Με αφορμή την επέτειο στις 9 Νοεμβρίου της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, ρίχνουμε μια ματιά στις διευρωπαϊκές πληθυσμιακές μετακινήσεις που συνδέθηκαν με αυτό.
Στις 9 Νοεμβρίου 1989, καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος όδευε στη λήξη του, το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ανατολικού Βερολίνου ανακοίνωνε την αλλαγή στις σχέσεις της πόλης με τη Δύση, γεγονός που θα οδηγούσε τελικά στην επανένωση. Τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας οι πολίτες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ – DDR) ήταν επιτέλους ελεύθεροι να διασχίσουν τα σύνορα της χώρας και να ξανασυναντήσουν συγγενείς και φίλους. Κάτοικοι τόσο του Ανατολικού όσο και του Δυτικού Βερολίνου συνέρρευσαν στο τείχος του Βερολίνου καθώς φώναζαν το κύριο αίτημά τους σαν σύνθημα: «Ανοίξτε την πύλη». Τα μεσάνυχτα είχαν πλημμυρίσει τα σημεία ελέγχου που υπήρχαν κατά μήκος του τείχους. Περισσότεροι από δύο εκατομμύρια Ανατολικοβερολινέζοι πέρασαν στο δυτικό κομμάτι της πόλης πανηγυρίζοντας. Μπορούσε κανείς να δει ανθρώπους με σφυριά και σκεπάρνια να γκρεμίζουν το τείχος ενώ γερανοί και μπουλντόζες είχαν αρχίσει την κατεδάφιση. Επιτέλους είχε ξεκινήσει η επανένωση του Βερολίνου πάνω από 40 χρόνια μετά τη διαίρεση. Ένα φρεσκοβαμμένο γκράφιτι έγραφε στον τοίχο: «Μόλις σήμερα τελείωσε πραγματικά ο πόλεμος». Η επανένωση Ανατολής και Δύσης επισημοποιήθηκε ένα χρόνο μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, στις 3 Οκτωβρίου του 1990.
Απόδραση από το Ανατολικό Βερολίνο, Peter Leibing 13.08.1961
Η πτώση του τείχους δεν ήταν μεμονωμένο γεγονός αλλά μάλλον ένα εμβληματικό ορόσημο (όπως εξάλλου και το ίδιο το τείχος) των αλλαγών που συντελέστηκαν στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και που είχαν σαν αποτέλεσμα τη διαίρεσή της σε Ανατολή και Δύση. Μεταξύ άλλων, σηματοδότησε την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της κυριαρχίας της στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (εξαιρουμένων της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας) μετά τη διάσκεψη της Γιάλτας. Λίγο αργότερα ξεσπάει ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία διαμορφώνοντας εκ νέου τον χάρτη της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Η διάλυση του ανατολικού μπλοκ δημιούργησε ένα νέο κύμα μετακινήσεων, ενώ ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία οδήγησε τους πληθυσμούς που απομακρύνθηκαν βίαια από τα πάτρια εδάφη στην αναζήτηση πολιτικού ασύλου. Επιπλέον, η σταδιακή επέκταση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που άρχισε να δέχεται ως μέλη τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, άλλαξε προοδευτικά το στάτους κάποιων ανατολικοευρωπαίων μεταναστών. Το συγκεκριμένο κύμα μετανάστευσης, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις είχε τον χαρακτήρα εκκένωσης, δεν ήταν οργανωμένο ή ελεγχόμενο, ούτε δημιουργήθηκε εξαιτίας της ζήτησης εργατικού δυναμικού από κάποια συγκεκριμένη χώρα υποδοχής. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό το μεταναστευτικό κύμα από Ανατολή προς Δύση ακολούθησε την πεπατημένη οδό που είχαν δημιουργήσει ήδη υπάρχουσες σχέσεις, επίσημες και ανεπίσημες, ανάμεσα σε μια χώρα του ανατολικού μπλοκ και μια «δυτική» χώρα. Παρ’ όλα αυτά σε πολλές περιπτώσεις το μεταναστευτικό κύμα δεν είχε συγκεκριμένο προορισμό και οπωσδήποτε ούτε στόχο παρά μια γενική επιθυμία να μετακινηθεί προς δυσμάς. Πολύ συχνό και επαναλαμβανόμενο ήταν επίσης το φαινόμενο της μετανάστευσης στην πλησιέστερη και «ευκολότερη» χώρα, με σκοπό τη μετακίνηση σε άλλη αργότερα, γεγονός που καθιστούσε τις χώρες της δυτικής Ευρώπης μεταβατική πύλη προς τις ΗΠΑ, ή την επανασύνδεση με μέλη της οικογένειας. Επίσης παρ’ όλο που κύριος λόγος μετανάστευσης ήταν η οικονομική δυσχέρεια, ήταν φανερό πως υπήρχε παράλληλα και ένας χαρακτήρας απόδρασης/διαφυγής σε αυτό το μεταναστευτικό κύμα των δεκαετιών του 1990 και 2000, που πυροδοτήθηκε από χρόνια καταπίεσης και από το συνεπαγόμενο συλλογικό αίσθημα αιχμαλωσίας καθώς και από τη δυσαρέσκεια απέναντι στην κομμουνιστική προπαγάνδα που δεν έφερε τελικά τα αποτελέσματα που προσδοκούσε ο λαός. Έτσι, καθώς οι άνθρωποι που ζούσαν υπό κομμουνιστικό καθεστώς άρχισαν να απορρίπτουν αυτό το διοικητικό και οικονομικό μοντέλο, άρχισαν να δυσπιστούν και ως προς την επίσημη διαλεκτική της καθεστωτικής προπαγάνδας για τον δυτικό τρόπο ζωής. Σύμφωνα με την προπαγάνδα του επίσημου κράτους, η Δύση ήταν η πηγή παντός κακού, αλλά στη συλλογική σκέψη αυτή η περιγραφή ταίριαζε στην πραγματικότητα περισσότερο στο ίδιο το καθεστώς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η πλειοψηφία των απλών ανθρώπων της ανατολικής Ευρώπης (και ιδιαίτερα των νέων) να ειδωλοποιήσουν τη Δύση, τον καπιταλισμό και την ελεύθερη αγορά. Από αυτή την άποψη, υπήρχαν ψυχολογικά κίνητρα στη διαδικασία επιλογής προορισμού των επίδοξων μεταναστών που έφευγαν από την ανατολή στη δύση, καθώς επίσης και κίνητρα προσωπικά που υπαγόρευαν μια πιο προσωπική σχέση με μια συγκεκριμένη χώρα της Δύσης. Πολλοί λόγοι υπήρξαν που ώθησαν τους ανατολικοευρωπαίους μετανάστες αυτού του κύματος προς συγκεκριμένες δυτικές χώρες, π.χ. η ικανότητα να μιλούν τη γλώσσα της χώρας υποδοχής, η δυνατότητα ή η επιθυμία να σπουδάσουν εκεί, μια οικογενειακή παράδοση ή ένας ξεχασμένος δεσμός που συνέδεε τον μετανάστη με μια χώρα της δύσης, η ειδωλοποίηση της δύσης γενικότερα, η προσδοκία για καλύτερες συνθήκες εργασίας και μακροχρόνια παραμονή στη χώρα προορισμού και τέλος ακόμη και η φήμη μιας δυτικής χώρας ως χώρας με ανοχή στη διαφορετικότητα. Επιπλέον καθώς το μεταναστευτικό αυτό κύμα αποτελούνταν κυρίως από κατοίκους χωρών εκτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η μεταναστευτική ροή δεν λάμβανε χώρα πάντα με νόμιμες διαδικασίες. Επίσης τα νομικά κενά που υπήρχαν σε ορισμένες χώρες, καθώς μέχρι τότε δεν αποτελούσαν πόλους έλξης μεταναστών (π.χ. Ελλάδα, Ιταλία), συνέβαλαν στη μετατροπή τους σε εύκολες πύλες εισόδου στο «φρούριο» της Ευρώπης. Σταδιακά και καθώς το φαινόμενο μεγεθυνόταν, δημιουργούσε επόμενα κύματα μετανάστευσης με νέα κίνητρα, όπως την προοπτική της σύνδεσης με άλλα μέλη της οικογένειας, φίλους ή συμπατριώτες που είχαν ήδη μεταναστεύσει και εγκατασταθεί σε μια δυτική χώρα. Με αυτόν τον τρόπο μετανάστευσαν για παράδειγμα οι Πολωνοί στο Ηνωμένο Βασίλειο ή οι Αλβανοί στην Ιταλία ενώ ο τρόπος με τον οποίο συνέβησαν τέτοιες συνδέσεις εξαρτήθηκε τόσο από την γεωγραφική εγγύτητα όσο και από πολιτιστικές, εθνοτικές, γλωσσικές και θρησκευτικές σχέσεις ανάμεσα στη χώρα προέλευσης και τη χώρα προορισμού.
