Το URBANORAMA συζητάει με τον Λάζαρο Λαζαρίδη - UrbanOrama.gr
Το URBANORAMA συζητάει με τον Λάζαρο Λαζαρίδη

Το URBANORAMA συζητάει με τον Λάζαρο Λαζαρίδη

Ανάρτηση: 10 Σεπ 2025

Συναντήσαμε τον κύριο Λάζαρο Λαζαρίδη, ψυχή και… ιθύνοντα νου των εκδόσεων Λυχνάρι, ένα… εγκληματικά ζεστό πρωινό του Αυγούστου, στη σκιερή ησυχία της στέγης των εκδόσεων στην Καλλιθέα. Με παρέα την κόρη του, Άννα και τον καθησυχαστικό ήχο του ανεμιστήρα, μιλήσαμε για… εγκλήματα, ανησυχητικές εκθέσεις ιδεών, τη γλώσσα, τα εξώφυλλα, τα βιβλία, τα βιβλία, τα βιβλία και φυσικά για το Λυχνάρι και την ιστορία του.

Πείτε μας μερικά πράγματα για τον εαυτό σας. Πού μεγαλώσατε και τι αναμνήσεις έχετε; Ποια ήταν τα ακούσματά σας, τα διαβάσματά σας και πώς πιστεύετε πως οδηγηθήκατε στις εκδόσεις;

