THE SIGNAL MAN - UrbanOrama.gr
Banner

CHARLES DICKENS

Ανάρτηση: 08 Ιαν 2025

Το The Signal Man είναι ένα horror mystery short του Ντίκενς που πρωτοεκδόθηκε το 1866 στη συλλογή Mugby Junction, στη χριστουγεννιάτικη έκδοση του βικτοριανού εβδομαδιαίου λογοτεχνικού περιοδικού All the Year Round. Αποδείχτηκε πολύ επιδραστικό στην ποπ κουλτούρα.

Fun facts: Ένα επεισόδιο της πρώτης σαιζόν του Poltergeist: The Legacy, είναι βασισμένο στο The Signal Man, διατηρώντας ακόμα και τον ίδιο τίτλο ενώ στην ομώνυμή του σειρά του 2005, o Doctor Who συναντά τον Ντίκενς και του μιλά για την αδυναμία του στην ιστορία του, «the one with the ghost». Ενώ ο Ντίκενς θεωρεί πως αναφέρεται στο Christmas Carol, αποδεικνύεται πως ο Doctor Who μιλάει για το The Signal Man.

 

«Εεεε! Εκεί κάτω!» 

Όταν άκουσε μια φωνή να τον καλεί με αυτόν τον τρόπο, στεκόταν στην πόρτα του με μια σημαία στο χέρι του, τυλιγμένη γύρω από το κοντό κοντάρι της. Κάποιος θα σκεφτόταν, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του εδάφους, ότι δεν θα μπορούσε να έχει αμφιβολία από πού ερχόταν η φωνή, αλλά αντί να κοιτάξει προς τα πάνω, όπου στεκόμουν στην κορυφή του απότομου γκρεμού σχεδόν πάνω από το κεφάλι του, γύρισε και κοίταξε προς τα κάτω στη Γραμμή. Υπήρχε κάτι αξιοσημείωτο στον τρόπο που το έκανε αυτό, αν και δεν μπορούσα να πω με τίποτα τι ήταν αυτό. Αλλά ξέρω ότι ήταν αρκετά αξιοσημείωτο για να προσελκύσει την προσοχή μου, παρόλο που η φιγούρα του ήταν κομμένη και κρυμμένη μέσα σε σκιές, κάτω στο βαθύ χαντάκι κι εγώ στεκόμουν ψηλά από πάνω του, τόσο βουτηγμένος στη λάμψη ενός θυμωμένου ηλιοβασιλέματος, που είχα σκιάσει τα μάτια μου με το χέρι μου πριν μπορέσω να τον δω.

"Εεεε! Εσείς εκεί κάτω!"

Από το να κοιτάξει κάτω από τη Γραμμή, γύρισε πάλι γύρω του και σηκώνοντας τα μάτια του, είδε τη φιγούρα μου ψηλά από πάνω του.

"Υπάρχει κάποιο μονοπάτι από το οποίο μπορώ να κατέβω και να σου μιλήσω;"

Κοίταξε ψηλά προς το μέρος μου χωρίς να απαντήσει, και εγώ τον κοίταξα χωρίς να τον πιέσω ξανά με μια επανάληψη της άσκοπης ερώτησής μου. Ακριβώς τότε ακούστηκε μια αόριστη δόνηση στη γη και στον αέρα, που γρήγορα μετατράπηκε σε βίαιο παλμό και σε μια επερχόμενη ορμή που με ξάφνιασε, σαν να είχε δύναμη να με τραβήξει προς τα κάτω. Όταν ο ατμός που ανέβηκε στο ύψος μου από αυτό το γρήγορο τρένο με προσπέρασε και απομακρύνθηκε πάνω από το τοπίο, κοίταξα πάλι κάτω και τον είδα να ξαναφτιάχνει τη σημαία που είχε σηκώσει ενώ το τρένο περνούσε.

Επανέλαβα την ερώτησή μου. Μετά από μια παύση, κατά τη διάρκεια της οποίας φαινόταν να με κοιτάζει με σταθερή προσοχή, έκανε νόημα με την τυλιγμένη σημαία του προς ένα σημείο στο επίπεδό μου, σε απόσταση περίπου διακοσίων ή τριακοσίων μέτρων. Του φώναξα: "Εντάξει!". και ξεκίνησα να κατέβω σε αυτό το σημείο. Εκεί, κοιτάζοντας προσεκτικά γύρω μου, βρήκα ένα κακοτράχαλο ζιγκ ζαγκ κατηφορικό μονοπάτι χαραγμένο, το οποίο ακολούθησα.

Η τομή ήταν εξαιρετικά βαθιά και ασυνήθιστα απότομη. Είχε γίνει μέσα στην υγρή πέτρα, η οποία γινόταν όλο και πιο υγρή όσο κατέβαινα. Γι’ αυτό τον λόγο, ο δρόμος μου φάνηκε αρκετά μακρύς, τόσο ώστε να έχω τον χρόνο να προσέξω μια ιδιαίτερη απροθυμία ή καταναγκασμό με την οποία μου είχε υποδείξει το μονοπάτι.

Όταν κατέβηκα αρκετά χαμηλά στο τεθλασμένο μονοπάτι για να τον ξαναδώ, είδα ότι στεκόταν ανάμεσα στις ράγες από όπου είχε περάσει πρόσφατα το τρένο, σε μια στάση σαν να περίμενε να εμφανιστώ. Είχε το αριστερό του χέρι στο πηγούνι του, και ο αριστερός αγκώνας στηριζόταν στο δεξί του χέρι, σταυρωμένο στο στήθος του. Η στάση του έδειχνε τόσο πολύ ότι με περίμενε και με πρόσεχε που σταμάτησα για μια στιγμή, απορώντας.

