Οι θείτσες είναι κοριτσάκια. Τα κοριτσάκια, όμως, δεν είναι θείτσες. Τα κοριτσάκια μεγαλώνουν, γίνονται κοπέλες. Μετά γυναίκες. Και μετά, κάποιες από αυτές, θείτσες, επιστρέφοντας στο κουκούλι της παιδικότητας, κι ας έχουν κάποτε υπάρξει κι οι ίδιες μαμάδες ή και γιαγιάδες. Οι γιαγιάδες είναι γιαγιάδες. Και οι θείτσες, θείτσες, μικρά σκανταλιάρικα κοριτσάκια, απεκδυόμενα τη γυναικεία υπόσταση, το παρελθόν του νεανικού βίου τους, τη σεξουαλικότητά τους, τις πρότερες ιδιότητές τους. Ποια είναι η χρονική στιγμή που κάποια που υπήρξε γυναίκα γίνεται ένα θειτσοκοριτσάκι; Άγνωστο. Το μόνο σίγουρο είναι πως οι θείτσες είναι ο ανθός του κόσμου. Φοράνε φούστες ως το γόνατο και ποδιές που μυρίζουν ντομάτα, στις τσέπες τους έχουν πάντα τσαλακωμένα χαρτομάντηλα, ετοιμοπόλεμες πάντα τηγανίζουν πατάτες για το παιδί, φέρνουν δώρα μπισκότα δημοφιλή σε άλλους καιρούς που κανένας δεν τρώει, δακρύζουν σε τηλεοπτικά δράματα αναμεταδίδοντάς τα καθώς παίζουν μπροστά σου, πίσω από την τρυπητή γωνία του κρεμασμένου σεμέν, κοκκινίζουν και χασκογελάνε όταν τις πειράζεις, αυτές που μάθανε στις φωτογραφίες να τραβιούνται πάντα στην άκρη του κάδρου, αιώνιες κομπάρσοι στο «κυρίως» οικογενειακό θέμα. Βέβαια οι θείτσες είναι ικανές και για τη μοχθηρία, το κακό του παραθύρου που βλέπει στο δρόμο, το κουτσομπολιό, αγκυλωμένες στο μίσος για μια συνομήλικη γειτόνισσα που την αρχή του δεν ξέρει να βρει πια καμιά τους. Από τη θεία Μπαρμπαρέν και τους σβίγγους της στο «Χωρίς Οικογένεια» του Έκτωρος Μαλό ως τη Γαλιλαία της «Εποχής των Καφέδων» του Γιάννη Ξανθούλη, θείτσες με χαρακωμένα παμπόνηρα μούτρα έτοιμες για σκανταλιά με σπαθί μια πατάτα τηγανητή και περικεφαλαία το entre deux τους, αχ θείτσες…
_ Είσαι η και λέγεσαι.
Η Κυριακούλα. Και λέγομαι Ανδρέου.
_ Πού γεννήθηκες;
Στο Μυρωδάτο της Ξάνθης. Το 1935.
_ Ποια ήταν η οικογένειά σου; Πόσα αδέλφια είχες; Τι δουλειά έκαναν οι γονείς;
Εγώ μόνη μου ήμουν. Ο μπαμπάς μου ξαναπαντρεύτηκε και έχω άλλα τέσσερα αδέρφια. Και η μαμά μου και ο μπαμπάς μου ήταν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Με τη γεωργία ασχολούνταν, χωράφια έσπερναν και οι δυο. Είχαν και πρόβατα, 200 πρόβατα είχαν στο Μυρωδάτο.
_ Πώς πέρασες στα παιδικά σου χρόνια; Τι σχολείο, τι παιχνίδια;
Τα παιδικά χρόνια τα πέρασα με τη γιαγιά μου. Η μάνα μου πέθανε όταν ήμουν τριών χρόνων και με μεγάλωσε η γιαγιά μου.
_ Στο σχολείο πήγες;
Πώς! Στο σχολείο πήγα. Δημοτικό έβγαλα.
_ Πώς ήταν στο σχολείο;
Καλά ήταν, τα παιδιά όλα καλά ήταν εκεί στο Μυρωδάτο. Μου άρεσε το σχολείο. Τα γράμματα μου άρεζαν αλλά δεν είχαν τρόποι να με στείλουν. Το δημοτικό όμως το έβγαλα, ήμουν καλή μαθήτρια. Είχαμε δάσκαλο τον Κιζλαρίδη από τα Άβδηρα και είχε να λέει για μένα. Έλεγε στη γιαγιά μου, μην το αδικείς το παιδί σ’, στείλ’ το να πάει στο γυμνάσιο. Με τι, έλεγε εκείνη, να το στείλω; Πώς να το στείλω;
_ Στο σχολείο πώς περνούσες;
Στα διαλείμματα παίζαμε, ήμασταν καλά, πολύ καλά, όλες οι συμμαθήτριες. Και τα αγόρια ήταν πολύ καλά παιδιά, όχι όπως είναι τώρα. Τότε ήμασταν όλα αγαπημένα, δεν είχαμε τέτοια πράγματα, κουτσομπολιά και τέτοια. Ήταν αλλιώς. Τώρα τι πράγματα είναι αυτά ρε παιδάκι μου;… Πω πωωωω. Αναμεταξύ τους συμμαθηταί μαλώνουν. Δεν ξέραμε τέτοια πράγματα εμείς, όχι.