Εγώ γεννήθηκα στη Νέα Σμύρνη. Οι γονείς μου, αν και με πολύ διαφορετικές καταγωγές, με παππούδες πρόσφυγες, από τελείως διαφορετικά περιβάλλοντα, γεννήθηκαν εδώ κοντά στην περιοχή, και στην Καστέλα. Εδώ που βρίσκεται ο εκδοτικός οίκος ήταν κυριολεκτικά το προσφυγικό σπίτι του παππού μου. Ο παππούς μου, αν και είχε σπουδάσει φιλοσοφία, διατηρούσε μπακάλικο, στο οποίο μαζευόντουσαν διάφοροι για συζητήσεις. Αυτό γιατί σας το λέω; Έχει σημασία για τον πατέρα μου, καθώς αυτός δημιούργησε τις εκδόσεις. Οπότε μπορείς να πεις ότι μέσα από το μπακάλικο ξεφύτρωσε ο εκδοτικός οίκος! (Γέλια) Ο πατέρας μου είχε ξεκινήσει από τη σχολή του Κουν. Tην εγκατέλειψε, όμως, για διάφορους λόγους και άρχισε να ασχολείται με το γράψιμο και τις εκδόσεις, στην αρχή ως διορθωτής. Το ’59 μαζί με δύο συνεργάτες ξεκίνησε τις εκδόσεις Ιλισσός. Οι εκδόσεις Ιλισσός έβγαλαν τέσσερα πέντε βιβλία μεταξύ των οποίων και ένα της Αγκάθα Κρίστι. Ήταν και αυτά κίτρινα κι έμοιαζαν με τα Λυχναράκια που ακολούθησαν. Έχω όμως εδώ το πρώτο Λυχνάρι. Όπως βλέπετε δεν ήταν κίτρινο. Ο πατέρας μου εργαζόταν ταυτόχρονα στη βιοτεχνία των αδερφών του και τα απογεύματα έβγαζε σχεδόν όλη τη δουλειά του εκδοτικού οίκου. Σπάνια έκανε μεταφράσεις. Αυτές τις έκαναν επαγγελματίες μεταφραστές. Δούλευε μόνος του. Εγώ δεν μπορούσα να διανοηθώ πώς μπορείς να λειτουργείς έτσι, ακόμα κι αν μεγάλωσα μέσα σ’ αυτό. Είχε πάρα πολύ καλούς συνεργάτες και νομίζω πως έπαιξε ρόλο για τις εκδόσεις και τις μεταφράσεις, που μετά τον πόλεμο ήταν αρκετά ευτελείς. Υπάρχουν μεταφραστές της εποχής που θριαμβολογούν ότι μετέφρασαν βιβλία απλώς διαβάζοντάς τα, τα οποία ήταν χάλια, απαράδεκτες μεταφράσεις. Υπήρχε και παραποίηση του κειμένου, με περικοπές και προσθήκες. Αυτό που προσπάθησε να κάνει ο πατέρας μου, και που το έχουμε κρατήσει όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι ποτέ δεν έγινε παραποίηση κειμένου. Μπορεί να άλλαζε ο τίτλος του βιβλίου για συγκεκριμένους λόγους, αλλά το περιεχόμενο του βιβλίου δεν είχε ούτε περικοπές, ούτε παραποιήσεις. Πολλά από τα αστυνομικά, που εκδίδονταν τότε, πρωτοδημοσιεύονταν σε εφημερίδες σε συνέχειες και κάποιες φορές έπρεπε λόγω χώρου να «φουσκώσουν», να μεγαλώσουν το κείμενο και σε άλλες περιπτώσεις να γίνουν περικοπές. Αυτό λοιπόν ήταν κάτι που δεν το έκανε ποτέ το Λυχνάρι. Άλλαξαν μερικές φορές οι τίτλοι και αναφέρομαι στα έργα της Αγκάθα Κρίστι, όπου σε ορισμένες περιπτώσεις χρειάστηκε να αλλάξει ο τίτλος (σε κάποιες περιπτώσεις άλλαζε κι από την ίδια την συγγραφέα ή τους συνεργάτες της) και νομίζω θα το καταλάβετε, αφού είστε λάτρις. Για παράδειγμα το «Why didn΄t they ask Evans», εάν το μεταφράζαμε στα ελληνικά, όπως το έχουν κάνει κάποιοι, Γιατί δεν ρωτήσανε τον Ίβανς, αποκαλύπτει τη λύση του μυστηρίου! Ο τίτλος λοιπόν έγινε «Οκτώ κόκκοι μορφίνης». Αλλά και άλλες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα το «Δέκα μικροί νέγροι», το οποίο συχνά άλλαζε τίτλο στο εξωτερικό. Ο αρχικός τίτλος στην Αγγλική έκδοση ήταν «Ten Little Niggers». Αυτό όμως κάποια στιγμή άρχισε να ακούγεται ρατσιστικό. Πρώτα στις ΗΠΑ. Η Αγκάθα Κρίστι άρχισε να γράφει σε μια Αγγλία, όπου κάποια πράγματα δεν είχαν ακόμα ενεργοποιηθεί: τα θέματα του ρατσισμού π.χ. Όταν σε κάποιο μυθιστόρημά της έχει για ήρωα έναν Αφρικανό, τον Ακιμπόμπο, φτιάχνει έναν χαρακτήρα φαιδρό, γιατί αυτή είναι η εικόνα που είχαν οι Άγγλοι για τους μαύρους: ότι είναι boys, παιδιά. Και οι Έλληνες επίσης, στο έργο της, είναι κάτι σαν φαιδρά, όχι πολύ ανεπτυγμένα άτομα, ακόμα κι όταν είναι γιατροί. Δηλαδή είναι κάτι σαν δεύτερης κατηγορίας χαρακτήρες. Με τον ίδιο τρόπο διαχειρίζεται και τον Ηρακλή Πουαρό. Ο Ηρακλής Πουαρό τι είναι; Ένας μετανάστης Βέλγος. Το Βέλγιο είχε δεχθεί εισβολή από τους Γερμανούς στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και υπήρχαν πάρα πολλοί πρόσφυγες στην Αγγλία. Εμφανίζεται λοιπόν αυτός ο χαρακτήρας, ο οποίος είναι υπαρκτό πρόσωπο, τον γνώρισε και της είχε κάνει εντύπωση το μουστάκι, τα εξεζητημένα χαρακτηριστικά και τα τόνισε ακόμα πιο πολύ. Μπορεί να είναι πολύ έξυπνος ο Ηρακλής Πουαρό, αλλά από την άλλη είναι και γραφικός. Ξαναγυρνάμε στο θέμα των τίτλων: έτσι λοιπόν το «Δέκα μικροί Νέγροι» έγινε «Δέκα μικροί Ινδιάνοι», γιατί στους Άγγλους το Ινδιάνοι δεν ακουγόταν το ίδιο ρατσιστικό. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αλλιώς (γέλια). Το «Δέκα μικροί Ινδιάνοι» ακουγόταν κι αυτό ρατσιστικό και στη συνέχεια έγινε «Και δεν έμεινε κανένα», που έχει να κάνει με το τραγουδάκι.[1] Στην Ελλάδα εγώ αγωνίστηκα και τον κρατήσαμε αυτόν τον τίτλο, «Δέκα μικροί νέγροι», για δεκαετίες, όχι για ρατσιστικούς προφανώς λόγους, αλλά για να είναι πιστός προς το βιβλίο. Ο πατέρας μου λοιπόν, ο Τάσος Λαζαρίδης, ήταν αυτός που ξεκίνησε τον εκδοτικό οίκο το 1960. Εγώ ανέλαβα το 1995. Δεν το περίμενα ότι θα το κάνω.

