Σαράντα μίλια είν’ η διαδρομή απ’ το Πανεπιστήμιο Χόρλικς του Πίτσμπουργκ ως τη Λίμνη Κάσκεηντ. Απ’ τον Οκτώβρη και μετά, βραδιάζει νωρίς σ’ αυτά τα μέρη. Ο ουρανός όμως έφεγγε ακόμα όταν έφτασαν στη λίμνη, γύρω στις έξι. Είχαν έρθει με την Καμάρο του Ντέηκ. Ο Ντέηκ και ξεμέθυστος το ‘τρεχε τ’ αμάξι του, άμα όμως έπινε καναδυό ποτήρια μπύρα παραπάνω, το ‘κανε και πέταγε.
Παρκάρησε την Καμάρο δίπλα στους πασσάλους που χωρίζουν τον χώρο στάθμευσης απ’ τις όχθες της λίμνης. Βγήκε αμέσως έξω βγάζοντας το πουκάμισό του, ενώ με τα μάτια ερευνούσε ανυπόμονα την ακτή, να εντοπίσει την εξέδρα. Ο Ράντι βγήκε κι αυτός, μάλλον απρόθυμα. Εκείνος είχε προτείνει να έρθουν εδώ, αλλά δεν περίμενε η πρότασή του να έχει τέτοια απήχηση. Τα κορίτσια στην πίσω θέση ετοιμάστηκαν να βγουν κι αυτά.
Ο Ντέηκ έψαχνε ανυπόμονα την ακτή με τα μάτια (μάτια σκοπευτή, σκέφτηκε στενάχωρα ο Ράντι). Τελικά, το βλέμμα του εντόπισε αυτό που ζητούσε.
«Νάτη!» φώναξε ενθουσιασμένος, χτυπώντας με το χέρι τη σκεπή του αυτοκινήτου. «Είχες δίκιο Ράντι! Έρημη κι εγκαταλειμμένη, να πάρει η ευχή!»
«Ντέηκ…» άρχισε να λέει ο Ράντι, ανεβάζοντας τα γυαλιά του που όλο γλιστρούσαν στη μύτη του. Δε συνέχισε όμως, γιατί ο Ντέηκ είχε κιόλας πηδήξει τον φράχτη κι έτρεχε προς τη λίμνη, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στα κορίτσια -τη Ρέητσελ και τη Λαβέρν- που έρχονταν πίσω τους. Δεν έβλεπε παρά την εξέδρα που έπλεε στο νερό, πενήντα μέτρα απ’ την ακτή.
Ο Ράντι κοίταξε τις κοπέλες με απολογητικό βλέμμα -ένιωθε λίγο ένοχος που είχαν κουβαληθεί ως εδώ εξαιτίας του. Οι κοπέλες όμως, είχαν μάτια μόνο για τον Ντέηκ. Η Ρέητσελ ήταν το κορίτσι του βέβαια, αλλά το κακό ήταν ότι τον κοίταζε κι η Λαβέρν. Ο Ράντι ένιωσε ένα τσίμπημα ζήλειας. Έβγαλε κι αυτός το μπλουζάκι του, το πέταξε πάνω απ’ του Ντέηκ και πήδηξε τον φράχτη.
«Ράντι!» του φώναξε η Λαβέρν, αλλά αυτός της έγνεψε να τον ακολουθήσει κουνώντας αόριστα το χέρι του στον οκτωβριάτικο ουρανό. Η Λαβέρν δίσταζε -μάλλον θα προτιμούσε να βρισκόταν τώρα στο άνετο, ζεστό διαμέρισμα που μοιραζόταν με τον Ντέηκ αντί να κολυμπάει φθινοπωριάτικα μες στην κρύα λίμνη. Του άρεσε πολύ η Λαβέρν, αλλά ο Ντέηκ είχε πάντα τα πρωτεία… Η Λαβέρν σίγουρα τον έκανε κέφι κι αυτό τον εκνεύριζε αφόρητα.
Ο Ντέηκ, πάντα τρέχοντας, ξεκούμπωσε το παντελόνι του και το έβγαλε, χωρίς να σκοντάψει ή να μπερδευτεί στα μπατζάκια -κατόρθωμα που ο Ράντι δε θα μπορούσε να πετύχει ούτε σε χίλια χρόνια. Γυμνός τώρα, μόνο με το σλιπάκι του, ο Ντέηκ συνέχισε να τρέχει στην ακτή. Οι μυώνες της πλάτης και των γοφών του, κυμάτιζαν αρμονικά μ’ έναν υπέροχο ρυθμό. Ο Ράντι κατέβασε κι αυτός το τζιν του. Κλώτσησε αδέξια τα μπατζάκια, γεμάτος αμηχανία για τις αδύνατες γάμπες του -ο Ντέηκ είχε τη χάρη χορευτή μπαλέτου, ενώ αυτός έμοιαζε να ‘χε βγει από θεατρική κωμωδία.
«Τι κρύο Παναγία μου!» φώναξε ο Ντέηκ καθώς βουτούσε στο νερό.
Ο Ράντι δίστασε -στο μυαλό, οι σκέψεις πάντα νομίζουμε ότι κρατούν περισσότερο. Η θερμοκρασία του νερού, σκέφτηκε, δεν πρέπει να ‘ναι πάνω από δέκα βαθμούς. Θα πάθουμε καμιά ανακοπή.
Σπούδαζε ιατρική και είχε κάποιες γνώσεις, αλλά η περίσταση τον καλούσε κι έτσι δε δίστασε καθόλου: βούτηξε κι αυτός. Αμέσως, ένιωσε την καρδιά του σχεδόν να σταματάει, η ανάσα του κόπηκε κι άνοιξε το στόμα να ρουφήξει αύρα, να γεμίζουν οι πνεύμονές του. Ένιωσε το δέρμα του να μπιμπικιάζει απ’ το κρύο. Αυτό που κάνουμε είναι τρέλα, σκέφτηκε. Δική σου ιδέα ήταν όμως εξυπνάκια. Σκάσε και κολύμπα τώρα. Άρχισε να κολυμπάει πίσω απ’ τον Ντέηκ.
Οι δυο κοπέλες τους έβλεπαν απ’ την ακτή. Κοιτάχτηκαν κι οι δυο αμήχανα, η Λαβέρν χαμογέλασε ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Αφού μπορούν αυτοί, μπορούμε κι εμείς», είπε. Έβγαλε το μπλουζάκι της κι έμεινε με το σουτιέν της, που ήταν σχεδόν διαφανές.
«Άλλωστε», πρόσθεσε, «είναι γνωστό ότι οι γυναίκες αντέχουν στο κρύο, γιατί έχουν αυξημένο επίστρωμα λίπους.»
Πήδηξε κι αυτή τον φράχτη κι έτρεξε στο νερό λύνοντας τα κορδόνια της. Η Ρέητσελ την ακολούθησε διστακτικά, ακριβώς όπως πριν λίγο ο Ράντι είχε ακολουθήσει τον Ντέηκ.
***
Εκείνο το απόγευμα, τα κορίτσια είχαν έρθει επίσκεψη στο διαμέρισμά τους. Τις Τρίτες σχόλαγαν κι οι τέσσερις νωρίς απ’ το πανεπιστήμιο. Ο Ντέηκ, μόλις είχε λάβει μηνιαίο επίδομα εκατό δολαρίων, από φανατικό οπαδό της ομάδας του (κάτι τέτοιους τους αποκαλούσαν χαϊδευτικά «οι φύλακες άγγελοί μας»). Το ψυγείο ήταν φίσκα στις μπύρες, στο παμπάλαιο στερεοφωνικό του Ράντι έπαιζε ο τελευταίος δίσκος του Νάιτ Ρέηντζερ και γενικά, οι προοπτικές να περάσουν ένα ωραίο απόγευμα ήταν παραπάνω από καλές. Έπιασαν κουβέντα για το «ινδιάνικο καλοκαίρι» που έφθανε στο τέλος του, ενώ απ’ το ραδιόφωνο ακούστηκε η πρόβλεψη καιρού: την Τετάρτη θα έριχνε χιονόνερο. Η Λαβέρν δήλωσε ότι οι μετεωρολόγοι που προβλέπουν χιόνι οκτωβριάτικα πρέπει να εκτελούνται επί τόπου. Κανείς δεν έφερε αντίρρηση.
Η Ρέητσελ θυμήθηκε τα παιδικά της χρόνια, τότε που τα καλοκαίρια τής φαίνονταν ατελείωτα ενώ τώρα, («που είναι μια ξεκουτιασμένη παλιόγρια δεκαεννιά χρόνων», αστειεύτηκε ο Ντέηκ -κι αυτή τον κλώτσησε) οι διακοπές τής φαίνονταν να τελειώνουν κάθε χρόνο και πιο γρήγορα.
«Τότε, μου φαινόταν ότι πέρναγα στη λίμνη όλη μου τη ζωή», είπε και διέσχισε τον φθαρμένο μουσαμά της κουζίνας για να πάει στο ψυγείο. Το άνοιξε, έσκυψε και ξέθαψε μια μπύρα διαίτης πίσω από μια στοίβα τάπερ. Το μεσαίο περιείχε τσίλι -προϊστορικής προέλευσης προφανώς γιατί ήταν γεμάτο μούχλα. Ο Ράντι ήταν πρώτος στα μαθήματα, ο Ντέηκ πρώτος στα αθλητικά -αλλά κι οι δυο ήταν πάτοι στα οικιακά.
Η Ρέητσελ είπε, αναπολώντας ακόμα τα παιδικά της χρόνια, «Την πρώτη φορά που κατάφερα να κολυμπήσω ως την εξέδρα, έμεινα εκεί πάνω δυο ώρες σχεδόν. Φοβόμουνα να γυρίσω πίσω.»
Κάθισε πλάι στον Ντέηκ χαμογελώντας νοσταλγικά. Εκείνος πέρασε το χέρι του πάνω απ’ τους ώμους της. Ξαφνικά, ο Ράντι σκέφτηκε πόσο πολύ μοιάζει με κάποια διάσημη -ή έστω πολύ γνωστή του γυναίκα. Έψαξε με το μυαλό του να βρει ποια του θυμίζει, αλλά μάταια. Θα το θυμόταν πολύ αργότερα, κάτω από λιγότερο ευχάριστες συνθήκες.
«Τελικά ήρθε ο αδερφός μου», συνέχισε η Ρέητσελ. «Μ’ έβγαλε στη στεριά με μια σαμπρέλα, ο τρελός. Είχα πάθει φοβερό έγκαυμα, τόσες ώρες στον ήλιο.»
«Ακόμα εκεί είν’ η εξέδρα», είπε ο Ράντι, έτσι, για να πει κάτι… Είχε δει τη Λαβέρν να κοιτάει τον Ντέηκ. Τελευταία την τσάκωνε συχνά να τον κοιτάει.
Τώρα όμως η Λαβέρν κοίταζε αυτόν. «Ράντι», του είπε, «είναι μέσα Οκτωβρίου κι η λίμνη κλείνει απ’ τον Σεπτέμβρη.»
«Κι όμως, η εξέδρα είν’ ακόμα εκεί», της απάντησε ο Ράντι. «Πρόσφατα επισκεφτήκαμε τη λίμνη με την έδρα της γεωλογίας και την είδα. Μόνη, ξεχασμένη, έμοιαζε…» -ανασήκωσε τους ώμους- «σαν απομεινάρι του καλοκαιριού, που έχουν ξεχάσει να το μαζέψουν και να το κλείσουν στο ντουλάπι με τη ναφθαλίνη.»
Περίμενε όλοι να γελάσουν μ’ αυτό. Δεν γέλασε κανείς -ούτε καν ο Ντέηκ.
«Αυτό δε σημαίνει ότι είν’ ακόμα εκεί», του αντέταξε η Λαβέρν.
«Την έδειξα μάλιστα και σ’ ένα φίλο», είπε ο Ράντι αποτελειώνοντας την μπύρα του. «Τον Μπιλ Ντελόις -τον θυμάσαι Ντέηκ;»
«Βέβαια. Ο δεύτερος καλύτερος παίχτης του συλλόγου μας, ώσπου τραυματίστηκε σ’ έναν αγώνα.»
«Τέλος πάντων, αυτός μου είπε ότι αυτοί που έχουν την εκμετάλλευση της λίμνης βαριούνται να μαζεύουν την εξέδρα κάθε χρόνο. Την αφήνουν στο νερό μέχρι που πιάνουν οι πρώτοι πάγοι. Πολλές φορές, την αφήνουν και όλον τον χειμώνα εκεί, σφηνωμένη μες στο παγωμένο νερό.»
Σταμάτησε να μιλάει. Θυμήθηκε την εξέδρα να επιπλέει κάτασπρη, στα σκοτεινά νερά της λίμνης. Τα άδεια βαρέλια από κάτω, έβγαζαν έναν υπόκωφο ήχο -ένα σπηλαιώδες «γκλουκ-γκλουκ»- που ακουγόταν ευδιάκριτα μες στη φθινοπωρινή σιωπή, μαζί με τα κρωξίματα των κορακιών που πετούσαν πάνω απ’ τα κιτρινισμένα χωράφια, απέναντι στην ακτή.
«Θα ρίξει χιονόνερο λοιπόν αύριο», είπε η Ρέητσελ και σηκώθηκε, καθώς το χέρι του Ντέηκ είχε αρχίσει να γλιστράει, αφηρημένα σχεδόν, πάνω στο στήθος της. Πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. «Παλιοκατάσταση», είπε.
