Δια της τεθλασμένης…
Χειμωνιάτικο απομεσήμερο Κυριακής που κύλησε νωχελικά και με οδήγησε σ’ έναν βαθύ απολαυστικό ύπνο. Αποσπασματικά όνειρα ξεφτίζουν το ένα μετά το άλλο, ασυνεχή και χωρίς νόημα· οι τελευταίες απωλεσμένες αυτοστιγμεί εικόνες μπλέκονται με ανεξήγητους δυνατούς θορύβους που απειλούν αδιάντροπα να με ανασύρουν στην τρέχουσα πραγματικότητα! Καθώς με δυσκολία ανοίγω τα βλέφαρα, η Λ. (δεν είναι ώρα να σκεφτώ πότε και πώς βρέθηκε στο Βερολίνο και απροειδοποίητα στο δωμάτιο που κοιμάμαι!) εισβάλλει ορμητικά, διαμαρτυρόμενη: δεν ακούς που χτυπάω τόση ώρα; Όχι, δεν άκουσα… Πότε ήρθες; Καμιά απάντηση, μόνο συνεχιζόμενος εκνευρισμός! Υποχωρώ με πολλή προθυμία· καλά, αφού μπήκες, κάνε τη δουλειά σου… Η απάντηση καθυστερημένα· δεν μπορούσα να ανοίξω, ξεσήκωσα την πολυκατοικία… Πάλι ένταση που πέφτει στο κενό· χρειάζομαι κάποια χαρτιά, αποδείξεις, συμπληρώνει· πρέπει να ψάξω. Εντάξει, σα στο σπίτι σου! Γυρίζω από την άλλη πλευρά· είμαι αποφασισμένη να συνεχίσω τον ύπνο· όσο εκείνη ψάχνει, επιμένω να κρύβομαι κάτω από το πάπλωμα, ελπίζοντας να ξανακοιμηθώ. Ωστόσο, όταν φεύγει βροντώντας την πόρτα, ξέρω πως μάταια επιμένω.
Βαρυγγομώντας σηκώνομαι και φτιάχνω, όπως πάντα, σαν πρώτη κίνηση μετά την αφύπνιση ένα ελληνικό καφεδάκι. Ευλογημένο καφεδάκι που με θέτει γρήγορα και πάλι σε λειτουργία! Σήμερα σκόπευα να λιώσω όλη τη μέρα σε καναπέδες και κρεβάτια αλλά τώρα τα σχέδια αλλάζουν· είναι νωρίς ακόμα και ο καιρός ό,τι πρέπει για ένα περίπατο. Ψυχρός, όσο χρειάζεται για να θυμίζει χειμώνα, γλυκός, για να προετοιμάζει τη διάθεση για την άνοιξη που όπου να ‘ναι έρχεται.
Γρήγορα βρίσκομαι κιόλας έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας. Τα παρτέρια εκατέρωθεν καθαρά, περιποιημένα, οι τριανταφυλλιές κλαδεμένες. Κάποιος κρέμασε στα κλαδιά τους μπάλες λίπους με σπόρους μέσα σε διχτάκια για τα πουλιά. Ένα σπουργίτι που τσιμπολογάει, μόλις εμφανίζομαι φτερουγίζει μακριά. Μολονότι έχω κάνει αρκετές προόδους τόσα χρόνια στην κατανόηση της γερμανικής νοοτροπίας, κάποιες στιγμές δεν μπορώ να αποφύγω τις πικρές σκέψεις, που ωστόσο και πάλι τις γενικεύω: για όλα είναι ικανός ο άνθρωπος και για το κακό και για το καλό. Κοίταξε ΤΩΡΑ που οι ΓΕΡΜΑΝΟΙ φροντίζουν τα πουλιά τον χειμώνα και διαμαρτύρονται, αν οι υπηρεσίες του δήμου τολμήσουν να κόψουν κάποιο δέντρο στη γειτονιά τους, χωρίς προηγουμένως να τους ενημερώσουν, αρκετά νωρίτερα, ώστε να διατυπώσουν τις ενδεχόμενες ενστάσεις τους!
Κατευθύνομαι προς τη στάση του λεωφορείου, έχοντας ήδη αποφασίσει να επαναλάβω για πολλοστή φορά μία από τις πιο αγαπημένες μου διαδρομές. Από την Πύλη του Βρανδεμβούργου προς τα ανατολικά, συνήθως μέχρι τον Spree ή και μερικές φορές μέχρι την Alexanderplatz, εξαρτάται από την αντοχή.