Δεν το είχατε σκοπό;

Όχι. Μεγάλωσα μέσα στα αστυνομικά βιβλία θέλοντας και μη. Στην πρώτη δημοτικού έγραφα στις εκθέσεις «Το πτώμα ήταν μέσα στο πιάνο» και καλέσανε από το σχολείο τους γονείς μου, «το παιδάκι έχει κάποιο ψυχολογικό…» (γέλια). Στη συνέχεια όμως ακολούθησα άλλη πορεία. Πήγα στο εξωτερικό, σπούδασα Ιστορία της Τέχνης στη Σορβόννη. Είχα μία τάση να ακολουθήσω ακαδημαϊκή καριέρα, γιατί έκανα κάτι το οποίο δεν έχει επάγγελμα, δεν έχει αντίκρισμα, αφού μέσα στο πανεπιστήμιο βρέθηκα στο Τμήμα Μοντέρνας Αρχαιολογίας (που ασχολείται με τη μεθοδολογική προσέγγιση του αντικειμένου). Παρ’ όλα αυτά επέστρεψα στην Ελλάδα και τότε μου μπήκε η ιδέα να συνεχίσω εγώ το Λυχνάρι. Θεωρούσα ότι το Λυχνάρι ήταν τόσο πολύ ο πατέρας μου, ταυτιζόταν μαζί του, που δεν μπορούσε να αφήσει τα ηνία. Τώρα έχουμε πολλά Λυχνάρια, Λυχναράκια (γέλια). Στον εκδοτικό οίκο μεγάλο ρόλο έχει και η σύζυγός μου, Ελένη Παπαγιάννη. Είναι γραφίστρια και όχι μόνο, εδώ και τριάντα χρόνια σχεδόν. Ουσιαστικά το έχουμε κάνει ξανά μια οικογενειακή επιχείρηση. Για δεκαετίες δεν ήταν έτσι. Είχε μεγαλώσει αρκετά και λόγω των απαιτήσεων της δουλειάς, καθώς έπρεπε να βγαίνουν τακτικά βιβλία, να υπάρχει το λιγότερο ένα βιβλίο τσέπης τον μήνα. Το τσέπης είχε και άλλη διανομή. Με το πρακτορείο τύπου. Τώρα αυτό είναι κάτι που δεν υπάρχει πια. Και γι’ αυτό γινόταν και πολύ μεγάλο τιράζ στα αστυνομικά, κυρίως στην Αγκάθα Κρίστι. Η Αγκάθα Κρίστι είχε φτάσει κάποτε τιράζ 12.000 αντίτυπα. Ήταν πολύ μεγάλο για τα ελληνικά δεδομένα. Γινόντουσαν τακτικά επανεκδόσεις, αλλάζοντας συχνά το εξώφυλλο. Υπήρχαν πολύ ωραία εξώφυλλα.

 

Και πώς προέκυψε αυτό το συγκεκριμένο φορμά του εξωφύλλου;

Πάλι γυρνάω στον πατέρα μου. Έχετε στα χέρια σας το πρώτο εξώφυλλο. Δεν έχει εικόνα, έχει ένα σχέδιο το οποίο από το νούμερο 2 και μετά γίνεται κίτρινο, έτσι όπως το βλέπετε, δίχως απεικόνιση. Μετά αποκτάει, (με κλισέ αρχικά), μαυρόασπρο συν το κίτρινο. Από εδώ ξεκίνησε το σχήμα και όπως βλέπετε είναι λίγο μεγαλύτερα από τα μετέπειτα Λυχνάρια.

Και μετά αυτού του είδους το illustration το ξεκίνησε κάποιος; Ένας άνθρωπος συγκεκριμένος;

Ο πατέρας μου έχει κάνει πολύ σχεδιασμό, από κολάζ και αερογράφο ως και γραμματοσειρές είχε σχεδιάσει κι από τα μέσα της δεκαετίας του ΄90 η Ελένη Παπαγιάννη. Οι εικόνες των εξωφύλλων συχνά είναι από το πρωτότυπο. Ο Tom Adams Αυστραλός γραφίστας, εξαιρετικός, έχει κάνει όλα εκείνα τα ψυχεδελικά εξώφυλλα.

 

Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι υπάρχει μια φοβερή συνέπεια και ομοιομορφία στις μεταφράσεις. Ήταν όλα από έναν μεταφραστή;

Όχι αλλά ήταν όλα στην επιμέλεια του πατέρα μου και μπορώ να πω ότι απ’ αυτόν έμαθα κι εγώ, από νωρίς. Μετά συνέχισα εγώ να κάνω την επιμέλεια και επίσης χρειάστηκε να ξαναγίνει σε όλα τα έργα που είχε επεξεργαστεί ο πατέρας μου, γιατί φανταστείτε ότι πολλά από αυτά είχαν κυκλοφορήσει από τις δεκαετίες του ’60-’70 και όπως είναι φυσικό η γλώσσα εξελίσσεται. Επιπλέον χρειάστηκε να προσαρμοστούν στο μονοτονικό σύστημα.

Υπάρχει και κάτι άλλο πολύ εντυπωσιακό σε αυτά τα βιβλία. Ότι με κάποιον τρόπο είναι σαν να τα διαβάζεις στα αγγλικά, ότι έχεις της αίσθηση της γλώσσας στην οποία γράφτηκαν.

