ΜΥΡΙΑΜ - UrbanOrama.gr
BANNER 2

Truman Capote

Ανάρτηση: 10 Μαΐ 2025

Το «Μiriam» δημοσιεύτηκε αρχικά στο τεύχος Ιουνίου του 1945 του περιοδικού Μademoiselle και τον επόμενο χρόνο κέρδισε το βραβείο «O' Henry» στην κατηγορία Καλύτερης Πρώτης Δημοσίευσης Διηγήματος. Διασκευές ενσωματώνονται στην Τριλογία του Frank Perry του 1969.

ΜΥΡΙΑΜ

Truman Capote

(Μτφρ. ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ)

 

«… Γιατί το μόνο πράγμα που είχε χάσει από τη Μίριαμ ήταν η ταυτότητά της, αλλά τώρα ήξερε ότι είχε βρει ξανά το άτομο που ζούσε σε αυτό το δωμάτιο, που μαγείρευε το δικό της φαγητό, που είχε ένα καναρίνι, που ήταν κάποιος στον οποίο μπορούσε να εμπιστευτεί και να πιστέψει: την κυρία Χ.Τ. Μίλλερ.»

 

Εδώ και πολλά χρόνια, η κυρία Χ. Τ. Μίλλερ ζούσε μόνη της, σ’  ένα ευχάριστο διαμέρισμα με δυο δωμάτια και κουζίνα. Βρισκόταν σε κάποιο ανακαινισμένο τούβλινο οικοδόμημα, κοντά στο Ηστ Ρίβερ. Η κυρία Μίλλερ ήταν χήρα. Ο εκλιπών σύζυγός της, ο κύριος Μίλλερ, της είχε αφήσει ένα σεβαστό ποσό. Τα ενδιαφέροντά της ήραν στενά, φίλους δεν είχε και σπανίως προχωρούσε μακρύτερα από το γειτονικό παντοπωλείο. Περνούσε απαρατήρητη. Τα ενδύματά της ήταν απέριττα και απλά· τα μαλλιά της, γκρίζα με ασημένιες ανταύγειες, ήσαν πάντα καλοψαλιδισμένα· δεν χρησιμοποιούσε ποτέ καλλυντικά· τα χαρακτηριστικά της δεν είχαν τίποτε αξιοπρόσεχτο. Είχε φτάσει στα εξήντα ένα της χρόνια, κι οι δραστηριότητές της δεν ήσαν σχεδόν ποτέ αυθόρμητες. Το διαμέρισμά της το διατηρούσε πάντα καθαρό και άψογο· απολάμβανε, περιστασιακά, ένα τσιγάρο· μαγείρευε μόνη της και φρόντιζε, με επιμέλεια και προσοχή, το καναρίνι της.

Και τότε συνάντησε την Μύριαμ. Εκείνη τη νύχτα χιόνιζε. Η κυρία Μίλλερ είχε πλύνει τα πιάτα της και ξεφύλλιζε μιαν απογευματινή εφημερίδα. Είδε τη διαφήμιση του έργου, που παιζόταν στον κινηματογράφο της γειτονιάς. Θ τίτλος της φάνηκε καλός. Φόρεσε το καστόρινο πανωφόρι της, έδεσε τα κορδόνια στα μποτίνια της και βγήκε από το διαμέρισμα, αφήνοντας αναμμένο το φως στο χολάκι· τίποτα δεν την ενοχλούσε περισσότερο απ’  το σκοτάδι, από την αίσθηση της σκοτεινιάς.

Το χιόνι δεν ήταν πυκνό. Έπεφτε απαλά και δεν το είχε στρώσει. Ο άνεμος έφτανε απ’ το ποτάμι και γινόταν αισθητός στις διαβάσεις. Η κυρία Μίλλερ βίασε το βήμα της και προχώρησε με το κεφάλι γερμένο μπροστά, θυμίζοντας ασπάλακα. Σταμάτησε σ’ ένα ντράγκστορ κι αγόρασε ένα πακετάκι μέντες.

Η ουρά στο ταμείο ήταν μεγάλη. Περίμενε υπομονετικά στο τέλος της. Μια φωνή ακούστηκε να λέει, με βραχνό παράπονο, πως θα υπήρχε κάποια καθυστέρηση. Η κυρία Μίλλερ ψαχούλεψε στη δερμάτινη τσάντα της, ώσπου να βρει το ακριβές αντίτιμο  για το εισιτήριό της. Η ουρά προχωρούσε απελπιστικά αργά. Η κυρία Μίλλερ, για να περάσει η ώρα, κοίταζε εδώ κι εκεί, ώσπου απέσπασε την προσοχή της ένα κοριτσάκι που στεκόταν, μόνο του, κάτω από το χείλος της μαρκίζας.

Τα μαλλιά του κοριτσιού ήταν τα μακρύτερα και τα πιο παράξενα που είχε δει ποτέ η κυρία Μίλλερ. Ήσαν ασημένια, σχεδόν άσπρα, σαν αλμπίνου. Έπεφταν απαλά μέχρι τη μέση της. Ήσαν λεπτά, εύθραυστα. Υπήρχε μια λιτή, αλλά σπάνια κομψότητα στον τρόπο με τον οποίο στεκόταν, στο πώς είχε τους αντίχειρες περασμένους στις τσέπες του καλοραμμένου  βελούδινου πανωφοριού της.

Η κυρία Μίλλερ ένιωσε μιαν αλλόκοτη αναστάτωση, κι όταν το κορίτσι την κοίταξε, του χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο. Το κορίτσι την πλησίασε τότε και της είπε: «Θα είχατε την καλωσύνη να μου κάνετε μια χάρη;»

«Εάν μπορώ, ευχαρίστως», είπε η κυρία Μίλλερ.

«Μπορείτε! Δεν είναι δύσκολο. Θέλω, απλώς, να μου αγοράσετε το εισιτήριο. Δεν μ’ αφήνουν αλλιώς να μπω. Να, πάρτε τα χρήματα», είπε και, με μια κίνηση γεμάτη χάρη, έδωσε το αντίτιμο στην κυρία Μίλλερ.

Μπήκαν μαζί στον κινηματογράφο. Μια ταξιθέτρια τους οδήγησε στο φουαγιέ. Το έργο θ’ άρχιζε σε είκοσι λεπτά.

