ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ (1887-1968) - UrbanOrama.gr
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ (1887-1968)

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ (1887-1968)

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΕΙΑΣ ΜΟΥ ΚΟΝΤΑ ΤΟΥ

Του Αλέξανδρου Παπαγεωργίου-Βενετά Ανάρτηση: 20 Οκτ 2025

«Τι ήταν η "ελληνικότητα" που ενστερνίσθηκε ο Πικιώνης και στην οποία απέβλεπε σε όλη του τη ζωή; Ήταν η μήτρα που τον έθρεψε καθαρά ελληνική; Γνώριζε καλύτερα από όλους μας τις ρίζες του ή μήπως ήταν μια ιδεοληψία; Αγαπούσα τον δάσκαλό μου και τιμώ με στοργή τη μνήμη του. Όμως, πολλά ερωτήματα που μου γέννησε η προσωπικότητά του παραμένουν αναπάντητα. 

Ήμουν πάντοτε σε σιωπηλό διάλογο μαζί του. Ωστόσο, ποτέ δεν αισθάνθηκα ετερόφωτος, υποταγμένος στην δική του θεώρηση του κόσμου. Δεν ακολούθησα διδαχές, θεωρίες ή συστήματα σκέψης. Ο δάσκαλός μου, όμως, ήταν και γέροντάς μου -όπως το θέλει η ορθόδοξη παράδοση. Ήταν μια ηθική αυθεντία· και μια πηγή χαρούμενης κατάφασης του κόσμου. [...]»

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ (1887-1968)

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΕΙΑΣ ΜΟΥ ΚΟΝΤΑ ΤΟΥ

ΣΗΜΑ Εκδοτική, 2010, ISBN 978-96099349-0-9

 

(Απόσπασμα)

Οἱ στόχοι τοῦ Πικιώνη κατὰ τὴν μνημειακὴ διαμόρφωση τῶν ἱστορικῶν λόφων τῆς Ἀθήνας ἦταν ποικίλοι. Ἕνας στόχος ἦταν νὰ δημιουργηθοῦν ὁδεύσεις προσβάσεως πρὸς τὰ Προπύλαια τῆς Ἀκροπόλεως καὶ πρὸς τὸ Μνημεῖο τοῦ Φιλοπάππου, τὶς ὁποῖες ὁ δάσκαλος συνέλαβε σὰν «πομπικὲς ὁδοὺς» ποὺ διοχετεύουν πλῆθος πεζῶν «προσκυνητῶν» καὶ παραμένουν κατὰ τὸ δυνατὸν ἀθέατες ἀπὸ μακριά, ἐντεταγμένες στὸ ἀνάγλυφο τοῦ χώρου, μὴ προσβλητικὲς γιὰ τὸ τοπίο.

Σὲ ἄλλο στόχο ἀπέβλεπε τὸ ἐγχείρημά του στὸν Ἅγιο Δημήτριο τὸν Λουμπαρδιάρη. Ἐδῶ προσπάθησε νὰ δημιουργήσει ἕναν ἱερὸ περίβολο δικῆς του ἔμπνευσης, ὄχι, δηλαδή, ἕναν πραγματικὰ «ἱερὸ» περίβολο, ἀλλὰ ἕναν ὑπαίθριο χῶρο ποικίλων χρήσεων, ὁ ὁποῖος ὁρίζεται ἀπὸ ταπεινὰ κτίσματα ποὺ διατίθενται γιὰ τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τῆς ἐκκλησίας καὶ γιὰ ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις, ἕναν χῶρο στὸν ὁποῖο ἐντάσσονται τὰ λιγοστὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα (δίπυλο «ὑπὲρ τῶν πυλῶν» καὶ ναΐσκος) καὶ στὸν ὁποῖο οἱ ἐπισκέπτες μποροῦν νὰ ἀναπαυθοῦν σὲ μίαν ἀτμόσφαιρα περισυλλογῆς ἀλλὰ καὶ οἰκειότητος, θαυμάζοντας τὴν ἐντυπωσιακὴ δυτικὴ ὄψη τοῦ Παρθενῶνος. Ἦταν ἡ προσωπικὴ προσπάθεια τοῦ Πικιώνη νὰ δώσει ἕνα ἀνανεωμένο παράδειγμα ἀνοικτοῦ (δηλαδὴ ὑπαίθριου) ἑλληνοπρεποῦς χώρου, ἐμπνευσμένου τόσο ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν λαϊκὴ παράδοση.