Νομίζω ότι έχουμε κρατήσει πιστά τον χαρακτήρα. Αυτό έχει σημασία. Ο πατέρας μου έβαζε το φίλτρο του, χωρίς όμως να αλλοιώνει το περιεχόμενο. Λάτρευε τη διαδικασία. Έφτιαχνε λίστες με παραλλαγές των τίτλων, μετέφραζε τα ποιήματα. Αυτό ήταν το σημαντικό. Όχι μόνο στην Αγκάθα Κρίστι. Ο πατέρας μου δεν ήξερε καλά γαλλικά, αλλά μπορούσε να κάνει την επιμέλεια σε μεταφρασμένα κείμενα και να συνεννοηθεί. Όταν είχε έρθει ο Σαρλ Εσμπραγιά στην Ελλάδα, ήμουν τότε παιδί και δεν μπορώ να θυμηθώ για ποιον λόγο, δεν είχε μείνει σπίτι μας, αλλά θυμάμαι πολύ καλά ότι είχε έρθει και μας είχε μαγειρέψει. Ήταν ένας συγγραφέας που μαγείρευε! (γέλια) Εμένα μου αρέσει ο Εσμπραγιά πολύ και για το χιούμορ του, αλλά συνειδητοποίησα μεγαλύτερος, όταν πλέον διάβασα τα βιβλία στα γαλλικά, ότι είναι πολύ αξιόλογος συγγραφέας, όχι μόνο για το χιούμορ. Και γυρνάω σε κάτι που είναι το χαρακτηριστικό του πατέρα μου, του Τάσου Λαζαρίδη, ότι τα βιβλία που επέλεγε να εκδώσει ήταν τα βιβλία που αγαπούσε, τα βιβλία που του άρεσαν. Δεν θα επέλεγε κάτι, δεν θα έβγαζε κάτι που δεν του άρεσε και έτσι, όταν στη δεκαετία του ’70 άρχισε τη σειρά Νανά με αισθηματικά ρομάντσα που τότε είχαν πολύ μεγάλη επιτυχία, εμπλεκόταν και σ’ αυτά, τα διάβαζε. Και κάποια στιγμή, μετά από εκατό τόσους τίτλους που έβγαλε, είπε «μπούχτισα», δεν μπορούσε άλλο.

Η Αγκάθα Κρίστι μεταφράστηκε στα ελληνικά για πρώτη φορά από το Λυχνάρι;

Όχι. Ακόμα και προπολεμικά κάποια από τα έργα της, πολύ λίγα, είχαν κυκλοφορήσει, και σε συνέχειες σε εφημερίδες, και νομίζω δυο τρία είχε βγάλει και ο Γαλαξίας το ’50. Αλλά συστηματικά ξεκίνησε από τον πατέρα μου το 1960 και από το 1967 είχε ένα είδος αποκλειστικότητας. Αργότερα αποκτήσαμε αποκλειστικότητα των δικαιωμάτων για όλα τα έργα της, αλλά από το ’67 είχε προτίμηση. Όταν κάποιος ζητούσε να εκδώσει ένα βιβλίο τότε, ήταν μεμονωμένα τα δικαιώματα και θα σας εξηγήσω το λόγο. Η νομοθεσία στην Ελλάδα προέβλεπε ότι όποιο βιβλίο είχε εκδοθεί προ του ’47 ήταν ελεύθερο δικαιωμάτων, τότε. Η νομοθεσία αυτή  αργότερα ευθυγραμμίστηκε βέβαια με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και πήγαμε στα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του συγγραφέα και μετά στα 70. Η νομοθεσία σε κάθε μέρος του πλανήτη είναι διαφορετική. Για παράδειγμα, απ’ ό,τι ξέρω, στις Ηνωμένες Πολιτείες αρκετά βιβλία που έχουν ακόμη δικαιώματα στην Ευρώπη, έχουν ήδη ελευθερωθεί, γιατί εκεί ισχύει ένα πολύπλοκο σύστημα, πχ. όποιο βιβλίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά πριν το 1929 είναι ελεύθερο δικαιωμάτων, και υπάρχουν κι άλλες ρυθμίσεις για διαφορετικές χρονικές περιόδους. Βέβαια, εδώ στην Ελλάδα –και όχι μόνο- έχουν υπάρξει πάρα πολλές πειρατικές εκδόσεις. Μπορώ να πω ότι όσο είχε το Λυχνάρι τα δικαιώματα της Αγκάθα Κρίστι υπήρχαν συνεχώς περιπτώσεις πειρατείας, μέχρι και προκλητικά. Δηλαδή… (γέλια) έστελνες κλητήρα για να σταματήσει η πειρατική έκδοση και σε παρακαλούσαν να πουλήσουν, ώσπου να πάμε στο δικαστήριο. Ακόμη και εκδοτικοί οίκοι με ανύπαρκτο ΑΦΜ.

