Τρεις νεότερες Θράσσες συγγραφείς γράφουν για την Ξάνθη. - UrbanOrama.gr

Τρεις νεότερες Θράσσες συγγραφείς γράφουν για την Ξάνθη.

Ανάρτηση: 16 Δεκ 2024

ΤΟ ΧΑΝΙ

 

Ελένη Δημητριάδου-Εφραιμίδου, ποιήτρια-συγγραφέας

 

Βαμμένη με θαμπή καφέ λαδομπογιά η τεράστια διπλή πόρτα από ταπεινή λαμαρίνα και δυο σειρές σιδερένια κάγκελα να τη συγκρατούν, μένει κλειστή κι αμέτοχη στη ζωή μέρα- νύχτα τώρα πια, επί της οδού 28ης Οκτωβρίου. Ούτε μάρμαρα ούτε νούμερα, ούτε λαμπάκια. Τίποτα. Τίποτα δεν καθρεπτίζεται επάνω της. Ούτε ήλιος, ούτε φεγγάρι, ούτε κανένα φουριόζικο περαστικό κάμπριο. Μονάχα ο αδιάφορος, νυσταγμένος χρόνος που δεν ανοίγει μάτι αν δεν τον ξυπνήσεις, αράζει πάνω της. Δίπλα στις πολυτελείς τζαμαρίες του ζαχαροπλαστείου Παπαπαρασκευά, μάταια αγωνίζεται να κλέψει παράσταση, να τραβήξει Χ στο σύγχρονο κιτς φτερό, να βγάλει γλώσσα, να τους τα πει τα στραβά να ξαλαφρώσει. Ποια αντανάκλαση του ήλιου μου λες στο μάρμαρο και στο τζάμι; Γυαλίζουν αυτά, αλλά να πουν τι έχουν;

Σηκώνει αντάρτικο η ιστορία της. Τί κρύβει σήμερα; Τί έκρυβε χθες; Σπάζει την κλειδαριά της η μνήμη. Ανοίγει στόμα, παραληρεί στη φαντασία μου, στα παιδικά τα μάτια που εισχωρούν σ’ ένα χθες γυμνό, γεμάτο εικόνες, χρώματα, συναισθήματα, λέξεις.

«Τίνος λοιπόν μέρους της ψυχής είναι φαινόμενον η μνήμη;(1)

Του πάθους της φαντασίας μου; Ή του μέρους εκείνου που δεν πεθαίνει που μνημονεύει εικόνες κτισμένες από πριν στη συνείδηση;

Χωρίς το σώμα μου παιδί, μνήμη δεν υπάρχει. Ναι, δεν περπατώ, δεν πάω εκεί που όλα σταμάτησαν στο χρόνο, πριν με μικραίνουν, πριν με χαϊδέψουν τα χρώματα, οι μυρωδιές, πριν με κανακέψουν, χέρια τρυφερά, οι λέξεις.

Μπαίνει το σώμα μου παιδί στην αλάνα. Εκεί που έζησε στιγμές και τώρα αναπαράγονται και πονούν.

Εδώ, πίσω απ’ αυτήν την απρόσωπη πόρτα της οδού 28ης Οκτωβρίου, πρώην οδού Καβάλας, ήταν κάποτε ένα Χάνι. (2) Το Χάνι του Πάγκαλου. (3) Μια δίφυλλη ξύλινη άβαφη παλιά πόρτα με τις ρωγμές στο σώμα της και την τραμπάλα στους μεντεσέδες της, τρίζει. Άβαφη, ναι. Πόρτα και χώμα ίδια. Απλώνω το χέρι μου και σπρώχνω. Μυρίζει ο τόπος χώμα, σανό και καβαλίνα Ο φαρδύς διάδρομος κι ύστερα ένα μεγάλο τετράγωνο αίθριο, μια τεράστια περιστοιχισμένη μάντρα κι εκεί στο βάθος του, απέναντι, το ξύλινο, σκοτεινό, στενόμακρο, μονώροφο χαγιάτι, υπόστεγο με κεραμιδένια στέγη που το στηρίζουν παρατεταγμένα στη σειρά ξύλινα τετράγωνα κολωνάκια. Έτσι σκοτεινό, μυστηριώδες, άγνωστο στο βάθος του το έστηνε η περιέργεια κι ο χρόνος μέσα μου. Aπείραχτο εκεί, άφθαρτο εκεί, μια παγωμένη εικόνα, ένα κόκκινο τεράστιο στοπ.