«Σαν εγκληματίας νιώθω!» είπε εύθυμα η κυρία Μίλλερ. «Σαν να διέπραξα κάποια παρανομία. Ελπίζω να μην έκανα τίποτα κακό, χρυσό μου. Η μητέρα σου ξέρει πού είσαι, έτσι δεν είναι;»

Το κορίτσι δεν είπε τίποτα. Ξεκούμπωσε το πανωφόρι της και, αφού το δίπλωσε, το ακούμπησε στα γόνατά της. Το φόρεμά της ήταν σκούρο μπλε και κομψό. Μια χρυσή καδένα στόλιζε το λαιμό της, και τα δάχτυλά της, που πρόδιδαν ευαισθησία και εξοικείωση με τη μουσική, έπαιζαν με τους κρίκους της. Εποπτεύοντάς τη με περισσότερη προσοχή, η κυρία Μίλερ κατέληξε στο ότι το πιο εξαίρετο και έντονο χαρακτηριστικό της, δεν ήταν τα μαλλιά, αλλά τα μάτια της. Ήταν καστανά και διατηρούσαν μιαν ακλόνητη σταθερότητα· δεν είχαν καμμιά παιδικότητα και ήταν τόσο έντονα και μεγάλα που θα ᾽λεγες πως έσβηναν κάθε τι άλλο πάνω στο μικρό πρόσωπο του κοριτσιού.

Η κυρία Μίλλερ της πρότεινε μια μέντα.

«Πώς σε λένε, χρυσό μου;» τη ρώτησε.

«Μύριαμ», αποκρίθηκε, μ᾽ένα παράξενο τόνο στη φωνή, λες κι επρόκειτο για κάτι ήδη γνωστό.

«Ω, για φαντάσου! Και μένα Μύριαμ με λένε. Και μάλιστα είναι σπάνιο όνομα. Μη μου πεις πως και το επώνυμό σου είναι Μίλλερ!»

«Με λένε Μύριαμ. Απλώς Μύριαμ.»

«Παράξενο δεν είναι ....»

«Ενδεχομένως», έκανε η Μύριαμ, πιπιλίζοντας τη μέντα της.

«Έχεις πολύ πλούσιο λεξιλόγιο, για τόσο μικρό κορίτσι», είπε η κυρία Μίλλερ και την ίδια στιγμή κοκκίνισε κι ανακάθησε, νιώθοντας μεγάλη αμηχανία.

«Αλήθεια;»

«Ναι .... μάλλον, ναι», είπε η κυρία Μίλλερ κι άλλαξε εσπευσμένα θέμα συζητήσεως. «Σ᾽ αρέσουν, λοιπόν, οι ταινίες;» ρώτησε.

«Δεν ξέρω να σας πω», έκανε η Μύριαμ. «Δεν έχω ξαναέρθει στον κινηματογράφο.»

Το φουαγιέ ήταν ήδη γεμάτο γυναίκες. Από μακριά ακούστηκε ο βόμβος απ᾽ τις μπομπίνες που ξετυλίγονταν στα καρούλια. Η κυρία Μίλλερ σηκώθηκε, πήρε την τσάντα της και είπε: «Θα πρέπει να πηγαίνω τώρα, αν είναι να βρω θέση. Χάρηκα που σε γνώρισα.»

Η Μύριαμ τη χαιρέτησε σιωπηλά, μ᾽ ένα αδιόρατο νεύμα.

Όλη την επόμενη εβδομάδα χιόνιζε. Οι τροχοί και τα βήματα προχωρούσαν στ᾽ οδόστρωμα αθόρυβα, τόσο αθόρυβα που θα ᾽λεγες πως οι εργασίες και η ζωή συνεχίζονταν λαθραία, μυστικά, πίσω από ένα υπόλευκο, αλλά αδιαπέραστο, παραπέτασμα, Μέσα σ᾽ αυτή τη σιγαλιά, δεν ξεχωρίζεις ουρανό ή γη, παρά μονάχα χιόνι· χιόνι που στροβιλιζόταν στον αέρα, χιόνι που πάγωνε τα παράθυρα, χιόνι που έκανε τα δωμάτια κρύα, χιόνι που επέβαλε σ᾽ ολόκληρη την πόλη μια νεκρική βουβαμάρα. Έπρεπε όλες τις ώρες του εικοσιτετραώρου να διατηρείς φως αναμμένο, έστω μια λάμπα, κι η κυρία Μίλλερ είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, την αλληλουχία των ημερών· η Παρασκευή ήταν απαράλλαχτη με το Σάββατο, και την Κυριακή η κυρία Μίλλερ πήγε για ψώνια στο παντοπωλείο· και, φυσικά, το βρήκε κλειστό.

Εκείνο το βράδυ χτύπησε αυγά για ομελέτα και ετοίμασε ντοματόσουπα.  Έπειτα φόρεσε τη ρόμπα της, περιποιήθηκε με κρέμα το πρόσωπό της κι έπεσε στο κρεβάτι, αφού έβαλε τη θερμοφόρα κάτω από τα πόδια της. Διάβαζε τους Times όταν, ξαφνικά, χτύπησε το κουδούνι. Στην αρχή σκέφτηκε ότι επρόκειτο περί λάθους. Όποιος κι αν είναι, θα καταλάβει και θα φύγει, υπέθεσε. Ωστόσο το κουδούνι χτύπησε πάλι, και ξαναχτύπησε, ώσπου έγινε ένας μόνιμος κι επίμονος βόμβος. Η κυρία Μίλλερ κοίταξε το ρολόι: περασμένες έντεκα. Της φάνηκε αδιανόητο· πάντα κοιμόταν πριν τις δέκα.

Σηκώθηκε, με κόπο, απ´ το κρεβάτι και προχώρησε, με τα πόδια γυμνά. Το μάνταλο είχε σκαλώσει. «Μισό λεπτό. Κάντε λίγο υπομονή», φώναζε. Το κουδούνι δεν έπαψε να ηχεί, επίμονα κι ενοχλητικά. «Σταματήστε επιτέλους!» φώναξε πάλι. Ο σύρτης υποχώρησε τελικά, κι η κυρία Μίλλερ μσάνοιξε την πόρτα. «Μα, για το Θεό», έκανε.

«Γειά», είπε η Μύριαμ.