Δεν υπήρχε κάποιος φορέας που να σας προστατεύει;

Ναι. Και σε όλες τις περιπτώσεις δικαιωθήκαμε. Αυτός ήταν και ο λόγος που μας οδήγησε στην περίπτωση της Αγκάθα Κρίστι να αποκτήσουμε την αποκλειστικότητα των δικαιωμάτων. Αυτό ήταν ένα επιπλέον χαρτί για τον εισαγγελέα, ώστε οποιαδήποτε άλλη έκδοση να μην αμφισβητεί το δικαίωμα εκδόσεως. Η πειρατεία είναι συχνό φαινόμενο, είτε έντυπα, είτε ψηφιακά. Ακόμη και τώρα, που υπάρχουν φορείς. Φανταστείτε λοιπόν πώς γινόταν αυτό στη δεκαετία του ’60 ή του ’70. Αποφάσιζε κάποιος (συχνά δεν ήταν καν εκδότης) να τυπώσει ένα βιβλίο χωρίς να ψάξει να βρει ποιος έχει τα δικαιώματά του. Έτσι και τον έπιαναν, είτε θα έδινε κάποιο αντίτιμο ώστε να αποκτήσει νομιμότητα κατόπιν εορτής, είτε απλά θα εξαφανιζόταν και… τρέχα γύρευε (γέλια). Σοβαρά σας μιλάω. Αρκετοί εκδοτικοί οίκοι που υπάρχουν αυτή τη στιγμή ξεχώρισαν, γιατί σταμάτησαν αυτή την πρακτική που υπήρχε στην Ελλάδα και δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστεί, ιδίως μετά την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Βέβαια αυτό που περιγράφω με τα δικαιώματα σε άλλες χώρες συμβαίνει ακόμα πιο πολύ.

Ως εκδότες της στην Ελλάδα έτυχε να έχετε προσωπική επαφή με την Αγκάθα Κρίστι;

Την Αγκάθα Κρίστι δεν την γνώρισε ο πατέρας μου, ούτε εγώ. Την είχε γνωρίσει όμως ο καθηγητής μου, Philippe Bruneau, καθηγητής αρχαιολογίας και Γενικός Γραμματέας της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα, που μου περιέγραψε ότι σε ένα επίσημο τραπέζι είχε βρεθεί να κάθεται δίπλα σε μια φανταχτερή κυρία ντυμένη παρδαλά. Δεν ήξερε ποια είναι. Έπειτα το έμαθε. Ο τελευταίος σύζυγος της Αγκάθα Κρίστι, ο Max Mallowan, ήταν κι αυτός διάσημος αρχαιολόγος.

 

Δηλαδή η ηρωίδα της, η Αριάδνη Όλιβερ, είναι κατά κάποιον τρόπο η ίδια το alter ego της;

Η συγγραφέας Αριάδνη Όλιβερ μέσα στα βιβλία της έχει πολλά στοιχεία από την ίδια την Κρίστι. Για παράδειγμα τα μήλα. Της άρεσαν όντως τα μήλα… (γέλια)

Τώρα ποιο καθεστώς υπάρχει σε σχέση με το βιβλίο τσέπης και ποιες είναι οι δικές σας προσδοκίες;

Εμείς εκδίδουμε και βιβλία τσέπης και βιβλιοπωλείου. Παλιότερα το τσέπης ήταν κάτι που έμπαινε δύσκολα στο βιβλιοπωλείο, επειδή θεωρείτο ευτελές, είτε αστυνομικό είτε αισθηματικό είτε επιστημονικής φαντασίας. Πέρα από τη σειρά Βιβλιοθήκη Αστυνομικής Φιλολογίας έχουμε και το Σύμπαν με βιβλία επιστημονικής φαντασίας. Κι αυτή ο πατέρας μου την ξεκίνησε. Το βιβλίο περιπτέρου, είχε κυρίως διαφοροποίηση στο σχήμα, αν και άλλα βιβλία περιπτέρου ήταν κυριολεκτικά ευτελή. Τα δικά μας βιβλία ποτέ δεν είχαν ευτελές χαρτί, χαρτί εφημερίδας, ή πρόχειρες εκτυπώσεις. Τα πρώτα μεγάλα βιβλιοπωλεία, λοιπόν, που δέχθηκαν τα βιβλία τσέπης στα ράφια τους ήταν ο Σιδέρης, η Φωλιά του βιβλίου και ο Ελευθερουδάκης. Σε άλλα βιβλιοπωλεία κυριαρχούσε δυσπιστία για το βιβλίο τσέπης, ενώ πουλούσαν τα μεγαλύτερα σε μέγεθος βιβλία μας. Και σε άλλες χώρες ένα βιβλίο αστυνομικό, επιστημονικής φαντασίας, τη δεκαετία του ’50-’60, πάλι δεν έμπαινε τόσο εύκολα στο βιβλιοπωλείο. Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που έχει ξεπεραστεί πια εντελώς. Τα αστυνομικά μυθιστορήματα είναι πολύ δημοφιλή πλέον και ευπώλητα σε σχέση με άλλα βιβλία, με άλλα μυθιστορήματα. Εμείς εξακολουθούμε και βγάζουμε και τσέπης και βιβλιοπωλικά (αστυνομικά και επιστημονικής φαντασίας). Καθώς και μυθιστορήματα που δεν είναι μυστηρίου ή φαντασίας. Από το 2019 δεν έχουμε πια ανάμιξη καθόλου με την Αγκάθα Κρίστι, παρά το γεγονός ότι εξακολουθώ να λατρεύω το έργο της. Είχε πάψει να γίνεται προσοδοφόρο, παρά το ότι οι πωλήσεις της Αγκάθα Κρίστι μεγάλωσαν με τα χρόνια. Η τιμή ενός βιβλίου τσέπης οφείλει να παραμένει χαμηλή. Η ιδέα είναι να παραμένει το βιβλίο προσιτό σε όλους. Παράλληλα μεγάλωσαν και τα βάρη, δηλαδή τα χρηματικά ποσά που αποδίδαμε, ώστε να μπορέσουμε να κρατήσουμε αυτή την αποκλειστικότητα. Όταν το 2019 έγινε ένα τρομακτικό κυνήγι για το ποιος θα αποκτήσει τα δικαιώματα, εμείς δεν δώσαμε αυτά τα τρελά ποσά που δόθηκαν για να αγοραστούν και χαίρομαι, γιατί το διάστημα του κορωνοϊού έριξε όλες τις πωλήσεις των βιβλίων στον γκρεμό.