Είναι ένα κομμάτι της πόλης που, όταν το περπατώ, έχω την αίσθηση ότι περπατώ περισσότερο μέσα στο χρόνο παρά στον τόπο. Μικρά και μεγάλα κύματα χρόνου και ιστορίας παρασύρουν τη σκέψη μου εδώ κι εκεί, σε μια διαδρομή τεθλασμένη, ανισοϋψή σαν εναλλασσόμενα εφηβικά συναισθήματα που ρέπουν πάντα με υπερβολή στα άκρα. Ζαλίζομαι από το πήγαινε-έλα, θολώνει το μυαλό και αδυνατώ να οδηγηθώ σε ασφαλές συμπέρασμα… Πώς γίνεται μία χώρα με τόσο υψηλές εκφράσεις πολιτισμού να έχει επιλέξει να αυτοπροσδιοριστεί τόσο αρνητικά μέσα στην παγκόσμια ιστορία;
Πριν περάσω την Πύλη του Βρανδεμβούργου, στρίβω δεξιά. Μια παράξενη έλξη με προσκαλεί να ξεκινήσω τον περίπατό μου από το τεράστιο μνημείο του Ολοκαυτώματος, που απλώνεται επιβλητικό, σιωπηλό, δαιδαλώδες σε έκταση 19.000 τμ. Αποτελείται από 2.711 μπετονένια μπλοκ, διαφορετικού ύψους, σε μια διάταξη που δημιουργεί ένα είδος κυματισμού, χωρίς αρχή και τέλος και παραπέμπει σε νεκροταφείο. Ένας μεγάλος γκρίζος λαβύρινθος· ένας χώρος που σου εμπνέει αισθήματα φόβου και ανασφάλειας, σαν να πρόκειται από κάπου να ξεπεταχτεί ο ίδιος ο Μινώταυρος, όχι του μύθου, αλλά της Ιστορίας, που καμιά Αριάδνη και κανένας Θησέας δεν κατάφεραν να βάλουν ποτέ οριστικό τέλος στη δράση του!
Η Γερμανία φαίνεται να μη φοβάται πια τις αναφορές στο φρικτό παρελθόν της, αρκεί να είναι εξωραϊσμένες σε τέτοιο βαθμό που να λειτουργούν περισσότερο σαν αφηρημένα σύμβολα, παρά σαν συγκεκριμένες μαρτυρίες. Ωστόσο, κάποιες πτυχές του παρελθόντος της επιλέγει να τις διαγράφει… Από το μνημείο του Ολοκαυτώματος μέχρι τον Spree, περπατώντας δια της Unter den Linden, αυτό αποκομίζω. Δεν είναι εύκολο για το Βερολίνο να σηκώνει στους ώμους του όλο το βάρος της ιστορίας του. Η πόλη μοιάζει συνέχεια να παλεύει ανάμεσα στην ανάγκη της να θυμάται και στην ανάγκη της να ξεχάσει. Έτσι στη μία άκρη αυτής της διαδρομής, κατασκευάζει το επιβλητικό μνημείο του Ολοκαυτώματος, ενώ στην άλλη άκρη, στην όχθη του Spree και απέναντι από τον καθεδρικό ναό βιάζεται να εξαφανίσει το Μέγαρο της Δημοκρατίας, της ΛΔΓ.
Και άλλα κτίρια του ανατολικού παρελθόντος της βιάζεται να ξεφορτωθεί η πόλη και σε μήκος της διαδρομής αυτής και γύρω από την Alexanderplatz. Με ταχύτατους ρυθμούς αναπλάθει τους χώρους, αποκαθιστώντας τη μεσαιωνική τους μορφή! Αναρωτιέμαι πάλι πώς επιλέγει τι από το παρελθόν της θα κρατήσει και τι θα πετάξει. Δεν μπορεί παρά αυτές οι επιλογές να γίνονται με κάποιο σχεδιασμό. Σε τι άραγε αποβλέπει αυτός ο σχεδιασμός; Προς το παρόν αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι η Γερμανία εκεί που ηττήθηκε συντηρεί, εκεί που νίκησε καταστρέφει. Και αφού δεν μπορεί να διαγράψει από την παγκόσμια μνήμη τα εγκλήματά της, υιοθετεί τον πιο ανώδυνο τρόπο διατήρησής της, εξωραΐζοντας αυτό το κομμάτι του παρελθόντος της. Από την άλλη όμως, το άλλο κομμάτι, αυτό που αφορά το ηττημένο κομμουνιστικό παρελθόν ενός μεγάλου μέρους του λαού της, επιλέγει με την αλαζονεία του νικητή είτε να το διαγράψει, καταστρέφοντάς το, είτε αποδυναμώνοντάς το μέσα από την μουσειοποίηση.