Mπροστά του, η μαυροφορεμένη φιγούρα της γριάς Παγκαλέσσας -έτσι την έλεγε ο παππούς- με τη σκεβρή κορμοστασιά της όλο νεύρο να πηγαινοέρχεται, να υποδέχεται, να βάζει τα κάρα στη σειρά, τα ζώα σε τάξη, τους ανθρώπους στη θέση τους. Χήρα εδώ και χρόνια το πάλευε μόνη της. Μαύρη μαντίλα που δεν έβγαινε απ’ το κεφάλι και το πρόσωπο ολόκληρο μια γκριμάτσα ξινή. Αυστηρή, φωνακλού, μέρα-νύχτα εκεί επί των δημοσίων σχέσεων, αφεντικό με τα όλα της.

Η πόρτα του χανιού, η «Χαν-καπουσού», έμενε όλη τη μέρα ανοιχτή για να μπορούν να μπαίνουν τα κάρα ανενόχλητα. Μόνο το βράδυ την έκλεινε από μέσα η γριά-χαντζού με σιδερένιες αμπάρες, τα «κολντεμίρια», για ασφάλεια.

Τα κάρα ζεμένα με βόδια ή άλογα έρχονταν απ’ τα γύρω χωριά της Ξάνθης για δουλειές και ψώνια. Οι χωρικοί πουλούσαν μικροσοδειές κι αγόραζαν προμήθειες που δεν είχαν. Πάρκαραν εκεί, στο κοντινό γι’ αυτούς χάνι του Πάγκαλου. Άραζαν και ξαπόσταιναν. Ξέζευαν τα ζωντανά κι έφευγαν γι’ αγορές στα γύρω μαγαζιά.

Έδενε η γριά τα ζώα στη σειρά μπροστά στα παχνιά του χαγιατιού, τα πότιζε, τα τάιζε. Μασούσαν εκείνα το ξερό χορτάρι ώρες μέχρι να ‘ρθουν τ’ αφεντικά, έβγαζαν αφρούς απ’ το στόμα κι έπιναν νερό απ’ το στενόμακρο πέτρινο αυλάκι που υπήρχε μπροστά στο χαγιάτι. Σκούπιζε τα χέρια της στη μαύρη ποδιά της μετά και χανόταν για λίγο στο σκοτεινό βάθος ενός μικρού δωματίου, το μοναδικό «ονταδάκι» του χανιού με τη στρογγυλή ξυλόσομπα που έκαιγε για να ζεσταίνονται λίγο το Χειμώνα οι περαστικοί χωρικοί του κάμπου. Μαύρη κι αυτή στο σκοτεινό δωμάτιο και μονάχα απ’ το μικρό πορτάκι της φαινόταν μια φλόγα που πάλευε να φωτίσει αυτό το βάθος. Το βάθος που μέσα του πασχίζει να σωθεί πάντα μια μνήμη.

Κρύβει το μαύρο ένα μυστήριο. Μια μαγική εικόνα είναι, κρυμμένη στο σύδενδρο, στο μεγάλο δάσος του χρόνου, μόλις χτυπήσει ο ήλιος πάνω της, λαμπιρίζουν όλα τα χρώματα τα γαλάζια, τα κόκκινα τα κίτρινα, όλες οι εποχές κι οι ηλικίες του καιρού βγάζουν φτερά, αιωρούνται στα μάτια σου όλα τα χρώματα, όλα τα χρώματα του μαύρου που τα κρύβει.

