ταν, όλα τα ήξερα. Ήθελα να γίνω τραγουδίστρια, αλλά έγινα… αγρότισσα. Τι να κάνουμε;
_ Θυμάσαι τίποτα από αυτά που τραγουδούσες;
Θυμάμαι, αλλά δεν έχω φωνή. «Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλό βουνό»… και μετά… τα θυμάμαι;… «Ν’ ανέβαινα τη σκάλα, να πέσει η κάλτσα σου να σκύψω να σε διω και να την πάρω». Πολλά ήξερα, πάρα πολλά, αλλά τώρα… αυτόν τον καιρό δεν λειτουργεί ώρες ώρες.
_ Τι φορούσες;
Τι φορούσα; Δεν υπήρχε φουστάνι πρώτα πρώτα τότε. Έκοβαν κάτι οι μάνες μας τότε παλιό και μας έφτιαχναν φουστανάκια και φορούσαμε. Ήμασταν και τέσσερις για! Η αδερφή μου είχε κουνιάδα στην Αμερική κι έστελνε από κει ρούχα και τα φορούσαμε… τά πλενάμε… τη βδομάδα όλη το φορούσαμε και την Κυριακή και το φορούσαμε πάλι. Δεν υπήρχαν ρούχα τότε, παπούτσια για να πάρει ο μπαμπάς έπρεπε να μετρήσ’ το πόδι για να πάει να σι πάρει μόνος του παπούτσια, όχι να πάμε να πάρουμε εμείς παπούτσια. Ήταν δύσκολα τα χρόνια. Είπα, πιάτα δεν είχαμε τότε, μόνο κουτάλια, πιρόνια. Η μάνα μ’ είχε ταψάκι αλμινένιο, έφτιαχνε τον τραχανά, το ‘ριχνε ικί μέσα, έστρωνάμε το τραπέζι κεί κάτ στο πρώτο δωμάτιο κι έτρωγάμε με το κουτάλι… όποιος προλάβει… όλοι μαζί απ’ το ίδιο ταψί… άμα αργούσες να φας, έμενες νηστικιά. Μαμαλίγκα έφτιαχνε ο μπαμπάς μου.
_ Ποιο ήταν το αγαπημένο σου ρούχο;
Ε να αυτό το φουστάνι που έφτιαξα, αμερικάνικο, αλλά δεν είχε λεφτά να πάρουμε. Δεν είχε, πουλάκι μου, να πάρουμε, όχι…
Στα χωράφια όταν πήγαινάμε… ξέρω γω… τι φορούσαμε;… Παλιά. Με κείνα πηγαίναμε, τι να κάναμε.
_ Έχεις χόμπυ;
Α τα λουλούδια μου! Τα λουλούδια μου. Είπα, ήμουν πολύ νοικοκυρά.
_ Σου αρέσει να κάνεις συλλογές;
Ναι, βέβαια. Έχω κάτι μπιμπελά. Δεν έχω άλλα τίποτα.
_ Το αγαπημένο σου χρώμα;
Το αγαπημένο μου; Το κόκκινο.
_ Το αγαπημένο σου φρούτο;
Το πορτοκάλι.
_ Τα αγαπημένα σου φαγητά;
Τα φαγητά; Πιο αγαπητό… Ποιο να πω ότι είναι καλό; Επειδής έχω ανεπάρκεια, είναι και τα πνευμόνια, εγώ δεν τρώω… Λαχταράω μελιτζάνες γεμιστές, παστίτσιο, αλλά δεν κάνει να φάω.
_ Τι μαγειρεύεις;
Μαγειρεύω τραχανά, γιατί δεν κάνει αλάτι καθόλου ούτε σάλτσα. Δεν έχω φάει ντομάτα τόσα χρόνια. Τραχανά, γιοφκάδες, κριθαράκι, πατάτες… κάνω και τρώω βραστές πατάτες… Τι να σε κάνουν; Άνοστα. Δεν καταλαβαίνω τι τρώω. Αφού το λέω μόνη μου. Λέω, φαί είναι αυτό που τρώω; Τι να κάνω; Τα τρώω.