Απόδραση της τελευταίας στιγμής από το παράθυρο λίγο πριν το χτίσιμο του τείχους
Ωστόσο, είναι σημαντικό να τονίσουμε πως αυτό το μεταναστευτικό κύμα δεν ήταν το πρώτο που επηρέασε την Ευρώπη. Καθώς οι ευρωπαϊκές χώρες προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν μετά τον Β’ Π.Π., ενεργοποιήθηκε ένα αναμενόμενο κύμα μετανάστευσης με σκοπό να βοηθήσει και να επανορθώσει τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Η τεχνολογική πρόοδος έκανε τις μετακινήσεις από την ανατολή στη δύση ευκολότερες, ενώ το «δυτικό» εισόδημα λειτούργησε σαν κίνητρο για τους ανατολικοευρωπαίους εργάτες. Παρ’ όλο που η δημιουργία των Ηνωμένων Εθνών είχε σαν στόχο να εξαλείψει τις επίσημες ιμπεριαλιστικές και αποικιακές σχέσεις μεταξύ χωρών (π.χ. η ποινή για την Ιταλία και την Ιαπωνία που μπήκαν στη Συμμαχία του Άξονα ήταν να χάσουν αμέσως τα αποικιακά εδάφη τους) μεγάλοι πληθυσμοί μετακινήθηκαν από τις πρώην αποικίες στο μητροπολιτικό κέντρο, όπως για παράδειγμα οι Ινδοί και οι Πακιστανοί στο Ηνωμένο Βασίλειο και Βιετναμέζοι, Καμποτζιανοί και Βορειοαφρικανοί στη Γαλλία.
Η διάσκεψη της Γιάλτας το 1945 επανακαθόρισε τα σύνορα της Ευρώπης, οριστικοποίησε τη διάκριση ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση και σχεδίασε το νέο πλαίσιο μετακίνησης των ευρωπαίων πολιτών. Η μεταπολεμική δυτική Ευρώπη έπρεπε να ανακατασκευαστεί κι έτσι η μετανάστευση από ασιατικές και αφρικανικές αποικίες όχι μόνο επιτράπηκε αλλά και ενθαρρύνθηκε για να διατηρηθεί και να ενισχυθεί το φθηνό εργατικό δυναμικό στη Δύση. Από την άλλη μεριά η μετανάστευση από το ανατολικό μπλοκ διακόπηκε από το 1950 μέχρι το 1990 έτσι ώστε να διατηρηθεί η κοινωνικοπολιτική κομμουνιστική δομή, που θεωρήθηκε βιώσιμη από τους επικεφαλής της μόνο υπό συνθήκες απομόνωσης. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι η μετανάστευση από την Ανατολή στη Δύση είχε απαγορευθεί, δεν σταμάτησε τελείως τις μετακινήσεις μέσα στα όρια της ευρωπαϊκής ηπείρου και αν απέτρεψαν τους περισσότερους πολίτες του ανατολικού μπλοκ να ταξιδέψουν στη Δύση, υπήρξαν κάποιες εθνοτικές μειονότητες που ενθαρρύνθηκαν από τις κομμουνιστικές αρχές να φύγουν. Στα 40 χρόνια της μεταπολεμικής κομμουνιστικής διακυβέρνησης, περίπου 135 εκατομμύρια μετανάστες υπολογίζεται ότι μετακινήθηκαν αμφίπλευρα. Στους Εβραίους, για παράδειγμα, επετράπη να φύγουν από τη Σοβιετική Ένωση ώστε να συμβάλουν στη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. Επίσης, η Γιουγκοσλαβία δεν ήταν εντελώς απομονωμένη, η Πολωνία είχε παράδοση μετανάστευσης στο Ηνωμένο Βασίλειο και η αποστασία δεν ήταν πλήρως ελεγχόμενη. Έτσι, υπήρχαν κοινότητες μεταναστών εδραιωμένες στη δυτική Ευρώπη ακόμη και πριν από την πτώση του τείχους του Βερολίνου που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στο μεταναστευτικό ρεύμα μετά το 1990. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε ότι παρόλο που η εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος ακολούθησε τη Ρωσική Επανάσταση, υπάρχει η αντίληψη ότι το καθεστώς υπήρξε συνέπεια του Β’ Π. Π., αποτέλεσμα της διάσκεψης της Γιάλτας, γιατί τότε έγινε σαφής η διαίρεση της Ευρώπης και οι ζώνες επιρροής ανατολής και δύσης. Είναι φανερό ότι ο τρόπος διακυβέρνησης και, κυρίως, τα οικονομικά μοντέλα που εφαρμόστηκαν και στις δύο πλευρές του Τείχους δεν ήταν αποτέλεσμα ούτε του πολέμου ούτε της διάσκεψης της Γιάλτας αλλά μιας πρότερης κατάστασης που τώρα ξεκαθάριζε. Από αυτήν την άποψη, και ο καπιταλισμός δεν ήταν αποτέλεσμα ούτε του πολέμου ούτε της διάσκεψης της Γιάλτας. Στην πραγματικότητα, πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν πως ο Β’ Π.Π. ήταν ένας ελιγμός επινοημένος από τον καπιταλισμό ώστε να ξεπεράσει την μεγάλη οικονομική ύφεση (1929-1939) που ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Ρωσική Επανάσταση. Στην ουσία, η ρητορική του Χίτλερ ήταν βασισμένη στο οικονομικό γενικό πλαίσιο της εποχής: καταδίωξε τους Εβραίους ως υπεύθυνους για την οικονομική κατάσταση, την ανεργία και την εξαθλίωση του γερμανικού λαού. Επιπλέον, συνέδεσε τόσο τους σοσιαλδημοκράτες όσο και τους Μαρξιστές με τους Εβραίους, καθώς ήταν πεπεισμένος ότι εκείνοι που είχαν υπογράψει την ανακωχή ήταν υπεύθυνοι για την «εβραιοποίηση» της Σοβιετικής Ένωσης και γιατί επέτρεψαν στον Λένιν και τους ακολούθους του να περάσουν μέσα από τη Γερμανία με το τρένο ώστε να ενωθούν με τους επαναστάτες. Εξίσου σημαντικό είναι ότι η οικονομική ύφεση που ακολούθησε τον Α’ Π. Π. ήταν το στοιχείο που έκανε τις ΗΠΑ να αναμιχθούν στον πόλεμο. H στρατηγικές του New Deal που εφαρμόστηκαν από τον Φράνκλιν Ρούζβελτ ήταν αρκετά επιτυχημένες, όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέστησαν σοβαρούς περιορισμούς, τα αποτελέσματα των οποίων έγιναν φανερά κυρίως μέσω των μεγάλων ποσοστών ανεργίας. Δυναμική ώθηση της ανάπτυξης δόθηκε κυρίως με τη βιομηχανία να παράγει για τους σκοπούς του πολέμου αλλά και για εξαγωγή. Έτσι η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών ανθίζει στη διάρκεια της χρυσής μεταπολεμικής καπιταλιστικής εποχής. Η Χρυσή Εποχή αποτελεί την εποχή συγκέντρωσης κεφαλαίου τις δεκαετίες από το 1940 μέχρι το 1970, μία περίοδος ευημερίας για τις καπιταλιστικές οικονομίες κυρίως στη δυτική Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία. Τόσο η εργατική παραγωγικότητα όσο και η παραγωγικότητα του κεφαλαίου παρουσίασαν ανάπτυξη, διατηρώντας σταθερούς τους ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ οι τεχνολογικές αλλαγές δημιούργησαν περισσότερες δουλειές που ο πόλεμος είχε αφανίσει. Σε κάθε περίπτωση, μέσα στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν τον πόλεμο, ο καπιταλισμός κατάφερε να διατηρήσει τον ρυθμό ανάπτυξής του και ταυτόχρονα να δείξει ένα πιο ανθρωπιστικό πρόσωπο μέχρι την επόμενη περίοδο οικονομικής ύφεσης που θα ερχόταν πολύ αργότερα.