«Μα...  πώς... γειά σου», είπε η κυρία Μίλλερ έκπληκτη. «Είσαι το κοριτσάκι του σινεμά...»

«Έλεγα ότι δεν θα μου ανοίγατε ποτέ.  Έμενα, όμως. Είχα όλη την ώρα το δάχτυλο στο κουδούνι, Ήξερα πως είστε μέσα. Δεν χαίρεστε που ήρθα;»

Η κυρία Μίλλερ δεν ήξερε τί να πει. Η Μύριαμ φορούσε το ίδιο βελούδινο πανωφόρι κι έναν τεράστιο μπερέ. Τα παράξενα λευκά μαλλιά της ήταν χωρισμένα σε δύο απαστράπτουσες πλεξούδες, που στολίζονταν στις άκρες τους με δύο τεράστιες, κάτασπρες κορδέλες.

«Αφού περίμενα τόσο, δεν θα μου επιτρέψετε τουλάχιστον να μπω;» είπε.

«Μα είναι πολύ αργά...»

Η Μύριαμ την κοίταξε μ᾽ ένα βλέμμα απόμακρο, κενό. «Και τί πειράζει; Επιτρέψτε μου να περάσω. Κάνει κρύο έξω κι είμαι ντυμένη ελαφρά. Το φόρεμά μου είναι από μετάξι.» Κατόπιν, παραμέρισε, με μια απαλή κίνηση, την κυρία Μίλλερ και προχώρησε μέσα στο διαμέρισμα.

Άφησε σε μια καρέκλα το πανωφόρι και τον μπερέ της κι η κυρία Μίλλερ είδε ότι πράγματι το φόρεμά της ήταν μεταξωτό. Λευκό μετάξι. Λευκό μετάξι Φεβρουάριο μήνα. Είχε όμορφες πτυχές και μακριά, κομψά μανίκια. Καθώς η Μύριαμ βημάτιζε στο δωμάτιο, άφηνε ένα αμυδρό θρόισμα. «Μου αρέσει το σπίτι σας», αποφάνθηκε. «Μου αρέσει το χολάκι αυτό. Είναι μπλε. Το αγαπημένο μου χρώμα.» Άγγιξε, έπειτα, ένα χάρτινο τριαντάφυλλο, που ήταν στο ανθοδοχείο, πάνω στο τραπεζάκι του καφέ. «Απομίμηση», σχολίασε μελαγχολικά. «Τί θλιβερό! Με γεμίζουν θλίψη οι απομιμήσεις. Εσάς;» Κάθησε στον καναπέ με μεγάλη χάρη κι άπλωσε με λεπτεπίλεπτο τρόπο το φόρεμά της.

«Τί θέλεις;» τη ρώτησε η κυρία Μίλλερ.

«Καθήστε!» είπε η Μύριαμ. «Μ’ εκνευρίζουν οι άνθρωποι που στέκονται όρθιοι.»

Η κυρία Μίλλερ βούλιαξε σε μια πολυθρόνα. «Τί θέλεις;» ρώτησε πάλι.

«Δεν μου φαίνεστε και πολύ χαρούμενη που ήρθα.»

Για δεύτερη φορά η ερώτηση της κυρίας Μίλλερ έμενε αναπάντητη. Έκανε ένα αόριστο νεύμα. Η Μύριαμ άφησε ένα περιπαιχτικό γελάκι κι ακούμπησε πίσω σ’  ένα σωρό από μαξιλάρες. Η κυρία Μίλλερ πρόσεξε πως το κορίτσι ήταν λιγότερο χλομό απ’  όσο νόμιζε. Τα μάγουλά της ήταν ξαναμμένα.

«Πώς ήξερες πού μένω;»

Η Μύριαμ συνοφρυώθηκε. «Μα τι ερώτηση, καλέ! Ξεχάσατε τ’  όνομά σας και τ’  όνομά μου;»

«Μα δεν είμαι στον τηλεφωνικό κατάλογο!»

«Ουφ! Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο!»

«Δεν θα είναι καλά η μητέρα σου, που επιτρέπει σ’  ένα παιδί σαν κι εσένα να κυκλοφορεί τέτοια ώρα τη νύχτα –μ’ αυτά τα γελοία ρούχα, μάλιστα. Δεν θα ’ναι καλά η γυναίκα!» είπε η κυρία Μίλλερ.

Η Μύριαμ σηκώθηκε και πήγε σ’  ένα γωνιακό μέρος, όπου βρισκόταν ένα σκεπασμένο κλουβί. «Ω, ένα καναρίνι», είπε. «Θα σας πείραζε να το ξυπνήσω; Θα ᾿θελα να τ’ ακούσω να κελαϊδάει.»

«Άσε ήσυχο τον Τόμυ» έκανε ανήσυχα η κυρία Μίλλερ. «Μην τολμήσεις να τον ξυπνήσεις!»

«Καλά! Μην κάνετε έτσι», είπε η Μύριαμ, «δεν καταλαβαίνω πάντως γιατί δεν μ’ αφήνετε ν’ ακούσω το τραγούδι του.» Και μετά από λίγο είπε πάλι: «Έχετε να μου προσφέρετε κάτι να φάω. Λιμοκτονώ. Λίγο γάλα κι ένα κρουασάν με μαρμελάδα θα ήταν ό,τι πρέπει.»

«Άκουσέ με», είπε η κυρία Μίλλερ και ανασηκώθηκε. «Αν σου ετοιμάσω κάτι να φας, αν σου ετοιμάσω μερικά ωραία σάντουιτς, θα πας σαν καλό παιδί κατευθείαν στο σπίτι σου, έτσι δεν είναι; Περασμένα μεσάνυχτα είναι πια. Καταλαβαίνεις;»

«Χιονίζει», της απάντησε η Μύριαμ. «Και κάνει κρύο. Και έξω είναι σκοτεινά.»

«Μα δεν έπρεπε να έρθεις εδώ», είπε η κυρία Μίλλερ προσπαθώντας να διατηρήσει έναν τόνο ψυχραιμίας στη φωνή της. «Απ’ την αρχή, δεν έπρεπε. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για τον καιρό. Εάν θέλεις να σου ετοιμάσω να φας, θα μου υποσχεθείς ότι μετά θα φύγεις.»