Να, πάλι συμπονώ τα 17 εκατομμύρια ανατολικογερμανών που έζησαν σε έναν άλλο κόσμο και ξαφνικά τον έχασαν εν ειρήνη· και δεν εννοώ την πολιτική και ό,τι αυτή συνεπάγεται στην καθημερινότητα των ανθρώπων αλλά τον χώρο, την πόλη, τα κτίρια, τα πράγματα.
Σε μια από τις πιο αγαπημένες μου ταινίες των τελευταίων χρόνων, το Goodbye Lenin, με συγκινεί βαθιά ο αγώνας του νεαρού ανατολικοβερολινέζου, που η μητέρα του περιέπεσε σε κώμα τις τελευταίες μέρες του κομμουνιστικού καθεστώτος και συνέρχεται οκτώ μήνες αργότερα, όταν πια η επελθούσα ένωση έφερε ραγδαίες αλλαγές στην καθημερινότητα των ανθρώπων με την επικράτηση του δυτικού τρόπου ζωής, να συντηρήσει για χάρη της, όσο η υγεία της παραμένει εύθραυστη, την εικόνα του κόσμου που έφυγε. Μέχρι και στα σκουπίδια ψάχνει για να βρει βάζα από τις αγαπημένες της κονσέρβες, μέσα στα οποία μεταφέρει τα νέα δυτικά προϊόντα.
Ο σε ευρύτατη χρήση νεολογισμός Ostalgie, λογοπαίγνιο με τις λέξεις Ost (Ανατολή) και Nostalgie (Νοσταλγία), που δηλώνει τη νοσταλγία για το βιωμένο ανατολικό παρελθόν ενός μεγάλου μέρους της Γερμανίας δεν είναι περιορισμένης και αβαθούς σημασίας· και δεν αφορά βέβαια μόνο το χώρο, τα κτίρια, τα πράγματα, όσο μεγάλη σημασία κι αν έχουν αυτά. Όσο περνούν τα χρόνια και η «ενωμένη» Γερμανία αποτυγχάνει να δημιουργήσει αίσθημα ασφάλειας και ισότητας στο «ανατολικό» κομμάτι του πληθυσμού της, τόσο βαθύτερη σημασία φαίνεται να αποκτά ο όρος αυτός.
Επιστρέφω τώρα στην Πύλη του Βρανδεμβούργου και διασχίζω την Pariserplatz, απολαμβάνοντας την καθαρή και ψυχρή ατμόσφαιρα του χειμερινού Βερολίνου. Προσπαθώ να αποτινάξω τις μαύρες σκέψεις, δεν μπορώ ωστόσο να αποφύγω ακόμα τη δυσάρεστη αίσθηση που αποκομίζω κάθε φορά που συνειδητοποιώ πόσο γρήγορα η καθημερινότητα της ΛΔΓ έγινε μουσειακό έκθεμα· τόσο με μόνιμες όσο και με περιοδικές εκθέσεις. Πώς αισθάνεται άραγε κανείς, όταν ξαφνικά εισβάλλουν στο σπίτι του και περιγράφουν τη μέχρι χθες ζωή του αδιάκριτοι, πολύξεροι, πολυλογάδες ξεναγοί, εκθέτοντάς την στα λαίμαργα βλέμματα απρόσκλητων επισκεπτών;
Προχωρώ αργά περιφέροντας το βλέμμα μου σε διάφορες λεπτομέρειες και γρήγορα πλησιάζω σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, από αρχιτεκτονική άποψη, σημεία του Βερολίνου. Εδώ διατηρούνται τα περισσότερα ιστορικά κτίρια της πόλης, μπαρόκ και μεταγενέστερα, όσα σώθηκαν από τους βομβαρδισμούς και όπως αποκαταστάθηκαν αργότερα από την κυβέρνηση της ΛΔΓ.