Βερολινέζοι με σφυριά κόβουν κομμάτια από το Τείχος
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η μετάβαση των χωρών που ζούσαν υπό κομμουνιστικό καθεστώς στον καπιταλισμό δεν ήταν εύκολη και σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα έλαβε χώρα κάτω από σκοτεινές συνθήκες (π.χ. ο επίτροπος μιας δημόσιας υπηρεσίας έπαιρνε «προαγωγή» σε «ιδιοκτήτη» εν μία νυκτί). Είναι σύνηθες να θεωρούμε τη σοβιετική οικονομία (και γενικά την οικονομία του ανατολικού μπλοκ) σαν ένα ενιαίο/ομοιόμορφο vacuum με συνέχεια. Η αλήθεια είναι όμως πως υπήρξαν πολλές οικονομικές μεταρρυθμίσεις από τη δεκαετία του 1940 μέχρι το 1989. Η πιο σημαντική ήταν το 1965, γνωστή ως Μεταρρύθμιση του Κοσίγκιν ή του Λίμπερμαν, η οποία εισήγαγε την κερδοφορία και τις πωλήσεις ως δείκτες της επιχειρηματικής επιτυχίας και την οποία ακολούθησε η σοβιετική οικονομική μεταρρύθμιση του 1979 που επικεντρώθηκε στην αύξηση της αποτελεσματικότητας και στη βελτίωση της ποιότητας εργασίας. Οι οικονομικές δυσκολίες που ακολούθησαν ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο ο δυτικός καπιταλισμός φαινόταν τόσο ελκυστικός στους πολίτες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Η δυτική προπαγάνδα της εποχής του Ψυχρού Πολέμου είχε εστιάσει σε θέματα όπως ο ελεύθερος λόγος, η κυβερνητική βία και η καταστροφή των παραδοσιακών δομών της κοινωνίας, ενώ αποδείχτηκε τελικά πως ο καταναλωτισμός έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Σε πολλές περιπτώσεις (όπως σε αυτήν της Λ.Δ.Γ.) το πρόβλημα δεν ήταν η έλλειψη χρημάτων αλλά η έλλειψη καταναλωτικών αγαθών. Ακόμα και αν οι άνθρωποι διέθεταν χρήματα, δεν υπήρχε τίποτα να αγοράσουν. Η ελεύθερη αγορά έλυσε αυτό το πρόβλημα και οι πρόθυμοι ανατολικοευρωπαίοι εύκολα δελεάστηκαν από την αφθονία αγαθών. Μία από τις πιο εμβληματικές εικόνες αυτής της περιόδου που προβλήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο ήταν το άνοιγμα του πρώτου καταστήματος McDonalds στη Μόσχα. Αφού η τοπική οικονομία δεν μπορούσε να στηρίξει τον λαό, η δυτική οικονομία μπορούσε. Παρ’ όλο που στην περίπτωση αυτού του κύματος μετανάστευσης η δύση δεν διεξήγαγε επίσημο πρόγραμμα ζήτησης εργατών από την ανατολή, πολλοί ανατολικοευρωπαίοι πολίτες αναζήτησαν την πολυπόθητη ελευθερία που υποσχόταν η δύση. Εκείνη την περίοδο η ελευθερία λόγου και η ελεύθερη αγορά ήταν δύο έννοιες που ταυτίζονταν. Αυτό που οι μελλοντικοί μετανάστες δεν αντιλαμβάνονταν ήταν ότι η ελεύθερη αγορά δεν εγγυάται ίσα δικαιώματα και συνθήκες εργασίας και ότι επιπλέον η παράνομη εργασία δεν δίνει το δικαίωμα για διαμαρτυρία. Έτσι αυτή η έλξη που ασκούσε η δύση γρήγορα μετατράπηκε σε απογοήτευση σε πολλές των περιπτώσεων.