Η Μύριαμ χάιδεψε το μάγουλό της με τη μια πλεξούδα της. Τα μάτια της έμοιαζαν σκεφτικά, λες και ζύγιζε τα λεγόμενα της κυρίας Μίλλερ. Κοίταξε το κλουβί. Έπειτα είπε, «Πολύ καλά, λοιπόν. Το υπόσχομαι.»

Πόσων ετών είναι; Δέκα; Ένδεκα; Η κυρία Μίλλερ πήγε στην κουζίνα, πήρε ένα βάζο με μαρμελάδα φράουλα, έκοψε μερικές φέτες ψωμί, γέμισε ένα ποτήρι γάλα κι άναψε ένα τσιγάρο. Γιατί, άραγε, ήρθε; Την ώρα που άναβε το τσιγάρο, το χέρι της έτρεμε. Είχε κρατήσει αφηρημένη το σπίρτο αναμμένο, ώσπου λίγο έλειψε να της κάψει το δάχτυλο. Ξάφνου, άκουσε το καναρίνι. Τραγουδούσε, λες κι ήταν πρωί. «Μύριαμ», φώναξε, «Μύριαμ! Σου είπα να μην το πειράξεις!» Η Μύριαμ αποκρίθηκε με τη σιωπή της. Η κυρία Μίλλερ φώναξε πάλι. Δεν ακούστηκε τίποτα. Μόνο το καναρίνι. Έφερε το τσιγάρο στο στόμα της κι ανακάλυψε ότι το είχε ανάψει ανάποδα. Είχε χάσει πια την ψυχραιμία της. Τα νεύρα της ήταν τεντωμένα.

Έφερε μέσα το φαγητό που είχε ετοιμάσει. Το ακούμπησε στο τραπεζάκι του καφέ. Είδε το κλουβί σκεπασμένο. Παρ᾽ όλα αυτά, ο Τόμυ τραγουδούσε ακόμα. Ένιωσε μιαν αλλόκοτη αίσθηση. Δεν υπήρχε κανείς στο δωμάτιο. Διέσχισε την παστάδα που οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρά της. Φτάνοντας στο κατώφλι της πόρτας, κράτησε την ανάσα της.

«Μα, τί κάνεις εδώ;» ρώτησε.

Η Μύριαμ σήκωσε τα μάτια της. Κάτι εξωπραγματικό κι απόκοσμο κυρίευε το βλέμμα της. Καθόταν στο γραφειάκι της κυρίας Μίλλερ και η κοσμηματοθήκη της ήταν ανοιχτή μπροστά της. Για μια στιγμή το βλέμμα της βολιδοσκόπησε μ᾽ ένταση την κυρία Μίλλερ. Έπειτα χαμογέλασε και είπε: «Δεν βρήκα τίποτα καλό εδώ. Μόνο αυτό μ᾽ αρέσει.» Στο χέρι της κρατούσε μια καρφίτσα μ᾽ ένα ανάγλυφο σκάλισμα. «Είναι όμορφο», είπε πάλι.

«Κοίτα .... το καλό που σου θέλω... να το βάλεις πίσω στη θέση του», είπε η κυρία Μίλλερ νιώθοντας ξαφνικά την ανάγκη κάποιας βοήθειας. Λύγισε κι ακούμπησε στην άκρη της πόρτας. Το κεφάλι της ήταν αφόρητα βαρύ. Μια πίεση έκανε οδυνηρό τον ρυθμό της καρδιάς της. Ένιωσε τα μάτια της να θολώνουν. «Σε παρακαλώ, μικρή μου... είναι δώρο...απ᾽ το σύζυγό μου...»

«Μα είναι όμορφο· και το θέλω», είπε η Μύριαμ. «Να μου το δώσεις!»

Καθώς πάσχιζε να αρθρώσει μια φράση, κάτι που θα έσωζε το κόσμημα, δυο λέξεις, η κυρία Μίλλερ συνειδητοποίησε ότι δεν είχε κανέναν να του αποτανθεί. Ήταν μόνη. Ολομόναχη. Δε το είχε ποτέ της σκεφτεί. Και τώρα η καθαρή αυτή διαπίστωση την τρόμαζε. Και την εξέπληττε. Κι ήταν αλήθεια. Να, εδώ, στο ίδιο της το σπίτι, ολομόναχη, απέναντι σε γεγονότα που δεν ημπορούσε να ελέγξει, απέναντι σε κάτι που δεν μπορούσε να του αντισταθεί...

Η Μύριαμ έτρωγε μ᾽ έναν τρόπο, που πρόδιδε τη λαιμαργία της. Όταν τέλειωσε, ήπιε και το γάλα κι ύστερα τα δάχτυλά της, με κινήσεις που θύμιζαν αράχνη όταν πλέκει τον ιστό της, μάζεψαν όσα ψίχουλα είχαν μείνει στο πιάτο. Το κόσμημα έλαμπε πάνω της. «Ωραία έφαγα» αποφάνθηκε κι άφησε έναν αναστεναγμό. «Αν και θα ᾽ταν τέλειο να έτρωγα κι ένα κέικ με αμύγδαλα ή μια κερασόπιτα. Είναι υπέροχα τα γλυκά. Δεν συμφωνείτε;»

Η κυρία Μίλλερ καθόταν νευρικά και κάπνιζε τρέμοντας απ᾽ την ανησυχία. Ο φιλές της είχε φύγει απ᾽ τη θέση του και άτακτες τούφες από τα μαλλιά της ασχήμαιναν το πρόσωπό της. Το βλέμμα της ήταν κενό και κοίταζε στο πουθενά, μ᾽ έναν ηλίθιο τρόπο. Τα μάγουλά της ήταν λεκιασμένα από ένα κόκκινο χρώμα, λες κι είχε μόλις δεχτεί ένα αιφνίδιο ράπισμα.

«Μα, δεν υπάρχει ένα γλύκισμα –ένα κέικ;» άκουσε την Μύριαμ να λέει.

Η κυρία Μίλλερ τίναξε τη στάχτη απ᾽ το τσιγάρο της. Όχι στο σταχτοδοχείο, αλλά στο χαλί. Το κεφάλι της λύγισε, καθώς προσπάθησε να συγκεντρώσει το βλέμμα της στο κορίτσι. «Υποσχέθηκες να φύγεις, μετά το φαγητό», είπε με δυσκολία.

«Αλήθεια, καλέ;»

«Ναι. Το υποσχέθηκες, και είμαι πια κουρασμένη... Και δεν αισθάνομαι καθόλου καλά...»