Στο κέντρο της Unter den Linden δεσπόζει ο έφιππος ανδριάντας του Μεγάλου Φρειδερίκου. Στα δεξιά του δρόμου ανοίγεται η Bebelplatz ανάμεσα στην Παλιά Βιβλιοθήκη και το Παλαιό Ανάκτορο από τη μια, την Όπερα από την άλλη. Στην πλατεία αυτή, μπροστά στην Παλιά Βιβλιοθήκη, στις 10 Μαΐου 1933, οι ναζί έκαψαν 25.000 βιβλία γραμμένα από συγγραφείς που είχαν χαρακτηριστεί εχθροί του Γ’ Ράιχ. Στο κέντρο της πλατείας σήμερα βρίσκεται το μνημείο της απεχθούς αυτής ενέργειας. Αν δεν γνωρίζεις ήδη ότι υπάρχει για να το αναζητήσεις, ή αν δεν προσέξεις κάποιους που κοντοστέκονται για να το περιεργαστούν, πολύ εύκολα μπορείς να διασχίσεις την πλατεία και να το προσπεράσεις χωρίς καν να το αντιληφθείς! Μια διαφανής επιφάνεια στο επίπεδο του κρασπέδου της πλατείας, κάτω από την οποία υπάρχει ένας υπόγειος χώρος γεμάτος με λευκά άδεια ράφια βιβλιοθήκης! Αυτό και μία πλάκα με την προφητική ρήση του Χάινριχ Χάινε «Όπου καίγονται βιβλία, στο τέλος σίγουρα θα καούν άνθρωποι». Πολύ διακριτικό μνημείο θα έλεγα για το γεγονός που οριοθέτησε την έναρξη των θηριωδιών του χιτλερισμού-ναζισμού!
Στην απέναντι πλευρά της Unter den Linden η Εθνική Βιβλιοθήκη, ένα πανέμορφο κτίριο του 17ου αιώνα που αναστηλώθηκε με πολλή φροντίδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολλές φορές καταφεύγω στον καταπράσινο κομψό κήπο του να ξεκουραστώ για λίγο καθισμένη σε ένα παγκάκι και να ξεκουράσω και τα μάτια μου στην καταπράσινη από τα αναρριχητικά φυτά πρόσοψή του.
Ακολουθεί το Πανεπιστήμιο Χούμπολτ, χτισμένο αρχικά τον 18ο αιώνα ως ανάκτορο. Εκατέρωθεν της πύλης που οδηγεί σε άνετη εσωτερική αυλή τα μαρμάρινα αγάλματα των αδελφών Χούμπολτ, ιδρυτών του Πανεπιστημίου. Τις καθημερινές, πρόχειροι πάγκοι με βιβλία και πολύχρωμο πλήθος νεαρών κυρίως αλλά και άλλων ηλικιών που σταματούν να τα περιεργαστούν μαζί με τις μουσικές των υπαίθριων καλλιτεχνών, δημιουργούν μια ευχάριστη εικόνα αντιθέσεων.
Αμέσως μετά το λιτό κτίριο της Νέας Φρουράς (Neue Wache), ένα από τα ωραιότερα δείγματα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής στο Βερολίνο. Το σχεδίασε ο Φρίντριχ Σίνκελ για τη βασιλική φρουρά, στις αρχές του 19ου αιώνα, αλλά η ιστορία τού επεφύλαξε το ρόλο του μνημείου πολέμου. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 μετατράπηκε σε μνημείο των νεκρών του Μεγάλου Πολέμου, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 έγινε μνημείο των θυμάτων του φασισμού και του μιλιταρισμού, τέλος μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών, το 1993, αφιερώθηκε —για τελευταία φορά; Ποιος μπορεί να ξέρει;— σε όλα τα θύματα του πολέμου και της δικτατορίας!
Πίσω από το δωρικό προστώο, στο κέντρο του κυρίως χώρου, κάτω ακριβώς από ένα μεγάλο κυκλικό άνοιγμα της οροφής δεσπόζει ο σκοτεινός όγκος του μπρούντζινου αντιγράφου γλυπτού έργου της Καίτε Κόλβιτς. Το θέμα του γλυπτού «Μητέρα με το νεκρό γιο της» (Pieta).
Η εντύπωση που προκαλεί το γλυπτό στο κέντρο της γυμνής ορθογώνιας αίθουσας, χωρίς καμία πηγή φωτισμού, παρά μόνο από το φυσικό φως που προέρχεται από το κυκλικό άνοιγμα της οροφής, είναι βαριά, καταθλιπτική. Προβάλλει μια εικόνα αδυναμίας και εγκατάλειψης που επιτείνεται από το ότι είναι απόλυτα εκτεθειμένο στις διαθέσεις του καιρού· αν έξω έχει φως, φωτίζεται· αν έχει συννεφιά, σκοτεινιάζει· αν βρέχει, βρέχεται· αν χιονίζει, χιονίζεται!