Ἄλλο θέμα ποὺ τὸν ἀπασχόλησε ἦταν ἡ ἔνταξη τῶν ἐμφανῶν ἀρχαιολογικῶν καταλοίπων, ὅπως τοῦ διατειχίσματος, στὴν σύνθεσή του. Ἀλλὰ καὶ ἡ δημιουργία τοῦ ἀνδήρου στὰ μισὰ τῆς ὁδεύσεως πρὸς τὸν λόφο τοῦ Φιλοπάππου ἦταν ἕνας ἄλλος κύριος στόχος. Ἦταν ἀνάγκη νὰ δημιουργηθεῖ ἕνα ταράτσωμα θέασης –γιὰ πολὺ κόσμο, στὴν κατάλληλη θέση– ποὺ νὰ ἀποκαλύπτει τὴν συνολικὴ εἰκόνα τῆς Ἀκροπόλεως.

Τέλος, ἀντιμετώπισε καὶ τὸ πρόβλημα τῆς κατάλληλης φύτευσης τοῦ ἱστορικοῦ χώρου. Ὁ Πικιώνης θέλησε νὰ ἐπέμβει διορθωτικὰ στὰ εἴδη καὶ στὸν τρόπο τῶν φυτεύσεων. Εἶναι γνωστὸ πὼς οἱ ἱστορικοὶ λόφοι τῶν Ἀθηνῶν εἶχαν ἀναδασωθεῖ μᾶλλον τυχαῖα ἀπὸ τὴν Φιλοδασικὴ Ἕνωση Ἀθηνῶν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ο αἰῶνα. Δὲ εἶχε προηγηθεῖ καμμία συστηματικὴ ἀρχαιολογικὴ ἔρευνα ἐπὶ τοῦ πεδίου. Τὰ πεῦκα καὶ τὰ κυπαρίσσια εἶχαν ἐν τῶ μεταξὺ μεγαλώσει καὶ ἀπεκλείετο ἡ κοπή τους. Ὁ Πικιώνης ἐπέμενε, ὡστόσο, στὴν ἀνάγκη νὰ ἀπομακρυνθοῦν ὁρισμένα κυπαρίσσια τῶν ὁποίων τὸ σχῆμα καὶ ὁ ὄγκος παρενοχλοῦσε τὰ περιγράμματα τοῦ τοπίου, καὶ στὸ νὰ προστεθεῖ χαμηλὴ φύτευση ἀπὸ ἀγρίλια, σπάρτα καὶ τεύκρια. Εἶχε σαφὴ ἄποψη γιὰ τὴν φύτευση καὶ τὴν διαμόρφωση τοῦ τοπίου.

Θυμᾶμαι μιὰ πολὺ χαρακτηριστικὴ ἱστορία ποὺ ἀποδεικνύει ὁτι ὁ Πικιώνης δὲν ἦταν καθόλου διατεθειμένος νὰ κὰνει συμβιβσμοὺς στὸ θέμα τῶν φυτεύσεων. Ἦταν ἀπόλυτος στὴν πεποίθεσή του ὅτι μόνο φυτὰ τῆς αὐτοφυοῦς χλωρίδος τῆς Ἀττικῆς θὰ ἔπρεπε νὰ φτεύωνται ἐδῶ, καὶ ἐναντιωνόταν ἀποφασιστικὰ σὲ κάθε προσπάθεια ἐπιβολῆς δυτικῶν προτύπων κηποτεχνικῶν διαμορφώσεων. Στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ’50 ἀναστηλώθηκε τὸ ἐράσμιο βυζαντινὸ μοναστήρι τῆς Καισαριανῆς, στὶς δυτικὲς ὑπώρειες τοῦ Ὑμηττοῦ. Ἡ Φιλοδασικὴ Ἕνωση Ἀθηνῶν συνέχιζε τὴν προσπάθεια τῆς ἀναδασώσεως τῆς περιοχῆς καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ αἰῶνος. Ἡ τότε πρόεδρος τῆς Φιλοδασικῆς Καίτη Ἀργυροπούλου ἦταν γυναίκα ἐνεργητική, φιλόδοξη καὶ ἔπαιρνε διάφορες πρωτοβουλίες. Ὁ Πικιώνης ἦταν ἐξαγριωμένος καὶ μᾶς ἔλεγε μὲ ἀγανάκτηση: «Εἶναι ἀδιανόητο… Σὲ αὐτὸν τὸν ἱερὸ χῶρο, δίπλα στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς, ἐκεῖ ὅπου οἱ ἅγιοι πατέρες καλλιεργοῦσαν βολβοὺς καὶ κρόμμυα γιὰ τὶς ἄμεσες ἀνάγκες τοῦ ταπεινοῦ τους βίου, αὐτὴ ἡ κοσμικὴ κυρία φυτεύει ρόδα καὶ στρώνει χλωροτάπητες… Εἶναι, ἀλήθεια, μία ἀθλιότης!»