Συνέχισα την καθοδική μου πορεία και, βγαίνοντας στο επίπεδο του σιδηροδρόμου και πλησιάζοντας πιο κοντά του, είδα ότι επρόκειτο για έναν σκουρόχρωμο, ωχρό άνδρα, με σκούρα γενειάδα και μάλλον βαριά φρύδια. Το πόστο του βρισκόταν σε ένα τόσο μοναχικό και θλιβερό μέρος που ποτέ δεν είχα ξαναδεί. Σε κάθε πλευρά, έσταζε ένας βρεγμένος τοίχος από οδοντωτή πέτρα, που απέκλειε κάθε θέα εκτός από μια λωρίδα ουρανού -η προοπτική προς τη μια κατεύθυνση ήταν μόνο μια στραβή προέκταση αυτού του μεγάλου μπουντρουμιού- η μικρότερη προοπτική προς την άλλη κατεύθυνση κατέληγε σε ένα ζοφερό κόκκινο φως και την ακόμα πιο ζοφερή είσοδο σε μια μαύρη σήραγγα, στην ογκώδη αρχιτεκτονική της οποίας υπήρχε ένας σκληρός, καταθλιπτικός και αποκρουστικός αέρας. Τόσο λίγο φως του ήλιου έβρισκε το δρόμο του σε αυτό το σημείο, που είχε μια γήινη, θανατηφόρα μυρωδιά -και τόσο κρύος άνεμος έτρεχε μέσα από αυτό, που μου προκαλούσε μια ψυχρή αίσθηση, σαν να είχα εγκαταλείψει τον φυσικό κόσμο.

Πριν κουνηθεί, ήμουν αρκετά κοντά του για να τον αγγίξω. Χωρίς να απομακρύνει ούτε τότε τα μάτια του από τα δικά μου, έκανε ένα βήμα πίσω και σήκωσε το χέρι του.

Αυτό ήταν ένα πολύ απομονωμένο πόστο, είπα, και είχε κεντρίσει την προσοχή μου όταν κοίταξα κάτω από ψηλά. Ένας επισκέπτης ήταν σπάνιο φαινόμενο, υποθέτω, όχι ανεπιθύμητο, ελπίζω. Στο πρόσωπό μου έβλεπε απλώς έναν άνθρωπο που ήταν κλεισμένος σε στενά όρια όλη του τη ζωή και που, αφού επιτέλους ελευθερώθηκε, είχε ένα νεοαφυπνισμένο ενδιαφέρον για κάθε τι γύρω του. Για τον σκοπό αυτό του μίλησα, αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος για τους όρους που χρησιμοποίησα γιατί, εκτός του ότι δεν είμαι ευτυχής όταν ανοίγω οποιαδήποτε συζήτηση, υπήρχε κάτι σε αυτόν τον άνθρωπο που με τρόμαζε.

Έστρεψε το περίεργο βλέμμα του προς το κόκκινο φως κοντά στο στόμιο της σήραγγας και κοίταξε γύρω του, σαν να του έλειπε κάτι, και μετά κοίταξε εμένα.

Αυτό το φως ήταν μέρος της ευθύνης του; Έτσι δεν ήταν;

Μου απάντησε χαμηλόφωνα: "Δεν το ξέρετε ότι είναι;"

Μια τερατώδης σκέψη ήρθε στο μυαλό μου, καθώς εξέταζα τα σταθερά μάτια του και το κοκκαλιάρικο πρόσωπό του, ότι αυτό ήταν ένα πνεύμα, όχι ένας άνθρωπος. Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να σκέφτομαι μήπως δεν ήταν καλά στο μυαλό του.

Με τη σειρά μου, έκανα πίσω. Αλλά κάνοντας αυτή την κίνηση, διέκρινα στα μάτια του κάποιον λανθάνοντα φόβο για μένα. Αυτό έδιωξε την τερατώδη σκέψη.

"Με κοιτάζετε", είπα, εξαναγκάζοντας τον να χαμογελάσει, "σαν να με φοβάστε".

"Είχα αμφιβολίες", ανταπέδωσε, "αν σας είχα ξαναδεί".

"Πού;"

Έδειξε το κόκκινο φως που είχε κοιτάξει.

"Εκεί;" είπα.

Με παρακολουθούσε με προσοχή, και μου απάντησε (αλλά χωρίς ήχο): "Ναι".

"Καλέ μου φίλε, τι να κάνω εκεί πέρα; Ωστόσο, όπως και να έχει, δεν ήμουν ποτέ εκεί, μπορείτε να το πιστέψετε".

"Νομίζω ότι μπορώ", ανταπάντησε. "Ναι, είμαι σίγουρος ότι μπορώ."