«Έχω μια ιδέα!» πετάχτηκε ο Ράντι. «Δεν πάμε τώρα στη λίμνη; Να κολυμπήσουμε μέχρι την εξέδρα, ν’ ανεβούμε πάνω κι από εκεί, να αποχαιρετήσουμε το καλοκαιράκι που φεύγει!»
«Σίγουρα τον είχε μεθύσει η μπύρα, αλλιώς ποτέ δε θα πρότεινε κάτι τέτοιο. Φυσικά, δεν περίμενε κανένας να πάρει την πρότασή του στα σοβαρά. Ο Ντέηκ όμως ενθουσιάστηκε.
«Είσαι φοβερός Πάντσο», είπε χαρούμενα.
Η Λαβέρν πετάχτηκε πάνω χύνοντας σχεδόν την μπύρα της. Ολόκληρη ήταν ένα χαμόγελο κι αυτό δεν πολυάρεσε στον Ράντι.
«Να πάμε!» φώναξε.
«Ντέηκ είσαι τρελός», είπε χαμογελώντας κι η Ρέητσελ, αλλά με μία υποψία δισταγμού κι ανησυχίας.
«Εγώ μια φορά θα πάω», δήλωσε ο Ντέηκ και σηκώθηκε να πάρει το παλτό του. Ο Ράντι είδε την έκφραση στο πρόσωπό του κι ένιωσε απόγνωση. Το ήξερε καλά αυτό το παράτολμο, λίγο παρανοϊκό χαμόγελό του. Τρία χρόνια που ζούσαν μαζί, εκείνος η «Κορμάρα», αυτός το «Μυαλό», ο «Σίσκο» κι ο «Πάντσο» -όπως αποκαλούσαν χαϊδευτικά ο ένας τον άλλον- είχε μάθει να το αναγνωρίζει: ο Ντέηκ δεν αστειευόταν, θα πήγαινε, ήδη βρισκόταν εκεί με τη φαντασία του.
Ήταν έτοιμος να του πει, «Πήγαινε εσύ Σίσκο, εγώ δεν έρχομαι», αλλά τον σταμάτησε η Λαβέρν που πετάχτηκε όρθια, με το ίδιο παράτολμο, λιγάκι παρανοϊκό χαμόγελο -ίσως έφταιγε κι η μπύρα, είχε πιει αρκετά ποτήρια…
«Έρχομαι μαζί σου», του φώναξε ενθουσιασμένη.
«Φύγαμε», είπε ο Ντέηκ και κοίταξε ερωτηματικά τον Ράντι. «Τι λες Πάντσο;» τον ρώτησε.
Ο Ράντι κοίταξε τη Ρέητσελ. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο αγωνία. Ήταν προφανές ότι ο Ντέηκ κι η Λαβέρν είχαν άγριες διαθέσεις. Κι εκείνου δεν του πολυάρεσε να ξεσηκώνεται βραδιάτικα, να τρέχει στη λίμνη για να βλέπει αυτούς τους δυο να βγάζουν τα μάτια τους στην αμμουδιά -αλλά τα μάτια της Ρέητσελ είχαν ένα κυνηγημένο βλέμμα…
«Εντάξει Σίσκο», είπε.
«Εντάξει Πάντσο», φώναξε χαρούμενος ο Ντέηκ.
Χτύπησαν τις παλάμες αντικρυστά σαν παίκτες που μόλις έβαλαν γκολ.
***
Ο Ράντι κόντευε να φτάσει στην εξέδρα, όταν ξαφνικά είδε τη μαύρη κηλίδα μες στο νερό. Ήταν μακριά του, σχεδόν στη μέση της λίμνης κι όπως είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, δεν έβλεπε καλά. Ήταν πετρελαιοκηλίδα ή μήπως καμιά σκιά; Δεν μπορεί να είναι πετρελαιοκηλίδα, σκέφτηκε, και συνέχισε να κολυμπάει… Πίσω του έρχονταν τσαλαβουτώντας τα κορίτσια… Πετρελαιοκηλίδα, οκτωβριάτικα, μέσα σε μια έρημη λίμνη; Αδύνατον… Άλλωστε το σχήμα της ήταν κάπως περίεργο… Ήταν ολοστρόγγυλη, με διάμετρο γύρω στο ενάμισι μέτρο.
«Ου-ου!» φώναξε ο Ντέηκ σκαρφαλώνοντας στη σκάλα της εξέδρας. Βγήκε πάνω και τινάχτηκε απ’ τα νερά σαν σκυλί. «Πώς τα πας Πάντσο;»
«Μια χαρά», απάντησε ο Ράντι και δυνάμωσε τις απλωτές του. Τελικά το νερό δεν ήταν και τόσο κρύο, αρκεί να κολύμπαγες γερά. Μια ευχάριστη ζεστασιά διαπέρασε το κορμί του, απ’ τον έντονο ρυθμό των κινήσεών του. Η καρδιά του χτυπούσε πιο γρήγορα τώρα, ζεσταίνοντας το κορμί του από τα μέσα. Στο εξοχικό των γονιών του άλλωστε, κατακαλόκαιρο, το νερό ήταν πολύ πιο κρύο.
«Νομίζεις ότι είναι κρύο το νερό Πάντσο; Βγες έξω να δεις τι σε περιμένει!» φώναξε θριαμβευτικά ο Ντέηκ, χοροπηδώντας πάνω-κάτω ρυθμικά για να ζεσταθεί, ενώ έτριβε ταυτόχρονα το σώμα με τα χέρια του. Η εξέδρα χοροπήδαγε μαζί του.
Ο Ράντι είχε ξεχάσει την κηλίδα… Πιάστηκε απ’ τη σκαλίτσα κι άρχισε ν’ ανεβαίνει προς την εξέδρα. Και τότε… την είδε ξαφνικά. Είχε πλησιάσει αρκετά… κατάμαυρη, ολοστρόγγυλη, έπλεε ίδια πελώρια κρεατοελιά στον ρυθμό των κυμάτων. Όταν την είχε πρωτοδεί, απείχε σαράντα μέτρα απ’ την εξέδρα. Τώρα όμως, είχε καλύψει τουλάχιστον το μισό της απόστασης…
Δεν είναι δυνατόν. Πώς;
Μισοβγήκε και κρεμάστηκε για λίγο απ’ τη σκαλίτσα. Ο κρύος βραδυνός αέρας τον διαπέρασε ολόκληρο… Τελικά ο αέρας ήταν πιο κρύος απ’ το νερό. Ανατρίχιασε σύγκορμος. Το σορτσάκι του κόλλαγε πάνω του μες στο νερό.
«Έλα καημένε Πάντσο», είπε χαμογελαστά ο Ντέηκ καθώς τον τράβαγε έξω. «Κρύο το νερό; Ξεμεθάει τουλάχιστον.»
«Ξεμέθυσα – ξεμέθυσα», επανέλαβε ρυθμικά ο Ράντι καθώς άρχισε να χοροπηδάει κι αυτός για να ζεσταθεί, χτυπώντας ταυτόχρονα σταυρωτά το κορμί του με τα χέρια.
Κοίταξαν κι οι δυο τα κορίτσια που έρχονταν… Πρώτη η Ρέητσελ και πίσω της η Λαβέρν, που τσαλαβουτούσε αδέξια σαν σκυλάκι.
«Σκίζουν οι κυρίες!» ειρωνεύτηκε ο Ντέηκ.
«Α παράτα μας, φαλλοκράτη!» φώναξε η Λαβέρν.
Ο σκοτεινός, στρογγυλός λεκές είχε πλησιάσει κι άλλο. Απείχε τώρα, μόνο δέκα μέτρα απ’ την εξέδρα. Ο Ράντι τον έβλεπε να πλησιάζει με ταχύτητα, πλέοντας μαλακά, ολοστρόγγυλος και λείος, σαν τύμπανο μισοβυθισμένο στο νερό. Ο τρόπος που κινούνταν πάντως έδειχνε ότι δεν ήταν στερεό αντικείμενο… Τυφλός τρόμος παρέλυσε ξαφνικά τον Ράντι.
«Γρήγορα!» ξεφώνισε στα κορίτσια, σκύβοντας να βοηθήσει τη Ρέητσελ που στο μεταξύ είχε φτάσει στη σκάλα. Την τράβηξε απότομα, με τέτοια φόρα, που κοπάνησε το γόνατό της στα ξύλα -ο γδούπος ακούστηκε καθαρά.
«Τι διάολο έπαθες;» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. Η Λαβέρν απείχε ακόμα γύρω στα τρία μέτρα απ’ την εξέδρα. Ο Ράντι κοίταξε ανήσυχος την κηλίδα… Πλησίαζε, σκοτεινή κι απειλητική. Έμοιαζε με κηλίδα πετρελαίου αλλά σίγουρα δεν ήταν. Ήταν υπερβολικά μαύρη, παχύρρευστη∙ και λεία για να είναι πετρέλαιο.
«Ράντι, με πόνεσες. Δεν είναι αστεία αυτ…»
«Γρήγορα! Κολύμπα!» ούρλιαξε ο Ράντι στη Λαβέρν.
Η Λαβέρν τον κοίταξε μέσα απ’ το νερό χωρίς να πολυκαταλαβαίνει, αλλά άρχισε να τσαλαβουτάει πιο γρήγορα. Πλησίαζε στη σκάλα τώρα.
«Ράντι, τι έπαθες;» φώναξε ο Ντέηκ.
Ο Ράντι όμως πρόσεχε την κηλίδα που είχε τώρα διπλωθεί στη μια άκρη της εξέδρας. Έμοιαζε με τον Πάκμαν, το ηλεκτρονικό τερατάκι που χάφτει τελίτσες. Γλύστρισε απ’ τη γωνία κι άρχισε να επιπλέει κολλητά στην εξέδρα.
«Βοήθα να την τραβήξουμε έξω. Γρήγορα!» ούρλιαξε στον Ντέηκ.
Έσκυψαν με τον Ντέηκ κι έσυραν τη Λαβέρν απ’ τα χέρια έξω, ενώ την ίδια στιγμή, η κηλίδα πέρναγε ξυστά απ’ τη σκάλα αναδιπλώνοντας τις πτυχές της στις άκρες.
«Ράντι τρελάθηκες;» τον ρώτησε λαχανιασμένη η Λαβέρν. Το στήθος της διαγραφόταν ξεκάθαρα μέσα απ’ το βρεγμένο σουτιέν. Οι ρόγες της, σκληρές απ’ το κρύο, τρυπούσαν το ύφασμα.
«Τι είναι αυτό το πράγμα Ντέηκ;» ρώτησε ο Ράντι δείχνοντας την κηλίδα.
Ο Ντέηκ γύρισε να δει. Η κηλίδα είχε μετακινηθεί στην αριστερή άκρη της εξέδρας. Κουνήθηκε απαλά, ξαναπαίρνοντας το στρογγυλό της σχήμα κι έμεινε ακίνητη εκεί, επιπλέοντας. Την κοίταζαν τώρα κι οι τέσσερις.
«Πετρελαιοκηλίδα θα ‘ναι», παρατήρησε ο Ντέηκ.
«Γι’ αυτό κόντεψες να μου σπάσεις το γόνατο;» είπε η Ρέητσελ κοιτάζοντας τον μαύρο λεκέ στο νερό.
«Δεν είναι πετρελαιοκηλίδα», είπε ο Ράντι. «Δεν υπάρχουν σφαιρικές κηλίδες πετρελαίου.»
«Εγώ δεν έχω δει ποτέ μου πετρελαιοκηλίδα», είπε ο Ντέηκ με τα μάτια καρφωμένα στη Λαβέρν… Μέσα απ’ το βρεγμένο σλιπάκι της διαγραφόταν ένα σκούρο τρίγωνο πλαισιωμένο απ’ τους ανάγλυφους μηρούς της.
«Δεν ξέρω από πετρελαιοκηλίδες», επανέλαβε ο Ντέηκ. «Είμαι απ΄’ το Μιζούρι.»
«Θα κάνω μελανιά στο γόνατο», παραπονέθηκε η Ρέητσελ -μάλλον άτονα όμως… Είχε δει τον Ντέηκ να κοιτάει τη Λαβέρν.
«Αχ, πώς κρυώνω!» είπε η Λαβέρν ανατριχιάζοντας ναζιάρικα.
«Αυτό το πράγμα κυνηγούσε τα κορίτσια», είπε ο Ράντι.
«Έλα τώρα Πάντσο. Και νόμιζα ότι το κρύο νερό σε ξεμέθυσε!» είπε ο Ντέηκ.
«Τα κορίτσια κυνήγαγε σου λέω!» επανέλαβε πεισμωμένος ο Ράντι, ενώ σκεφτόταν πανικόβλητος, Κανείς δεν ξέρει ότι είμαστε εδώ. Δεν το είπαμε σε κανέναν πριν φύγουμε.
«Εσύ Πάντσο, έχεις δει ποτέ σου πετρελαιοκηλίδα;» τον ρώτησε ο Ντέηκ, γλιστρώντας το χέρι του πάνω στους γυμνούς ώμους της Λαβέρν, το ίδιο ανέμελα, όπως είχε γλιστρήσει το χέρι του στο στήθος της Ρέητσελ νωρίτερα το απόγευμα. Δεν άγγιξε το στήθος της Λαβέρν -τουλάχιστον όχι ακόμα- αλλά άφησε το χέρι του να κρέμεται πολύ κοντά…
Ο Ράντι συνειδητοποίησε ότι δεν ζήλευε πια καθόλου. Αυτό το μαύρο πράγμα μες στο νερό, αυτό τον ένοιαζε μονάχα.