Ἦταν πράγματι διάφοροι καὶ ποκίλοι οἱ στόχοι τοῦ δασκάλου στὴν διαρρύθμιση τῶν προσβάσεων πρὸς τὴν Ἀκρόπολη καὶ τὸν λόφο τοῦ Μουσείου, καὶ δὲν πιστεύω πὼς ὑπῆρχε ἕνας κύριος, προεξάρχων στόχος, οὔτε καὶ ἕνα κυρίαρχο στοιχεῖο στὴν ὁλικὴ σύνθεση. Ἡ προσπάθειά του ἦταν ἡ δημιουργία μίας βέλτιστης διαμόρφωσης τοῦ τοπίου, ἱκανῆς νὰ ἀναδείξει τὸν ἱστορικὸ χῶρο. Διότι δὲν πρέπει νὰ παραβλέπουμε τὸ γεγονὸς ὁτι οἱ λόφοι δυτικὰ τῆς Ἀκροπόλεως δὲν εἶναι μόνο ἕνα φυσικὸ ἀλλὰ πρώτιστα ἱστορικὸ τοπίο.

 Ὁ ἐξώστης θέας στὸν Ἅγιο Δημήτριο Λουμπαρδιάρη καὶ ἡ μετωπική θέαση τοῦ Παρθενῶνος.

Ἔχω στὰ χέρια μου ὁρισμένα μοναδικὰ τεκμήρια: φωτογραφίες ποὺ εἶχα βγάλει τὸ 1956, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ σηκὸς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Λουμπαρδιάρη ὑφίστατο ριζικὲς ἀλλοιώσεις, τὶς ὁποῖες θὰ ὀνόμαζα «ἐκδορά», ἕνα ξεπέτσωμα. 

Κατασκευαστικὲς λεπτομέρειες τῆς τοιχοποιΐας τῶν ὑπὸ ἀνέγερση κτισμάτων τοῦ συγκροτήματος τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη.

Τὸ μικρὸ κτίσμα ἦταν ἕνα ταπεινὸ μεταβυζαντινὸ ἐξωκκλήσι σὲ κακὴ δομικὴ κατάσταση. Οἱ παλαιοὶ τοῖχοι τοῦ σηκοῦ ὑπέστησαν συστηματικὴ ἐκδορά. Μόνο τὰ ἐσωτερικὰ τῆς λιθοδομῆς ἔμειναν ἀνέπαφα. Οἱ ἐξωτερικὲς ἐπιφάνειες, ἡ ἐπιδερμίδα, ἄλλαξαν ριζικὰ μὲ προσθῆκες ἔνθετων μικρῶν λίθων, θραυσμάτων ἀγγείων καὶ κεραμιδιῶν· ἔτσι δημιουργήθηκαν ὄψεις πικιωνικῆς ἐμπνεύσεως πολὺ κοντὰ στὰ βυζαντινὰ πλινθοπερίκτιστα πρότυπά του. Προσετέθη καὶ ὁ νέος νάρθηκας –μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν σηκό, αὐτὸ ἦταν τὸ τόλμημα– σὲ θαυμαστὴ ἐναρμόνιση μὲ τὸν παλαιὸ πυρήνα. Τὸ τί εἶναι παλαιὸ καὶ τί καινούριο δὲ τὸ διακρίνει οὔτε τὸ πιὸ ἀσκημένο μάτι, ἐὰν κάποιος δὲν γνωρίζει τὸ ἱστορικὸ τῆς ἀναμορφώσεως τοῦ ναϊδρίου.