_Θυμάσαι καμιά ιστορία από το σχολείο που να σου έμεινε;
Κάναμε γιορτές, ποιήματα έλεγα εγώ, κάθε γιορτή ποίημα έλεγα. Με είχε η δασκάλα και σε σκετσάκια και μοναχιά μου με είχε, σε κάθε γιορτή με έβαζε ποίημα. Είπα ποιήματα πολλά…
_ Τι μαθήματα κάνατε; Θυμάσαι;
Θρησκευτικά, αριθμητική, ιστορία, τέτοια έκαμναν. Αυτά φυσικά ήταν τα μαθήματα, και ανάγνωση.
_Γυμναστική; (γέλια)
Ααααα βέβαια γυμναστική μας έκαμναν (γέλια), παρελάσεις πολύ καλές. Οι δασκάλοι όλοι ήταν πάρα πολύ καλοί. Δασκάλα είχαμε μετά την Τσετινέ την Τασούλα και τη Χρύσα, μια άλλη. Δεν έχω παράπονο από τους δασκάλους. Πολύ ευχαριστημένη είμαι.
_ Πέρασες ωραία δηλαδή στο σχολείο.
Ου πολύ καλά.
_ Και τι παιχνίδια παίζατε όταν βγαίνατε για διάλλειμα;
Κουτσό (γέλια). Κουτσό παίζαμε πιο πολύ και κυνηγητό. Κυνηγιόμασταν εκεί γύρω γύρω. Καλά χρόνια. Πολύ καλά.
_ Ποια ήταν τα αγαπημένα μαθήματα;
Όλα μου άρεσαν.
_ Θυμάσαι ποια εποχή του χρόνου σου άρεσε τότε;
Η άνοιξη. Πηγαίναμε κάτω και μαζεύαμε λουλούδια. Άνθιζαν κάτι κρίνα, και πηγαίναμε και μαζεύαμε έξω από το χωριό με κοριτσάκια, την Κωνσταντινιά, την Αννούλα, μ’ αυτές κάναμε παρέα.
_ Τι φρούτα σου άρεσαν;
Όλα τα φρούτα (γέλια). Δεν ξεχώριζα.
_ Το αγαπημένο σου φαγητό όταν ήσουν μικρή;
Δεν το θυμάμαι. Σούπα μου φαίνεται. Κοτόσουπα (γέλια).
_ Ποιες ήταν οι καλύτερές σου φίλες;
Η Αννούλα και η Κωνσταντινιά.
_ Πώς φτάνεις στα χρόνια της νεότητας; Πώς ήταν η ζωή σου σαν νέο κορίτσι;
Ου τώρα τα θυμάμαι;… Τα ξέχασα όλα.
_ Είχες όνειρα, είχες σχέδια για το μέλλον, ήθελες να ασχοληθείς με κάτι επαγγελματικά;
Ήθελα. Ήθελα να πάω στο γυμνάσιο, να σπουδάσω αλλά… Μοδίστρα ύστερα πήγα. Έμαθα μοδιστρική. Το ήθελα και δούλεψα χρόνια. Τώρα σταμάτησα. Δεν έχει δυο χρόνια. Μου άρεσε. Αυτή ήταν η τέχνη μου.
_ Πώς ήταν το φλερτ εκείνη την εποχή;
Από μακρυά (γέλια). Από μακριά ματιές κάμναμε (γέλια). Άλλο τίποτα. Δεν είχαμε τέτοια. Ραντεβούδες και τέτοια δεν είχαμε. Από μακριά μιλούσαμε με τα νοήματα. Αυτό ήταν.
_ Πώς γνώρισες τον άντρα σου;
Αυτός ήταν στα Άβδηρα, δούλευε. Και ήρθε να δουλέψει στο χωριό μας. Και τότε έβαζαν μαντήλια στα σπίτια. Έβαζαν σταυρό πάνω στη σκεπή του σπιτιού που έφτιαχναν και πήγαινες δώρο, πετσέτα, μαντήλι, ό,τι ήθελες, για τους μαστόρους. Έτσι ήταν. Κι εγώ πήγα μια πετσέτα εκείνη την ώρα που δούλευε ο Δήμος. Εκεί τον είδα. Και με είδε κι αυτός. Και τον είπε ένας που έκαναν παρέα, δεν την θες; Για πλάκα όμως. Ε κι από τότε είμαστε μαζί. Και μέχρι τώρα έχει 65 χρόνια. Είμαστε μαζί.