Μοναχική, σκοτεινή η μορφή της θρηνωδού μάνας, τυλιγμένη με το σάλι της, με το δεξί χέρι σφαλίζει στο στόμα της την έκφραση της οδύνης, ενώ με το αριστερό συγκρατεί το συσταλμένο σε άβολη στάση σώμα του νεκρού γιου της ανάμεσα στα πόδια της και στο κύρτωμα του δικού της κορμιού, σαν μια στάση ή έκφραση ενοχής, σαν απελπισμένη προσπάθεια να κάνει τώρα αυτό που έπρεπε να έχει κάνει πριν εκείνος σκοτωθεί, να τον προστατέψει.
Πρόκειται για ένα έργο λιτό, επιβλητικό, ολιγόλογο και συγχρόνως τρομακτικά εκφραστικό. Μια Pieta που δεν δοξάζει το σώμα· αντίθετα το διπλώνει, το πιέζει, το συνθλίβει για να επιτύχει την έκφραση της απόλυτης ψυχικής συντριβής της μάνας, μπροστά στον άδικο και άσχημο τρόπο που ο γιος της έχασε τη ζωή του.
Την Καίτε Κόλβιτς δεν την γνώριζα πριν εγκατασταθώ στο Βερολίνο και η γνωριμία μου μαζί της έγινε μάλλον τυχαία. Ένα από τα πρώτα κιόλας βράδια της παραμονής μου εδώ, πήγα με μία γνωστή μου για ένα ποτήρι κρασί στο καφέ του Literaturhaus,[1] στη Fasanenstrasse· γοητεύθηκα από την ομορφιά και τη γαλήνη του δρόμου, τον περπάτησα και έτσι ανακάλυψα το μουσείο της Καίτε Κόλβιτς. Κάποιες αφίσες αναρτημένες έξω από το κτίριο ήδη μου έδωσαν τις πρώτες πληροφορίες γι’ αυτήν και το μικρό ιδιωτικό μουσείο κέρδισε αμέσως το ενδιαφέρον μου. Ένα σπίτι των αρχών του 20ου αιώνα με σχέδια, χαρακτικά, γλυπτά, γράμματα και φωτογραφίες της γυναίκας δημιουργού, που το έργο της παρακολουθεί την ιστορία της Γερμανίας από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι τα μισά περίπου του 20ου αιώνα. Όταν πέρασα για πρώτη φορά την είσοδο του μουσείου αυτού, δεν μπορούσα να φανταστώ τι επιρροή θα μου ασκούσε! Τόσο το εκτιθέμενο έργο, όσο και το ξεδίπλωμα της ζωής της Καίτε Κόλβιτς μέσα από αυτό!
Η νεαρή Καίτε από το Καίνιγκσμπεργκ της Ανατολικής Πρωσίας, με σπουδές στις καλές τέχνες, παντρεύτηκε τον γιατρό Κόλβιτς και εγκαταστάθηκαν στην εργατική συνοικία Prenzlauerberg· μέσα από την εργασία του συζύγου της ήρθε σε επαφή με τα προβλήματα των κοινωνικά αποκλεισμένων και τα αποτύπωσε στα έργα της. Αργότερα, κατά τραγική ειρωνεία, βίωσε και η ίδια όλο τον πόνο που προηγουμένως ως θεατής είχε γνωρίσει. Το πρώτο μεγάλο χτύπημα που δέχτηκε ήταν ο θάνατος του γιου της Πέτερ, στην αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο δυτικό μέτωπο. Αργότερα ακολούθησαν και πολλά άλλα.
Και όμως! Τα χαρακτικά της κυρίως αλλά και το υπόλοιπο έργο της δείχνουν μία θέληση ισχυρή, που καταφέρνει να πολεμήσει τα υπαρξιακά αδιέξοδα και τον πόνο με την ακάματη καλλιτεχνική εργασία. Είναι συγκλονιστικό να παρακολουθεί κανείς τη δυνατή αυτή γυναίκα και δημιουργό, μετουσιώνοντας τον ανείπωτο πόνο της μάνας σε δημιουργία, να φτιάχνει η ίδια το μνημείο για τον τάφο του γιου της στο γερμανικό στρατιωτικό κοιμητήριο του Vladslo στη Φλάνδρα. Πώς γίνεται να σχεδιάζει και να κατασκευάζει κανείς το επιτύμβιο του ίδιου του παιδιού του και το έργο αυτό να γίνεται όχι μια ατομική έκφραση οδύνης αλλά ένα πανανθρώπινο μνημείο για τους στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο και για τους γονείς τους; «Γονείς» το ονόμασε και όταν ολοκληρώθηκε, το μετέφερε και το τοποθέτησε στη θέση του με δική της επίβλεψη, το 1931.