Θὰ ἀποτολμήσω ἐδῶ μία κριτικὴ προσέγγιση τοῦ ἔργου τοῦ δασκάλου μου. Κατὰ τὴ γνώμη μου βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι στὸν Λουμπαρδιάρη μὲ τὴν πιὸ ἀμφιλεγόμενη, δεοντολογικά, πτυχὴ τῆς δημιουργίας του: ὁ Πικιώνης ἐπενέβη στὸ ἱστορικὸ τοπίο μὲ μοναδικὸ γνώμονα τὸ καλλιτεχνικό του αἰσθητήριο καὶ ὄχι τὴν ἱστορικὴ μεθόδευση καὶ ἀξιοπιστία, Είσήγαγε μὲ πολλὴ διακριτικότητα στὴν σύνθεσή του, στὸν ἱστορικὸ αὐτὸν χῶρο, ἀναφορὲς σὲ μνῆμες οἰκείων καὶ ἀξιαγάπητων μορφῶν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἀρχιτεκτονικὴ παράδοση ὅλων τῶν ϊστορικῶν περιόδων. Ἦταν διαχρονικὸς στὴν ἑλληνοκεντρικότητά του· αὐτὸ διαφαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ κτισμένο ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ γραπτό του ἔργο. Αὐτὴ ἦταν ἡ βασική του προσέγγιση καὶ αὐτὴν θέλησε νὰ τονίσει καὶ μὲ τὴν διαμόρφωση τοῦ ἱστορικοῦ χώρου στὴν Ἀθήνα. Πιστεύω πὼς δὲν τὸν ἀπασχόλησε ἡ σκοπιμότητα, ἡ ἀναγκαιότητα μάλιστα, μίας συστηματικῆς ἀρχαιολογικῆς ἔρευνας, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε προηγηθεῖ κάθε ἐπεμβάσεως. Ἐξ ἄλλου, μία τέτοια ἔρυνα –γιὰ νὰ εἴμαστε ἀμερόληπτοι– δὲν ἔμοιαζε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη γιὰ τὴν πολιτικὴ ἡγεσία ἐφικτὴ ἀλλὰ οὔτε καὶ ἐπιθυμητή. Καὶ ὅμως, ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη θὰ εἶχε φέρει στὸ φῶς σημαντικὰ ἀρχαῖα κατάλοιπα, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἦταν ἀκόμη ὁρατὰ πρὶν τὴν ἀναδάσωση.

Ἡ συνοικία τῆς Κοίλης, στὴ δυτικὴ κλιτὺ τοῦ λόφου τοῦ Μουσείου, ἔξω ἀπὸ τὸ διατείχισμα, ἦταν μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς συνοικίες τῆς πόλης: χαράγματα δρόμων, λαξεύσεις θεμελίων οἰκιῶν, φρέατα, ἀγωγοὶ ὀμβρίων, τάφοι, σύνθρονα διατηροῦνται σὲ καλὴ κατάσταση λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τὶς ἐπιχώσεις. Μία συστηματικὴ ἔρευνα θὰ σήμαινε τὴν προοδευτικὴ ἀνασκαφὴ κατὰ τομέα. Ἡ ὅλη ἔκταση εἶναι σημαντική: περίπου 40 ἑκτάρια. Μία συνεπὴς διαδικασία θὰ προέβλεπε τὴν διαδοχικὴ ἀποψίλωση (μὲ κοπὴ τῶν δένδρων) μικρῶν τομέων 1-3 ἑκταρίων, τὴν ἀνασκαφή τους καὶ τὴν βαθμιαία ἐπαναφύτευση καὶ διαμόρφωση τοῦ χώρου. Ἕνα τέτοιο ἔργο θὰ χρειαζόταν εἴκοσι ὣς τριάντα χρόνια ἐὰν ὑπῆρχαν τὰ μέσα. Εἶναι γνωστὸς ὁ βραδὺς ρυθμὸς τῶν ἀρχαιολογικῶν ἀνασκαφῶν! Αὐτὴ θὰ ἦταν μία ἐπιστημονικὰ ἀδιαμφισβήτητη διαδικασία. Μία διαδικασία γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχαν τότε οἱ προϋποθέσεις. Διότι ὁ μὲν Καραμανλὴς πίεζε γιὰ τὴν ἐπίσπευση τῶν ἐξωραϊστικῶν ἔργων ἔχοντας στόχο τὴν ἀνάπτυξη τοῦ τουρισμοῦ, ὁ δὲ Πικιώνης εἶχε τὸ δικό του ὅραμα: διέβλεπε στὸ ἔργο αὐτὸ τὴ μοναδικὴ εὐκαιρία ποὺ τοῦ προσφερόταν –ὡς κατακλείδα τῆς προσωπικῆς του ὁλοκλήρωσης– νὰ ἐπέμβει διακριτικὰ καὶ δημιουργικὰ στὸν πλέον καθαγιασμένο χῶρο τῆς ἱστορικῆς Ἀθήνας, προσφέροντας τὴν δική του ἑρμηνεία τοῦ πνεύματος τοῦ χώρου (genius loci).