Τις έριξε; Δεν τις ανέβασε; Δηλαδή θα θεωρούσε κανείς ότι αυτή η συνθήκη του εγκλεισμού ευνοεί το διάβασμα.

Εγώ νομίζω ότι τις έριξε. Παρά το ότι πολλοί εκδότες αλλά και βιβλιοπώλες ισχυρίζονται το αντίθετο, για λόγους Μάρκετινγκ. Αυτοί λοιπόν που ισχυρίζονται το αντίθετο θα μπορούσαν να πληρώνουν το προσωπικό τους, που δεν το έκαναν. Κάποιοι από αυτούς αναγκάστηκαν να κλείσουν, καθώς και μεγάλα βιβλιοπωλεία. Ο εγκλεισμός ευνοεί το διάβασμα, αλλά το διάβασμα στο tablet ηλεκτρονικά και αυτό ήταν κάτι που αργούσε να γίνει στην Ελλάδα. Πάρτε για παράδειγμα την Αγγλία. Οι μεγάλες αλυσίδες κλείσανε. Πριν από τον κορωνοϊό. Γιατί μεγάλο μέρος της ανάγνωσης πέρασε σε άλλο μέσο, στο ψηφιακό. Τελευταία και στο audio-book. Είναι λοιπόν το μέσο που περνάει κρίση, το τυπωμένο βιβλίο. Ωστόσο εγώ νομίζω ότι τα βιβλία θα συνεχίσουν να υπάρχουν και θα υπάρχουν όσο υπάρχουν άνθρωποι να διαβάζουν. Ούτε ανησυχώ σ’ αυτόν τον τομέα για το τι έπεται λόγω της ΑΙ, καθώς η ΑΙ γράφει πλέον κι αυτή μυθιστορήματα. Νομίζω ότι είναι μια μόδα, το να δούμε αν και η ΑΙ μπορεί να γράψει κάποιο μυθιστόρημα ή αν θα μπορούσε να αρέσει σ’ ένα καθοδηγούμενο κοινό αυτό. Αλλά το ανθρώπινο χέρι διαθέτει κάτι πιο προσωπικό. Εννοείται όμως ότι πια δεν μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό που γινόταν, με τα βιβλία περιπτέρου, τα προθεσμιακά βιβλία, που παρέμεναν συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στα σημεία πωλήσεως, ή τις εφημερίδες που τύπωναν βιβλία σε απίστευτα μεγάλο τιράζ.

Αυτό δεν γίνεται πια; Δεν γίνεται δηλαδή αυτού του είδους η διανομή στο βιβλίο τσέπης;

Όχι. Δεν υπάρχουν πια διανομές βιβλίων από τα πρακτορεία των εφημερίδων. Σχεδόν δεν υπάρχουν περίπτερα πλέον. Είναι κάτι πολύ περιορισμένο και δεν έχει πια κοινό. Κάναμε τη ζημιά μας οι εκδότες βάζοντας βιβλία στις εφημερίδες, αλλά και καλό, γιατί δόθηκε η ευκαιρία προσέγγισης του βιβλίου σε μεγάλη μερίδα κόσμου. Ήταν όμως φαινόμενο άλλης εποχής. Δεν ξέρω τι βάζουν μέσα οι εφημερίδες πια. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν και πολλοί αναγνώστες έντυπων εφημερίδων πλέον. Οι εφημερίδες υπάρχουν για άλλους λόγους.

