Ενυδρεία - UrbanOrama.gr
 1
Της Σεβαστιάνας Αναγνωστοπούλου Ανάρτηση: 24 Φεβ 2025

Το «Ενυδρεία» ανήκει στη συλλογή διηγημάτων Pravda που εκδόθηκε το 2009 από τη ΣΗΜΑ Εκδοτική.

PRAVDA σημαίνει αλήθεια.

Πόσο αληθινά μπορεί να είναι μια αλεπού-οδηγός νταλίκας, ένα ευγνώμον δελφίνι, ένα ποδήλατο μεταμφιεσμένο σε παγώνι, μια ακέφαλη κούκλα που αποθεραπεύεται, μια μαγική χιονόμπαλα;

Όσο αληθινά θα είναι πάντα τα παιδιά που τρώνε παγωτά στην παραλία, οι πόλεις που χωρίζονται στα δύο, οι αγκαλιές χωρίς χέρια, οι άνθρωποι που πίνουν καφέ στα παράθυρα των ξενοδοχείων.

Δεκατέσσερις μικρές αλήθειες γύρω από την… αλήθεια.


Ενυδρεία

Το παράθυρο ήταν μακρόστενο. Έμοιαζε με τεράστιο ενυδρείο, από τοίχο σε τοίχο, όπου αντί για χρυσόψαρα κολυμπούσαν τα κίτρινα ταξί, αντί για ντάμσελ, γαλάζια hyundai, αντί για τρίκερ φίσις, περιπολικά.

Το κορίτσι, λίγο πριν τα τριάντα, καθόταν στο ακριανό τραπέζι μπροστά στο παράθυρο, με μια αχτένιστη αλογοουρά πιασμένη μ’ ένα σκληρό λαστιχάκι ψηλά στο κεφάλι. Τα ρούχα της έμοιαζαν με κάποιο είδος στολής, η μαύρη φούστα και η γκρι μπλούζα λίγο τσαλακωμένες, με τα σημάδια στα σημεία όπου ήταν διπλωμένες πριν φορεθούν, σα να είχαν μόλις βγει από βαλίτσα, πράγμα πλέον πιθανό μια και το τραπέζι και το παράθυρο ανήκαν στο ξενοδοχείο που έβλεπε στη λεωφόρο. Κάθε φορά που το κορίτσι σήκωνε το φλυτζάνι του καφέ για να το φέρει στα χείλη της, φαινόταν σα να κατάπινε εκείνη την κίνηση της λεωφόρου, τα ταξί-χρυσόψαρα, τα ντάνσελ-χιουντάι, τα τρίκερ-περιπολικά.