«Είχα δει μια πετρελαιοκηλίδα στο εξοχικό των γονιών μου στο Κέηπ Κόουντ… Πάνε τέσσερα χρόνια. Επιστρατευτήκαμε όλοι οι κάτοικοι της περιοχής. Καθαρίσαμε τις ακτές, περιθάλψαμε τα πουλιά…»
«Οικολόγος ο Πάντσο μας», επιδοκίμασε ειρωνικά ο Ντέηκ. «Η πολλή οικολογία βλάφτει όμως.»
«Έμοιαζε με κρούστα πάνω στο νερό, απλωμένη εδώ κι εκεί και βρώμιζε τον τόπο. Δεν ήταν συμπαγής μάζα όπως αυτό το πράγμα», διευκρίνισε ο Ράντι.
Κι είχε διαρρεύσει από ατύχημα, εντελώς τυχαία. Ενώ αυτό το πράγμα δεν βρίσκεται καθόλου τυχαία εδώ, θέλησε να συμπληρώσει. Μοιάζει να έχει κάποιο σκοπό.
«Θέλω να γυρίσω πίσω», είπε η Ρέητσελ κοιτάζοντας τον Ντέηκ και τη Λαβέρν με πληγωμένο βλέμμα που δεν μπορούσε να κρύψει από κανέναν.
«Γύρνα μόνη σου αν θες», της είπε θριαμβευτικά η Λαβέρν. Μήπως είμαι υπερβολικός; αναρωτήθηκε ο Ράντι. Όμως όχι. Ο θρίαμβος στο πρόσωπο της Λαβέρν, δεν ήταν φαντασία του κι άλλωστε, δεν αποτεινόταν αποκλειστικά στη Ρέητσελ. Ένιωθε ευφορία και δεν έκανε καμία προσπάθεια κι εκείνη να το κρύψει. Έκανε ένα βηματάκι πιο κοντά στον Ντέηκ. Ήταν αρκετό. Οι γοφοί τους, άγγιξαν ελαφρά. Εκείνη τη στιγμή ο Ράντι, ξέχασε το μαύρο πράγμα που επέπλεε απειλητικό μες στο νερό. Το βλέμμα του στάθηκε με μίσος πάνω στη Λαβέρν. Δεν είχε ποτέ του χτυπήσει γυναίκα. Ευχαρίστως όμως θα την χτυπούσε αυτή τη στιγμή. Όχι επειδή δήθεν την αγαπούσε -ναι, κάποτε μπορεί να τσιμπήθηκε μαζί της, να τον ερέθιζε, κάποτε ζήλεψε πολύ βλέποντάς την να γουστάρει τον Ντέηκ και να ‘ρχεται επίσκεψη στο διαμέρισμά τους, όμως την κοπέλα που θα ερωτευόταν πραγματικά, θα την κρατούσε όσο γινόταν περισσότερο μακριά από τον Ντέηκ- αλλά επειδή είδε την πληγωμένη έκφραση στο πρόσωπο της Ρέητσελ και ήξερε το μαρτύριο που ένιωθε μέσα της.
«Φοβάμαι», είπε η Ρέητσελ.
«Φοβάσαι μια πετρελαιοκηλίδα;» την ειρωνεύτηκε η Λαβέρν και ξέσπασε σε γέλια. Ο Ράντι ένιωσε πάλι την παρόρμηση να την χτυπήσει, να σηκώσει το χέρι μ’ ανοιχτή παλάμη και να το κατεβάσει με δύναμη σ’ αυτό το πρόσωπο, να σβήσει αυτή την ηλίθια έπαρση απ’ το βλέμμα της και να της αφήσει ένα κατακόκκινο σημάδι στο μάγουλο.
«Να σε δω πώς θα κολυμπήσεις στην επιστροφή», αρκέστηκε να της πει μόνο.
«Μα δεν σκοπεύω να επιστρέψω σύντομα», του διευκρίνισε χαμογελώντας μ’ επιείκεια σαν να μιλούσε σε παιδάκι. Σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό, μετά τα στήλωσε στον Ντέηκ και πρόσθεσε μακρόσυρτα, «Θα περιμένω πρώτα να βγουν τ’ αστέρια.»
Η Ρέητσελ ήταν μικροκαμωμένη, αλλά χαριτωμένη, μ’ ένα δειλό και ταυτόχρονα πονηρό ύφος, σαν χαμίνι. Θύμιζε στον Ράντι τα κορίτσια της Νέας Υόρκης που τρέχουν τα πρωινά βιαστικά στη δουλειά τους, με τα καλοραμμένα συνολάκια με πιέτες στη φούστα. Νευρωτικές, αλλά χαριτωμένες με ζωηρό βλέμμα. Τα μάτια της Ρέητσελ έλαμπαν -μάλλον από ένταση παρά από ζωηράδα, σκέφτηκε ο Ράντι.
Ο Ντέηκ είχε πάντα αδυναμία στις ψηλές μελαχρινές, με το θολό μαγνητικό βλέμμα γεμάτο ηδυπάθεια. Ο Ράντι συνειδητοποίησε ξαφνικά πως ό,τι κι αν ήταν αυτό που τους συνέδεε -πλήξη και ανία απ’ την πλευρά της Ρέητσελ- μόλις είχε λήξει. Κάτι είχε σπάσει ανάμεσά τους -μ’ ένα «κρακ» που ο Ράντι σχεδόν το άκουσε ευδιάκριτα, σαν κλαρί που τσακίζουμε στο γόνατο για τη φωτιά. Ήταν ντροπαλό αγόρι κι όμως, αυτή τη φορά, πλησίασε τη Ρέητσελ και την αγκάλιασε τρυφερά. Εκείνη του ‘ριξε μια ματιά όπου καθρεφτιζόταν η δυστυχία της αλλά κι η ευγνωμοσύνη της για τη χειρονομία του. Χάρηκε που τη βοήθησε κάπως ν’ ανταπεξέλθει στην κατάσταση. Κάποια μου θυμίζει, ξανασκέφτηκε επίμονα. Κάτι στο πρόσωπο, στο ύφος της. Μήπως έμοιαζε με καμιά τηλεπαρουσιάστρια; Ή με καμιά απ’ αυτές που διαφημίζουν γκοφρέτες και κρακεράκια; Ξαφνικά θυμήθηκε. Έμοιαζε με τη Σάντι Ντάνκαν, την ηθοποιό που έπαιξε τον Πήτερ Παν στη θεατρική του μεταφορά στο Μπρόντγουεη…
«Τι είν’ αυτό το πράγμα Ράντι;» τον ρωτούσε τώρα εκείνη.
«Δεν ξέρω Ρέητσελ.»
Κοίταξε τον Ντέηκ. Τον κοίταζε κι αυτός με εκείνο το γνώριμο, οικείο χαμόγελο που πίσω του σπίθιζε πάντα η ειρωνεία. Είχε άραγε επίγνωση της ειρωνείας του; Στο βλέμμα του διάβαζε τη σκέψη του: Νάτος πάλι ο χέστης ο Πάντσο. Τα ‘χει κάνει πάνω του απ’ τον φόβο. «Όχι:» θα ‘θελε να πει ανέμελα στη Ρέητσελ, «μη φοβάσαι, τίποτα δεν είναι, να δεις που θα φύγει από ‘δω, θα χαθεί!»… Αλλά δεν μπόρεσε ν’ αρθρώσει λέξη… Αυτόν τον μαύρο λεκέ μες στο νερό τον φοβόταν στ’ αλήθεια.
Η Ρέητσελ γονάτισε με χάρη στην άκρη της εξέδρας κι έσκυψε να δει το «πράγμα». Η στάση της, θύμισε στον Ράντι την καθιστή γυναίκα στις ετικέτες των μπουκαλιών Γουάιτ Ροκ… Η Σάντι Ντάνκαν, καθιστή σε ετικέτα μπουκαλιού Γουάιτ Ροκ, σκέφτηκε εντελώς παράλογα. Τα σκουρόξανθα κοντά μαλλιά της γυάλιζαν κολλημένα στο όμορφο κεφάλι της. Πίσω, ανάμεσα απ’ τις φαρδιές μπρατέλες του σουτιέν της, το δέρμα της ανατρίχιαζε απ’ το κρύο.
«Πρόσεξε μην πέσεις μέσα και σε χάσουμε», αστειεύτηκε με κακεντρέχεια η Λαβέρν.
«Κόφ’ το Λαβέρν», της είπε καλόβολα ο Ντέηκ.
Ο Ράντι τους κοίταξε… Στέκονταν κι οι δυο στη μέση της εξέδρας, χαλαρά αγκαλιασμένοι απ’ τη μέση, οι γοφοί τους κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον… Κοίταξε ξανά τη Ρέητσελ. Και ξαφνικά, ανατρίχιασε σύγκορμος. Η μαύρη κηλίδα είχε κινηθεί μ’ εκπληκτική ταχύτητα… Βρισκόταν ήδη στη γωνία όπου είχε γονατίσει η Ρέητσελ. Απείχε μόλις ένα μέτρο. Η Ρέητσελ την κοίταζε με απλανές βλέμμα. Τα μάτια της, διάπλατα ανοιγμένα και ολοστρόγγυλα, έμοιαζαν κατά περίεργο τρόπο με το μαύρο πράγμα μες στο νερό… Η Σάντι Ντάνκαν καθιστή, κοιτάει μαγεμένη ένα μπισκότο Γκράχαμ, ξεπήδησε και πάλι η παρανοϊκή σκέψη στο μυαλό του και την ίδια στιγμή, πανικόβλητος, ούρλιαξε, «Ρέητσελ! Φύγε από ‘κει!»
Και μετά, όλα έγιναν αστραπιαία. Αλλεπάλληλα γεγονότα, διαδοχικές σκηνές, εναλλάσσονταν, έσκαγαν σαν πυροτεχνήματα στο μυαλό του∙ κι όμως, με εκπληκτική διαύγεια, έβλεπε, άκουγε, αποτύπωνε τα πάντα, το καθένα χωριστά και ανεξάρτητα από το άλλο.
Η Λαβέρν γέλασε. Άκουσε το γέλιο της. Ένα όμορφο κορίτσι, γέλαγε μέσα στο μαγευτικό φθινοπωρινό τοπίο -τι πιο ωραίο; Κι όμως, μες στο σκοτάδι που είχε αρχίσει ν’ απλώνεται, το γέλιο της αντήχησε στριγγό και άγριο σαν κακιάς μάγισσας.
«Ρέητσελ, καλύτερα να μη…». Άρχισε να λέει ανήσυχος κι ο Ντέηκ, αλλά εκείνη για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή της τον διέκοψε:
«Έχει χρώματα!» είπε, με τρεμουλιαστή, όλο θαυμασμό, φωνή.
Τα μάτια της ήταν στηλωμένα με βλέμμα απλανές πάνω στη μαύρη μάζα. Ο Ράντι, γύρισε και είδε… Χρώματα -πανέμορφοι χρωματιστοί στρόβιλοι έβγαιναν από μέσα του… Απότομα χάθηκαν αστραπιαία και το πράγμα απόμεινε και πάλι εκεί, ακίνητο, μουντό και κατάμαυρο όπως πριν.
«Τι υπέροχα χρώματα!» είπε η Ρέητσελ.
«Μη!» της φώναξε ο Ράντι, καθώς την είδε ν’ απλώνει το κατάλευκο -σαν αλάβαστρο- χέρι της, να το αγγίξει. Πρέπει να έτρωγε τα νύχια της. Ήταν φαγωμένα ως τη ρίζα.
«Ρέητσελ!»
Η εξέδρα αναταράχτηκε καθώς ο Ντέηκ έτρεξε προς το μέρος της. Ο Ράντι όρμηξε κι αυτός, συνειδητοποιώντας αμυδρά ότι δεν ήθελε να την πιάσει πρώτος ο Ντέηκ…
Η Ρέητσελ όμως, άπλωσε το χέρι… Βούτηξε το ένα της δάχτυλο μόνο στο νερό, απλώνοντας απανωτά δαχτυλίδια στην επιφάνεια… Και το μαύρο πράγμα όρμηξε αμέσως… Ο Ράντι άκουσε το βογγητό της. Τα μάτια της έχασαν το απλανές τους βλέμμα. Ήταν γεμάτα αγωνία.
Η μαύρη, γλοιώδης μάζα, τυλίχτηκε στο χέρι της σαν λάσπη, μέχρι επάνω στο μπράτσο. Ο Ράντι είδε τη σάρκα της να λιώνει… Άνοιξε το στόμα της και ούρλιαξε, ενώ την ίδια στιγμή έγερνε προς τα έξω. Κούνησε απελπισμένα το άλλο της χέρι κι ο Ράντι έκανε να το αρπάξει. Ίσα που άγγιξαν τα δάχτυλά τους… Τα μάτια της, στηλωμένα πάνω του… Ήταν ολόιδια η Σάντι Ντάνκαν… Έπεσε στο νερό. Η μαύρη μάζα όρμησε πάνω της.
«Τι έγινε; Τι συμβαίνει;» τσίριζε η Λαβέρν πίσω τους. «Έπεσε μέσα; Τι έγινε, πέστε μου!»