_ Σου αρέσουν οι συνταγές;
Μ’ αρέσουν. Αν δεν μαγείρεψα… ψάρια με τον κουβά, σπαράκια, τέτοια μικρά, έρχονταν τα εγγόνια μου τότε, ο γαμπρός μου, η θυγατέρα μου, με βοηθούσε και ο γαμπρός στο καθάρισμα… αλλά εγώ τηγάνιζα κι εκείνοι έτρωγαν. Οι σουλήνες είναι το αγαπημένο μου φαί. Πούντες για;… Απαγορεύεται τώρα. Ναι, αλλά είναι άλλοι που παν και μαζεύουν με πετονιά. Κρέας δεν είμαι πολύ φίλος. Ψάρι, λαχανικά. Τι να κάνουμε;
_ Πώς είναι η ζωή στο χωριό; Τι διαφορές έχει με παλιά;
Χειρότερη είναι τώρα. Τρεις φορές χειρότερη. Τι τρεις; Μπορώ να σου πω και είκοσι φορές. Γιατί τότε δεν είχαμε φόβο, έξω κοιμόμασταν. Εγώ κοιμόμαν στο μπαλκόνι, έβαζα μια κουρελού το καλοκαίρι που είχε ζέστη και κοιμόμαν έξω. Τα κλειδιά ζτην πόρτα, δεν φοβόμασταν… αλλά τώρα, να… και αυτά με έβαλαν… και σίδερα… και τι βάζεις και τι κάνεις… Μα αφού ακούμε κάθε μέρα τσι γριές τσι κλείνουν το στόμα, τσι παίρνουν ό,τι έχουν, άλλες σκοτώνουν, άλλες κάνουν… είναι να μη φοβάσαι; Τέτοια χρόνια δεν είχαμε, είχαμε ωραία, περνούσαμε πολύ καλά, φίλους στο αρχαίο σπίτι, εκεί που έκατσάμε, είχαμε κι ένα πικάπ κι ερχόταν, και μαζευόμασταν και χόρευάμε κι έτρωγάμε… αααα ζωή.
_ Πώς ήταν τα χρόνια της Γερμανίας;
Δεν έκανα πολύ, παιδάκι μου. Ε πήγαμε για καλύτερα ας πούμε. Ε τον γιο μου πού θα τον αφήσουμε; Αντε, τη μικρή στην πεθερά. Ε λέμε θα πάρουμε τον Μ. μαζί μας να αφήσουμε το κορίτσι. Πήγαμε εκεί, σε καλό μέρος ήμασταν, αλλά ήταν εγώ που πήγαινα η ώρα νύχτα το βράδυ κι ερχόμαν πρωί. Γερμανία έτσι είναι. Δεν θες; Σε λέει, άιντε, βεκ! Στο Βερολίνο ήμαν, σε μηχανή με καρφιά. Είχες μπροστά σ’ τη μηχανή κι έπεφτε κι έφταχνε το κεφαλάκ’. Έφτιαχνα πολλή δουλειά, ήμασταν δυο μαζί, η μία δεν ήθελε τόσο πολύ να δουλέψει, εγώ ήθελα να δουλέψω… αφού πήγαμε, να κάνουμε… και ξέρεις πόσοι πήγαμε εκείνη τη χρονιά από ΄δω; Εγώ, η Χ., η Ε. του Τ., η Μ., η Α., του Π. η μάνα… Έκανάμε χαρτιά και φύγαμε, κατάλαβες; Εγώ θυμάμαι με το πλοίο. Ήρθαν και μας πήραν, μας έκαναν τραπέζι, δεν μπορώ να πω. Είχαμε ένα χάιμ, ένα σπίτι ανοιχτό και πόρτες ας πούμε, οι γυναίκες ήμασταν. Και μετά έκανα χαρτιά εγώ και ήρθε ο άντρας μου με τον Μ. Γιατί δεν μπορούσαμε