Γνωρίζοντας τὸν ἄνδρα, πιστεύω πὼς δὲν τὸν ἀδικῶ μὲ τὴν κρίση μου αὐτή. Ἡ ἀρχαιολογικὴ ἔρευνα καὶ τεκμηρίωση δὲν τὸν ἔθελγε· μάλιστα, εἶχε ἐκφράσει καὶ δικαιολογημένες ἐπιφυλάξεις ὡς πρὸς τὴν ἐπίδραση –τὴν συχνὰ αἰσθητικὰ ἀρνητικὴ ἐπίδραση– τῶν ἀνασκαφῶν ἐπὶ τοῦ τοπίου. Ἀγαποῦσε καὶ θαύμαζε τὴν ἀρχαία τέχνη, ὅμως ἡ ἐπιστημονικὴ διερεύνηση τῆς ἀρχαιότητος δὲν τὸν ἀπασχολοῦσε.

Ἡ πρόσβαση τῆς Ἀκροπόλεως ὅπως διαμορφώθηκε ἀπὸ τὸν Πικιώνη (ἀεροφωτογραφία 1960).

Κάτοψη τῆς πλακόστρωσης τῆς πλατείας στροφῆς πρὸ τῶν Προπυλαίων τῆς Ἀκροπόλεως. Σκαρίφημα Δ. Πικιώνη.

Παράλληλα μὲ τὸ ἔργο τοῦ Πικιώνη, κατὰ τὰ ἔτη 1956-1957 ἔγιναν δύο ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες τοπικῆς σημασίας, δυτικὰ καὶ νότια τῆς Ἀκροπόλεως. Ἡ μία ἦταν ἡ ἀνασκαφὴ ποὺ πραγματοποίησε ὁ διευθυντὴς τοῦ μουσείου τῆς Ἀκροπόλεως Γιάννης Μηλιάδης μπροστὰ στὸ Ὠδεῖο τοῦ Ἡρώδου τοῦ Ἀττικοῦ. Ἐδῶ ἡ ὁδὸς Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου εἶχε πρόσφατα μετατεθεῖ νοτιότερα μὲ νέα χάραξη, καὶ ἔτσι ἐλευθερώθηκε ἡ κλιτὺς καὶ δόθηκε πρὸς ἀνασκαφή. Ἦρθαν στὴν ἐπιφάνεια οἱ μεγάλες δεξαμενὲς ἀπορροῆς τῶν ὀμβρίων τοῦ Ὤδείου, ὁ τοῖχος ἀντιστηρίξεως τοῦ ἀναλήμματος πρὸ τοῦ Ὠδείου, τὸ ἱερὸ τῆς Νύμφης καὶ κατάλοιπα ἑλληνιστικῶν κατοικιῶν. Ὁ Μηλιάδης ἀνέθεσε σὲ δύο νέους ἀρχιτέκτονες, τὸν συνάδελφό μου Χρῆστο Λεμπέση καὶ ἐμένα, νὰ ἐπεξεργασθούμε μά πρόταση γιὰ τὴν διαμόρφωση τοῦ σχετικὰ μικροῦ ἀλλὰ σὲ καίρια θέση χώρου (περὶ τὸ ἕνα ἑκτάριο). Προσπαθήσαμε νὰ φυτεύσουμε τὴν πλαγιὰ χωρὶς νὰ κινδυνεύσουν τὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα. Φυτεύσαμε χαμηλοὺς θάμνους, λίγα δένδρα, χαράξαμε χωματένιους δρομίσκους, ἐγκιβωτισμένους σὲ φυσικοὺς πωρόλιθους. Προσθέσαμε λίγες πέτρινες βαθμίδες. Οἱ διαμορφώσεις δὲν ἀνταγωνίζονταν καὶ δὲν ἐκάλυπταν τὰ ἐρείπια. Ἔχουμε στὸν χῶρο αὐτὸν ἕνα ἐνδιαφέρον δεῖγμα ἔργου μαθητῶν τοῦ Πικιώνη ποὺ δὲν προσπάθησαν νὰ μιμηθοῦν μορφολογικὰ τὸν δάσκαλό τους.