Τα βιβλία που βγάζετε τώρα; Εκδίδετε κι εσείς όπως ο πατέρας σας τα βιβλία που σας αρέσει να διαβάζετε;

Εκδίδαμε πάντα μυθιστορήματα, σίγουρα με προσωπικό κριτήριο. Αυτό το βιβλίο για παράδειγμα έπεσε τυχαία στα χέρια μου στα αγγλικά στο σπίτι ενός φίλου, πριν από μερικά χρόνια. («Αγαπητέ Θεέ εδώ η Άννα»). Δεν είναι αστυνομικό, απλώς ήθελα πάρα πολύ να το βγάλω. Εκδίδουμε όμως και αστυνομικά.

Και πώς τα εντοπίζετε συνήθως τα πρωτότυπα;

Τα περισσότερα είναι βιβλία που κάπου τυχαίνει να τα δω, σε διεθνείς εκθέσεις (Η χημεία του θανάτου, του Σάιμον Μπέκετ και Η Φλάβια και τα μυστήρια ταλέντα της, του Άλαν Μπράντλευ), σ’ ένα βιβλιοπωλείο, στο ίντερνετ, ένα βιβλίο που μου γυαλίζει λίγο (γέλια) και το διαβάζω και μετά μου αρέσει (Η σειρά Μεσαιωνικών Μυστηρίων του C. L. Grace). Διαβάζω πολλά βιβλία και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Δεν διαβάζω μόνο από επαγγελματικό ενδιαφέρον. Διαβάζω επίσης βιβλία ιστορίας. Επειδή οι σπουδές μου ήταν πάνω στην Ιστορία της Τέχνης, εξακολουθώ να έχω ενδιαφέρον για το αντικείμενο. Αλλά μπορεί να διαβάσω μέχρι και ένα σκισμένο χαρτάκι που βρήκα κολλημένο κάπου στον τοίχο (γέλια)… Οπότε διαβάζω τα πάντα.

Είστε αναγνώστης λοιπόν.

Ναι είμαι. Μου αρέσουν πολύ και οι διάφορες δράσεις που γίνονται, όταν κάποιος αφήνει ένα βιβλίο κάπου ή ένα ποίημα σε ένα παγκάκι. Μ’ αρέσει να μπαίνω σε βιβλιοπωλεία και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Υπάρχουν πολύ ωραία βιβλιοπωλεία και στην Αθήνα ακόμα. Δεν ξέρω αν έχετε πάει στο Παρ’ ημίν. Είναι ένα πάρα πολύ ωραίο βιβλιοπωλείο. Μ’ αρέσει να ανεβοκατεβαίνω στους ορόφους του.

 

Έχετε κάποιους αγαπημένους συγγραφείς είτε έχετε ασχοληθεί μαζί τους είτε όχι; Ή οπωσδήποτε, αν είναι αγαπημένος, έχετε ασχοληθεί;

Σίγουρα, μα δεν μπορούμε να εκδώσουμε τα πάντα. Διαβάζω πολύ Γάλλους και αστυνομικά στα γαλλικά. Όμως πέρα από τον Εσμπραγιά και τον Εξιπερί δεν έχουμε ασχοληθεί με τη γαλλική λογοτεχνία. Αλλά έχουν μεταφραστεί πάρα πολύ καλά στην Ελλάδα. Μου αρέσουν τα βιβλία των εκδόσεων Πόλις. Διαβάζω, βέβαια, περισσότερο στα Αγγλικά ή στα Γαλλικά. Συχνά προτιμώ να διαβάσω απ’ το πρωτότυπο. Γερμανικά δεν μπορώ να διαβάσω, οπότε επιλέγω τη μετάφραση. Παίζει πολύ μεγάλο ρόλο ποιος έχει μεταφράσει το βιβλίο και η καλή συνεργασία με το μεταφραστή. Χάρηκα που είχα τη δυνατότητα να συνεργαστώ με μεταφραστές όπως η Χριστιάννα Σακελαροπούλου, η Νίκη Προδρομίδου, η Αργυρώ Πατσού και Χίλντα Παπαδημητρίου που είναι και συγγραφέας. Χαίρομαι ιδιαίτερα, όταν έχω μια καλή μετάφραση στα χέρια μου.

Ασχολείται κάποιος από εσάς με τη μετάφραση;

Ως πάρεργο εγώ, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο. Είναι το μυστικό μου (γέλια).

Τι φαντάζεστε για το μέλλον του Λυχναριού;

Έχω προσπαθήσει να κρατήσω έναν μικρό εκδοτικό οίκο. Είναι περιορισμένα τα βιβλία που βγάζουμε, αλλά προσπαθούμε να κρατήσουμε τον κατάλογό μας ζωντανό και δεν θα με ενδιέφερε ποτέ να επιστρέψω στη μεγάλη παραγωγή, ώστε να βγάζω πάρα πολλά βιβλία, ούτε βιβλία που δεν θα μου άρεσαν, μόνο για το κέρδος. Οπότε θα έλεγα ότι έχω μια ερασιτεχνική σχέση με το βιβλίο.