Ο Ράντι έκανε να βουτήξει, αλλά ο Ντέηκ τον έσπρωξε με δύναμη πίσω.
«Μη!» του είπε φοβισμένος… Ο Ντέηκ, που δεν ήξερε τι θα πει φόβος…
Απόμειναν κι οι τρεις, να την βλέπουν να σπαρταράει στο νερό. Τίναζε τα χέρια της στον αέρα -όχι και τα δύο, μόνον το ένα… το άλλο, το ‘χε σκεπάσει η μαύρη, γλοιώδης μάζα… Πτύχωνε, αναδιπλωνόταν, κρεμόταν σαν μεμβράνη γύρω από ένα κατακόκκινο κομμάτι από τένοντες και ιστούς, σαν ωμό κρέας -το χέρι της.
«Βοήθεια!» ούρλιαξε η Ρέητσελ.
Τα μάτια της στηλώθηκαν τρομαγμένα πάνω τους και μετά στράφηκαν μακριά, πολύ μακριά… έμοιαζαν με προβολείς που φωτίζουν το σκοτάδι…
«Βοήθεια, σας παρακαλώ! Πονάει πολύ! Πονάει! ΠΟΝΑΕΙ!» ούρλιαζε καθώς χτυπιόταν μες στις δίνες του νερού.
Ο Ράντι, πεσμένος κάτω απ’ το σπρώξιμο του Ντέηκ, σηκώθηκε. Παραπατώντας ζαλισμένος πάνω στις σανίδες ετοιμάστηκε να πηδήξει στο νερό. Δεν άντεχε άλλο ν’ ακούει αυτή τη φωνή… Τα στιβαρά μπράτσα του Ντέηκ, τυλίχτηκαν με δύναμη γύρω απ’ το λιγνό κορμί του.
«Όχι», μούγγρισε άγρια στ’ αφτί του. «Είναι ήδη νεκρή. Δε βλέπεις, Πάντσο; Πέθανε.»
Μαύρη, παχύρρευστη μάζα σκέπασε σαν σεντόνι το πρόσωπο της Ρέητσελ, πνίγοντας τα ουρλιαχτά της. Δεν ξανακούστηκαν. Η μαύρη μάζα απλώθηκε σταυρωτά σε αλλεπάλληλες λουρίδες γύρω απ’ το κορμί της. Ο Ράντι τις είδε να εισχωρούν στη σάρκα και να την διαλύουν σαν οξύ… Από κάποια φλέβα, μαύρο πηχτό αίμα ξεπήδησε. Αμέσως, ένα ψευδόποδο σαν πρωτόζωο, πήρε σχήμα μέσα απ’ τη μαύρη μάζα, κόλλησε στο άνοιγμα κι άρχισε να ρουφάει… Αυτό που έβλεπε ήταν απίστευτο… ήταν αδιανόητο… Κι όμως, συνέβαινε πραγματικά. Δυστυχώς δεν ήταν ούτε τρελός, ούτε είχε παραισθήσεις.
Η Λαβέρν ούρλιαζε. Ο Ράντι την είδε να σκεπάζει τα μάτια με το χέρι της, μελοδραματικά, σαν ηρωίδα του βωβού κινηματογράφου. Του ‘ρθε να γελάσει, να την κοροϊδέψει κατάμουτρα, αλλά ήταν ανίκανος ν’ αρθρώσει λέξη.
Κοίταξε ξανά προς την Ρέητσελ. Είχε εξαφανιστεί σχεδόν. Είχε πάψει ν’ αντιστέκεται πια… σπασμοί συντάραζαν το κορμί της. Η μαύρη μάζα την είχε σκεπάσει ολόκληρη… Κατά περίεργο τρόπο, η κηλίδα φαινόταν πιο μεγάλη τώρα. Κάποια αόρατη μυϊκή δύναμη είχε αυξήσει τον όγκο της. Είδε τη Ρέητσελ να σηκώνει το χέρι της και να χτυπάει τη μάζα. Έμεινε εκεί κολλημένο, σαν να είχε πέσει σε σιρόπι ή μυγοπαγίδα. Το χέρι εξαφανίστηκε αστραπιαία… Μόνο το σχήμα του κορμιού της μάντευε πια, καθώς ήταν σκεπασμένο ολόκληρο απ’ τη γλοιώδη μεμβράνη. Το πράγμα, την αναποδογύρισε μες στο νερό κι άρχισε να την τρώει. Σε λίγο χάθηκε και το σχήμα του κορμιού της. Είδε κάτι λευκό ν’ αστράφτει κάποια στιγμή… Κόκκαλο… Γύρισε απ’ την άλλη μεριά να μη βλέπει κι έκανε εμετό σε μια γωνιά της εξέδρας.
Η Λαβέρν δεν είχε σταματήσει να ουρλιάζει… Ακούστηκε ένας ήχος από σκαμπίλι. Τα ουρλιαχτά σταμάτησαν, έσβησαν σιγά-σιγά μ’ ένα παραπονιάρικο κλαψούρισμα. Την χτύπησε! σκέφτηκε ο Ράντι. Κι ήθελα τόσο να την χτυπήσω εγώ. Σηκώθηκε σκουπίζοντας το στόμα του. Ένιωθε αδύναμος και πολύ φοβισμένος. Τόσο φοβισμένος, που το μυαλό του είχε παραλύσει. Σε λίγο θα άρχιζε κι αυτός τα ουρλιαχτά, οπότε ο Ντέηκ θ’ αναγκαζόταν να τον χτυπήσει… Ο Ντέηκ. Πάντα άφοβος, πάντα ψύχραιμος. Ήρωας. Πρώτος στο ποδόσφαιρο, μάτσο γύρω του τα όμορφα κορίτσια, κουδούνισε χαζοχαρούμενα η σκέψη στο μυαλό του. Κάτι του έλεγε ο Ντέηκ… Σήκωσε το κεφάλι ψηλά προσπαθώντας να σβήσει απ’ το μυαλό του την εικόνα της Ρέητσελ -μια άμορφη μάζα τώρα, σκεπασμένη απ’ το μαύρο πράγμα που την κατέτρωγε… Δεν ήθελε να φάει κι αυτός χαστούκι απ’ τον Ντέηκ.
«Σίιισκο, την έχουμε άσχημα», κατάφερε να ψελλίσει.
«Τι είν’ αυτό το πράγμα;» ρώταγε αγριεμένος ο Ντέηκ, ταρακουνώντας τον απ’ τον ώμο. «Την έφαγε! Το είδες; Την κατασπάραξε που να πάρει ο διάολος! Τι πράγμα είν’ αυτό;»
«Σου είπα, δεν ξέρω.»
«Δεν ξέρεις εσύ; Ο Εγκέφαλος που τα ξέρει όλα; Πρώτος σ’ όλες τις επιστήμες, πανάθεμά σε!» ο Ντέηκ ούρλιαζε σχεδόν κι αυτό, κατά περίεργο τρόπο, έκανε τον Ράντι ν’ ανακτήσει αμέσως την ψυχραιμία του.
«Καμιά επιστήμη δεν ασχολείται με τέτοια πράγματα», είπε. «Σε κανένα βιβλίο δεν έχω διαβάσει γι’ αυτό. Μόνο σε αίθουσες τρόμου στα Λούνα Παρκ έχω δει παρόμοια, όταν ήμουνα δώδεκα χρονών.»
Η μάζα τώρα, είχε ξαναπάρει το ολοστρόγγυλο σχήμα της. Έπλεε ήρεμα στο νερό, τρία μέτρα απ’ την εξέδρα.
«Μεγαλύτερο μου φαίνεται τώρα», παρατήρησε η Λαβέρν.
Όταν το είχε πρωτοδεί, ο Ράντι είχε υπολογίσει τη διάμετρό του γύρω στο ενάμισι μέτρο. Τώρα, ήταν πάνω από δυόμισι μέτρα.
«Μεγάλωσε, γιατί έφαγε τη Ρέητσελ!» συνειδητοποίησε ξαφνικά η Λαβέρν κι άρχισε πάλι να ουρλιάζει.
«Σταμάτα, αλλιώς θα σου σπάσω τα μούτρα», είπε κοφτά ο Ντέηκ. Σταμάτησε, αλλά όχι αμέσως. Άρχισε να κλαψουρίζει κι η φωνή της έσβησε σιγά-σιγά, σαν δίσκος γραμμοφώνου που τον γρατζουνάει η βελόνα. Τα μάτια της ήταν διάπλατα ανοιγμένα.
Ο Ντέηκ κοίταξε τον Ράντι.
«Είσ’ εντάξει Πάντσο;» ρώτησε.
«Δεν ξερω. Προσπαθώ να είμαι», του απάντησε.
«Αυτός είσαι φίλε!» του χαμογέλασε ο Ντέηκ, αλλά κάπως αδύναμα.
Ο Ράντι πρόσεξε ανήσυχος το υποταγμένο, ήπιο βλέμμα του. Τι σκάρωνε πάλι ο Ντέηκ;
«Έχεις ιδέα τι πράγμα μπορεί να είναι αυτό;» τον ρώτησε ο Ντέηκ.
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Μπορεί να ήταν πετρελαιοκηλίδα τελικά… και να… μεταλλάχτηκε απ’ την επίδραση κοσμικής ακτινοβολίας… ή ο Άρθουρ Γκούντφρη να κατούρησε πυρηνικά απόβλητα πάνω του… Ποιος διάολο να ξέρει τι πράγμα ήταν αυτό;
«Λες να μπορέσουμε να του ξεφύγουμε κολυμπώντας;» επέμεινε ο Ντέηκ σφίγγοντάς του τον ώμο.
«Αποκλείεται!» τσίριξε υστερικά η Λαβέρν.
«Κόφ’ τις υστερίες, αλλιώς θα σε καθαρίσω Λαβέρν», ύψωσε τη φωνή του ο Ντέηκ. «Σοβαρά μιλάω», πρόσθεσε.
«Είδες πόσο γρήγορα όρμηξε στη Ρέητσελ. Δεν προλαβαίνουμε να του ξεφύγουμε», είπε ο Ράντι.
«Μπορεί να ήταν πεινασμένο», απάντησε ο Ντέηκ. «Τώρα, είναι χορτάτο.»
Χορτάτο απ’ τη Ρέητσελ… Θυμήθηκε τη Ρέητσελ, γονατισμένη στην άκρη της εξέδρας, τόσο όμορφη με τα εσώρουχά της, και τον έπιασε πάλι ναυτία…
«Δεν έχεις παρά να δοκιμάσεις», είπε στον Ντέηκ.
«Ασ’ τα αστεία», σοβαρεύτηκε ο Ντέηκ.
«Ας’ τα αστεία κι εσύ, Σίσκο.»
«Θέλω να πάω σπίτι μου», ανακοίνωσε ψιθυριστά η Λαβέρν.
Κανείς δεν της απάντησε.
«Θα περιμένουμε μήπως φύγει», είπε ο Ντέηκ. «Όπως ήρθε, μπορεί και να φύγει, τι διάολο!»
«Μπορεί», είπε ο Ράντι.
Ο Ντέηκ τον κοίταξε πυρετικά μες στο μισοσκόταδο. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει κάποια λύση…
«Τι πάει να πει "μπορεί";» τον ρώτησε.
«Ήρθε, μόλις ήρθαμε εμείς. Το είδα. Μας μύρισε από μακριά, φαίνεται. Αν είναι χορτάτο όπως λες, θα φύγει. Αν όμως πεινάει ακόμα…»
Ο Ντέηκ τον άκουγε σκεφτικός με σκυμμένο το κεφάλι. Απ’ τα κοντά μαλλιά του έσταζαν ακόμα σταγόνες νερό.
«Θα περιμένουμε», είπε. «Ας φάει ψάρια να χορτάσει.»
Δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά πέρασαν χωρίς να μιλάει κανένας. Το κρύο τώρα ήταν τσουχτερό. Η θερμοκρασία πρέπει να ήταν γύρω στους δεκαπέντε βαθμούς κι αυτοί ήταν μόνο με τα εσώρουχα. Ο Ράντι άκουσε τα δόντια του να κροταλίζουν. Η Λαβέρν κόλλησε πάνω στον Ντέηκ να ζεσταθεί, αλλά αυτός την έκανε πέρα ευγενικά, αλλά σταθερά.
«Άσε με τώρα», της είπε.
Εκείνη έκατσε κάτω, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος και πιάνοντας τους αγκώνες της. Τουρτούριζε. Κοίταξε τον Ράντι με ικετευτικό βλέμμα. Τώρα τον ήθελε, μπορούσε να πάει κοντά της να την αγκαλιάσει… Αυτός κοίταξε απ’ την άλλη μεριά, προς την κηλίδα. Ήταν πάντα εκεί. Έπλεε στο νερό, χωρίς να πλησιάζει ούτε ν’ απομακρύνεται. Κοίταξε προς την ακτή. Έμοιαζε να επιπλέει κι αυτή, καθώς ένα χλωμό αντιφέγγισμα παιχνίδιζε στις άκρες της. Νόμιζε ότι διέκρινε την Καμάρο του Ντέηκ, αλλά δεν ήταν βέβαιος ότι έβλεπε καλά.
«Πήραμε τ’ αμάξι και φύγαμε βόλτα», παρατήρησε ο Ντέηκ.
«Ναι.»
«Σε κανέναν δεν είπαμε πού πάμε.»
«Όχι.»
«Κανείς δεν ξέρει ότι είμαστε εδώ.»
«Κανείς.»