Κατάφερε εντέλει η Καίτε να ξανασταθεί στα πόδια της και να απολαύσει τις απολαβές της επίμοχθης εργασίας της! Έγινε η πρώτη γυναίκα, εκλεγμένο μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας Τεχνών! Η εποχή της ανόδου του Χίτλερ ωστόσο πλησιάζει. Σύντομα το έργο της χαρακτηρίζεται «εκφυλισμένο» και αποπέμπεται από την Ακαδημία. Το 1937 άρχισε να δουλεύει την Pieta, γλυπτό μικρού μεγέθους. Είναι το έργο που αντέγραψε ο Χάακε σε φυσικό μέγεθος και τοποθετήθηκε στην Neue Wache.
Μετά ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ακολούθησαν αλλεπάλληλα χτυπήματα, λες και ζηλόφθονη μοίρα την έβαλε στο στόχαστρό της. Το 1940 χάνει το σύζυγό της, το 1942 σκοτώνεται ο εγγονός της Πέτερ στο ρωσικό μέτωπο, το 1943 καταστρέφεται το σπίτι της στο Βερολίνο από τους βομβαρδισμούς της RAF και την άνοιξη του 1945, λίγο πριν από το τέλος του πολέμου, τελειώνει και η δική της ζωή. Ποιος μπορεί να πει ότι η γυναίκα αυτή δεν ψηλάφισε χιλιοστό προς χιλιοστό τον πόνο που αποτύπωσε στο έργο της;
Σε τι διέφερε η ζωή της από τις ζωές των γυναικών των άλλων ευρωπαϊκών χωρών που δέχτηκαν την επίθεση των γερμανικών στρατευμάτων; Σε ποιο βαθμό ευθυνόταν η ίδια για τα δεινά που η χώρα της προκάλεσε στον κόσμο; Ποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι καλώς έπαθε όσα έπαθε; Μέσα στο έργο της αναδύεται συνεχώς η άλλη πλευρά του νομίσματος· το πώς ο ναζισμός συνέτριψε τις ζωές των ανθρώπων και εντός της Γερμανίας! Αν και η Καίτε δεν πρόβαλε ποτέ το προσωπικό ή το εθνικό αλλά κυρίως εξέφρασε το οικουμενικό.
Δεν είναι εύκολο να θελήσει κανείς να αναγνώσει από αυτή την οπτική τη γερμανική ιστορία, ιδιαίτερα αν είναι Έλληνας· όχι μόνο εξαιτίας των παθημάτων του λαού μας από τη χιτλερική λαίλαπα αλλά και γιατί ως Έλληνες δεν έχουμε βιώσει στη διάρκεια του εθνικού μας κράτους κάτι ανάλογο με τους Γερμανούς. Ποτέ δεν υπήρξαμε αυτοκρατορία ή άλλου είδους υπερδύναμη, δεν ασκήσαμε ιμπεριαλιστική πολιτική, δεν εγκαθιδρύσαμε αποικιοκρατία, δεν επιδείξαμε αλαζονεία, δεν επιδιώξαμε να κυριαρχήσουμε δια της βίας σε άλλους λαούς.
Θυμάμαι ότι όταν την πρώτη φορά τελείωσα την επίσκεψή μου στο μουσείο της Καίτε Κόλβιτς, είχα ήδη γίνει φίλη της. Και ό,τι περισσότερο είδα ή έμαθα αργότερα γι’ αυτήν, απλώς ενίσχυσε τα αρχικά μου αισθήματα και κατά βάση την αίσθηση του οικείου! Γιατί αυτά που είδα δεν είναι ξένα, δεν αφορούν αποκλειστικά τον γερμανικό λαό· τις εικόνες ζωής που ιστορεί η Καίτε Κόλβιτς στο έργο της τις έχω ξαναδεί: οι αποστεωμένες μάνες με τα πεινασμένα παιδιά της Καίτε, μου θυμίζουν τις ανάλογες εικόνες που κατέγραψαν από την γερμανική κατοχή οι δικές μας χαράκτριες Άννα Κινδύνη και Βάσω Κατράκη. Φτώχεια, πείνα, εξαθλίωση, διώξεις, εκτελέσεις. Θύτης ο αυτός στο έργο και των τριών γυναικών-δημιουργών.