Κάτι που δεν θα ήταν μυθοπλασία, θα το βγάζατε;

Το είχα σκεφτεί. Όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα ήθελα να κάνω εκδόσεις ιστορίας της Τέχνης και μάλιστα είχα αποκτήσει δικαιώματα για κάποια βιβλία που μου είχαν αρέσει, μα ποτέ δεν έφθασαν στο τυπογραφείο. Ήταν δύσκολο εγχείρημα, γιατί αυτές οι εκδόσεις έχουν μικρό κοινό και μεγάλο κόστος. Επίσης, τα κόμιξ μου αρέσουν και απολαμβάνω να διαβάζω, αλλά είναι άλλος τομέας. Είναι σαν να ασχολείσαι με κάτι διαφορετικό. Η έκδοση ενός βιβλίου δεν περιορίζεται μόνο στη διαδικασία παραγωγής του, χρειάζεται να μπορείς να υποστηρίξεις και την παρουσίαση, την προώθηση. Όταν σας έλεγα πριν ότι βγάζουμε βιβλία επιστημονικής φαντασίας ή αστυνομικά μεταφρασμένα στα Ελληνικά, είναι ένα συγκεκριμένο κοινό που αγοράζει αυτό το βιβλίο. Ενώ κάποια άλλα βιβλία, αυτά που έχουμε εκδώσει τελευταία της Κυριακής Καζακίδου (Στη ροή του ποταμού Έβρου και Ο κρίκος) είναι ιστορικά μυθιστορήματα, απευθύνονται όμως σε διαφορετικό κοινό από το κοινό που έχει το αστυνομικό και το βιβλίο επιστημονικής φαντασίας. Το να εκδώσουμε όμως βιβλία ποίησης ή δοκίμιο είναι άλλοι τομείς και δεν θα μπορούσα να τα υποστηρίξω στην κλίμακα που βρισκόμαστε.

Στα καινούρια σας βιβλία φαίνεται να υπάρχει μια μεγαλύτερη ποικιλία οπτικά στο πώς είναι σχεδιασμένα. Θα γυρνούσατε ποτέ στην ομοιομορφία π.χ. του κίτρινου εξωφύλλου;

Εξακολουθούμε να εκδίδουμε βιβλία στην κίτρινη σειρά, όμως το πρόβλημα είναι η διατήρηση των τίτλων σε χαμηλη τιμή, καθώς το κόστος παραγωγής έχει σημαντικά αυξηθεί, λόγω των μεταφορικών και της τιμής του χαρτιού.

Η γοητεία της σειράς είναι όμως αδιαμφισβήτητη.

Οπότε θα συνεχίσετε αυτό που κάνετε όπως το κάνετε τώρα;

Σίγουρα, με χαρά και προσωπική χροιά. Το Λυχνάρι στο παρελθόν εξέδιδε μόνο μεταφρασμένη λογοτεχνία, οπότε η επαφή με το συγγραφέα δεν ήταν άμεση. Εκδίδοντας τα βιβλία του Κώστα Παπαδόπουλου και της Κυριακής Καζακίδου, άλλαξε η προσέγγιση, καθώς η παρουσία του συγγραφέα γίνεται ενεργή μέσα στον εκδοτικό οίκο.

 

Και βλέπετε στο μέλλον να εισάγεται και η κόρη σας, η Άννα;

Δεν ξέρω, στο χέρι της είναι.

 

Θα θέλατε;

Δεν με απασχολεί. Ούτε και ο πατέρας μου ήθελε να με κάνει εκδότη.

 

Αλλά ήρθε κάπως νομοτελειακά;

Ναι.

 

Δηλαδή όταν γυρίσατε στην Ελλάδα δεν είχατε αυτόν τον σκοπό ή γυρίσατε γι’ αυτό;

Όχι, γύρισα στην Ελλάδα ουσιαστικά γιατί είχε αρρωστήσει ο πατέρας μου και ήθελα να είμαι εδώ. Είχα άλλη ζωή. Αν και στη Γαλλία εργαζόμουν σε βιβλιοπωλείο.

 

Και απλώς αποφασίσατε ότι τελικά θα συνεχίσετε το Λυχνάρι;

Ναι.

 

Ωραία.

Ευτυχώς!

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

 

Υ.Γ. Ευχαριστούμε την Άννα για τη δική μας, αδημοσίευτη συζήτηση για τα πλοία, τις διακοπές, τα ακριτικά περίπτερα, την Τζίλιαν Φλιν και τις… μεταβολές προσωπικότητας. Επίσης την ευχαριστούμε για τη γνωριμία με τη Φλαβία.

 

 

[1] And then there were none

 

Back to top