«Μην εξάπτεσθε», είπε η Μύριαμ. «Σας πειράζω λιγάκι.»

Πήρε το πανωφόρι της, φόρεσε το μπερέ της και στάθηκε για λίγο μπροστά στον καθρέφτη. Είδε ότι όλα ήταν εντάξει κι έπειτα πλησίασε την κυρία Μίλλερ και ψιθύρισε: «Φιλήστε με για καληνύχτα.»

«Καλύτερα όχι... σε παρακαλώ», είπε αμήχανα η κυρία Μίλλερ.

Η Μύριαμ ανασήκωσε τον ώμο και το ένα της φρύδι αδιάφορα. «Όπως αγαπάτε», είπε. Κι έπειτα, χωρίς άλλη κουβέντα, πήγε κατευθείαν στο τραπεζάκι του καφέ, άδραξε το ανθοδοχείο με τα χάρτινα τριαντάφυλλα και το τσάκισε στο δάπεδο. Το δωμάτιο γέμισε γυαλιά. Η Μύριαμ ποδοπάτησε τα χάρτινα λουλούδια και μετά προχώρησε προς την πόρτα, την άνοιξε, στράφηκε στην κυρία Μίλλερ και, πριν φύγει, την κοίταξε μ᾽ ένα βλέμμα ύπουλης, αθώας κι εύθυμης περιέργειας.

Η κυρία Μίλλερ πέρασε την επόμενη μέρα στο κρεβάτι. Σηκώθηκε μονάχα για να ταΐσει το καναρίνι και να πιει μια κούπα τσάι. Έβαλε θερμόμετρο, δεν είχε τίποτα, αν και τα όνειρά της ήταν πυρετώδη, ανήσυχα και ταραγμένα. Ένιωθε να ζαλίζεται, ακόμα κι όταν βρισκόταν στο κρεβάτι ακίνητη, με τα μάτια ορθάνοιχτα, καρφωμένα στο ταβάνι. Ακόμα και τότε είχε ασυνάρτητα κι ανήσυχα όνειρα. Κι ένα όνειρο πέρασε μέσα στ᾽ άλλα, σαν το λαθραίο και μυστηριώδες θέμα μιας πολύπλοκης συμφωνίας κι οι σκηνές που απεικόνιζε είχαν σκληρά περιγράμματα, σαν να είχαν ζωγραφιστεί από το χέρι μιας προικισμένης και γεμάτης ένταση ιδιοφυίας: ένα μικρό κορίτσι, που φορούσε νυφικό, με την κόμη στεφανωμένη και μέσα σε μια εξώκοσμη σιωπή, οδηγούσε μια πένθιμη λιτανεία, σ᾽ ένα ορεινό μονοπάτι. «Πού μας πηγαίνει;» ρώτησε μια γυναίκα. «Κανείς μας δεν ξέρει», απάντησε ένας γέροντας. «Είναι, όμως, όμορφη», ακούστηκε μια τρίτη φωνή. «Είναι σαν παγωμένο άνθος ... τόσο αστραφτερή και τόσο λευκή...»

Την Τρίτη η κυρία Μίλλερ ξύπνησε καλύτερα. Από τις γρίλιες εισέβαλαν λωρίδες έντονου εωθινού φωτός κι έκαναν κομμάτια τις αλλόκοτες και σκοτεινές φαντασιώσεις της. Άνοιξε το παράθυρο. Ήταν θαρρείς, μια ανοιξιάτικη μέρα. Το χιόνι έλυωνε, ο ήλιος δέσποζε και μια αγέλη από κάτασπρα σύννεφα πλανιόταν σ᾽ ένα γαλάζιο ουρανό. Πέρα από τις χαμηλές στέγες, διέκρινε το ασήμι του ποταμού και τον καπνό από τα ρυμουλκά ...

Τακτοποίησε με επιμέλεια το διαμέρισμα, πήγε στον παντοπώλη, εξαργύρωσε μιαν επιταγή και πήρε το πρόγευμά της στου Σραφτ, φλυαρώντας εύθυμα με τη σερβιτόρα. Ω, ήταν μια θαυμάσια μέρα, θύμιζε διακοπές, θύμιζε γιορτή, θα ήταν ανοησία να γυρίσει και να κλειστεί στο σπίτι.

Ανέβηκε σ᾽ ένα λεωφορείο της Λεωφόρου Λέξινγκτον και έφθασε στην Ογδοηκοστή έκτη οδό. Αποφάσισε να ψωνίσει κι εκεί κάτι, αν και δεν είχε ιδέα τι ήθελε ή τι χρειαζόταν. Περιφερόταν άσκοπα, ενώ γύρω της οι περαστικοί, βιαστικοί και απασχολημένοι, την έκαναν να αισθάνεται μόνη, ολομόναχη και από όλους αποκομμένη.

Καθώς περίμενε στη γωνία της Τρίτης Λεωφόρου, είδε εκείνον τον άντρα. Ήταν ηλικιωμένος, με πόδια κυρτά, λυγισμένα από το βάρος κάμποσων πακέτων που κουβαλούσε. Φορούσε ένα φθαρμένο καφέ παλτό, κι ένα καπέλο. Η κυρία Μίλλερ αντιλήφθηκε, ξαφνικά, ότι αντάλλασσαν ένα χαμόγελο. Δεν είχε τίποτα το φιλικό αυτό το χαμόγελο, ήταν απλώς δυο παγερές αναλαμπές αμοιβαία αναγνώρισης. Κι ήταν σίγουρη πως δεν τον είχε ξαναδεί. Ποτέ.

Ο άντρας στεκόταν δίπλα σε μια στάση του μετρό. Όταν η κυρία Μίλλερ διέσχισε το  δρόμο, την ακολούθησε. Εκείνη προχωρούσε κι αυτός ερχόταν πίσω της. Με την άκρη του ματιού της μπορούσε να διακρίνει στις βιτρίνες την αντανάκλασή του.

Ξαφνικά, στη μέση του τετραγώνου, γύρισε και τον κοίταξε. Εκείνος σταμάτησε, την κοίταξε με τη σειρά του, σηκώνοντας το κεφάλι του, και μόρφασε. Τι θα μπορούσε να του πει; Τι θα μπορούσε να κάνει; Μέρα μεσημέρι, ανάμεσα στον κόσμο; Ήταν όλα μάταια. Μισώντας τη διστακτικότητα, μισώντας τη μοναξιά και τη δειλία της, η κυρία Μίλλερ τάχυνε το βήμα της κι απομακρύνθηκε.