Ο τρόπος του ξεκαθάρισε, όπως και ο δικός μου. Απάντησε στις παρατηρήσεις μου με προθυμία και με καλά επιλεγμένες λέξεις. Είχε πολλά να κάνει εκεί; Ναι, δηλαδή, είχε αρκετές ευθύνες, αλλά η ακρίβεια και η επαγρύπνηση ήταν αυτά που απαιτούνταν από αυτόν, και από πραγματική εργασία - χειρωνακτική εργασία - δεν είχε σχεδόν καθόλου. Το να αλλάζει αυτό το σήμα, να ρυθμίζει αυτά τα φώτα και να γυρίζει αυτό το σιδερένιο χερούλι πού και πού, ήταν το μόνο που είχε να κάνει στο πλαίσιο της δουλειάς του. Όσον αφορά αυτές τις πολλές μακρές και μοναχικές ώρες, μέσα στις οποίες εγώ θα έκανα τόσα πολλά, εκείνος μπορούσε μόνο να πει ότι η ρουτίνα της ζωής του είχε διαμορφωθεί σε αυτή τη μορφή και είχε συνηθίσει έτσι. Είχε μάθει να μιλά μια γλώσσα εδώ κάτω, αν το να την ξέρει κανείς μόνο με την όραση και να έχει σχηματίσει τις δικές του ακατέργαστες ιδέες για την προφορά της, θα μπορούσε κάποιος να το αποκαλέσει μάθηση. Είχε επίσης δουλέψει με τα κλάσματα και τους δεκαδικούς αριθμούς και είχε δοκιμάσει λίγη άλγεβρα αλλά ήταν και είχε υπάρξει ως παιδί πολύ κακός με τους αριθμούς. Ήταν απαραίτητο γι' αυτόν, όταν είχε υπηρεσία, να παραμένει μέσα σε αυτό το μέρος με τον υγρό αέρα; Και δεν μπορούσε ποτέ να βγει στον ήλιο που έπεφτε ανάμεσα σε αυτούς τους ψηλούς πέτρινους τοίχους; Αυτό εξαρτιόταν από τις στιγμές και τις περιστάσεις. Κάτω από ορισμένες συνθήκες θα υπήρχε λιγότερος κόσμος στη Γραμμή απ' ό,τι κάτω από άλλες, και το ίδιο ίσχυε και για ορισμένες ώρες της ημέρας και της νύχτας. Με φωτεινό καιρό, επέλεγε να βγει λίγο πιο πάνω από αυτές τις χαμηλότερες σκιές αλλά, καθώς ήταν ανά πάσα στιγμή πιθανό να τον καλέσουν από το ηλεκτρικό του κουδούνι, και σε τέτοιες στιγμές το άκουγε με διπλή αγωνία, η ανακούφιση ήταν μικρότερη απ' ό,τι θα υπέθετα. Με πήγε στο φυλάκιο του, όπου υπήρχε φωτιά, ένα γραφείο για ένα επίσημο βιβλίο στο οποίο έπρεπε να κάνει ορισμένες εγγραφές, ένα τηλεγραφικό όργανο με καντράν και βελόνες, και το κουδουνάκι για το οποίο είχε μιλήσει. Με την ελπίδα ότι θα συγχωρούσε την παρατήρησή μου για την καλή του μόρφωση και (ήλπιζα ότι θα μπορούσα να πω χωρίς παρεξήγηση) ίσως μάλιστα πολύ καλή για να βρίσκεται σε τούτο τον σταθμό, παρατήρησε ότι περιπτώσεις ελαφριάς αναντιστοιχίας σπάνια έλειπαν από μεγάλες υπηρεσίες. Ότι είχε ακούσει πως το ίδιο συνέβαινε στα πτωχοκομεία, στην αστυνομία, ακόμη και στον στρατό- και ότι ήξερε ότι έτσι ήταν, λίγο ή πολύ, για το προσωπικό κάθε μεγάλης σιδηροδρομικής εταιρείας. Όταν ήταν νέος (αν μπορώ να το πιστέψω, καθώς καθόταν σε εκείνο το καλύβι, δύσκολα θα μπορούσε) ήταν σπουδαστής της φυσικής φιλοσοφίας και είχε παρακολουθήσει διαλέξεις αλλά έζησε ανεξέλεγκτα, είχε κάνει κατάχρηση των ευκαιριών του, έπεσε και δεν ξανασηκώθηκε ποτέ. Δεν είχε κανένα παράπονο γι' αυτό. Όπως είχε στρώσει, θα κοιμόταν. Ήταν πολύ αργά για να κάνει κάτι άλλο.

Όλα όσα συμπύκνωσα εδώ τα είπε με ήρεμο τρόπο, με το σοβαρό, σκοτεινό βλέμμα του μοιρασμένο ανάμεσα σε μένα και τη φωτιά. Πετούσε τη λέξη "κύριε" πού και πού, και ιδιαίτερα όταν αναφερόταν στα νιάτα του, σαν να μου ζητούσε να καταλάβω ότι δεν ισχυριζόταν πως ήταν κάτι άλλο από αυτό που έβλεπα. Διακόπηκε αρκετές φορές από το κουδουνάκι και έπρεπε να διαβάσει μηνύματα και να στείλει απαντήσεις. Μια φορά χρειάστηκε να σταθεί έξω από την πόρτα και να επιδείξει μια σημαία καθώς περνούσε ένα τρένο και να κάνει κάποια προφορική επικοινωνία με τον οδηγό. Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του, τον παρατήρησα∙ πόσο εξαιρετικά ακριβής και προσεκτικός ήταν, διακόπτοντας τον λόγο του σε μια συλλαβή και παραμένοντας σιωπηλός μέχρι να γίνει αυτό που έπρεπε να κάνει.

Με λίγα λόγια, θα έπρεπε να είχα καταγράψει αυτόν τον άνθρωπο ως έναν από τους πιο κατάλληλους ανθρώπους γι’ αυτό το επάγγελμα, αν δεν παρατηρούσα ότι ενώ μου μιλούσε, διέκοψε δύο φορές κάτωχρος, έστρεψε το πρόσωπό του προς το καμπανάκι όταν αυτό ΔΕΝ χτύπησε, άνοιξε την πόρτα της καλύβας (η οποία παρέμενε κλειστή για να αποκλείσει την ανθυγιεινή υγρασία) και κοίταξε προς το κόκκινο φως κοντά στο στόμιο της σήραγγας. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, επέστρεψε στη φωτιά με εκείνο τον ανεξήγητο αέρα πάνω του, τον οποίο είχα παρατηρήσει, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω, όταν ήμασταν μακριά ο ένας από τον άλλο.

Όταν σηκώθηκα για να τον αφήσω, είπα, "Με κάνεις σχεδόν να νομίζω ότι συνάντησα έναν ικανοποιημένο άνθρωπο".

(Φοβάμαι ότι πρέπει να παραδεχτώ ότι το είπα για να τον παρασύρω).

"Πιστεύω ότι ήμουν κάποτε έτσι", ανταπάντησε, με τη χαμηλή φωνή με την οποία είχε μιλήσει πρώτα- "αλλά είμαι προβληματισμένος, κύριε, είμαι προβληματισμένος".

Θα έπαιρνε πίσω αυτές τις λέξεις αν μπορούσε. Τις είχε πει, όμως, και απάντησα γρήγορα.

"Με τι; Ποιο είναι το πρόβλημά σου;"

"Είναι πολύ δύσκολο να σας το πω, κύριε. Είναι πολύ, πολύ δύσκολο να μιλήσω γι' αυτό. Αν ποτέ με επισκεφτείτε ξανά, θα προσπαθήσω να σας το πω".

"Μα σκοπεύω ρητά να σας επισκεφθώ ξανά. Πείτε μου, πότε θα γίνει;"

"Φεύγω νωρίς το πρωί, και θα είμαι εδώ πάλι στις δέκα αύριο το βράδυ, κύριε".