Πίσω στη δυτική «όχθη» του Τείχους του Βερολίνου, η μεγάλη ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας του τέλους της δεκαετίας του 1940 και των αρχών της επόμενης καθώς και η ταχύτατη τεχνολογική πρόοδος δημιούργησαν νέα ζήτηση για εισαγωγή εργατικού δυναμικού στη χώρα. Και αφού η μετακίνηση των Ανατολικογερμανών στη δύση ήταν απαγορευμένη, αυτή η ανάγκη καλύφθηκε από τους «εργάτες-επισκέπτες». Αυτός ο όρος περιέγραφε ένα νέο ρεύμα διευρωπαϊκής μετανάστευσης που γρήγορα επεκτάθηκε και σε άλλες χώρες του πλούσιου ευρωπαϊκού βορρά που άνοιξε τις πύλες του για τους «εργάτες-επισκέπτες» του ευρωπαϊκού νότου. Αυτό το νέο κύμα ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 και κλιμακώθηκε μέσα στα επόμενα είκοσι χρόνια, με μια σχετική συνοχή ακόμα και στα χρόνια του ’80, και συνίστατο από «προσκεκλημένους» εργάτες που, αρχικά τουλάχιστον, δεν ενθαρρύνονταν ούτε ωθούνταν να μείνουν στη Γερμανία για όλη τους τη ζωή. Αυτό το εργατικό δυναμικό προερχόταν κυρίως από την Ισπανία, την Ιταλία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Γιουγκοσλαβία, την Τυνησία, το Μαρόκο και την Τουρκία. Η υπό άνθιση γερμανική οικονομία απαιτούσε εργάτες που θα παρέμεναν και θα δούλευαν στη Γερμανία για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και στις περισσότερες περιπτώσεις οι βιομηχανίες ήταν εκείνες που είχαν την ευθύνη της εγκατάστασής τους και της παροχής στέγης. Οι συμφωνίες μετανάστευσης καθορίζονταν από διμερείς συμβάσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών. Βέβαια, το μέγεθος των πληθυσμιακών ροών δημιούργησε κοινωνικά ζητήματα άνευ προηγουμένου που αφορούσαν κυρίως την προσωρινή εγκατάσταση και ενσωμάτωση των μεταναστών-εργατών, οι οποίοι δεν υπόκειντο σε αυτές τις συμβάσεις. Έτσι, ενώ τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Δύσης παρέμεναν μη προσβάσιμα για τους ανατολικοευρωπαίους, ο Νότος εκκενωνόταν και μάλιστα συχνά αποστραγγιζόταν από τις πιο παραγωγικές δυνάμεις του, την ίδια στιγμή που ο Βορράς, και συνεπώς και η Δύση, υφίσταντο τις επιπτώσεις και τις αντιδράσεις των χωρών φιλοξενίας. Εντωμεταξύ, η μετανάστευση εντός των ορίων της Ευρώπης αποκτούσε διαστάσεις και έναν χαρακτήρα διαφορετικό από αυτόν της καθαρά «οικονομικής» μετανάστευσης, κυρίως λόγω της ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Η νομισματική ενοποίηση της Ευρώπης και η υιοθέτηση κοινού νομίσματος το 2002 άλλαξε για άλλη μια φορά τα μεταναστευτικά πρότυπα στον τρόπο που λάμβανε χώρα το μεταναστευτικό φαινόμενο, τόσο με μετανάστες που προέρχονταν εκτός Ευρώπης όσο και με εκείνους που μετακινούνταν εντός της ηπείρου. Η χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή κοινότητα για την περιφερειακή ανάπτυξη και τη νομοθεσία για διατήρηση κοινής πολιτικής στο εμπόριο, τη γεωργία, την αλιεία, τη βιομηχανία, τις υπηρεσίες, φάνηκε να δημιουργεί μια αναλογική ισορροπία που εξάλειψε τις συνθήκες που είχαν πυροδοτήσει στο παρελθόν την οικονομική μετανάστευση μέσα στην Ευρώπη. Τώρα εμφανιζόταν ένα καινούριο είδος πληθυσμιακής μετακίνησης και η Δυτική Ευρώπη άρχισε να δέχεται ένα ετερογενές μεταναστευτικό κύμα πολιτών από όλες τις κατευθύνσεις. Ένα νέο είδος «ταξιδευτή» εμφανίστηκε: νέοι, κοινωνικά δραστήριοι, σχετικά ευκατάστατοι, μορφωμένοι Ευρωπαίοι πολίτες που ταξίδευαν σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, επωφελούμενοι από τη δυνατότητα να μετακινούνται εύκολα μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών και να διαμένουν σε άλλες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής κοινότητας χωρίς να χρειάζεται να κάνουν αίτηση για βίζα και άδειες εργασίες ή σπουδών. Αυτό το μεταναστευτικό κύμα δεν αποτελούνταν πια από εργάτες που προσπαθούσαν να μετακινηθούν σε μια χώρα περισσότερο αναπτυγμένη με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και της οικονομικής τους κατάστασης. Επιπλέον η σταθεροποίηση της δημοκρατίας σε όλη την επικράτεια της ευρωπαϊκής ηπείρου δεν δημιουργούσε πλέον τις συνθήκες εκείνες που έκαναν τους αιτούντες πολιτικό άσυλο να μετακινούνται από τη μία ευρωπαϊκή χώρα στην άλλη.