Την υπόλοιπη ώρα, το κορίτσι άναβε απανωτά τσιγάρα αλλοιθωρίζοντας λιγάκι κάθε φορά, επικεντρώνοντας το βλέμμα της στην αναμενόμενη καύτρα και ξεφύσαγε ηχηρότατα τον καπνό. Τόσο ηχηρά, που μπορούσες να την ακούσεις ανάμεσα στα κροταλίσματα των κουταλιών, τις συζητήσεις των υπόλοιπων θαμώνων, τον ήχο της Samsung που χτυπούσε διαδοχικά στις ξαπλωμένες στα τραπέζια συσκευές, στις υπόκωφες δονήσεις του μετρό και την κίνηση της λεωφόρου. Κι η δική της συσκευή γκρίνιαξε επανειλημμένα, αλλά το κορίτσι κοίταζε νευρικά την οθόνη χωρίς να απαντάει στις κλήσεις. Φαινόταν ωστόσο να συνεχίζει μια ξεκινημένη συζήτηση στο μυαλό της, αλλάζοντας στάσεις κι εκφράσεις. Είχε το ύφος των ανθρώπων που ενώ αγωνιούν, φαίνονται  ωστόσο αυτάρκεις. Σαν η μεν αγωνία να είναι πηγαία, η δε αυτάρκεια στιγμιαία και προερχόμενη από κάποια συνθήκη. Στην πραγματικότητα, μπορεί η κατηγορία αυτή του ύφους να μην υπάρχει. Πάντως, αυτό ακριβώς το ύφος είχε το κορίτσι, και τη δεδομένη στιγμή έτσι ακριβώς ένιωθε. Λογικά, κανένας δεν θα πλησίαζε το κορίτσι, αν η διάθεσή της ήταν τόσο προφανής. Γι’ αυτό και μένει ανοιχτό το ενδεχόμενο να μην ήταν. Ο άνθρωπος που καθόταν σκαρφαλωμένος στα ψηλά σκαμνιά του μπαρ, φορούσε επίσης ένα γκρίζο t-shirt, αλλά κατά τα άλλα ένα τζιν. Τα ρούχα του είχαν την καλοσιδερωμένη συνέπεια των ρούχων που ξεκρεμάστηκαν μόλις απ’ την ντουλάπα, όπου κι είχαν τοποθετηθεί με φροντίδα μητρική, κι αν όχι τέτοια, πάντως με απόλυτο στόχο αυτή την ατσαλάκωτη αρμονία ή δυσκαμψία, όπως το βλέπει κανείς. Φαινόταν άνθρωπος κοντά στα τριάντα, με πρώτες ρυτίδες και πρώτα γκρίζα μαλλιά, που δεν θα μπορούσε να νιώθει αγωνία και αυτάρκεια μαζί. Που θα αγωνιούσε ενδεχομένως μόνο για το κατά πόσο εκπέμπει αυτάρκεια. Που θα ακτινοβολούσε αποτελεσματικότητα παντού και πάντα, σα μαθητής που διαβάζει όσο πρέπει, ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο. Αλλά απ’ την άλλη, όπως όλοι οι άνθρωποι, με μια ανάγκη για υπέρβαση αυτού που πάσχιζε τόσο σκληρά να φαίνεται και να είναι. Ο άνθρωπος, λοιπόν, που δεν θα μπορούσε ποτέ να νιώσει ταυτόχρονα αγωνία και αυτάρκεια, δεν κατάφερε να συνειδητοποιήσει τα συμπτώματα της μυστηριώδους αυτής σύζευξης. Ο ίδιος δεν θα κατάπινε ποτέ τη λεωφόρο σε μορφή καφέ, ούτε θα εξέπνεε με τόσο θόρυβο τον καπνό, ούτε θα συνέχιζε μια συζήτηση στο μυαλό του αδιαφορώντας για τις πραγματικές συζητήσεις που ελλοχεύουν στις κυψέλες της Samsung. Ακόμη κι αν του συνέβαινε κάτι τέτοιο, κανείς δεν ξέρει πώς θα έμοιαζε, πώς θα ακουγόταν, πώς θα ένιωθε. Γι’ αυτό και πλησίασε το κορίτσι με την επιπολαιότητα που πλησιάζουμε ο,τιδήποτε μας φαίνεται ελκυστικό. Από άνθρωπο έως ζευγάρι παπούτσια.

― Μπορώ να καθίσω; τη ρώτησε.

― Ναι, απάντησε το κορίτσι με την υποχωρητικότητα των ανθρώπων που σπανίως λένε όχι.

Το φλυτζάνι του καφέ του κροτάλισε για δύο δευτερόλεπτα, καθώς ισορροπούσε στο πιατάκι του, από χοντρή άσπρη πορσελάνη, όπως το ακουμπούσε στο γωνιακό τραπέζι του παραθύρου-ενυδρείου.

― Από πού είσαι; τη ρώτησε με την άνεση των διεκπεραιωτικών ανθρώπων.

― Από εδώ, απάντησε το κορίτσι, σφίγγοντας στο χέρι το Samsung που διαμαρτυρόταν αναιδώς κι επίμονα…

― Απ’ το ξενοδοχείο ή την πόλη, ρώτησε εκείνος πιο εύστοχα απ’ ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί.

― Και τα δύο, απάντησε με ευγένεια μαθήτριας το κορίτσι. Ζω ανάμεσα σε τρεις πόλεις, οπότε συνήθως σε ξενοδοχεία…

Η Samsung ξαναστρίγγλισε μανιασμένα.

― Δεν απαντάς… της είπε.

― Είναι γιατί δεν έχω τίποτα να πω… έσφιξε εκείνη την αλογοουρά της.

― Γιατί σε ξενοδοχεία λοιπόν;

― Τα α-αγαπώ τα ξε-ξενοδοχεί-εια, έχασε εκείνη την αναπνοή της, ξεφυσώντας όσο πιο δυνατά μπορούσε τον καπνό. Δεν έχεις τίποτα δικό σου. Το μόνο που σου μένει είσαι εσύ.

Είπε δυο ολόκληρες προτάσεις, χωρίς να τις απευθύνει καθόλου στον άνθρωπο με το γκρι t-shirt και τον ζεστό καφέ. Σπανίως όμως οι άνθρωποι καταλαβαίνουν πότε τους απευθύνεται κάτι. Και το κορίτσι απευθύνθηκε αυτή τη φορά στον εαυτό του, διακόπτοντας τη συζήτηση στο μυαλό της με το πρόσωπο που έκανε το Samsung να δονείται, καλώντας ποιος ξέρει από ποια απ’ τις τρεις πόλεις, ή ενδεχομένως ποια τέταρτη, κρατώντας ποιος ξέρει τι συσκευή! Ούτε αυτό όμως θα μπορούσε να το διαισθανθεί ο άνθρωπος με το γκρι t-shirt και το τζιν. Άνοιξε τα χείλη του για να της απαντήσει και φαινόταν τώρα σα να ξέρναγε αυτός εκείνη τη στιγμή την κίνηση της λεωφόρου, τα ταξί-χρυσόψαρα, τα ντάμσελ-χιουντάι, τα τρίκερ φίσις-περιπολικά, αλλά και τη δόνηση του μετρό, το κροτάλισμα των κουταλιών, τις συζητήσεις των θαμώνων, και τα τραγούδια των απανταχού Samsung.