να τον αφήσουμε αλλού πουθενά, τον αφήναμε στο σπίτι, εκείνος ήταν πρωινός, εγώ ήμαν βραδινή. Έβγαινε κάτ’, γυρνούσε. Ήταν ένας παππούς καλός και τον έβλεπε αλλά ο γιος μου δεν άκουγε. Γυρνούσε. Και τότε ήταν… να χάσεις παιδί… σε ζητάν χρήμα να δώσεις για να πάρς το παιδί. Εμείς μόλις πήγαμε, τι χρήμα να έχουμε;… Εγώ, λέω, θα φύγω, τον λέω τον άντρα μου. Λέει, κι εγώ θα φύγω. Αν καθόμασταν… τι να κάνουμε, πουλάκι μου…
_ Σου αρέσουν τα ταξίδια;
Μ’ αρέσουν τα ταξίδια. Όταν ήταν να πάω, πήγαινα. Τώρα με κανέναν τρόπο. Εκδρομές πήγα με το σύλλογο στη Θάσο, τρεις φορές με φαίνεται, με το πλοίο και στον Έβρο μια φορά. Άμα είσαι καλά, λαχταράς να πας. Άμα δεν μπορείς, πού να πας;… Στο Βερολίνο μ’ άρεσε, δεν είναι όπως εδώ, κακά τα ψέματα. Εκεί ξέρουν μόνο δουλειά, καφέ όλη μέρα που δουλεύουν και λίγο μπύρα. Εμείς δεν είμαστε μαθημένοι έτσι. Εμείς, το σπίτι μας ήταν εκεί που χώριζε το ανατολικό με το δυτικό, κατάλαβες; Αφού τους έβλεπα εκεί με τα όπλα. Ε δεν φοβόμασταν γιατί είχε γέφυρα και περνούσαν και πήγαιναν κι έρχονταν, κατάλαβες; Δεν μου έκανε εντύπωση, καθόλου εντύπωση. Εγώ κοίταζα τη δουλειά μου, πουλάκι μου, να βγάλω δουλειά για να… όσο πιο πολλή δουλειά κάνεις, τόσο πιο πολλά λεφτά παίρνεις.
_ Σ’ ενδιαφέρει η πολιτική;
Τώρα όχι. Στα νιάτα ναι. Πηγαίναμε με το πούλμαν, μαζεύονταν πολλές γυναίκες, άντροι, πηγαίναμε εκεί που μιλούσαν ο Παπαντρέου, Κανελλόπουλος και ποιοι να σε πω… Πήγαινάμε… Αλλά από τότε ξανά… ούτε να δω δε θέλω… Φτάνει, χόρτασα πια. Χόρτασα… χόρτασα…
_ Τηλεόραση βλέπεις; Τι σου αρέσει να βλέπεις;
Βλέπω. Τι μ’ αρέσει για;… Ούτε ειδήσεις, ούτε… Βαρέθηκα πια να ακούω τα ίδια, τα ίδια, τα ίδια… Μόνο α, αν έχει καμιά μόδα… Τι να δω;… Άμα δεν ξέρεις γράμματα… Συνταγές… Μαγειρεύουν, κάνουν ωραία φαγητά… Να, αυτά μ’ αρέσουν.
_ Τι δώρο θα ήθελες να σου φέρουν;
Δώρο; Απ’ όλα είμαι χορτάτη, παιδί μου. Κι απ’ τη δουλειά κι απ’ τα δώρα (γέλια)… Δεν μπορώ να πω…
_ Πώς φαντάζεσαι το μέλλον;
Πώς να το φαντάζομαι;… Όταν ήμαν νέα και δούλευα, ήμαν σαν το σκυλί. Τώρα… τίποτα. Τι να πω, δεν ξέρω…
_ Η αγαπημένη σου εποχή;
Καλοκαίρι.
_ Κρύο ή ζέστη;
Ζέστη.
_ Βουνό ή θάλασσα;
Καλύτερα στο βουνό.