«Θα σταματήσετε;» φώναξε η Λαβέρν. «Τρομάζω χειρότερα έτσι!»
«Θα κλείσεις καμιά φορά την κωλότρυπα που έχεις για στόμα;» είπε ο Ντέηκ. Ο Ράντι ξέσπασε σε γέλια. Όσες φορές κι αν την άκουγε αυτή την έκφραση του Ντέηκ, πάντα τον έκανε να γελάει.
«Αν χρειαστεί, θα μείνουμε εδώ όλη νύχτα. Τι διάολο, κάποιος θα μας δει αύριο το πρωί», συνέχισε ο Ντέηκ. «Δεν είμαστε δα και στη μέση του Ειρηνικού! Έτσι δεν είναι Ράντι;»
Ο Ράντι δεν απάντησε.
«Είμαστε ή δεν είμαστε;» επέμεινε ο Ντέηκ.
«Ξέρεις πού είμαστε», του είπε. «Οχτώ μίλια χωματόδρομο απ’ την εθνική οδό κάναμε.»
«Ναι, αλλά έχει σπίτια κάθε εκατό μέτρα.»
«Εξοχικά είναι. Μόνο το καλοκαίρι κατοικούνται. Όλοι έφυγαν, πήγαν στην πόλη, πανάθεμά τους. Άσε που παραβίασες τόσα απαγορευτικά. Μπήκαμε σε ιδιωτικό δρόμο. Ποιος να ‘ρθει κατά δω;»
«Κανένας αγροφύλακας ίσως…» Η φωνή του Ντέηκ έβγαινε άτονη, λίγο φοβισμένη… Φοβόταν ο Ντέηκ; Αυτή τη στιγμή, για πρώτη φορά στη ζωή του, είχε αρχίσει άραγε να νιώθει τι θα πει φόβος; Τρομερό! Ο άφοβος Ντέηκ κατέρρεε από φόβο; αναρωτήθηκε ο Ράντι, με χαιρέκακη ευχαρίστηση.
«Τι να κάνει εδώ ο αγροφύλακας; Δεν υπάρχει τίποτα να κλέψει ή να καταστρέψει κανείς. Και να έρχεται, θα περνάει κάθε δυο μήνες.»
«Κυνηγοί τότε…»
«Τον άλλο μήνα αρχίζει το κυνήγι», είπε ο Ράντι και σώπασε απότομα. Τώρα είχε αρχίσει να φοβάται κι αυτός.
«Μπορεί να φύγει και να μας αφήσει ήσυχους», είπε η Λαβέρν μ’ ένα αβέβαιο χαμόγελο, προσπαθώντας να φανεί γενναία. «Μπορεί να φύγει… να χαθεί.»
«Αν η γιαγιά μου είχε καρούλια…», άρχισε ο Ντέηκ.
«Κινείται!» είπε ο Ράντι.
Η Λαβέρν πετάχτηκε αμέσως όρθια. Ο Ντέηκ ήρθε κοντά στον Ράντι. Το κέντρο βάρους της εξέδρας μετακινήθηκε απότομα κι άρχισε να τραμπαλίζεται επικίνδυνα. Η καρδιά του Ράντι κλώτσησε στο στήθος του κι η Λαβέρν άρχισε να ουρλιάζει. Ο Ντέηκ μετακινήθηκε κι η εξέδρα ισορρόπησε κάπως. Μόνο απ’ τη μία πλευρά έγερνε λίγο.
…Πλησίαζε ταχύτατα, γλιστρώντας απειλητικά πάνω στο νερό. Και τότε ο Ράντι, είδε τα χρώματα που είχε δει η Ρέητσελ… κόκκινοι, κίτρινοι, γαλάζιοι στρόβιλοι αναδύονταν μέσα απ’ την κατάμαυρη, μουντή μάζα που έπλεε στον ρυθμό των κυμάτων. Φαίνεται, αυτός ο ρυθμικός κυματισμός επηρέαζε και τα χρώματα, που συγχέονταν, ανακατεύονταν μεταξύ τους σε υπέροχες αποχρώσεις. Ο Ράντι συνειδητοποίησε ότι ήταν έτοιμος να υποκύψει, να πέσει μέσα στα χρώματα… Άρχισε να γέρνει προς το μέρος τους…
Μ’ όση δύναμη τού είχε απομείνει, κοπάνησε μια γερή γροθιά στη μύτη του. Δάκρυσε απ’ τον πόνο. Καφτό αίμα κύλησε στο πρόσωπό τους. Μπόρεσε όμως να απομακρυνθεί, φωνάζοντας ταυτόχρονα στον Ντέηκ…
«Μην το κοιτάς! Τα χρώματα μαγνητίζουν!»
«Προσπαθεί να χωθεί κάτω απ’ την εξέδρα», είπε ο Ντέηκ συνοφρυωμένος. «Τι σκατά είναι αυτό, ρε Πάντσο;»
Ο Ράντι κοίταζε ανήσυχα κάτω… Το είδε που ανίχνευε την άκρη της εξέδρας. Μετά, άρχισε να αναδιπλώνεται. Πήρε σχήμα ημικυκλικό και στοιβάζοντας τις πτυχώσεις του τη μια πάνω στην άλλη, άρχισε ν’ αυξάνει απειλητικά το ύψος του. Έντρομος ο Ράντι, νόμισε ότι ετοιμάζεται ν΄ανεβεί επάνω. Αυτό όμως άρχισε να συμπιέζεται ώσπου τελικά γλίστρησε κάτω απ’ την εξέδρα. Ο Ράντι μάλιστα άκουσε -ή νόμισε ότι άκουσε- έναν ήχο, σαν μουσαμάς που τεντώνεται.
«Είναι από κάτω μας τώρα;» ρώτησε η Λαβέρν πασχίζονας να φανεί ψύχραιμη, αλλά ο τσιριχτός τόνος της φωνής της δεν έπειθε κανέναν. Ήταν έτοιμη να ξαναρχίσει τα ουρλιαχτά.
«Είναι κάτω απ’ την εξέδρα; Από κάτω μας;» επανέλαβε.
«Ναι», είπε ο Ντέηκ κοιτάζοντας τον Ράντι. «Λέω να φύγω τώρα κολυμπώντας», του είπε. «Είναι μοναδική ευκαιρία.»
«Όχι!» ούρλιαξε η Λαβέρν. «Μη φεύγεις, μη μας αφήνεις μόνους…»
«Κολυμπάω γρήγορα», είπε ο Ντέηκ στον Ράντι, αγνοώντας τη Λαβέρν. «Αν μείνει κι άλλο εκεί κάτω, προλαβαίνω.»
Ο Ράντι άρχισε να υπολογίζει τις πιθανότητες. Το μυαλό του δούλευε εντατικά, λες κι υπολόγιζε αν θα κερδίσει η ομάδα του στον τελικό κυπέλλου. Αυτή η νοητική δραστηριότητα τού προκάλεσε μια οδυνηρή αίσθηση ευεξίας -σχεδόν σαν εκσπερμάτωση. Με οξυμένες αισθήσεις, άκουγε ευδιάκριτα την αντήχηση των άδειων βαρελιών από κάτω, έβλεπε τα ξερά φύλλα απέναντι στην ακτή να στροβιλίζονται στον άνεμο κι αναρωτήθηκε για ποιο λόγο η μάζα πήγε και χώθηκε κάτω απ’ την εξέδρα.
«Δεν θα προλάβεις», είπε στον Ντέηκ.
«Θα προλάβω», επέμενε ο Ντέηκ, προχωρώντας προς την άκρη της εξέδρας.
Έκανε δυο βήματα και σταμάτησε.
Άρχισε να παίρνει βαθειές εισπνοές, προετοιμάζοντας την καρδιά και τους πνεύμονές του ν’ αντέξουν στην πιο γρήγορη κούρσα της ζωής του. Ξαφνικά, η ανάσα του κόπηκε στη μέση και γύρισε το κεφάλι του προς τον Ράντι. Οι φλέβες στον λαιμό του είχαν πεταχτεί σχεδόν έξω.
«Πάντς…», άρθρωσε κατάπληκτος κι αμέσως άρχισε να ουρλιάζει.
Το ουρλιαχτό του, δυνατό και μπάσο, κατέληγε σε ψιλές φωνίτσες, τόσο διαπεραστικές όμως, που αντιλαλούσαν ως πέρα στη στεριά. Ο Ράντι αναρωτήθηκε σαστισμένος γιατί ουρλιάζει, αλλά γρήγορα κατάφερε να διακρίνει μια λέξη ανάμεσα στις άναρθρες κραυγές του.
«Το πόδι μου», ούρλιαζε ο Ντέηκ. «Το πόδι μου!»
Ο Ράντι κοίταξε κάτω. Το πόδι του Ντέηκ έμοιαζε να βυθίζεται κι η αιτία ήταν προφανής… Ο Ράντι αρνήθηκε να πιστέψει αυτό που έβλεπε -ήταν αδιανόητο, εντελώς παράλογο. Έβλεπε το πόδι του Ντέηκ απ’ τον αστράγαλο και κάτω να τραβιέται μέσα από μια χαραμάδα, ανάμεσα στις σανίδες.
Μετά πρόσεξε τη γυαλιστερή μαύρη μάζα, κολλημένη στη φτέρνα και στα δάχτυλα και τους απειλητικούς, χρωματιστούς στροβίλους.
Το «πράγμα» έτρωγε το πόδι του Ντέηκ! («Το πόδι μου, το πόδι μου», επιβεβαίωνε κι ο Ντέηκ ουρλιάζοντας). Είχε κάνει το λάθος να πατήσει πάνω στη χαραμάδα (πάτησες σε χαραμάδα; Σπάζεις πόδια αράδα, τραγούδησε ηλίθια το μυαλό του Ράντι) αλλά κάτω απ’ τη χαραμάδα παραμόνευε αυτό το πράγμα…
«Τραβήξου Ντέηκ!» του φώναξε. «Τράβα το πόδι σου, που να πάρει!»
«Τι συμβαίνει;» φώναξε κι η Λαβέρν. Δεν της έφτανε που τον είχε αρπάξει απ’ τον ώμο -πρόλαβε να σκεφτεί ο Ράντι- έμπηγε και τα μακριά σαν καρφιά νύχια της μέσα στη σάρκα του. Σκέτος μπελάς αυτή η κοπέλα, σκέφτηκε και της τράβηξε μια αγκωνιά στο στομάχι για να την διώξει από πάνω του. Βήχοντας και βογγώντας εκείνη έπεσε με τον πισινό στα σανίδια.Ο Ράντι όρμησε κι άρπαξε τον Ντέηκ απ’ το μπράτσο.
Δυνατό, στιβαρό μπράτσο, σαν σμιλεμένο μάρμαρο. Οι μύες περιέβαλλαν τον βραχίονα, λείοι κι ευδιάκριτοι, όπως στις φωτογραφίες ανατομίας. Προσπάθησε να τραβήξει τον Ντέηκ. Ήταν σαν να προσπαθούσε να ξεριζώσει δέντρο. Ο Ντέηκ, με το βλέμμα στραμμένο στον γκριζορόδινο μεγαλόπρεπο ουρανό της δύσης, ούρλιαζε ασταμάτητα.
Ο Ράντι κοίταξε κάτω κι είδε το πόδι του Ντέηκ να εξαφανίζεται στη χαραμάδα ως τον αστράγαλο. Το άνοιγμά της, δεν πρέπει να ήταν πάνω από ενάμισι εκατοστό κι όμως ολόκληρη η πατούσα είχε εξαφανιστεί μέσα από εκεί. Παχύρρευστα ρυάκια από αίμα έβαψαν τις άσπρες σανίδες γύρω του. Μαύρες πτυχές ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά, σαν πλαστικές αντλίες μέσα απ’ τη χαραμάδα, ρουφώντας, τρώγοντας. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, ρυθμικά, σαν χτύπος καρδιάς.
Πρέπει να τον τραβήξω. Πρέπει να τον βγάλω από εκεί, προτού να είναι αργά. Κουράγιο Σίσκο, σε παρακαλώ…
Η Λαβέρν σηκώθηκε απ’ τις σανίδες κι οπισθοχώρησε, τρομαγμένη απ’ το θέαμα που αντίκρυζε: ο Ντέηκ, σφάδαζε, ριζωμένος σαν δέντρο στη μέση της εξέδρας, που συνέχιζε να επιπλέει στην απέραντη λίμνη κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό. Κούνησε αδύναμα το κεφάλι της, σαν να μην πίστευε σ’ αυτό που έβλεπε και σταύρωσε τα χέρια της πάνω στην κοιλιά της, εκεί που είχε φάει την αγκωνιά του Ράντι.
Ο Ντέηκ γαντζώθηκε απεγνωσμένα απ’ τον Ράντι. Αίμα ξεπηδούσε απ’ το κάτω μέρος της κνήμης του, που τώρα έμοιαζε με ξυσμένο μολύβι… Μόνο που η μύτη του μολυβιού ήταν άσπρη -ένα τριμμένο κόκκαλο.
Μαύρες πτυχές αναπηδούσαν απ’ τη χαραμάδα, ρουφώντας, τρώγοντας.
Ο Ντέηκ κλαψούρισε αδύναμα.