Ὁ περίβολος τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη.

Κάτοψις τοῦ ἱστορικοῦ χώρου δυτικῶς τῆς Ἀκροπόλεως: λόφοι τοῦ Μουσείου, τῆς Πνυκός, τῶν Νυμφῶν καὶ λόφος τοῦ Ἀρείου Πάγου. Μὲ διαγράμμιση οἱ χῶροι ποὺ διαμορφώθηκαν ἀπὸ τὸν Δ. Πικιώνη.

Ἡ ἄλλη ἀνασκαφὴ ἦταν τοῦ ἀρχαιολόγου Χαριτωνίδη, σὲ ἄμεση σχεδὸν ἐπαφὴ μὲ τὸ ναΐδριο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Λουμπαρδιάρη. Ἐδῶ ἀπεκαλύφθη ἕνα ταφικὸ μνημεῖο, ἕνας ναΐσκος, ποὺ ὁ Πικιώνης ἐνέταξε ἐμπρὸς ἀπὸ ἕναν νέο τοῖχο ἀντιστηρίξεως στὴν σύνθεσή του. Κοντὰ σὲ αὐτὴν τὴν θέση κτίσθηκε κάτω ἀπὸ τὰ δένδρα ἕνα λιτὸ κτίσμα ἀπὸ ἀλάξευτους λίθους, στὸ ὁποῖο ἔχουν ἐγκατασταθεῖ οἱ χῶροι ὑγιεινῆς. Μεταξὺ αὐτοῦ τοῦ κτίσματος καὶ τῆς ἐκκλησίας εὑρίσκονται τὰ αὐθεντικὰ ἀρχαῖα ἐρείπια. Κανεὶς δὲν τὰ ἀναγνωρίζει σήμερα ὡς ἀρχαῖα.

Βέβαια, δὲν πρέπει νὰ ἀποσιωπηθεῖ ὅτι οὔτε τὸ διατείχισμα στὴν ὁρατὴ διαδρομή του οὔτε τὸ δίπυλο «ὑπὲρ τῶν πυλῶν» ἀνεσκάφησαν τότε συστηματικά. Ἁπλῶς καθαρίσθηκαν οἱ ἀνώτεροι δρόμοι γιὰ νὰ καταστεῖ τὸ ἀρχαῖο τεῖχος «ἀναγνωρίσιμο». Μἀλιστα ὁρισμένοι δρόμοιι ἀπομακρύνθηκαν γιὰ νὰ ἀνεγερθεῖ τὸ πρόπυλο πρὸς τὸ προαύλιο τοῦ ἁγίου Δημητρίου τοῦ Λουμπαρδιάρη.

Χαρακτηριστικὸς εἶναι ἐπίσης ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Πικιώνης μεταχειρίσιηκε τὰ κατάλοιπα τοῦ διατειχίσματος κοντὰ στὸ ἄνδηρο τοῦ Φιλοπάππου. Τὸ τερματικὸ πλάτωμα τῆς ὁδοῦ προσβάσεως εὑρίσκεται πίσω ἀπὸ τὴν ράχη τοῦ λόφου, ὥστε νὰ μὴν εἶναι ὁρατὸ ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη. Γιὰ νὰ προσεγγίσει ὁ ἐπισκέπτης τὸ ἄνδηρο, τὸ καθ’ αὐτὸ ταράτσωμα τῆς θέας, περνᾶ πρῶτα τὸ διαρείχισμα πατώντας ἐπάνω στοὺς δρόμους του, ποὺ ἐπέχουν θέση κατωφλίου γιὰ τὸ ταράστωμα. Γιὰ τὸν Πικιώνη –αὐτὸ εἶνα φανερὸ– τὰ κατάλοιπα τοῦ τείχους ἦταν πρωτίστως στοιχεῖα τοῦ τοπίου, ὄχι ἱστορικὰ τεκμήρια. 