Έφτασε στη Δεύτερη Λεωφόρο, σ᾽ αυτόν τον μελαγχολικό δρόμο, που θυμίζει απομεινάρια άλλων οδών, φτιαγμένος αλλού από χαλίκι, αλλού από τσιμέντο κι αλλού από άσφαλτο, με μόνιμη την ατμόσφαιρα μιας ζοφερής ερήμωσης. Η κυρία Μίλλερ περπάτησε πέντε τετράγωνα δίχως να συναντήσει ψυχή, ακούγοντας διαρκώς τα βήματα του άντρα πίσω της. Κι όταν έφτασε σ᾽ ένα ανθοπωλείο, τα βήματα επέμεναν πίσω της. Μπήκε μέσα. Ο άντρας, χωρίς ν᾽ ανακόψει τον αργό διασκελισμό του, πέρασε, με τα μάτια μπροστά, δίχως να στρέψει το βλέμμα του στο κατάστημα. Το μόνο που έκανε, ήταν ν᾽ αγγίξει το γείσο του καπέλου του με τα δάχτυλα· μια παράξενη, αλλά εύγλωττη χειρονομία, ένας μοναχικός χαιρετισμός ...

«Έξι λευκά, είπατε;» ρώτησε ο ανθοπώλης. «Ναι», αποκρίθηκε η κυρία Μίλλερ, «έξι λευκά τριαντάφυλλα.» Κι από κει, πήγε σ᾽ ένα υαλοπωλείο και διάλεξε ένα ανθοδοχείο, για ν᾽ αντικαταστήσει εκείνο που είχε σπάσει η Μύριαμ, αν και η τιμή ήταν εξωφρενική και το ίδιο το βάζο εξαιρετικά κακόγουστο. Είχε αρχίσει, όμως, μια σειρά από απρόβλεπτες αγορές· μια σειρά από έξοδα που ακολουθούσαν, θαρρείς, ένα σχέδιο προκαθορισμένο, το οποίο, ωστόσο, ούτε να καταλάβει, ούτε και να ελέγξει μπορούσε.

Αγόρασε μια σακουλίτσα κερασάκια γλασέ και πλήρωσε μια μικρή περιουσία για έξι αμυγδαλωτά.

Ο καιρός, έπειτα, άρχισε να χαλάει και πάλι. Σύννεφα σκέπασαν τον ήλιο και θάμπωσαν το φως, κι ο σκελετός ενός πρόωρου σούρουπου άλλαξε το χρώμα τ᾽ ουρανού. Μια υγρή ομίχλη απλώθηκε και το βουητό του ανέμου ανακατεύτηκε με τους απόηχους απ᾽ τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν και τις έκανε ν᾽ ακούγονται μοναχικές και θλιμμένες. Σε λίγο έπεσε η πρώτη νιφάδα κι ώσπου να φτάσει η κυρία Μίλλερ στο διαμέρισμά της, το χιόνι έπεφτε πυκνό, τόσο που οι πατημασιές χάνονταν προτού καλά-καλά σχηματισθούν.

Τα λευκά τριαντάφυλλα στόλιζαν το ανθοδοχείο. Τα γλασαρισμένα κερασάκια γυάλιζαν σ᾽ ένα δίσκο. Τα αμυγδαλωτά περίμεναν ένα χέρι. Το καναρίνι φτεροκοπούσε στην κούνια του και ράμφιζε τα σποράκια του.

Στις πέντε ακριβώς ακούστηκε το κουδούνι. Η κυρία Μίλλερ ήξερε ποιος ήταν. Το στρίφωμα της ρόμπας της θρόισε στο δάπεδο καθώς διέσχιζε το δωμάτιο. «Εσύ είσαι;» ρώτησε.

«Φυσικά», είπε η Μύριαμ κι ο απόηχος της λέξης διαπέρασε τα πάντα, μ᾽ έναν εξωπραγματικό οξύ τρόπο. «Άνοιξε την πόρτα.»

«Φύγε», είπε η κυρία Μίλλερ.

«Άνοιξε, γρήγορα ... κρατάω ένα βαρύ πακέτο.»

«Φύγε», είπε πάλι η κυρία Μίλλερ. Γύρισε στο λίβινγκ-ρούμ, άναψε ένα τσιγάρο, κάθησε και πήρε ν᾽ ακούει ήρεμα το βόμβο απ᾽ το κουδούνι. Δεν σταματούσε. Δεν σταμάτησε στιγμή. «Θα φύγεις», σκεφτόταν η κυρία Μίλλερ. «Θα φύγεις. Εγώ δεν σου ανοίγω.»

Κάποτε, το κουδούνι σταμάτησε. Για δέκα λεπτά περίπου η κυρία Μίλλερ δεν έκανε καμιά κίνηση. Κατόπιν, υποθέτοντας ότι η Μύριαμ θα είχε πια φύγει, σηκώθηκε και προχώρησε ακροπατώντας μέχρι την πόρτα. Την άνοιξε μια σταλιά. Κι η Μύριαμ ήταν εκεί· στηριζόταν σ’ ένα θεόρατο κουτί από χαρτόνι και στα χέρια της λίκνιζε μιαν όμορφη γαλλική κούκλα.

«Ουφ, επιτέλους. Κι έλεγα πως δεν θα μου άνοιγες ποτέ!» είπε θυμωμένα. «Έλα, βοήθησέ με, γιατί αυτό είναι τρομερά βαρύ. Έλα, να το βάλουμε μέσα.»

Δεν ήταν η βία μιας αλλόκοσμης μαγείας, αλλά περισσότερο μια περίεργη παθητικότητα, που ανάγκασε την κυρία Μίλλερ ν’ ανοίξει την πόρτα, να μεταφέρει μέσα το κουτί, ν᾽ αφήσει να μπουν η Μύριαμ με την κούκλα. Η Μύριαμ κουλουριάστηκε στον καναπέ, δίχως να βγάλει το πανωφόρι της και το μπερέ, κοιτώντας με απάθεια την κυρία Μίλλερ που πάσχιζε ασθμαίνοντας να φέρει μέσα το κουτί. Η κυρία Μίλλερ στάθηκε εκεί τρέμοντας με την ανάσα κομμένη.