Πηγαίναμε εκεί με τη μάνα μου πότε-πότε, να πάρουμε το πρόβειο γιαούρτι και το γάλα που έφερναν ο παππούς Δημητρός και η γιαγιά η Βάγια όταν έρχονταν απ΄ το χωριό. Περιμένουν ακόμη εκεί θαρρώ. Γυρίζω το κεφάλι και τους βλέπω. Στέκονται μπροστά στο σταματημένο κάρο, στο σταματημένο χρόνο με τα χέρια απλωμένα γι’ αγκαλιά. Φορούν τα ρούχα, τα χρώματα τα Θρακιώτικα τα καφετιά, το κόκκινο ζωνάρι στη μέση ο παππούς, το καφέ το φόρεμα πάντα η γιαγιά. Καφέ ανοιχτό της γλυκιάς σοκολάτας, καφέ της βρεγμένης γης, καφέ του ξανθού καφέ του ακαβούρντιστου, όλα καφέ, αλησμόνητα.

Μας φώναζε μέσα η γριά-χαντζού το χειμώνα, να ζεσταθούμε πλάι στη μαύρη ξυλόσομπα και πλάι στο σκεβρωμένο μπαούλο που έκλεινε μέσα εποχές και φυλαχτά, έκρυβε κι εμένα που λες και μπήκα εκεί να μετράω εικόνες και χρόνια, μέρες, στιγμές κι ανθρώπους, με είχε εκεί ν’ ανασηκώνω από μέσα το κυρτό καπάκι του κι από τη χαραμάδα του ν’ αποτυπώνω εκείνο το γέρικο πρόσωπο το σκαμμένο επιδέξια απ’ το μόχθο, με τις βαθιές αυλακιές του σαν παλιό ξυλόγλυπτο εικόνισμα. Το αφανισμένο χαμόγελο στο ρουφηγμένο προς τα μέσα στόμα, πηγάδι σκοτεινό αλλά αστήρευτο στις κραυγές και στις φοβέρες.

- Φύγ’τε απ’ τα ζα, θα σας κτυπήσ’νε!

Ξημέρωνε εκεί, βράδιαζε εκεί η γριά Παγκαλέσσα. Στις αποθήκες, στα δωμάτια στους στάβλους. Πότε αγία, πότε μάγισσα με τη σκούπα στα χέρια, με τη βουκέντρα άλλοτε, έσπρωχνε τα ζωντανά, φώναζε στα παιδιά που τριγύριζαν κοντά τους, τσάκιζε με τις λέξεις τον δικό της φόβο:

-Φύγ’ τε απ’ τα ζα, θα σας κτυπήσ’νε! Ζόρ’ κα είν’ παναθεμάτα. Τρών’-τρών’ και νταβραντίζ’νε (4) τ’ άτιμα κι άμα τα καλυβών’νε (5) κι όλα, με σαβουρλαντίζ’νε(6) σαν το σαρμαδούδ’! Γι’ αυτό σιρσιμλέντ’ σα(7) παιδούδια μ’ και χουγιάζου.(8) Ας μην ήμ’ να ‘γω να σκανιάζου(9) και να χαϊταντίζου(10) μον’ μονάχ’, να διούμ’ κατά πού θα ήταν αυτό το Χαν’!

Άλλα ελληνικά, άλλα τούρκικα, τα προσάρμοζε στις ανάγκες της τα λόγια η Παγκαλέσσα. Τ’ ανακάτευε όπως ανακάτευε τα άχυρα στο σταύλο με το δικράνι. Έρχονταν και μουσουλμάνοι απ’ τα μουσουλμανικά χωριά του κάμπου κι άρπαζε λέξεις τους, τις μπόλιαζε στις δικές της, με μια κατάληξη ελληνική στο τέλος τους, το έκανε το χαρμάνι της όπως ήθελε. Άλλωστε και οι έλληνες Μικρασιάτες που ήρθαν πρόσφυγες το ’22 και έμειναν στα γύρω χωριά, έτσι τα μιλούσαν. Φύτρωναν οι λέξεις οι τουρκικές-τόσα χρόνια εκεί- στις κουβέντες τους, άλλοτε κουτσουρεμένες, άλλοτε με ουρά, το ‘λεγαν το τραγούδι τους. Τι ολόκληρα, τι μισά, το νόημα ίδιο ήταν!

Μάζευαν τα ζώα και τα κάρα το απομεσήμερο οι χωρικοί, άφηναν το μπαξίσι στην ποδιά της γριάς Παγκαλέσσας κι έφευγαν για τα χωριά τους φορτωμένοι με προμήθειες για ένα μήνα. Τρείς με τέσσερις ώρες διαδρομή, χαράματα έφευγαν, νύχτα γύριζαν στα χωριά τους.