"Θα έρθω στις έντεκα."

Με ευχαρίστησε και βγήκε μαζί μου από την πόρτα. "Θα φωτίσω με το λευκό μου φως, κύριε", είπε με την ιδιότυπη χαμηλή φωνή του, "μέχρι να βρείτε τον δρόμο προς τα πάνω. Όταν τον βρείτε, μην φωνάξετε! Και όταν φτάσετε στην κορυφή, μην φωνάξετε!"

Ο τρόπος που μίλησε μου φάνηκε πως έκανε το μέρος να μοιάζει πιο κρύο, αλλά δεν είπα τίποτα περισσότερο από ένα: "Πολύ καλά".

"Και όταν κατεβείτε αύριο το βράδυ, μην φωνάξετε! Επιτρέψτε μου να σας κάνω μια αποχαιρετιστήρια ερώτηση. Τι σας έκανε να φωνάξετε, 'Εεε! Εκεί κάτω!' απόψε;"

"Ένας Θεός ξέρει", είπα. "Φώναξα κάτι τέτοιο;..."

"Όχι κάτι τέτοιο, κύριε. Αυτές ακριβώς ήταν οι λέξεις. Τις θυμάμαι καλά."

"Παραδέχομαι ότι αυτά ήταν ακριβώς τα λόγια. Τις είπα, χωρίς αμφιβολία, επειδή σας είδα από κάτω".

"Για κανέναν άλλο λόγο;"

"Ποιον άλλο λόγο θα μπορούσα να έχω;"

"Δεν είχατε την αίσθηση ότι σας μεταφέρθηκαν με κάποιον υπερφυσικό τρόπο;"

"Όχι."

Μου ευχήθηκε καληνύχτα και κράτησε το φως του. Περπάτησα στην άκρη της κάτω γραμμής των σιδηροτροχιών (με μια πολύ δυσάρεστη αίσθηση ότι ένα τρένο ερχόταν πίσω μου) μέχρι να βρω το μονοπάτι. Ήταν ευκολότερο να ανέβω παρά να κατέβω, και επέστρεψα στο πανδοχείο μου χωρίς καμία περιπέτεια.

Συνεπής στο ραντεβού μου, έβαλα το πόδι μου στην αρχή του ζιγκ ζαγκ την επόμενη νύχτα, καθώς τα ρολόγια από μακριά χτυπούσαν έντεκα. Με περίμενε στο κάτω μέρος, με το λευκό φως του αναμμένο. "Δεν έχω φωνάξει", είπα, όταν πλησιάσαμε- "μπορώ να μιλήσω τώρα;". "Βεβαίως, κύριε." "Καλησπέρα, λοιπόν, και ορίστε το χέρι μου." "Καλησπέρα, κύριε, και ορίστε το δικό μου." Με αυτό προχωρήσαμε δίπλα-δίπλα στο φυλάκιο του, μπήκαμε μέσα, κλείσαμε την πόρτα και καθίσαμε δίπλα στη φωτιά.

"Έχω πάρει την απόφασή μου, κύριε", άρχισε, σκύβοντας μπροστά μόλις καθίσαμε, και μιλώντας σε τόνο που δεν ξεπερνούσε τον ψίθυρο, "ότι δεν θα χρειαστεί να με ρωτήσετε δύο φορές τι με απασχολεί. Σας πέρασα για κάποιον άλλον χθες το βράδυ. Αυτό με προβληματίζει".

"Αυτό το λάθος;"

"Όχι. Αυτός ο άλλος."

"Ποιος είναι;"

"Δεν ξέρω."

"Σαν εμένα;"

"Δεν ξέρω. Δεν είδα ποτέ το πρόσωπο. Το αριστερό χέρι είναι εγκάρσια στο πρόσωπο και το δεξί χέρι κουνιέται, κουνιέται βίαια. Από εδώ".

Ακολούθησα την ενέργειά του με τα μάτια μου, και ήταν η ενέργεια ενός χεριού που χειρονομούσε, με μέγιστο πάθος και σφοδρότητα: "Για όνομα του Θεού, ανοίξτε το δρόμο!".

"Μια φεγγαρόφωτη νύχτα", είπε ο άντρας, "καθόμουν εδώ, όταν άκουσα μια φωνή να φωνάζει: "Εεε! Εκεί κάτω! Σηκώθηκα, κοίταξα από εκείνη την πόρτα και είδα αυτόν τον Κάποιον άλλον να στέκεται δίπλα στο κόκκινο φως κοντά στο τούνελ και να χαιρετάει όπως σας έδειξα μόλις τώρα. Η φωνή ακουγόταν βραχνή και φώναζε: "Προσέξτε! Προσέξτε! Και μετά ξανά, "Γεια σας! Εκεί κάτω! Προσέξτε! Πήρα τη λάμπα μου, την άναψα στο κόκκινο και έτρεξα προς τη φιγούρα, φωνάζοντας: "Τι συμβαίνει; Τι συνέβη; Πού;" Στεκόταν ακριβώς έξω από το σκοτάδι της σήραγγας. Προχώρησα τόσο κοντά του που αναρωτήθηκα γιατί κρατούσε το μανίκι στα μάτια του. Έτρεξα ακριβώς προς το μέρος του και είχα απλώσει το χέρι μου για να τραβήξω το μανίκι μακριά, όταν αυτός εξαφανίστηκε".

"Μέσα στο τούνελ;" είπα.