«Ευχαριστώ», είπε η Μύριαμ. Τώρα, που ήταν ακόμη μέρα έμοιαζε ισχνή, πολύ αδύνατη και τα μαλλιά της λιγότερο απαστράπτοντα και φωτεινά. Η γαλλική της κούκλα φορούσε υπερβολικά σκονισμένη περούκα και τα ηλίθια γυάλινα μάτια της έμοιαζαν ν᾽ αναζητούν παρηγοριά στο βλέμμα της Μύριαμ.

«Σου έχω μια έκπληξη», είπε η Μύριαμ. «Για κοίταξε στο κουτί μου!»

Η κυρία Μίλλερ γονάτισε, άνοιξε το κουτί κι έβγαλε από μέσα ακόμα μια κούκλα. Κι έπειτα ένα μπλε φόρεμα, εκείνο που φορούσε η Μύριαμ την πρώτη βραδιά, στο κινηματοθέατρο. Τα υπόλοιπα, ήσαν όλα ρούχα. «Γιατί;» ρώτησε η κυρία Μίλλερ.

«Γιατί ήρθα να μείνω μαζί σου», είπε η Μύριαμ, παίρνοντας ένα κερασάκι. «Αχ, τι ευγενικό από μέρους σου να μου αγοράσεις κερασάκια ...»

«Μα, δεν μπορείς ... για όνομα του Θεού ... φύγε... φύγε από δω κι άφησέ με ήσυχη επιτέλους!»

«... και τριαντάφυλλα, και αμυγδαλωτά! Πολύ γενναιόδωρο. Θαυμάσιο! Μμμμ... υπέροχα είναι αυτά τα κερασάκια. Μούρλια! Ξέρεις την τελευταία φορά έμενα μ᾽ έναν ηλικιωμένο κύριο και ήταν πολύ φτωχός και δεν είχαμε ποτέ κάτι καλό να φάμε. Αλλά, εδώ, έχω την εντύπωση ότι θα είμαι χαρούμενη.» Σταμάτησε. Αγκάλιασε σφιχτότερα την κούκλα της και είπε: «Δείξε μου τώρα, σε παρακαλώ, πού να βάλω τα πράγματά μου.»

Το πρόσωπο της κυρίας Μίλλερ έγινε ένα σύνολο από άσχημες κόκκινες γραμμές. Άρχισε να κλαίει νευρικά. Ήταν ένα ταραγμένο, αφύσικο κλάμα, χωρίς δάκρυα, ένα είδος θρήνου πρωτόγνωρου, σαν να μην είχε κλάψει ποτέ στη ζωή της, σαν να μην ήξερε πώς. Αργά, διστακτικά και με μικρά βήματα έφτασε μέχρι την πόρτα ...

Άνοιξε, όρμησε έξω και κατέβηκε τα σκαλοπάτια. Έφτασε στο από κάτω πάτωμα και χτύπησε, εκτός εαυτού, την πόρτα του πρώτου διαμερίσματος που βρέθηκε μπροστά της, Ένας κοντός, κοκκινομάλλης άνοιξε κι η κυρία Μίλλερ τον έσπρωξε και πέρασε μέσα. «Μα, τι  ᾽ν᾽ αυτά τα πράγματα!» έκανε ο άντρας έκπληκτος. «Συμβαίνει τίποτα, αγάπη μου;» ρώτησε μια νεαρή γυναίκα, που εμφανίστηκε απ᾽ την κουζίνα, στεγνώνοντας με μια πετσέτα τα χέρια της. Σ ᾽ αυτήν ήταν που απευθύνθηκε η κυρία Μίλλερ.

«Ακούστε με!» φώναξε. «Ντροπή μου είναι που φέρομαι μ᾽ αυτόν τον τρόπο, αλλά... νά ....ξέρετε, είμαι η κυρία Μίλλερ και ζω από πάνω και...» Σταμάτησε και πίεσε με τις παλάμες της το πρόσωπό της. «Είναι τόσο παράλογο...»

Η γυναίκα την έβαλε να καθήσει σε μια καρέκλα, ενώ ο άντρας  κουδούνιζε νευρικά κάποια κέρματα στην τσέπη του «Λοιπόν;» έκανε.

«Μένω απάνω, όπως σας είπα ... Ένα κοριτσάκι μ᾽ επισκέπτεται... έρχεται, και το φοβάμαι. Δεν φεύγει, δεν θέλει να φύγει, όσο κι αν της το λέω και, φοβάμαι, ότι είναι ικανή να κάνει κάτι τρομερό. Ήδη μου έκλεψε ένα κόσμημα, κι είναι έτοιμη να κάνει κάτι χειρότερο, κάτι τρομακτικό!»

«Συγγενής σου είναι;» ρώτησε ο άντρας.

Η κυρία Μίλλερ ένευσε αρνητικά. «Δεν ξέρω ποια είναι. Λέγεται Μύριαμ, αλλά δεν ξέρω τίποτ᾽ άλλο γι᾽ αυτήν.»

«Ηρέμησε, καλή μου» είπε η γυναίκα κρατώντας το χέρι της κυρίας Μίλλερ. «Θα πάει ο Χάρυ να το περιποιηθεί αυτό το παιδί. Άντε, αγάπη μου». Η κυρία Μίλλερ είπε: «Είναι ανοιχτή η πόρτα ... Το 5Α  διαμέρισμα ...»

Όταν έφυγε ο άντρας, η γυναίκα έφερε και σκούπισε λίγο το πρόσωπο της κυρίας Μίλλερ. «Είστε πολύ ευγενική», είπε η κυρία Μίλλερ. «Συγνώμη που σας αναστάτωσα και φέρομαι σαν ανόητη, αλλά είναι δαιμονισμένο αυτό το παιδί ... σας το λέω ...»

«Ναι, καλή μου. Ό,τι πεις. Ησύχασε τώρα», την παρηγόρησε η γυναίκα.

Η κυρία Μίλλερ έγειρε πίσω το κεφάλι της και λίγο έλειψε να κοιμηθεί. Η γυναίκα άνοιξε το ραδιόφωνο. Οι νότες από ένα πιάνο κι η βραχνή φωνή ενός άντρα πλημμύρισαν το δωμάτιο κι η γυναίκα χτυπούσε το πόδι της ρυθμικά στο δάπεδο. «Ίσως πρέπει ν᾽ ανέβουμε τώρα κι εμείς απάνω», είπε.