Δε θα ξαναπαίξει ποδόσφαιρο πια. Με τι πόδι θα κλωτσάει την μπάλα; σκέφτηκε ο Ράντι και συνέχισε να τραβάει τον σφηνωμένο Ντέηκ, τον Ντέηκ-δέντρο. Εκείνος έγειρε πίσω, αφήνοντας μια μακρόσυρτη, διαπεραστική κραυγή. Ο Ράντι έκανε πίσω στριγγλίζοντας κι αυτός, σκεπάζοντας τ’ αφτιά του με τα χέρια. Αίμα ξεπηδούσε απ’ τους πόρους της γάμπας του Ντέηκ. Το γόνατό του, φούσκωνε κατακόκκινο καθώς αντιστεκόταν στην τρομαχτική πίεση που του ρουφούσε το πόδι προς τα κάτω.
Αδύνατο να τον βοηθήσω. Αυτό το πράγμα έχει τρομακτική δύναμη. Τι να κάνω; Συχώρα με Ντέηκ.
«Αγκάλιασέ με, Ράντι!» είπε η Λαβέρν ορμώντας πάνω τους. Τον έσφιγγε παντού με τα χέρια, κρύβοντας το κεφάλι της στο στήθος του. Το πρόσωπό της έκαιγε, φλεγόταν σχεδόν. «Κράτα με, σε παρακαλώ…»
Αυτή τη φορά, υποχώρησε.
Πολύ αργότερα, συνειδητοποίησε τον πολύτιμο χρόνο που είχαν χάσει κι οι δυο. Όσο αυτό το μαύρο πράγμα έτρωγε τον Ντέηκ, θα μπορούσαν να είχαν κολυμπήσει μέχρι την ακτή. Τα κλειδιά της Καμάρο ήταν στο τζην του Ντέηκ, που ήταν πεταμένο στην άμμο. Σίγουρα θα προλάβαιναν… αλλά το σκέφτηκε πολύ αργά.
Ο Ντέηκ πέθανε τη στιγμή που ο μηρός του εξαφανιζόταν ανάμεσα απ’ τη χαραμάδα. Είχε ήδη σταματήσει να ουρλιάζει… Μόνο κοφτά, εξασθενημένα βογγητά ακούγονταν. Σε λίγο σταμάτησαν κι αυτά. Έπεσε αναίσθητος, με το κεφάλι πάνω στις σανίδες. Ακούστηκε το αδύναμο σπάσιμο της σφηνωμένης κνήμης του που έμεινε σφηνωμένη μες στη χαραμάδα.
Ανασήκωσε το κεφάλι του και με μάτια απλανή, άνοιξε το στόμα του. Ο Ράντι νόμιζε ότι θα ξανάρχιζε τα ουρλιαχτά. Όμως, μέσα απ’ το ορθάνοιχτο στόμα ξεπήδησε πηχτό αίμα σαν συντριβάνι περιλούζοντας τον Ράντι και τη Λαβέρν, που άρχισε πάλι να στριγγλίζει αγριεμένη.
«Αίμα!» τσίριξε με αηδία. «Τι αηδία! Αίμα!» Έτριβε το σώμα της προσπαθώντας να το καθαρίσει αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να πασαλείβεται χειρότερα.
Αίμα ξεπηδούσε τώρα κι απ’ τα μάτια του Ντέηκ, που είχαν πεταχτεί έξω απ’ τη μεγάλη πίεση. Τι δυνατός οργανισμός Χριστέ μου. Εκεί δες. Τόσο πολύ αίμα! Ανθρώπινο καύσιμο. Σαν ανθρώπινος πυροσβεστήρας μοιάζει. Πω! Πω!
Αίμα ξεπηδούσε κι απ’ τα αφτιά του Ντέηκ. Το πρόσωπό του, μελιτζανί, ασφυκτιούσε απ’ την υδροστατική πίεση που ασκούσε αυτό το πράγμα που τον ρουφούσε προς τα κάτω.
Μετά, ευτυχώς, ήρθε το τέλος.
Ο Ντέηκ κατέρρευσε πέφτοντας με το κεφάλι κάτω πάλι. Τα μαλλιά του απλώθηκαν πάνω στα ματωμένα σανίδια της εξέδρας. Έκπληκτος ο Ράντι, παρατήρησε ότι ακόμα και το κρανίο του αιμορραγούσε.
Ρουφηχτοί ήχοι ακούγονταν κάτω απ’ την εξέδρα.
Τότε ήταν που στο ζαλισμένο, σαστισμένο μυαλό του, πέρασε η σκέψη ότι θα μπορούσε να είχε κολυμπήσει μέχρι την ακτή, όσο συνέβαινε αυτό. Η Λαβέρν όμως είχε λιποθυμήσει στα χέρια του. Κοίταξε το αναίσθητο πρόσωπό της κι ανασήκωσε το ένα της βλέφαρο. Μόνο το ασπράδι του ματιού της φαινόταν. Δεν είχε λιποθυμήσει. Βρισκόταν σε κατάσταση καταπληξίας.
Ο Ράντι κοίταξε την επιφάνεια της εξέδρας. Οι σανίδες είχαν πλάτος μόνο τριάντα εκατοστά. Αδύνατο να την ακουμπούσε κάτω -θ’ ακουμπούσε οπωσδήποτε και σε κάποια χαραμάδα. Σκέφτηκε να την βάλει κόντρα, πάνω στην ανεξάρτητη φαρδιά σανίδα που χρησιμοποιούσαν για αλτήρα. Τη δέναν συνήθως στο πλάι της εξέδρας. Δεν την είδε πουθενά. Μάλλον την είχαν μαζέψει. Δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο παρά η επιφάνεια της εξέδρας -δεκατέσσερις σανίδες, έξι μέτρα επί τριάντα εκατοστά η κάθε μία. Όπου και να την έβαζε θ’ ακουμπούσε σε χαραμάδα.
Πάτησες χαραμάδα; Σπάζεις πόδια αράδα, ξανατραγούδησε ξεκούρδιστα στο μυαλό του. Θα σκάσεις επιτέλους; Και τότε απ’ τα σκοτεινά βάθη του μυαλού του, ξεπήδησε η εφιαλτική σκέψη. Κάν’ το. Ακούμπα την κάτω. Τουλάχιστον να προλάβεις να σωθείς εσύ. Να κολυμπήσεις απέναντι.
Αδύνατον να το κάνει. Ένα κύμα ενοχής τον πλημμύρισε. Ένιωθε το βάρος της να του τραβάει τους μύες στα χέρια και στην πλάτη. Ήταν αρκετά βαριά τελικά.
Ο Ντέηκ σιγά-σιγά εξαφανιζόταν.
Ο Ράντι, με την Λαβέρν στα χέρια, παρακολούθησε όλη τη διαδικασία. Δεν ήθελε να βλέπει, και συχνά, γύρναγε το κεφάλι απ’ την άλλη μεριά. Τα μάτια του όμως ξαναγύριζαν εκεί, καθηλωμένα στο αποτρόπαιο θέαμα.
Ο θάνατος του Ντέηκ είχε επισπεύσει τη διαδικασία.
Πρώτα, εξαφανίστηκε το ήδη φαγωμένο δεξί του πόδι. Σιγά-σιγά, αργά και σταθερά, ολόκληρο, μέχρι επάνω. Ο Ντέηκ έμοιαζε τώρα με χορευτή μπαλέτου μ’ ένα πόδι, σε μια απερίγραπτη φιγούρα χορού. Ακούστηκε ο ήχος απ’ τα κόκκαλα της λεκάνης του που έσπαζαν. Μετά, το στομάχι του φούσκωσε, εξογκώθηκε σαν μπαλόνι, από κάποια πανίσχυρη εσωτερική πίεση. Ο Ράντι, γύρισε απ’ την άλλη μεριά και για ώρα άκουγε τους υγρούς ρουφηχτούς ήχους… Συγκέντρωσε τη σκέψη του στα χέρια και στην πλάτη του που είχαν αρχίσει να μουδιάζουν απ’ το βάρος που κρατούσαν. Να δοκιμάσει να την συνεφέρει; Το απέκλεισε. Προτιμούσε τον πόνο στην πλάτη και στα χέρια. Απασχολούσε τουλάχιστον το μυαλό του έτσι.
Πίσω του, ακούγονταν τραγανιστοί θόρυβοι σαν κάποιος να μασούλαγε καραμέλες. Γύρισε και είδε. Κόκκαλα -τα πλευρά του Ντέηκ- χάνονταν απ’ τη χαραμάδα. Τα χέρια του είχαν απομείνει ανοιχτά, τεντωμένα ψηλά… Έμοιαζε με γελοία απομίμηση του Ρίτσαρντ Νίξον όταν συνέγειρε τα πλήθη τη δεκαετία του ’60 με το σήμα της νίκης.
Τα μάτια του Ντέηκ ήταν ορθάνοιχτα κι η γλώσσα του είχε πεταχτεί έξω. Έμοιαζε να κοροϊδεύει τον Ράντι.
Ο Ράντι κοίταξε απ’ την άλλη μεριά, προς την ακτή. Μήπως δω κανένα φως, σκέφτηκε. Ήξερε ότι δεν υπήρχε καμία τέτοια πιθανότητα. Βλέπε, βλέπε, κάποιος μπορεί να ήρθε βόλτα για το σαββατοκύριακο. Ν’ απολαύσει το φθινοπωρινό τοπίο. Ξερά φύλλα. Με τη Νίκον του. Να πάρει φωτογραφίες, να δείχνει μετά περήφανος τα σλάιντς στους δικούς του.
Ξανακοίταξε τον Ντέηκ. Τα χέρια του τώρα είχαν τεντωθεί μπροστά. Δεν έμοιαζε πια με τον Νίξον. Περισσότερο θύμιζε διαιτητή που σφύριζε πέναλτι.
Το κεφάλι του ακουμπούσε πάντα στις σανίδες.
Τα μάτια του ήταν ακόμα ανοιχτά.
Η γλώσσα του ήταν ακόμα πεταμένη έξω.
«Αχ Σίιισκο», αναστέναξε ο Ράντι, και κοίταξε πάλι μακριά. Τα χέρια κι οι ώμοι του κόντευαν να ξεκολλήσουν απ’ το βάρος της Λαβέρν. Την κράταγε όμως ακόμα. Κοίταξε απ’ την άλλη πλευρά της λίμνης. Ήταν θεοσκότεινα. Αστέρια τρεμόσβηναν στον μαύρο ουρανό -σαν πιτσιλιές από γάλα σε μαύρο τραπεζομάντηλο.
Η ώρα περνούσε. Θα ‘χει εξαφανιστεί τελείως πια, μπορείς να κοιτάξεις. Καλύτερα όχι. Καλού-κακού μην κοιτάς. Συγκρατήσου, εντάξει; Εντάξει. Σύμφωνοι! Είπαμε, δεν κοιτάμε.
Κοίταξε όμως πάλι. Τώρα, εξαφανίζονταν τα δάχτυλα του Ντέηκ, κουνιόντουσαν μάλιστα… Ίσως η ρυθμική κίνηση του νερού, κούναγε και το άγνωστο πράγμα που έτρωγε τον Ντέηκ κι αυτό με τη σειρά του μετέδιδε την κίνηση στα δάχτυλα. Ίσως να ήταν έτσι, αλλά του Ράντι του φάνηκε ότι ο Ντέηκ του κούναγε το χέρι για τελευταία φορά. Ο Σίσκο τον αποχαιρετούσε… Κάτι σάλεψε μες στο μυαλό του. Το ένιωσε να ταρακουνιέται, να τραμπαλίζεται, ακριβώς όπως η εξέδρα πριν λίγο, όταν κι οι τέσσερις είχαν σταθεί πάνω απ’ τη μια πλευρά. Αυτοκυριαρχήθηκε. Για πρώτη φορά στη ζωή του, ένιωσε πώς είναι όταν τρελαίνεται κανείς. Πιθανόν να τρελαινόταν κιόλας σιγά-σιγά. Ποιος ξέρει;
Το δαχτυλίδι του Ντέηκ -Αφιέρωμα του Συλλόγου, Έτος 1981- γλίστραγε σιγά-σιγά απ’ το δεξί του χέρι. Η αστροφεγγιά παιχνίδισε για λίγο πάνω του, χρυσίζοντας πότε τη μια πλευρά -άστραφτε το 19- πότε την άλλη -άστραφτε το 81. Το δαχτυλίδι έφυγε απ’ το δάχτυλό του. Ήταν αρκετά φαρδύ, δε χωρούσε μέσα απ’ τη χαραμάδα. Ήταν αρκετά σκληρό, δεν συμπιεζόταν. Έμεινε εκεί, τελευταίο απομεινάρι του Ντέηκ. Πάει ο Ντέηκ. Τέρμα οι μελαχρινές, με το παθιάρικο βλέμμα, τέρμα το κυνήγι με τη βρεγμένη πετσέτα όταν ο Ράντι έβγαινε απ’ το ντους, τέρμα οι ωραίες πάσες στο γήπεδο, οι ζητωκραυγές του κοινού. Τέρμα οι νυχτερινές κούρσες με την Καμάρο, με το κασετόφωνο να παίζει στη διαπασών «The Boys Are Back in Town». Πάει ο Σίσκο.
Ακούστηκε πάλι ο ήχος… Ξυστός ήχος, σαν μουσαμάς που τεντώνεται και τραβιέται μέσα από κλειστό παράθυρο.