"Όχι. Έτρεξα μέσα στο τούνελ, πεντακόσια μέτρα. Σταμάτησα, και κράτησα τη λάμπα μου πάνω από το κεφάλι μου, και είδα τις φιγούρες που βρίσκονταν κοντά μου, και είδα τους υγρούς λεκέδες να γλύφουν τα τοιχώματα και να στάζουν μέσα από την αψίδα. Έτρεξα πάλι έξω πιο γρήγορα απ' ό,τι είχα τρέξει μέσα (γιατί είχα πάνω μου μια θανάσιμη απέχθεια για το μέρος), και κοίταξα γύρω γύρω το κόκκινο φως με το δικό μου κόκκινο φως, και ανέβηκα τη σιδερένια σκάλα στη στοά στην κορυφή του, και κατέβηκα πάλι, και έτρεξα πίσω εδώ. Τηλεγράφησα και προς τις δύο κατευθύνσεις: "Δόθηκε συναγερμός. Συμβαίνει κάτι; Η απάντηση ήρθε και από τις δύο πλευρές: "Όλα καλά". "

Αντιστεκόμενος στο αργό άγγιγμα ενός παγωμένου δακτύλου που διέγραφε τη σπονδυλική μου στήλη, του υπέδειξα ότι αυτή η φιγούρα πρέπει να ήταν μια εξαπάτηση της αίσθησης της όρασής του και ότι οι φιγούρες που προέρχονται από ασθένειες των ευαίσθητων νεύρων που εξυπηρετούν τις λειτουργίες του ματιού, ήταν γνωστό ότι συχνά ταλαιπωρούσαν τους ασθενείς, μερικοί από τους οποίους είχαν συνειδητοποιήσει τη φύση της πάθησής τους και το είχαν αποδείξει ακόμη και με πειράματα στον εαυτό τους. "Όσον αφορά μια φανταστική κραυγή", είπα, "δεν έχετε παρά να ακούσετε για μια στιγμή τον άνεμο σε αυτή την αφύσικη κοιλάδα, ενώ μιλάμε τόσο χαμηλά, και τον άγριο αντίλαλο που κάνει στα τηλεγραφικά καλώδια".

Όλα αυτά ήταν πολύ καλά, επανήλθε, αφού καθίσαμε ακούγοντας για λίγο, και θα έπρεπε να ξέρει περισσότερα από μένα για τον άνεμο και τα καλώδια, -αυτός που τόσο συχνά περνούσε τις μεγάλες χειμωνιάτικες νύχτες εκεί, μόνος, παρατηρώντας. Αλλά να του επέτρεπα να πει πως δεν είχε τελειώσει.

Του ζήτησα συγγνώμη, και πρόσθεσε αργά αυτά τα λόγια, αγγίζοντας το χέρι μου.

"Μέσα σε έξι ώρες μετά την Εμφάνιση, συνέβη το αξιομνημόνευτο ατύχημα σε αυτή τη Γραμμή, και μέσα σε δέκα ώρες οι νεκροί και οι τραυματίες μεταφέρθηκαν μέσω της σήραγγας πάνω από το σημείο όπου είχε σταθεί η φιγούρα".

Μια δυσάρεστη ανατριχίλα με κυρίευσε, αλλά έκανα ό,τι μπορούσα για να την αποφύγω. Δεν μπορούσε να αρνηθεί κανείς, ανταπάντησα, ότι επρόκειτο για μια αξιοσημείωτη σύμπτωση, που είχε υπολογιστεί να εντυπωσιάσει βαθιά το μυαλό του. Αλλά ήταν αδιαμφισβήτητο ότι αξιοσημείωτες συμπτώσεις συνέβαιναν συνεχώς, και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν ασχολούμαστε με ένα τέτοιο θέμα. Αν και σίγουρα πρέπει να παραδεχτώ, πρόσθεσα (γιατί νόμιζα ότι έβλεπα ότι επρόκειτο να μου προβάλει την ένσταση), ότι οι άνθρωποι με κοινή λογική δεν άφηναν πολλά περιθώρια για συμπτώσεις, όταν έκαναν τους συνηθισμένους υπολογισμούς της ζωής.

Να του επέτρεπα και πάλι να παρατηρήσει ότι δεν είχε τελειώσει.

Ζήτησα και πάλι συγγνώμη που τον διέκοπτα.

"Αυτό", είπε, ακουμπώντας ξανά το χέρι του στο μπράτσο μου και ρίχνοντας μια ματιά πάνω από τον ώμο του με κούφια μάτια, "έγινε μόλις πριν από έναν χρόνο. Πέρασαν έξι ή επτά μήνες και είχα συνέλθει από την έκπληξη και το σοκ, όταν ένα πρωί, καθώς ανέτειλε η μέρα και καθώς στεκόμουν στην πόρτα, κοίταξα προς το κόκκινο φως και είδα ξανά το φάντασμα". Σταμάτησε, κοιτάζοντάς με σταθερά.

"Φώναξε;"

"Όχι. Ήταν σιωπηλό."

"Κούνησε το χέρι του;"

"Όχι. Ακούμπησε στον άξονα του φωτός, με τα δύο χέρια μπροστά στο πρόσωπό του. Κάπως έτσι."

Για άλλη μια φορά ακολούθησα τις κινήσεις του με τα μάτια μου. Ήταν μια κίνηση πένθους. Έχω δει μια τέτοια στάση σε πέτρινες φιγούρες σε τάφους.

"Πήγες προς το μέρος του;"

"Μπήκα μέσα και κάθισα, εν μέρει για να μαζέψω τις σκέψεις μου, εν μέρει επειδή είχα παραλύσει. Όταν ξαναπήγα στην πόρτα, το φως της ημέρας ήταν από πάνω μου και το φάντασμα είχε φύγει".

"Αλλά δεν ακολούθησε τίποτα; Τίποτα δεν επακολούθησε;"

Με άγγιξε στο μπράτσο με τον δείκτη του δύο ή τρεις φορές δίνοντας κάθε φορά ένα μακάβριο νεύμα:

"Την ίδια μέρα, καθώς ένα τρένο έβγαινε από τη σήραγγα, παρατήρησα, σε ένα παράθυρο του βαγονιού στην πλευρά μου, κάτι που έμοιαζε με μια σύγχυση από χέρια και κεφάλια, και κάτι κουνιόταν. Το είδα εγκαίρως για να κάνω σήμα στον μηχανοδηγό: "Σταματήστε!" Εκείνος έκλεισε και έβαλε φρένο, αλλά το τρένο πέρασε από εδώ εκατόν πενήντα μέτρα ή και περισσότερο. Έτρεξα πίσω του και, καθώς προχωρούσα, άκουσα τρομερές κραυγές και φωνές. Μια όμορφη νεαρή κοπέλα είχε πεθάνει ακαριαία σε ένα από τα διαμερίσματα, και την έφεραν εδώ, και την ξάπλωσαν σε αυτό το πάτωμα ανάμεσα μας".