Τὸ Ἄνδηρο τοῦ λόφου τοῦ Μουσείου (Φιλοπάππου), ἔργο τοῦ Δ. Πικιώνη (ἀεροφωτογραφία 1960).

Γενικὰ ἡ στάση του ἀπέναντι στὰ κατάλοιπα τῆς ἀρχαίας τέχνης δὲν εἶναι στάση «δέους», ποὺ θὰ ἐπέβαλε τὴν μνημειακή τους ἀπομόνωση, καὶ θὰ ἐπέτρεπε κάθε άλλοίωση ἢ ἀνάμειξή τους μὲ ἄλλα στοιχεῖα. Ἐὰν εἶχε ζήσει περισσότερο καὶ ἐὰν τοῦ εἶχε δοθεῖ ἡ δυνατότητα, πιθανότατα θὰ εἶχε διαμορφώσει τὸ σύνολο τῶν ἱστορικῶν λόφων κατὰ τρόπον ἀνάλογο, ἀναμειγνύοντας στοιχεῖα καὶ μορφὲς διαφόρων ἐποχῶν σύμφωνα μὲ τὸ προσωπικὸ καὶ δημιουργικό του αἰσθητήριο. Συμφωνῶ μὲ τὸν μαθητὴ τοῦ Πικιώνη καὶ παλιό μου φίλο καθηγητὴ Χαράλαμπο Μπούρα, ποὺ μᾶς λέει ὅτι «ὁ Πικιώνης προσεγγίζει τοὺς ἀρχαίους παρακάμπτοντας τὴν ἱστορία […] θὰ δημιουργήσει τὴν προσωπική του σχέση μὲ τὸ ἀντικείμενο» [Χ. Μπούρας, «Ὁ Πικιώνης καὶ οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες», στὸ Δ. Πικιώνης. φιέρωμα στ κατό Χρόνια π τ Γέννεσή του, ΕΜΠ, Ἀθήνα 1989, σελ. 136]. Ἡ στάση αὐτὴ τοῦ Πικιώνη εἶναι ἀδιανόητη γιὰ ἕναν ἀρχαιολόγο, γιὰ νὰ μὴν πῶ σκανδαλώδης. Ἡ ἀντίδραση τὴν ἐποχὴ τῶν ἔργων δὲν ἦταν ἔντονη, γιατὶ δὲν ὑπῆρχαν οἱ πρακτικὲς προϋποθέσεις γιὰ ἐκτεταμένες ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες. Ὡστόσο, ὁ τρόπος τῆς ἐπέμβασης παραμένει ἀκόμα καὶ σήμερα σημεῖο ἰσχυρὰ ἀμφιλεγόμενο γιὰ τοὺς είδικοὺς ἐπιστήμονες καὶ Ἀθηναιογνώστες.

Ἡ φυσιογνωμία τοῦ ἱστορικοῦ τοπίου ἀνεδείχθη ἀναμφίβολα ἀπὸ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Πικιώνη. Ὅμως, ἡ διεξοδικὴ ἔρευνα τῶν ἀρχαίων καταλοίπων ούδέποτε προωθήθηκε συστηματικὰ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ ἐνδιαφέροντός μας. Ἀρκεῖ νὰ ὑπενθυμίσω ὅτι ἡ άνασκαφὴ τῆς συνοικίας μὲ τὶς οἰκίες τῶν κλασσικῶν χρόνων, τὴν ὁποία πραγματοποίησε ὁ Wilhelm Dόrpfeld μεταξὺ Πνυκὸς καὶ Ἀρείου Πάγου στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος, ἔχει λάβει χώρα μόνο κατὰ τμήματα. Ὁόκληρη ἡ δυτικὴ πλαγιὰ τῆς Ἀκροπόλεως δίπλα στὸν Ἄρειο Πάγο δὲν ἔχει ἐρευνηθεῖ μέχρι σήμερα. Ἐξακολουθοῦν νὰ φαίνωνται δύο παλιὲς διερευνητικὲς τομὲς στὴν κλιτύ, ἡ ὁποία κατὰ τὰ ἄλλα ἀναδασώθηκε χωρὶς νὰ ἀνασκαφεῖ. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν Κοίλη ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀνατολικὴ κλιτὺ τοῦ λόφου τοῦ Μουσείου.