Ο Ράντι στεκόταν όρθιος, με τις γυμνές πατούσες του πάνω στα σανίδια. Κοίταξε κάτω… Μαύρη πηχτή μάζα ξεπηδούσε απ’ όλες τις χαραμάδες γύρω απ’ τα πόδια του. Τα μάτια του πετάχτηκαν απ’ τις κόγχες τους. Θυμήθηκε τον πίδακα από αίμα -σαν κορδόνι- που ξεπήδαγε απ’ το στόμα του Ντέηκ… τα γουρλωμένα του μάτια, πεταγμένα έξω απ’ τις κόγχες τους απ’ την υδροστατική πίεση που του ρούφαγε το μεδούλι.
Με μυρίζει. Ξέρει πού στέκομαι. Λες να βγει επάνω; Μπορεί ν’ ανεβεί επάνω μέσα απ’ τις χαραμάδες; Μπορεί; Μπορεί άραγε;
Είχε τα μάτια στηλωμένα κάτω, αγνοώντας το βάρος της Λαβέρν, απορροφημένος ολότελα απ’ την εφιαλτική πιθανότητα να το δει να βγαίνει και να κολλάει πάνω του, να τον ρουφάει.
Μαύρα εξογκώματα ξεπήδησαν σ’ όλο το μήκος της σανίδας όπου στεκόταν (ασυναίσθητα είχε ανασηκωθεί στις μύτες των ποδιών) και μετά χάθηκαν. Ξανακούστηκε ο ήχος του μουσαμά που τεντώνεται. Ξαφνικά, ο Ράντι το είδε να επιπλέει στο νερό, πέντε μέτρα μακριά. Η τεράστια μαύρη κρεατοελιά κουνιόταν μαλακά, πάνω-κάτω, στον ρυθμό των κυμάτων… πάνω-κάτω, πάνω-κάτω… Φάνηκαν τα χρώματα -αρμονικές δονήσεις που στροβιλίζονταν γύρω του… Ο Ράντι κοίταξε γρήγορα απ’ την άλλη μεριά.
Ακούμπησε τη Λαβέρν πάνω στα σανίδια. Οι μύες στα χέρια του τρεμούλιασαν γλυκά, απαλλαγμένοι απ’ το βάρος. Γονάτισε δίπλα της. Τα μαλλιά της απλώνονταν ακανόνιστα, σαν βεντάλια, πάνω στις άσπρες σανίδες. Κοίταξε τη μαύρη κρεατοελιά στο νερό, που παραμόνευε να την κατασπαράξει στην παραμικρή κίνηση.
Την χαστούκισε, πρώτα στο ένα μάγουλο, μετά στο άλλο, ξανά και ξανά, σταθερά και μεθοδικά -μέθοδος επαναφοράς αναίσθητων πυγμάχων. Η Λαβέρν όμως δε συνερχόταν με τίποτα. Η Λαβέρν είχε παραιτηθεί απ’ το παιχνίδι, αρνιόταν να συμμετάσχει, αρκετά είχαν δει τα μάτια της. Δεν ήταν όμως δυνατόν να την προσέχει όλη νύχτα και να την παίρνει στα χέρια, όποτε το μαύρο πράγμα ερχόταν κάτω απ’ την εξέδρα -και πώς να το παρατηρεί; Δεν έπρεπε να το κοιτάει για πολύ, κινδύνευε. Ήξερε όμως έναν τρόπο να την συνεφέρει. Δεν τον είχε διδαχτεί στο πανεπιστήμιο. Του τον είχε μάθει ένας φίλος του μεγάλου του αδερφού που είχε χρηματίσει πρακτικός γιατρός στον πόλεμο του Βιετνάμ κι ήξερε ένα σωρό κόλπα -να βγάζει ψείρες απ’ τα μαλλιά και να τις βάζει να κάνουν αγώνες δρόμου μέσα σε σπιρτόκουτα, να κόβει μια κι έξω τη κοκαΐνη σε εξαρτημένους με μοναδικό υποκατάστατο παιδικά καθαρκτικά, να ράβει τραύματα με κανονική βελόνα και κλωστή, και άλλα πολλά. Κάποια μέρα λοιπόν είχαν πιάσει κουβέντα, ανταλλάσσοντας απόψεις επί των μεθόδων επαναφοράς μεθυσμένων μέχρις αναισθησίας που διέτρεχαν άμεσο κίνδυνο να πεθάνουν από αναρρόφηση -έτσι είχε πεθάνει πρόσφατα ο τραγουδιστής Μπον Σκοτ των AC/DC.
«Άκου λοιπόν τι πρέπει να κάνεις», του είπε, «όταν θέλεις να συνεφέρεις κάποιον στα γρήγορα…» και του είπε.
Αυτό ακριβώς θα εφάρμοζε τώρα και στη Λαβέρν. Έσκυψε και της δάγκωσε τον λοβό του αφτιού της μέχρι να ματώσει… Καυτό, πικρό αίμα γέμισε το στόμα του. Τα βλέφαρα της Λαβέρν άνοιξαν απότομα σαν αυτόματα ρολά. Ούρλιαξε βραχνά και τον χτύπησε με δύναμη. Αμέσως, η μαύρη μάζα ήρθε και τρύπωσε κάτω απ’ την εξέδρα. Ο Ράντι μόλις και πρόλαβε να δει μιαν άκρη της που χωνόταν από κάτω. Είχε κινηθεί αστραπιαία. Σήκωσε αμέσως τη Λαβέρν στα χέρια. Οι μύες του διαμαρτυρήθηκαν έντονα. Κόμποι από νεύρα και φλέβες πετάχτηκαν κάτω απ’ το δέρμα του. Η Λαβέρν εξακολουθούσε να τον χτυπάει στο πρόσωπο. Κατά λάθος κάποια στιγμή τον πέτυχε στην άκρη της ήδη ευαίσθητης μύτης του. Είδε κόκκινα αστράκια ν’ αστράφτουν.
«Κόφ’ το!» φώναξε, προσέχοντας να μετακινεί συνέχεια τις πατούσες του πάνω στα σανίδια. «Κόφ’ το σκύλα! Το πράγμα είναι πάλι από κάτω μας! Σταμάτα, αλλιώς θα σε ρίξω μέσα. Σ’ ορκίζομαι!»
Σταμάτησε αμέσως να τον χτυπάει. Τα χέρια της γλίστρησαν πίσω στον λαιμό του και σφίχτηκαν απεγνωσμένα γύρω του σαν του ναυαγού που πνίγεται. Τα μάτια της γυάλιζαν στην αστροφεγγιά. Τον έπνιγε.
«Σταμάτα Λαβέρν, θα με πνίξεις!»
Τον έσφιξε περισσότερο. Το μυαλό του άρχισε να παραλύει. Ο σπηλαιώδης ήχος των βαρελιών από κάτω πνίγηκε σ’ ένα μουντό, συρτό θόρυβο. Το πράγμα σάλευε πάνω στα βαρέλια.
«Πνίγομαι Λαβέρν!»
Χαλάρωσε λίγο το σφίξιμο.
«ΘΑ σε βάλω τώρα να πατήσεις κάτω. Αν προσέχ…»
Εκείνη το μόνο που άκουσε ήταν το θα σε βάλω. Τα χέρια της ξαναέσφιξαν τον λαιμό του απεγνωσμένα. Το δεξί του χέρι ήταν τυλιγμένο γύρω απ’ την πλάτη της. Έμπηξε τα νύχια του στη σάρκα της. Μούγγρισε και τίναξε τα πόδια της σπασμωδικά. Κόντεψε να χάσει την ισορροπία του. Εκείνη το κατάλαβε και σταμάτησε αυτόματα να τον σφίγγει.
«Πάτα κάτω!»
«Όχι!» σφύριξε η ανάσα της στο πρόσωπό του.
«Άμα πατάς πάνω στις σανίδες δεν πρόκειται να πάθεις τίποτα.»
«Μη μ’ αφήνεις κάτω. Θα με φάει!»
Ξαναέμπηξε τα νύχια του στην πλάτη της. Εκείνη έμπηξε μια στριγγλιά ανάμικτη από θυμό και φόβο.
Την κατέβασε κάτω προσεχτικά. Ανάσαιναν κι οι δυο κοφτά, σπασμωδικά, μπάσα αυτός, πρίμα εκείνη. Μόλις οι πατούσες της άγγιξαν τα σανίδια, τίναξε τα πόδια της προς τα πάνω σαν να την έκαψαν.
«Πάτα κάτω είπα!» σφύριξε αυτός μανιασμένα. «Δεν είμ’ ο Ντέηκ να σε κρατάω αγκαλιά όλη νύχτα!»
«Ο Ντέηκ…»
«Πέθανε.»
Πάτησε στις σανίδες. Την άφησε. Στάθηκαν για λίγο αντιμέτωποι σαν χορευτές που ετοιμάζονται να εκτελέσουν κάποια δύσκολη φιγούρα. Εκείνη, τρομοκρατημένη, κοντανάσαινε, περίμενε τη στιγμή που το πράγμα θα πεταγόταν απ’ τη χαραμάδα να την αρπάξει. Ανοιγόκλεινε το στόμα της σπασμωδικά σαν χρυσόψαρο σε γυάλα.
«Ράντι», ψιθύρισε βραχνά, «πού είν’ αυτό τώρα;»
«Από κάτω μας. Δες.»
Κοίταξαν κι οι δυο κάτω. Μαύρες πτυχές ζουλιόντουσαν, σφήνωναν ανάμεσα στις χαραμάδες σ’ όλο το μήκος της εξέδρας… Αναζητούσε δίοδο να τους φτάσει. Το κατάλαβαν κι οι δυο.
«Πάρε με αγκαλιά Ράντι, σε παρακαλώ…»
«Σιωπή!»
Έμειναν κι οι δυο ακίνητοι.
Όταν είχαν βουτήξει στη λίμνη, ο Ράντι είχε ξεχάσει να βγάλει το ρολόι του. Χρονομέτρησε… Πέρασαν δεκαπέντε λεπτά. Στις οχτώμισι, το μαύρο πράγμα γλίστρησε πάλι έξω. Πήγε τέσσερα-πέντε μέτρα μακριά και σταμάτησε, όπως και πριν.
«Λέω να κάτσω», είπε ο Ράντι.
«Όχι!»
«Είμαι κουρασμένος. Θα κάτσω λίγο να ξεκουραστώ και θα παραφυλάς εσύ. Μην το πολυκοιτάς μονάχα. Μετά θ’ αλλάξουμε βάρδια. Αυτό θα κάνουμε, κάθε ένα τέταρτο. Πάρε.» Της έδωσε το ρολόι του.
«Έφαγε και τον Ντέηκ», ψιθύρισε εκείνη.
«Ναι.»
«Τι πράγμα είν’ αυτό;»
«Δεν ξέρω.»
«Κρυώνω.»
«Κι εγώ.»
«Πάρε με αγκαλιά.»
«Σ’ είχα αγκαλιά, αρκετή ώρα.»
Φάνηκε να υποχωρεί.
Εκείνος κάθισε. Μια γλυκιά ανακούφιση τον πλημμύρισε. Ούτε το ρολόι ήταν υποχρεωμένος να κοιτάει πια. Ένιωσε σχεδόν ευτυχισμένος. Είχε τον νου του όμως στη Λαβέρν, να μην πολυκοιτάει το πράγμα.
«Τι θα κάνουμε Ράντι;»
Εκείνος σκέφτηκε λίγο.
«Θα περιμένουμε», της είπε.
Μόλις πέρασαν τα δεκαπέντε λεπτά, σηκώθηκε. Άλλαξαν βάρδια. Την άφησε να ξεκουραστεί μισή ώρα. Μετά, άλλαξαν πάλι βάρδια για ένα τέταρτο. Συνέχισαν έτσι για αρκετή ώρα. Στις δέκα και τέταρτο, το χλωμό δαχτυλίδι του φεγγαριού, χάραξε την επιφάνεια της λίμνης. Στις δέκα και μισή, ένα μακρόσυρτο κρώξιμο αντήχησε στη λίμνη. Η Λαβέρν στρίγγλισε.
«Σκάσε. Νεροπούλι είναι.»
«Κρυώνω, Ράντι. Έχω παγώσει ολόκληρη.»
«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα.»
«Αγκάλιασέ με τουλάχιστον. Να σ’ αγκαλιάσω κι εγώ, να κάτσουμε να το παραφυλάμε παρέα.»
Σκέφτηκε ν’ αρνηθεί. Το κρύο όμως τον διαπερνούσε ως το κόκκαλο.
«Εντάξει», είπε.
Κάθισαν κοντά-κοντά κι αγκαλιάστηκαν. Ξαφνικά, εντελώς παράλογα ή εντελώς φυσιολογικά, ένιωσε να ερεθίζεται. Άπλωσε το χέρι του κι έσφιξε το στήθος της. Εκείνη αναστέναξε απαλά και γλίστρησε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια τους.
Γλίστρησε κι αυτός το άλλο του χέρι προς τα κάτω… Έπιασε κάτι ζεστό και απαλό. Την έγειρε προς τα πίσω… Πετάχτηκε απότομα πάνω.
«Όχι!» είπε. Το χέρι της όμως, τον έσφιξε κάτω κι άρχισε να κινείται ρυθμικά.
«Το βλέπω», της είπε. Η καρδιά του χτύπαγε γοργά, το αίμα κυλούσε πιο γρήγορα στις φλέβες του ζεσταίνοντας την παγωμένη επιδερμίδα του.
«Το βλέπω», ξαναείπε.