Ακούσια έσπρωξα την καρέκλα μου προς τα πίσω, καθώς κοίταζα από τις σανίδες στις οποίες έδειχνε τον εαυτό του.

"Αλήθεια, κύριε. Αλήθεια. Ακριβώς όπως συνέβη, έτσι σας το λέω".

Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτε να πω, για κάποιον λόγο, και το στόμα μου ήταν πολύ στεγνό. Ο άνεμος και τα σύρματα συνέχισαν την ιστορία με έναν μακρύ θρήνο.

Συνέχισε. "Τώρα, κύριε, σημειώστε αυτό και κρίνετε πόσο ταραγμένο είναι το μυαλό μου. Το φάντασμα επέστρεψε πριν από μια εβδομάδα. Από τότε, είναι εκεί, πότε-πότε, με κρίσεις και εκρήξεις".

"Στο φως;"

"Στο Σήμα Κινδύνου."

"Τι φαίνεται να κάνει;"

Επανέλαβε, με αυξημένο πάθος και σφοδρότητα, εκείνη την προηγούμενη χειρονομία: "Για όνομα του Θεού, ανοίξτε το δρόμο!"

Στη συνέχεια είπε. "Δεν έχω καμία γαλήνη ή ανάπαυση γι' αυτό. Μου φωνάζει, για πολλή ώρα, με αγωνιώδη τρόπο: "Εκεί κάτω! Κοιτάξτε έξω! Πρόσεχε! Στέκεται και με χαιρετάει. Χτυπάει το καμπανάκι μου..."

Τον διέκοψα. "Μήπως χτύπησε το κουδούνι σου χθες το βράδυ, όταν ήμουν εδώ και πήγες στην πόρτα;"

"Δύο φορές."

"Για δες", είπα, "πόσο σε παραπλανά η φαντασία σου. Τα μάτια μου ήταν στραμμένα στο κουδούνι, και τα αυτιά μου ήταν ανοιχτά στο κουδούνι, και αν είμαι ζωντανός άνθρωπος, ΔΕΝ χτύπησε εκείνες τις ώρες. Όχι, ούτε και σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή, εκτός από όταν χτυπούσε κατά τη φυσική πορεία των φυσικών πραγμάτων από τον σταθμό που επικοινωνούσε μαζί σας".

Κούνησε το κεφάλι του. "Δεν έχω κάνει ποτέ λάθος ως προς αυτό, κύριε. Ποτέ δεν μπέρδεψα το δαχτυλίδι του φαντάσματος με το δαχτυλίδι του ανθρώπου. Το κουδούνισμα του φαντάσματος είναι μια παράξενη δόνηση στην καμπάνα που δεν προέρχεται από τίποτε άλλο, και δεν ισχυρίστηκα ότι η καμπάνα αναδεύει το μάτι. Δεν απορώ που δεν καταφέρατε να το ακούσετε. Αλλά εγώ το άκουσα".

"Και το φάντασμα φάνηκε να είναι εκεί, όταν κοιτάξατε έξω;"

"Ήταν εκεί."

"Και τις δύο φορές;"

Επανέλαβε σταθερά: "Και τις δύο φορές."

"Θα έρθεις στην πόρτα μαζί μου, να το ψάξουμε τώρα;"

Δάγκωσε το χείλος του σαν να μην ήθελε, αλλά σηκώθηκε. Άνοιξα την πόρτα και στάθηκα στο σκαλοπάτι, ενώ εκείνος στεκόταν στην πόρτα. Εκεί ήταν το Σήμα Κινδύνου. Εκεί ήταν το θλιβερό στόμιο της σήραγγας. Υπήρχαν οι ψηλοί, υγροί πέτρινοι τοίχοι της τομής. Υπήρχαν τα αστέρια από πάνω τους.

"Το βλέπεις;" Τον ρώτησα, προσέχοντας ιδιαίτερα το πρόσωπό του. Τα μάτια του ήταν ευδιάκριτα και σφιγμένα, αλλά όχι πολύ περισσότερο, ίσως, απ' ό,τι ήταν τα δικά μου όταν τα είχα στρέψει με σοβαρότητα προς το ίδιο σημείο.

"Όχι", απάντησε. "Δεν είναι εκεί."

"Σύμφωνοι", είπα.

Μπήκαμε πάλι μέσα, κλείσαμε την πόρτα και ξανακάτσαμε στις θέσεις μας. Σκεφτόμουν πώς θα μπορούσα να βελτιώσω καλύτερα αυτό το πλεονέκτημα, αν μπορούσε να χαρακτηριστεί πλεονέκτημα, όταν εκείνος συνέχισε τη συζήτηση με τόσο αυτονόητο τρόπο, υποθέτοντας ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει καμία σοβαρή αμφισβήτηση γεγονότων μεταξύ μας, που ένιωσα να βρίσκομαι στην πιο αδύναμη θέση.

"Αυτή τη στιγμή θα καταλάβετε πλήρως, κύριε", είπε, "ότι αυτό που με απασχολεί τόσο φοβερά είναι το ερώτημα: Τι σημαίνει το φάντασμα;".

Δεν ήμουν σίγουρος, ωστόσο του είπα ότι καταλάβαινα πλήρως.

"Για ποιο πράγμα προειδοποιεί;" είπε, συλλογιζόμενος, έχοντας τα μάτια του στραμμένα στη φωτιά και μόνο κατά διαστήματα τα έστρεφε σε μένα. "Ποιος είναι ο κίνδυνος; Πού είναι ο κίνδυνος; Υπάρχει κίνδυνος που κρέμεται κάπου πάνω στη Γραμμή. Κάποια φοβερή συμφορά θα συμβεί. Δεν πρέπει να το αμφισβητήσουμε αυτή την τρίτη φορά, μετά από όσα έχουν προηγηθεί. Αλλά σίγουρα αυτό είναι κάτι που άγρια με στοιχειώνει. Τι μπορώ να κάνω;"

Έβγαλε το μαντήλι του και σκούπισε τις σταγόνες από το καυτό μέτωπό του.