_ Αγαπηθήκατε;
Όοοοοχι (γέλια). Έτσι. Σε θέλω, με θέλεις (γέλια). Ε ύστερα αγαπηθήκαμε. Κι αγαπιόμαστε μέχρι τώρα. Πέρασα καλά. Ούτε μαλώσαμε, ούτε δαρθήκαμε, ούτε τίποτα. Καλά είμαστε μέχρι τώρα.
_ Πόσα παιδιά έχεις και τι θυμάσαι από το μεγάλωμά τους;
Τρία. Δυό κορίτσια κι ένα αγόρι. Δυο παντρεμένα κορίτσια κι ένα ανύπαντρο αγόρι (Απευθυνόμενη στο κινητό που γράφει) Καμιά νύφη να βρεθεί (γέλια). Καλά περάσαμε, καλά μεγάλωσαν, μια χαρά. Είχα μαθήτριες εγώ όταν έραβα και οι μαθήτριες τα πρόσεχαν τα παιδιά, τα έπαιζαν. Ο Δήμος δούλευε κι εμείς είχαμε λεφτά στο χωριό, όλα ήταν καλά. Ύστερα φύγαμε από το χωριό, ήρθαμε εδώ (στην Ξάνθη). Τα παιδιά γεννήθηκαν και τα τρία στο χωριό. Μετά ήρθαμε στην Ξάνθη.
_ Τώρα πώς περνάς τη μέρα σου;
Καθισιό όλη την ημέρα (γέλια). Τηλεόραση, μαγειρεύω, τρώμε, αυτά.
_ Σε ενδιαφέρει η πολιτική;
Α όχι και πολύ αλλά λέω κάπου κάπου ο ένας είναι καλός, ο άλλος είναι καλός (γέλια). Ο Παπανδρέου είναι καλός, ο παλιός ο Γιώργος, και ο γέρος ο Γεώργιος, τον θυμάμαι κι εκείνον. Ε όποιος είναι, κυβερνάει.
_ Παρακολουθείς τηλεόραση; Τι;
Πολύ. Είναι ανοιχτή όλη την ημέρα. Όλα. Ό,τι έχει η τηλεόραση το βλέπω (γέλια). Μ’ αρέσουν κάτι έργα. Εκείνα βλέπω. Τα έργα. Ειδήσεις δεν χάνουμε καθόλου. Συνέχεια τις βλέπουμε, όλες σε όλα τα κανάλια, και μεσημέρι και πρωί και βράδυ. Έχω να βγω έξω τρία χρόνια. Άμα κάθεσαι, μέσα τι να κάνεις.
_ Αν πήγαινες ένα ταξίδι πού θα σου άρεσε να πας;
Α πήγα ταξίδια, έκανα. Πήγα και στη Μυτιλήνη και στη Θάσο και στη Ρόδο. Πήγαμε σε πολλά μέρη. Καλά ήταν.
_ Αν σου έλεγαν όμως τώρα ότι μπορείς να πας ένα ταξίδι που θα ήθελες να πας;
Όπου να ήτανε, δεν με νοιάζει. Ταξίδι να είναι κι ό,τι θέλει ας είναι (γέλια).
_ Σου αρέσουν τα γλυκά;
Μ’ αρέσουν. Τρώω γλυκά. Φτιάχνω κιόλας. Του κουταλιού. Και σύκο και πορτοκάλι. Κέικ. Πίτες έκαμνα πολύ. Τώρα δεν κάνω τίποτα.
_ Βουνό ή θάλασσα;
Θάλασσα. Αφού είμαι από θάλασσα (γέλια).
_ Χειμώνας ή καλοκαίρι;
Το καλοκαίρι πιο καλά. Καλή είναι η ζέστη. Μ’ αρέσει.
_ Ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό τώρα;
Α δεν έχω πρόβλημα, όλα τα τρώω (γέλια). Ψητό στο φούρνο.
_ Σου αρέσουν τα πάρτυ;
Ε μ’ άρεζαν κάποτε. Κάμναμε με κάποιες πάρτυ. Μαζευόμασταν τα κορίτσια όλα και κάναμε σε σπίτια. Τι καλά χρόνια, πω πωωω!
_ Τώρα άμα σε καλούσαν σε ένα πάρτυ…;
Θα πήγαινα! (γέλια) Ααααχ γεράσαμε…!
_ Ποιο είναι το καλύτερο πράγμα στον κόσμο;
Υγεία και αγάπη. Το καλύτερο από όλα. Αν έχει αγάπη, είναι όλα καλά. Εγώ έτσι λέω, δεν ξέρω… Γριά είμαι, δεν ξέρω τι να πω.