Πρώτα μέτρα απομόνωσης στην Πύλη του Βραδεμβούργου
Αυτοί οι νέοι «Ευρωπαίοι ταξιδευτές» μοιράζονται κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Πολλοί άνθρωποι, για διάφορους λόγους, επωφελούνται αυτής της ελευθερίας κινήσεων μέσα στα όρια της Ευρώπης: φοιτητές που σπουδάζουν έξω από την πατρίδα τους ή συμμετέχουν σε προγράμματα ανταλλαγής φοιτητών∙ επιστήμονες και ακαδημαϊκοί που επεκτείνουν τα όρια της δραστηριότητάς τους και εμπλέκονται σε διευρωπαϊκές έρευνες∙ εκπαιδευτικοί που συμμετέχουν σε διαπολιτισμικά ή πολυπολιτισμικά σχολεία και προγράμματα∙ επαγγελματίες που παρακολουθούν σεμινάρια∙ καλλιτέχνες που μετέχουν σε φεστιβάλ και άλλα είδη καλλιτεχνικής ανταλλαγής και συνεργάζονται σε διευρωπαϊκές καλλιτεχνικές συμπαραγωγές∙ απλοί τουρίστες και ταξιδιώτες∙ ακτιβιστές που παρακολουθούν τις ευρωπαϊκές συνδιασκέψεις για κοινωφελείς σκοπούς∙ άνθρωποι που ενδιαφέρονται να διευρύνουν τους πολιτισμικούς ορίζοντές τους∙ άνθρωποι που έχουν την επιθυμία ή την προδιάθεση να μάθουν ξένες γλώσσες, οι οποίοι διευκολύνονται να παραμείνουν σε ξένη χώρα από εργασιακές συμφωνίες∙ επαγγελματίες που επωφελούνται της συνεργασίας και των συμβουλευτικών συνεδρίων με συναδέλφους τους σε μια χώρα με μεγαλύτερη ανάπτυξη/πρόοδο στον τομέα εργασίας τους. Είναι φανερό ότι αυτό το ετερογενές μεταναστευτικό ρεύμα δεν αφορά μόνο την ιδιωτική πρωτοβουλία και κινητοποίηση αλλά ενθαρρύνεται και οργανώνεται και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Κοινότητα μέσω πολλαπλών προγραμμάτων συλλογικής οργάνωσης, στρατηγικής και διευρωπαϊκών πρακτικών.
Επιπλέον αυτό το κύμα μετανάστευσης δεν έχει σκόπιμα μόνιμο χαρακτήρα, στοιχείο που έχει μάλλον θετικές επιπτώσεις. Εκτός από το προφανές πλεονέκτημα των πολιτισμικών ανταλλαγών, της κατανόησης και της συνοχής, και το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν θεωρούνται απειλή για τις τοπικές κοινωνίες, υπάρχουν πρόσθετα οφέλη. Αντί να πιέζουν οικονομικά τις χώρες υποδοχής ή να είναι φθηνοί ανταγωνιστές στην αγορά εργασίας, αυτοί οι «ταξιδευτές» συντελούν στη ροή του κοινού νομίσματος και συνεπώς τονώνουν διάφορους τομείς της οικονομίας: επικοινωνία, υπηρεσίες φιλοξενίας, βιομηχανία, εκπαίδευση, εμπόριο, ψυχαγωγία κ.ο.κ. Έτσι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα φαίνεται να έχει εκπληρώσει τον σκοπό της δημιουργίας της, ενώ οι δυσχέρειες του παρελθόντος μοιάζουν με μακρινή ανάμνηση.
Αργότερα, άλλες μετακινήσεις πληθυσμών θα διαιρούσαν παρά θα ένωναν την Ευρώπη, όχι άσχετες με τον συμβολισμό του Τείχους. Το ίδιο, όμως, θα είχε προ πολλού πουληθεί σε κομματάκια, που θαυματουργά πολλαπλασιάζονταν, ως σουβενίρ στο τουριστικό κρεσέντο του Βερολίνου.