Να γιατί η Καίτε με βοήθησε να δω από διαφορετική οπτική το γερμανικό λαό. Πόσο υπέφερε, πόνεσε, κατακρεουργήθηκε και ο ίδιος από τα γρανάζια της πολεμικής μηχανής που έστησε, τροφοδότησε και χρησιμοποίησε εναντίον των άλλων! Η πολεμική αυτή μηχανή, μαζί με την άλλη τη φρικτότερη που στήθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στις κινητές ομάδες εξόντωσης των Εβραίων κυρίως αλλά και άλλων «διαφορετικών», εξόντωσε στην Ευρώπη εκατομμύρια ανθρώπων. Ανάμεσα στις ανθρώπινες απώλειες του φρικτού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συνήθως δεν προσμετρώνται τα επτά εκατομμύρια Γερμανών, θύματα στο βωμό των επιθυμιών του Φύρερ τους.
Ο πικρός απολογισμός των απωλειών κάθε λαού, δεν αφήνει αρκετά περιθώρια λύπης για τον αντίπαλο, που άλλωστε θεωρείται υπεύθυνος για όλα τα δεινά που προκλήθηκαν εξαιτίας των επιλογών του. Και φυσικά, όλοι δεχόμαστε ότι ο πόλεμος τα έχει αυτά, δηλαδή καταστροφές και νεκρούς και από τις δύο αντίπαλες πλευρές. Αυτό που δεν είναι ευλόγως αποδεκτό είναι ο ίδιος ο ηγέτης να εκδικείται το λαό του, επειδή δεν μπόρεσε να υπηρετήσει επιτυχώς τα σχέδιά του.
Είναι άξια ιδιαίτερης παρατήρησης η συμπεριφορά του Χίτλερ απέναντι στο γερμανικό λαό τους τελευταίους μήνες του πολέμου. Καθώς ελάχιστα είχαν απομείνει στα δύο μέτωπα και το μέλλον προδιαγραφόταν σκοτεινό, κάθε λογικός Γερμανός έβλεπε ότι ο πόλεμος είχε ήδη χαθεί και δεν υπήρχε λόγος να συνεχίζεται. Αντίθετα ο Χίτλερ οργάνωσε τη λαϊκή εξόρμηση (Volkssturm), ρίχνοντας στην κρεατομηχανή του πολεμικού μηχανισμού του, το υπόλοιπο του γερμανικού ανδρικού πληθυσμού, από 16 ως 60 χρόνων και το Δεκέμβριο του ’44 έκανε την τελευταία του επίθεση στης Αρδέννες, επιχείρηση παράλογη και εξαρχής χαμένη, αφού την υπεροπλία είχαν οι αντίπαλοι. Τα μέτωπα σε Ανατολή και Δύση έσπασαν όπως ήταν αναμενόμενο και ενώ τα αντίπαλα στρατεύματα βάδιζαν, περνώντας τον Όντερ και τον Ρήνο αντίστοιχα, την κρίσιμη αυτή στιγμή του πολέμου φαίνεται πως ο Χίτλερ στράφηκε και ο ίδιος εναντίον του λαού του.
Στις δυτικές περιοχές ο κόσμος είχε ωριμάσει για ένα διαφορετικό τέλος του πολέμου, από αυτό που ονειρευόταν ο Φύρερ. Κρεμούσαν λευκά σεντόνια στα παράθυρά τους, ως ένδειξη παράδοσης στον εχθρικό στρατό και ικέτευαν τα εναπομείναντα γερμανικά στρατεύματα να πάψουν να υπερασπίζονται το χωριό ή την πόλη τους, για να έχουν τη δυνατότητα να σωθούν παραδιδόμενοι στους αντιπάλους. Τι προσβλητική αυτή η συμπεριφορά για τον Φύρερ! Αποφάσισε λοιπόν αυτό τον λαό που δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του να τον τιμωρήσει. Διέταξε να εκκενωθούν από τους πληθυσμούς τους οι περιοχές της δυτικής Γερμανίας.
Εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανών, χωρίς κανένα σχεδιασμό, χωρίς σίτιση, χωρίς καμία υποστήριξη, εξαναγκάστηκαν σε μια πορεία που ισοδυναμούσε με βέβαιο θάνατο, καθώς ο Χίτλερ διέταξε να καταστραφούν όλες οι υποδομές που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τον εχθρό και από τον ίδιο τον λαό του βέβαια. Στον Άλμπερτ Σπέερ, υπουργό εξοπλισμού την εποχή εκείνη, που τόλμησε να διαμαρτυρηθεί, απάντησε κυνικά και τελεσίδικα, παραδίδοντας στον όλεθρο το λαό που τον πίστεψε: «Εάν χαθεί ο πόλεμος, θα χαθεί και ο λαός… Εξάλλου όσοι έχουν απομείνει από αυτό τον αγώνα, είναι ούτως ή άλλως κατώτεροι, καθώς οι καλοί έχουν πέσει στη μάχη».[2] Με αυτά τα λόγια παρέδωσε στον όλεθρο το λαό που τον πίστεψε!
Καθώς το φως της ημέρας λιγοστεύει, αφήνω πίσω μου τη Νέα Φρουρά και προχωρώ προς το Νησί των Μουσείων. Την περιοχή με τα περισσότερα αξιοθέατα του Βερολίνου· το σημείο από το οποίο ξεκίνησε η ιστορία της πόλης. Βαδίζω σε έναν από τους πιο όμορφους δρόμους της Ευρώπης. Και με κλειστά τα μάτια, τα πόδια μου μπορούν να με φέρουν στον επιλεγμένο προορισμό αυτού του περιπάτου· στις όχθες τους Spree, κοντά στον καθεδρικό ναό. Αντίθετα οι σκέψεις και τα συναισθήματά μου με βήματα τυφλά και αβέβαια, διαρκώς σκοντάφτοντας, προχωρούν δια της τεθλασμένης οδού της ιστορίας. Δεξιά μου το Μέγαρο της Δημοκρατίας καταδικασμένο μαζί με άλλα κτίρια της πόλης σε damnatio memoriae,[3] αριστερά μου χαμηλά σε μία από τις αποβάθρες του Spree το Μουσείο DDR με αντικείμενα της ανατολικογερμανικής καθημερινότητας.
Σιγά-σιγά να επιστρέφω, σκέφτομαι· αρκετή ώρα αργότερα το σκοτάδι με βρίσκει καθισμένη έξω από την αγαπημένη μου πιτσαρία στην Tauentzienstrasse, με ένα κομμάτι πίτσα κι ένα ποτήρι μπύρα. Δεν πεινάω αλλά η ανθρώπινη φύση μου υπακούει στην ανεξήγητη αρχή ότι η αίσθηση της μοναξιάς μειώνεται με την τροφοδότηση του πεπτικού συστήματος. Αυτή την ώρα πάνω από την πόλη απλώνεται ο μοναδικός βερολινέζικος νυχτερινός ουρανός· «μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο», δανείζομαι τον ορισμό του χρώματος από το ομώνυμο βιβλίο του Θανάση Βαλτινού. Απέναντί μου, στη νησίδα του δρόμου, μέσα σ’ ένα περιποιημένο παρτέρι το γλυπτό «Βερολίνο»· δύο κρίκοι αλυσίδας, σπασμένοι και παραμορφωμένοι, περασμένοι ο ένας μέσα στον άλλο. Υποτίθεται ότι συμβολίζουν το διαιρεμένο παρελθόν της πόλης. Εμένα όμως, που είμαι δύσπιστη και καχύποπτη, με παραπέμπουν στις βαθύτατες ρωγμές που διασπούν την ενότητα του γερμανικού λαού ακόμα και σήμερα. Ίσως για πολύ καιρό ακόμα.
Εκδόσεις: ΣΗΜΑ Εκδοτική, Αθήνα, Γαμβέττα 4
ISBN: 978-618-83797-1-8
[1] Literaturhaus: Το σπίτι της Λογοτεχνίας.
[2] Σεμπάστιαν Χάφνερ, Το φαινόμενο Χίτλερ, εκδ. Εκκρεμές.
[3] Damnatio memoriae: κατάλυση μνήμης.


Η Ελένη Ανδρέου γεννήθηκε στην Ξάνθη. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργάστηκε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Με τη συγγραφή ασχολείται συστηματικά από το 2007.
Έχουν εκδοθεί τα έργα της:
_ Των Αγίων Παρασκευής και Παντελεήμονος
_ Το ξένο βλέμμα
_ Τα Αντικείμενα – Λόγος υπέρ του ασημάντου
_ Παρέμφατα - Π[οι]ήματα