"Αν τηλεγραφήσω «Κίνδυνος», σε μια από τις δύο πλευρές μου ή και στις δύο, δεν μπορώ να δώσω κανένα λόγο γι' αυτό", συνέχισε, σκουπίζοντας τις παλάμες των χεριών του. "Θα μπλέξω σε μπελάδες και δεν θα κάνω τίποτα καλό. Θα νομίζουν ότι είμαι τρελός. Κάπως έτσι θα λειτουργούσε το πράγμα... Μήνυμα: Κίνδυνος! Πρόσεχε! Απάντηση: 'Ποιος κίνδυνος; Πού; Μήνυμα: Δεν ξέρω. Αλλά, για όνομα του Θεού, να προσέχεις!' Θα με εκτοπίσουν. Τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν;"

Ο ψυχικός του πόνος ήταν πολύ αξιολύπητος. Ήταν το ψυχικό μαρτύριο ενός ευσυνείδητου ανθρώπου, που καταπιεζόταν πέρα από κάθε όριο αντοχής από μια ακατανόητη ευθύνη που αφορούσε τη ζωή.

"Όταν στάθηκε για πρώτη φορά κάτω από το Σήμα Κινδύνου", συνέχισε, βάζοντας τα σκούρα μαλλιά του πίσω από το κεφάλι του και τραβώντας τα χέρια του προς τα έξω και κατά μήκος των κροτάφων του σε μια ακραία κατάσταση πυρετώδους αγωνίας, "γιατί δεν μου είπες πού θα συνέβαινε αυτό το ατύχημα, αν έπρεπε να συμβεί; Γιατί δεν μου λες πώς θα μπορούσε να αποτραπεί, αν θα μπορούσε να αποτραπεί; Όταν κατά τη δεύτερη έλευσή του έκρυψε το πρόσωπό του, γιατί δεν μου είπε, αντί γι' αυτό, "Θα πεθάνει. Ας την κρατήσουν στο σπίτι"; Αν ήρθε, σε αυτές τις δύο περιπτώσεις, μόνο για να μου δείξει ότι οι προειδοποιήσεις του ήταν αληθινές, και έτσι να με προετοιμάσει για την τρίτη, γιατί δεν με προειδοποίησε ξεκάθαρα τώρα; Και εγώ, Κύριε βοήθησέ με, ένας απλός φτωχός Σηματοδότης είμαι σε αυτόν τον μοναχικό σταθμό! Γιατί να μην απευθυνθώ σε κάποιον έμπιστο που μπορεί να τον πιστέψουν και να μπορεί να δράσει;".

Όταν τον είδα σε αυτή την κατάσταση, κατάλαβα ότι για το καλό του φτωχού αυτού ανθρώπου, αλλά και για τη δημόσια ασφάλεια, αυτό που έπρεπε να κάνω προς το παρόν ήταν να τον συνεφέρω. Ως εκ τούτου, παραμερίζοντας κάθε θέμα που αφορούσε την πραγματικότητα ή τη μη πραγματικότητα, του εξήγησα ότι όποιος εκτελούσε με επιμέλεια το καθήκον του έκανε κάτι καλό, και ότι τουλάχιστον έπρεπε να τον παρηγορεί το γεγονός ότι καταλάβαινε το καθήκον του, αν και δεν καταλάβαινε αυτά τα μπερδεμένα φαινόμενα. Σε αυτή την προσπάθειά μου πέτυχα πολλά περισσότερα απ' ό,τι στην προσπάθεια να τον πείσω να αλλάξει την πεποίθησή του. Έγινε ήρεμος, οι ασχολίες που σχετίζονταν με το πόστο του, καθώς προχωρούσε η νύχτα, άρχισαν να απαιτούν περισσότερο την προσοχή του: και τον άφησα στις δύο το πρωί. Είχα προσφερθεί να μείνω όλη τη νύχτα, αλλά δεν ήθελε να το ακούσει.

Δεν βλέπω κανένα λόγο να το κρύψω ότι περισσότερες από μία φορές κοίταξα το κόκκινο φως καθώς ανέβαινα το μονοπάτι, ότι δεν μου άρεσε το κόκκινο φως και ότι θα κοιμόμουν πολύ άσχημα αν το κρεβάτι μου ήταν κάτω από αυτό. Ούτε μου άρεσαν οι δύο αλληλουχίες του ατυχήματος και της νεκρής κοπέλας. Δεν βλέπω κανέναν λόγο να το αποκρύψω ούτε αυτό.

Αλλά αυτό που κυλούσε περισσότερο στις σκέψεις μου ήταν η σκέψη για το πώς έπρεπε να ενεργήσω, έχοντας γίνει αποδέκτης αυτής της αποκάλυψης; Είχα αποδείξει ότι ο άνθρωπος ήταν έξυπνος, άγρυπνος, επιμελής και ακριβής αλλά για πόσο καιρό θα μπορούσε να παραμείνει έτσι η κατάσταση του μυαλού του; Αν και υφιστάμενος, κατείχε ωστόσο μια πολύ σημαντική θέση που απαιτούσε την εμπιστοσύνη των άλλων, και αναρωτιόμουν αν θα ήθελα, για παράδειγμα, να στοιχηματίσω τη ζωή μου στις πιθανότητες να συνεχίσει να την εκτελεί με ακρίβεια.

Μη μπορώντας να ξεπεράσω το αίσθημα ότι θα υπήρχε κάτι προδοτικό στο να κοινοποιήσω στους ανωτέρους του στην Εταιρεία αυτά που μου είχε πει, χωρίς πρώτα να είμαι ξεκάθαρος με τον εαυτό του και να του προτείνω μια μέση λύση, αποφάσισα τελικά να προσφερθώ να τον συνοδεύσω (διαφορετικά κρατώντας το μυστικό του προς το παρόν) στον πιο καλό γιατρό που είχαμε σε εκείνα τα μέρη και να πάρω τη γνώμη του. Με είχε ενημερώσει πως την επόμενη νύχτα θα άλλαζε η ώρα υπηρεσίας του και θα έφευγε μία ή δύο ώρες μετά την ανατολή του ήλιου και θα επέστρεφε αμέσως μετά τη δύση του ηλίου. Είχα ορίσει να επιστρέψω αναλόγως.