― Με συγχωρείτε, είπε τότε ξαφνικά το κορίτσι σφίγγοντας την ξεχτένιστη αλογοουρά, τη συσκευή και τα τσιγάρα με το στριμωγμένο μέσα στο πακέτο αναπτήρα στο χέρι της, αλλά δε θα ήθελα να σας μιλήσω άλλο, πριν ο άνθρωπος με τον ζεστό καφέ προλάβει να παράγει οποιοδήποτε δικό του ήχο. Πρόλαβε να δει την άκρη της τσαλακωμένης φούστας να εξαφανίζεται στην παλινδρομική κυβικότητα του ασανσέρ.

Το κορίτσι μπήκε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου με ανακούφιση. Την ίδια ανακούφιση που άλλοι γυρίζουν στο σπίτι. Κοίταξε με αγάπη τις καλοσιδερωμένες πετσέτες, τα τυλιγμένα στα χαρτιά τους σαπούνια, τα πλαστικά μπουκαλάκια με το σαμπουάν, το σεσουάρ και το τηλεκοντρόλ που είχαν αγγίξει άπειρα χέρια πριν από τα δικά της, μπορεί κάποια από αυτά να είχαν τραβήξει τα δικά τους τσαλακωμένα ρούχα από βαλίτσες με αυτοκόλλητα των αεροδρομίων των δικών της τριών πόλεων, κι έκλεισε το Samsung, νιώθοντας μια απέραντη ευγνωμοσύνη για αυτό το μικρό περιστασιακό σπιτάκι που δεν τη βάραινε με ιδιόκτητα έπιπλα και όπου δεν της ανήκε τίποτα εκτός από τη βαλίτσα της και τον εαυτό της. Ναι, και ίσως κατά βάθος για την πόλη που το περιέβαλε, αναδίδοντας ζέστη και καπνούς από εξατμίσεις και μυρωδιές καλοκαιρινής κουζίνας που ταξίδευαν σκαρφαλωμένα σε αόρατες γραμμές τηλεφώνων και σίγουρα κυψελών, κυψελών σαν δελφίνια ή φώκιες, σαν το δικό της ροζ και γκρι Samsung.σ Καθώς πλησίασε την μπαλκονόπορτα για να την κλείσει και να βυθιστεί στην τεχνητή δροσιά του air-condition που ξεφύσαγε με θόρυβο κι αυτό τις θερμοκρασίες της δικής του βόρειας πατρίδας, είδε στο απέναντι μπαλκόνι ένα κοριτσάκι με μια μαύρη αχτένιστη αλογοουρά και σκιστά μάτια. Ένα κοριτσάκι που δεν προερχόταν απ’ τις πατρίδες της, την πατρίδα του Samsung ή του air-condition, που προσπαθούσε να κουμαντάρει ένα τρίκυκλο ποδηλατάκι στο μικρό, σε μέγεθος μέτριου ενυδρείου, μπαλκόνι. Ένα κοριτσάκι-χρυσόψαρο ή ντάμσελ ή τρίκερ φις που κολυμπούσε κυκλώνοντας το ορθογώνιο μπαλκόνι, ανοιγοκλείνοντας το στόμα του για να απαντήσει στην κουβέντα που είχε στο κεφάλι της. Η μικρή ένιωσε το βλέμμα απ’ το απέναντι μπαλκόνι. Γύρισε για να χαμογελάσει με το συγκαταβατικό χαμόγελο των μεγάλων προς τα παιδιά στο κορίτσι με την τσαλακωμένη απ’ τη βαλίτσα εμφάνιση και συνέχισε να πιέζει με δύναμη τα πηδάλια με δυο πόδια καλαμάκια, επιμένοντας σε ποιος ξέρει ποια επιχειρήματα, που παρέθετε στον εαυτό της.

Την ίδια στιγμή στο γωνιακό τραπέζι, ο άνθρωπος με το γκρι t-shirt και το τζιν πίεσε το πλήκτρο του δικού του Samsung, για να απαντήσει σε μια σημαντικότατη κλήση.  

Back to top