Ἀλληλένδετο μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἀρχαιολογικῆς ἔρευνας εἶναι καὶ τὸ αἴτημα νὰ διατηρηθεῖ τὸ «ἄβατον» τοῦ ἱστορικοῦ χώρου, δηλαδή, νὰ μὴν παραβιασθεῖ ἀπὸ σύγχρονα κτίσματα κάθε εἴδους καὶ χρήσης, ἔστω καὶ πολιτιστικῆς. Δείγματα τέτοιων παραβιάσεων ἔχουμε ποικίλα: τὸ ἡμιτελὲς θέατρο στὴν Κοίλη (τὸ ὁποῖον ἐν τῶ μεταξὺ εὐτυχῶς κατεδαφίσθηκε), τὸ ἑστιατόριο «Διόνυσος, τὸ θέατρο Δόρας Στράτου. Γιὰ ἕναν πολὺ αὐστηρὸ κριτὴ ὡς καὶ ἡ παρουσία τοῦ κομψοῦ καὶ ἀπέριττου κτίσματος τοῦ Ἀστεροσκοπείου, νεανικοῦ ἔργου τοῦ Theophilus Eduard Hansen (1841), ἀποτελεῖ παραφωνία.

 


 

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς

Αρχιτέκτων-πολεοδόμος και ιστορικός της πολεοδομίας. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1933. Διπλωματούχος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου το 1956. Μετεκπαίδευση στο Παρίσι στην Πολεοδομία. Διδάκτωρ μηχανικός του Πολυτεχνείου Charlottenburg του Βερολίνου (1971). Καθηγητής της Ιστορίας της Πολεοδομίας στο μεταπτυχιακό κέντρο «Raymond Lemaire» του Πανεπιστημίου της Louvain (1975-1985). Προσκεκλημένος καθηγητής των Πολυτεχνείων Στουτγάρδης (1981-1982) και Μονάχου (1996-1997). Μέλος του Συμβουλίου Ιστορικών Τοπίων και Πόλεων του Συμβουλίου της Ευρώπης (1974-1977). Εμπειρογνώμων της UNESCO και του κέντρου HABITAT για τη συντήρηση των ιστορικών πόλεων.

Εξεπόνησε σημαντικές πολεοδομικές και χωροταξικές μελέτες για τη Χίο (1968), το νησιώτικο σύμπλεγμα Μυκόνου, Δήλου και Ρηνείας (1973-1974) και την παλαιά πόλη των Χανίων (1978). Εξειδικευμένος ερευνητής σε θέματα προστασίας και ανάπλασης των ιστορικών πόλεων.

Χαίρει διεθνούς αναγνωρίσεως ως μελετητής της πολεοδομικής ιστορίας των νεότερων Αθηνών. Επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1998). Συγγραφέας 30 βιβλίων σε ελληνική, γαλλική, αγγλική και γερμανική γλώσσα και πλέον των 90 άρθρων με αντικείμενο την ιστορία της πολεοδομίας και την προστασία του ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος.

Κυριότερες δημοσιεύσεις: Integration Urbaine (1970) - Délos ; études urbaines sur une ville antique (1981) – Stadtplanung, Entwicklungslinien 1945-1980 (1984) – Haupstadt Athen, ein Stadtgedanke des Klassizismus (1994) – Athens: The Ancient Heritage and the Historic Cityscape in a Modern Metropolis (1995) – Αθήνα, δοκιμές και θεωρήσεις (1997) – Ο Leo von Klenze στην Ελλάδα (2000) – Αθήνα, ένα όραμα του κλασικισμού (2001) – Ο Αθηναϊκός περίπατος και το ιστορικό τοπίο των Αθηνών (2004) – Ίχνη Ελληνικά (2005) – Η Αθήνα του μεσοπολέμου μέσα από τις «Μέρες» του Γιώργου Σεφέρη (2006) – Briefweschel Klenze-Ross (2006) – Ο κήπος της Αμαλίας (2008).

Back to top