Το επόμενο βράδυ ήταν μια υπέροχη βραδιά, και βγήκα νωρίς για να την απολαύσω. Ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμη όταν διέσχισα το μονοπάτι του χωραφιού κοντά στην κορυφή της βαθιάς τομής. Θα παρατείνω τον περίπατό μου για μια ώρα, είπα στον εαυτό μου, μισή ώρα για να πάω και μισή ώρα για να γυρίσω, και μετά θα ήταν ώρα να πάω στο φυλάκιο του σηματοδότη μου.

Πριν συνεχίσω τον περίπατό μου, ανέβηκα στο χείλος και κοίταξα μηχανικά κάτω, από το σημείο από το οποίο τον είχα δει για πρώτη φορά. Δεν μπορώ να περιγράψω τη συγκίνηση που με κατέλαβε, όταν, κοντά στο στόμιο της σήραγγας, είδα την εμφάνιση ενός άνδρα, με το αριστερό μανίκι στα μάτια, να κουνάει παθιασμένα το δεξί του χέρι.

Ο ανώνυμος τρόμος που με καταπίεζε πέρασε σε μια στιγμή, γιατί σε μια στιγμή είδα ότι αυτή η εμφάνιση ενός άνδρα ήταν πράγματι άνδρας και ότι υπήρχε μια μικρή ομάδα άλλων ανδρών, που στεκόταν σε μικρή απόσταση, στους οποίους φαινόταν να κάνει πρόβα τη χειρονομία που έκανε. Το φως κινδύνου δεν είχε ακόμη ανάψει. Στον άξονά του, μια μικρή χαμηλή καλύβα, εντελώς καινούργια για μένα, είχε κατασκευαστεί από μερικά ξύλινα στηρίγματα και μουσαμά. Δεν έμοιαζε μεγαλύτερη από ένα κρεβάτι.

Με μια ακαταμάχητη αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, -με έναν φόβο που πηγαινοερχόταν, ότι θα προκαλούσε μοιραίο κακό το γεγονός ότι άφησα τον άνθρωπο εκεί και δεν έστειλα κανέναν να επιβλέψει ή να διορθώσει ό,τι έκανε- κατέβηκα το οδοντωτό μονοπάτι με όση ταχύτητα μπορούσα.

"Τι συμβαίνει;" ρώτησα τους άνδρες.

"Σκοτώθηκε ο Σηματοδότης σήμερα το πρωί, κύριε".

"Όχι ο άνθρωπος που δούλευε σε αυτό το φυλάκιο."

"Ναι, κύριε."

"Όχι ο άνθρωπος που ξέρω…"

"Θα τον αναγνωρίσετε, κύριε, αν τον γνωρίζατε", είπε ο άνδρας που μιλούσε για λογαριασμό των υπολοίπων, ξεσκεπάζοντας πανηγυρικά το δικό του κεφάλι και σηκώνοντας μια άκρη του μουσαμά, "γιατί το πρόσωπό του είναι αρκετά καθαρό".

"Ω, πώς συνέβη αυτό, πώς συνέβη αυτό;" ρώτησα, γυρνώντας από τον έναν στον άλλον, καθώς η καλύβα έκλεινε και πάλι.

"Τον έκοψε μια μηχανή, κύριε. Κανείς στην Αγγλία δεν ήξερε καλύτερα τη δουλειά του. Αλλά με κάποιο τρόπο δεν είχε απομακρυνθεί από την εξωτερική σιδηροτροχιά. Ήταν μέρα μεσημέρι. Είχε χτυπήσει το φως και είχε τη λάμπα στο χέρι του. Καθώς η μηχανή βγήκε από το τούνελ η πλάτη του ήταν προς το μέρος της, και εκείνη τον έκοψε. Αυτός ο άνδρας οδηγούσε και μας έδειξε πώς συνέβη. Δείξε στον κύριο, Τομ".

Ο άντρας, που φορούσε ένα τραχύ σκούρο ρούχο, επέστρεψε στην προηγούμενη θέση του στο στόμιο της σήραγγας.

"Περνώντας τη στροφή του τούνελ, κύριε", είπε, "τον είδα στο τέλος, σαν να τον έβλεπα μέσα από ένα προοπτικό γυαλί. Δεν υπήρχε χρόνος να ελέγξω την ταχύτητα και ήξερα ότι ήταν πολύ προσεκτικός. Καθώς δεν φαινόταν να προσέχει τη σφυρίχτρα, την έκλεισα όταν τρέχαμε προς το μέρος του και του φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα".

"Τι του είπες;"

"Είπα, "Εκεί κάτω! Προσέξτε! Προσέξτε! Για όνομα του Θεού, ανοίξτε το δρόμο! "

Ξαφνιάστηκα.

«Αχ! ήταν μια τρομερή στιγμή, κύριε. Δεν σταμάτησα να τον φωνάζω. Έβαλα αυτό το χέρι μπροστά στα μάτια μου για να μην βλέπω, και κούνησα αυτό το χέρι μέχρι τέλους αλλά δεν είχε νόημα». 

Χωρίς να παρατείνω την αφήγηση για να σταθώ σε κάποια από τις περίεργες περιστάσεις περισσότερο από κάποια άλλη, θα μπορούσα, κλείνοντάς την, να επισημάνω τη σύμπτωση ότι η προειδοποίηση του μηχανοδηγού περιελάμβανε, όχι μόνο τις λέξεις τις οποίες ο άτυχος Σηματοδότης μου είχε επαναλάβει ως στοιχειωμένες, αλλά και τις λέξεις που εγώ ο ίδιος -όχι εκείνος- είχα συνδέσει, και μάλιστα μόνο στο μυαλό μου, με τη χειρονομία που είχε μιμηθεί.

Back to top