Εκείνη κάτι του ψιθύρισε κι ένιωσε το σορτσάκι του να γλιστράει απαλά στους γοφούς του. Παρακολουθούσε άγρυπνα το πράγμα στο νερό. Ανασηκώθηκε ελαφρά και μπήκε μέσα της. Τι ζέστη Θεέ μου! Να ζεσταινόταν τουλάχιστον λιγάκι. Εκείνη αναστέναξε βραχνά κι άπλωσε τα χέρια της στα παγωμένα μεριά του.
Το παρακολουθούσε άγρυπνα. Έμενε εκεί, ακίνητο. Το κοίταζε προσεχτικά, απολαμβάνοντας τα χάδια της μ’ όλες του τις αισθήσεις. Ήταν υπέροχο… Δεν ήταν ιδιαίτερα έμπειρος γενικά, αλλά δεν ήταν και πρωτάρης. Είχε σχέσεις με τρεις κοπέλες ως τώρα, αλλά με καμία δεν είχε νιώσει έτσι. Εκείνη αναστέναξε κι άρχισε να κουνάει ρυθμικά τους γοφούς της. Η εξέδρα κουνήθηκε κι αυτή, τα βαρέλια μουρμούρισαν από κάτω.
Το κοίταξε. Χρώματα αναδύθηκαν από μέσα του, αργά, αισθησιακά, καθόλου απειλητικά. Το κοίταζε, έβλεπε τα χρώματα. Με μάτια διάπλατα ανοιγμένα άφηνε τα χρώματα να μπουν μέσα του… Δεν κρύωνε πια, φλεγόταν ολόκληρος, σαν να ‘χε πάθει έγκαυμα απ’ την πολλή ηλιοθεραπεία στο πρώτο του μπάνιο στη θάλασσα μετά από μακρύ χειμώνα… Κατάλευκη, γαλακτερή επιδερμίδα που κοκκινίζει, πυρώνει απ’ τον ήλιο, παίρνει
χρώματα
παίρνει χρώμα. Πρώτο μπάνιο στη θάλασσα, παραλία, Μπητς Μπόυς και Ραμόνες. Κουτσομπολιά των Ραμόνες για τη Σήνα που είναι πανκ και πως είναι ψώνιο, να πας με ωτοστόπ στην παραλία Ρόκαγουεη. Αμμουδιά, παραλία, χρώματα…
κινείται άρχισε να κινείται
μέρες καλοκαιριού κλείσαν τα σχολεία, τέρμα τα μαθήματα, μπάλα, κορίτσια με μπικίνι στην παραλία, έρωτας στην άμμο, αχ έρωτας…
έρωτας
η αμμουδιά αγαπάς;
αγαπάω τον έρωτα
γυμνά στήθη, αντιηλιακό, μικροσκοπικά μαγιό που δεν κρύβουν τίποτα…
τα μαλλιά της ΘΕΕ ΜΟΥ, ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΚΡΕΜΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΝΕΡΟ!
Σηκώθηκε απότομα κι έκανε να την τραβήξει.
Είχε κινηθεί αστραπιαία. Γλίστρησε στα μαλλιά της, μπλέχτηκε ανάμεσά τους, απλώθηκε πάνω τους σαν μαύρη λάσπη. Όταν τελικά την τράβηξε πάνω, εκείνη είχε ήδη αρχίσει να ουρλιάζει. Πνιχτή, παχύρρευστη μάζα ξεπήδαγε μέσα απ’ το νερό και κόλλαγε πάνω της σαν μεμβράνη με εκτυφλωτικά χρώματα, σαν πυρηνικές εκρήξεις: πορφυρό κόκκινο, πράσινο σμαραγδί, λαμπερή ώχρα.
Απλώθηκε σαν κύμα πάνω στο πρόσωπό της και το εξαφάνισε. Τα πόδια της τινάζονταν σπασμωδικά στον αέρα.
Μαύρες πτυχές κατέτρωγαν ό,τι είχε απομείνει απ’ το πρόσωπό της. Ρυάκια από αίμα κύλαγαν στον λαιμό της. Ουρλιαχτά. Έκπληκτος, αντιλήφθηκε ότι ήταν τα δικά του. Την πλησίασε, έβαλε το πόδι του κάτω απ’ τη μέση της και την έσπρωξε μες στο νερό. Έπεσε, με τα πόδια ψηλά, ν’ αστράφτουν κάτασπρα στο φεγγαρόφωτο.
Απόνερα και αφροί ανατάραζαν την εξέδρα για λίγα -ατελείωτα- λεπτά, σαν κάποιο βάρος να την ταρακούναγε απ’ τη μια της άκρη.
Ο Ράντι ούρλιαζε ασταμάτητα…
Μισή ώρα αργότερα -οι αφροί και τα χτυπήματα στο νερό είχαν κοπάσει από ώρα- νεροπούλια έκραξαν απέναντι στην ακτή.
Η νύχτα έμοιαζε αιώνια…
Του φάνηκε ότι είδε τον ουρανό να χαράζει κατά τις πέντε παρά τέταρτο. Αναθάρρησε, αλλά αμέσως κατάλαβε το λάθος του και κατέρρευσε. Τον είχαν γελάσει τα μάτια του. Δεν ξημέρωνε. Στεκόταν όρθιος τώρα, τα μάτια του έκλειναν, το κεφάλι του έπεφτε μπροστά. Μια ώρα νωρίτερα, τον είχε πάρει ο ύπνος καθιστό πάνω στην εξέδρα. Τον ξύπνησε ο θόρυβος του μουσαμά. Έντρομος, κατάλαβε ότι είχε αποκοιμηθεί και πετάχτηκε όρθιος. Μόλις που πρόλαβε. Μαύρες πτυχές ξεπήδησαν ανάμεσα στις σανίδες, έτοιμες να τον κατασπαράξουν, να τον ρουφήξουν. Άκουσε τον εαυτό του να κλαψουρίζει με κοφτούς λυγμούς και δάγκωσε τα χείλη του μέχρι να ματώσουν.
Ηλίθιε! Σε πήρε ο ύπνος!
Μισή ώρα αργότερα έπλεε πάλι μακριά μες στο νερό. Δεν τόλμησε να ξανακάτσει, από φόβο μην τον ξαναπάρει ο ύπνος. Ήταν τυχερός που πρόλαβε να ξυπνήσει προηγουμένως…
Όρθιος, είχε ριζώσει πια σε μια σανίδα, είδε επιτέλους την ανατολή -δεν ήταν ιδέα του αυτή τη φορά. Άκουσε κελαηδίσματα πουλιών. Ο ήλιος βγήκε κατά τις έξι. Ήταν μέρα πια, έβλεπε καθαρά μέχρι την ακτή… Η Καμάρο του Ντέηκ άστραφτε κατακίτρινη. Οι μπλούζες, τα σακάκια και τα τζην τους, πολύχρωμοι σωροί, ήταν σκορπισμένα στην άμμο. Ένιωσε φρίκη -παρ’ όλο που τίποτα δεν ήταν ικανό να τον ταράξει πια.
Έβλεπε το τζην του…
Το ένα μπατζάκι γυρισμένο ανάποδα, η τσέπη να κρέμεται. Αυτό δεν κινδύνευε, τον περίμενε, ασφαλές, στην άμμο, να βγει, να το πάρει, να γυρίσει το μπατζάκι απ’ την καλή -κρατώντας την τσέπη όπως πάντα να μην αδειάσει- και να το φορέσει. Να γλιστρήσει τα πόδια του μέσα, ν’ ανεβάσει το φερμουάρ, να κουμπώσει το μπρούτζινο κουμπί…
ξέρεις ν’ αγαπάς; ναι, ξέρω
Γύρισε και το είδε. Ολοστρόγγυλο, μαύρο, επέπλεε μαλακά στο νερό. Χρώματα στροβιλίζονταν προς το μέρος του. Έστρεψε το βλέμμα του απ’ την άλλη μεριά.
«Φύγε», είπε βραχνά. «Άντε σπίτι σου. Πήγαινε στην Καλιφόρνια να σε δει ο Ρότζερ Κόρμαν να σε βάλει να παίξεις σε καμιά ταινία του.»
Βουητό αεροπλάνου ακούστηκε στον ουρανό. Ο Ράντι έπεσε σε λήθαργο. Κάποιος έχει ειδοποιήσει την αστυνομία ότι δε φανήκαμε χτες βράδυ. Έρευνα στο Πανεπιστήμιο Χόρλικς. Ένας αγρότης αναφέρει ότι είδε μια κίτρινη Καμάρο να τον προσπερνάει σαν βολίδα. Έρευνες στη λίμνη Κάσκεηντ. Ιδιοκτήτες αεροπλάνων προσφέρονται εθελοντικά… Κάποιος ιδιώτης, καθώς πετάει πάνω απ’ τη λίμνη με το «Μπονάντζα» του, εντοπίζει κάτω ένα αγόρι, γυμνό, πάνω σε μια εξέδρα. Μόνος… Μόνον ένας επέζησε…
Άρχισε να γέρνει επικίνδυνα προς το νερό. Κοπάνησε μια γροθιά στη μύτη του. Ούρλιαξε απ’ τον πόνο. Η μαύρη μάζα, όρμησε ολοταχώς και χώθηκε αμέσως κάτω απ’ την εξέδρα. Την άκουγε από κάτω να ψάχνει… μύριζε; Κάτι αναζητούσε.
Ο Ράντι περίμενε, υπομονετικά…
Αυτή τη φορά, άργησε να ξαναφανεί… Έκανε σαρανταπέντε ολόκληρα λεπτά να βγει από κάτω.
αγαπάς; Ναι, αγαπώ τους Γιάνκις. Αγαπάς τους «Ξιφίες»; Ναι, τους αγαπώ κι αυτούς…
Εθνική οδός, παρακαμπτήριος 66. Κορβέτ και Τζορτζ Μαχάρις. Κορβέτ και Μάρτιν Μίλνερ. Ωραίοι ηθοποιοί. Ωραία κι η Κορβέτ.
ναι, αγαπώ την Κορβέτ…
αγαπάω, εσύ αγαπάς
καφτός ήλιος αστράφτει, γυαλίζουν τα μαλλιά της, παιχνιδίζει το φως του καλοκαιριού θυμάσαι;
καλοκαιρινό φως, αλλά πιο πολύ το φως από το φως από
απομεσήμερο
Ο Ράντι έκλαιγε.
Έκλαιγε, γιατί καταλάβαινε πως όποτε καθόταν κάτω, το μαύρο πράγμα χωνόταν κάτω απ’ την εξέδρα. Δεν ήταν λοιπόν ανόητο… Είχε καταλάβει ότι θα τον έπιανε πιο εύκολα άμα τον πετύχαινε καθιστό.
«Φύγε», είπε κλαίγοντας ο Ράντι, στη μαύρη θεόρατη κρεατοελιά που έπλεε τώρα στο νερό. Πέρα στην ακτή, πενήντα μόνο μέτρα μακριά, είδε ένα σκιουράκι να χοροπηδάει πάνω στη σκεπή της Καμάρο.
«Φύγε, σε παρακαλώ. Πήγαινε όπου θες, άσε με ήσυχο μονάδα. Δε σε θέλω, δε σ’ αγαπάω.»
Το πράγμα δεν κουνιόταν. Πολύχρωμοι στρόβιλοι αναδύθηκαν από μέσα του.
μ’ αγαπάς, σίγουρα μ’ αγαπάς
Ο Ράντι έστρεψε το βλέμμα προς την παραλία, ψάχνοντας απεγνωσμένα για κάποιο ίχνος σωτηρίας. Κανένα ίχνος… Κανείς δεν ερχόταν. Το τζην του ήταν πάντα εκεί, με το ένα μπατζάκι ανάποδα, τη φόδρα της τσέπης ν’ ανεμίζει. Δε φαινόταν να τον περιμένει πια να το ξαναφορέσει. Έμοιαζε με άχρηστο αποφόρι.
Αν είχα όπλο θ’ αυτοκτονούσα.
Στάθηκε όρθιος στην εξέδρα…
Ο ήλιος άρχισε να δύει.
Τρεις ώρα αργότερα, βγήκε και το φεγγάρι.
Μετά από λίγο, ακούστηκαν τα νεροπούλια να κράζουν.
Λίγο μετά κι απ’ αυτό, ο Ράντι γύρισε και κοίταξε το μαύρο πράγμα στο νερό. Δεν είχε τη δυνατότητα ν’ αυτοκτονήσει, αλλά μπορούσε τουλάχιστον να προσπαθήσει να πεθάνει χωρίς να πονέσει. Ίσως αυτόν τον σκοπό είχαν και τα χρώματα…
αγαπάς, αγαπάς, αγαπάς
Το είδε να έρχεται, γλιστρώντας ολοταχώς πάνω στα κύματα.
«Τραγούδα μαζί μου», έκανε βραχνά.
«Ζήτω οι Γιάνκις… κάτω οι ξεφτίλες… γλύτωσα από τους δασκάλους… τέρμα το σχολείο… θα τραγουδάω και θα φωνάζω.»
Χρώματα άρχισαν να στροβιλίζονται γύρω του. Αυτή τη φορά δεν απόστρεψε το βλέμμα…
«Αγαπάς;» του ψιθύρισε μονάχα.
Κάπου μακριά έκραζε ένα νεροπούλι.
Από τη συλλογή διηγημάτων του Στήβεν Κινγκ «Η Αφιέρωση»
Μετάφραση: Αντωνία Χατζηιωάννου, Σωτήρης Καραγιάννης
Εκδόσεις ΕΠΙΛΟΓΗ