«Δεν θέλω να το ξαναδώ ατό το παιδί. Δεν θέλω να είμαι κοντά του.»

«Το καλύτερο για σένα είναι να καλέσεις την αστυνομία.»

Σε λίγο ο άντρας κατέβηκε. Μπήκε στο δωμάτιο συνοφρυωμένος. Έξυνε την πλάτη και το λαιμό του. «Κανείς δεν είναι απάνω», είπε ειλικρινά έκπληκτος. «Θα έφυγε, μάλλον.»

«Βλακείες!» είπε η γυναίκα. «Όλη την ώρα είμαστε ᾽δω και θα τη βλέπαμε αν έφευγε...» Σταμάτησε απότομα, σαν αντίκρισε το άγριο βλέμμα του άντρα.

«Κοίταξα παντού», είπε «Κανείς δεν ήταν απάνω. Κανένας απολύτως, κατάλαβες;»

«Πείτε, σας παρακαλώ», είπε η κυρία Μίλλερ και σηκώθηκε. «Μήπως είδατε ένα μεγάλο κουτί; Ή μια κούκλα;»

«Όχι, κυρία μου. Δεν είδα», είπε εκείνος.

Και η γυναίκα, σα ν᾽ άρθρωνε μιαν ετυμηγορία, είπε: «Το λοιπόν, πολύ κακό για τίποτα ...»

Η κυρία Μίλλερ μπήκε σιγά-σιγά στο διαμέρισμά της. Προχώρησε μέχρι το κέντρο του δωματίου κι εκεί έμεινε ακίνητη. Δεν είχε αλλάξει τίποτα. Τίποτα δεν είχε συμβεί. Τα τριαντάφυλλα, τ᾽ αμυγδαλωτά και τα κερασάκια, ήταν όλα στη θέση τους. Κι όμως, ήταν ένα άδειο δωμάτιο, ένα δωμάτιο κενό, πιο κενό ακόμα κι αν απουσίαζαν τα έπιπλα και όλα όσα βρίσκονταν εκεί· ένα δωμάτιο πέτρινο και πετρωμένο· ένα δωμάτιο που θύμιζε αίθουσα κηδειών. Ο καναπές ήταν εκεί κι έμοιαζε αλλόκοτος και η κενότητά του ήταν πιο ανησυχητική και διαπεραστική και τρομερή, απ᾽ όταν ήταν πάνω του κουλουριασμένη η Μύριαμ. Εστίασε με αγωνία το βλέμμα της στο μέρος όπου είχε τοποθετήσει το κουτί· κενότητα κι εκεί· ανησυχία. Κοίταξε από το παράθυρο. Ο ποταμός ήταν εκεί και ήταν πραγματικός. Το χιόνι έπεφτε και ήταν πραγματικό. Ποιος, όμως, μπορεί πια να ᾽ναι σίγουρος για ό,τι βλέπει; Πριν λίγο η Μύριαμ ήταν εκεί, πραγματική, μια τόσο ζωντανή παρουσία· και τώρα; Πού ήταν τώρα; Πού, άραγε; Πού;

Σαν σε όνειρο, βυθίστηκε σε μια καρέκλα. Το δωμάτιο άρχισε να χάνει το σχήμα του. Άρχισε να νυχτώνει, όλα να γίνονται σκοτεινά, ολοένα και πιο σκοτεινά κι η κυρία Μίλλερ ήταν ανήμπορη να σηκώσει το χέρι και ν᾽ ανάψει το φως.

Ξαφνικά, την κυρίευσε ένας ανοδικός κλυδωνισμός. Ένιωσε σαν το δύτη που ανεβαίνει στην επιφάνεια από ᾽ναν βυθό σκοτεινό, πράσινο, απειλητικό. Σε καταστάσεις τρόμου ή ανείπωτης αγωνίας, υπάρχουν στιγμές που το μυαλό περιμένει, θαρρείς, μιαν αποκάλυψη, ενώ, την ίδια ώρα πλέκεται ένα νήμα ηρεμίας και γαλήνης. Είναι σαν ύπνος, σαν μια υπερφυσική έκσταση. Και στη διάρκεια αυτού του κατευναστικού λήθαργου διαπιστώνεις την παρουσία μιας δύναμης που εκλογικεύει ήρεμα τα πάντα: κι αν, λοιπόν, δεν είχε ποτέ της συναντήσει ένα κορίτσι που το έλεγαν Μύριαμ; Κι αν ήταν ανοησία της που είχε τόσο τρομάξει; Τελικά, όπως και κάθε τι άλλο, δεν είχε σημασία. Είχε χάσει την ταυτότητά της, εξαιτίας της Μύριαμ, είχε για λίγο χάσει τον εαυτό της, αλλά τώρα ήξερε πάλι, τώρα είχε βρει πάλι τον άνθρωπο που έμενε εκεί, που φρόντιζε το καναρίνι, που μπορούσε να τον εμπιστευθεί και να τον πιστέψει· είχε βρει τον εαυτό της: την κυρία Χ. Τ. Μίλλερ.

Κι όπως ήταν ικανοποιημένη με τις μύχιες σκέψεις της, ένιωσε να φτάνουν στ᾽ αυτιά της δύο ήχοι. Το συρτάρι του γραφείου της ν᾽ ανοίγει. Κι έπειτα να κλείνει. Της φάνηκε ότι οι ήχοι έφτασαν πολύ μετά το πραγματικό άνοιγμα και κλείσιμο. Και, μετά από λίγο, ακούστηκε το θρόισμα από ᾽να μεταξωτό φόρεμα, ένα ανάλαφρο και αμυδρό θρόισμα, που πλησίαζε κι όλο πλησίαζε, που έφτασε κοντά της την ίδια στιγμή που το δωμάτιο γέμισε ψιθύρους, το ίδιο δευτερόλεπτο που τα μάτια της κυρίας Μίλλερ άνοιξαν κι έγιναν ένα ολοστρόγγυλο, κενό, χαμένο βλέμμα.

«Γειά σου», είπε η Μύριαμ.

 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΑΤΩ, Αθήνα 1991, σελ.13-35

 

 

Back to top