«Τους περιμέναμε να γυρίσουν», έλεγε η μάνα μου, «παιδιά και περιμέναμε να μας φέρουν το κάτι τις κι είχαμε μια χαρά όταν μας έφερναν λίγο άσπρο –χάσκο- ψωμί, χαλβά και από ένα μανταρίνι. Ναι, ένα μανταρίνι μόνο, γιατί ήταν ακριβά κι οι δραχμές δυσεύρετες πριν απ’ την κατοχή».

Αργότερα, το ’55 με ’60 περίπου, βγήκαν τα πρώτα πράσινα λεωφορεία που πηγαινοέρχονταν στα χωριά κι οι επισκέψεις στα χάνια αραίωσαν.

Ύστερα, στη δεκαετία του’70 το χάνι χάλασε. Κάθισαν πάνω του πολυώροφα σπίτια και μαγαζιά κι η Χαν-καπουσού, και η γριά-χαντζού και τ’ ονταδάκι της με την ξυλόσομπα την στρογγυλή που άναβε, έσβησε για τα καλά.

 

1. Αριστοτέλης, «Περί μνήμης και αναμνήσεως».

2. «Ο όρος «χαν» είναι περσικής προέλευσης και σημαίνει ξενώνα, ξενοδοχείο. Το χάνι με τη σημερινή του έννοια ως σταθμός κατά τη διαδρομή, καθιερώθηκε γύρω στα 1550 από τον Ιμπραήμ, βεζίρη του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566). Πρόκειται για κτίσμα μικρότερο από το καραβάν-σεράι. Ο χρόνος διαμονής των ταξιδιωτών σ’ αυτό ήταν μεγαλύτερος, μια που το χάνι χρησίμευε επιπλέον σαν τόπος συναλλαγών και ανταλλαγής ιδεών». Ελένη Γαβρά, Μακεδονικά, τομ.25, 1986 Θεσ/νίκη, «Χάνια και καραβάν σεράγια από Θεσ/νίκη έως την πόλη των Σερρών και γύρω απ’ αυτήν, από το 1774 έως το 1913»

3. Μεγάλος αριθμός χανιών κτίστηκαν στην Ξάνθη κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, κυρίως από Ηπειρώτες τεχνίτες (έδιναν και τα ονόματά τους σ’ αυτά) που άρχισαν να καταφθάνουν εδώ λόγω της τεράστιας ζήτησης των περίφημων καπνών της περιοχής, προσπαθώντας παράλληλα να αποφύγουν την καταπίεση του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Χριστίνα Ζαρκάδα, Θρακικά Χρονικά,τ.37/1982, «Τα χάνια της Ξάνθης».

Το χάνι του Πάγκαλου, ήταν ένα από τα «απλά λαϊκά χάνια», τα «Χάνια των ζώων» Τα απλά λαϊκά χάνια, «βρίσκονταν κυρίως σε μικρά επαρχιακά κέντρα. Ήταν κτισμένα στον τύπο του ισόγειου χανιού γύρω από μια κεντρική αυλή. Συνήθως μονώροφα χωρίς ιδιαίτερο εσωτερικό ή εξωτερικό γνώρισμα και κατασκευασμένα από τσατμά (μπαγδατί). Χρησίμευαν για διαμονή των χωρικών που ερχόταν στην πόλη για μια μέρα ή για μια βραδιά. Διέθεταν ένα δωμάτιο συνήθως, (δωμάτιο του χαντζή). Στο πίσω μέρος του χανιού υπήρχαν στάβλοι «αχούρια» και αποθήκες χόρτου που είχαν πρόσβαση απ’ την αυλή. Στο υπόλοιπο τμήμα του ισογείου και προς τη μεριά του δρόμου υπήρχαν μαγαζιά-συνήθως καπηλειά, αλλά και φούρνοι, μπακάλικα, «ναλμπάντηδες»=πεταλωτήδες ή «παϊτάρηδες»= πρακτικοί κτηνίατροι». Ελένη Γαβρά, Μακεδονικά, τομ.25, 1986,Θεσ/νίκη «Χάνια και καραβάν σεράγια»

4. Νταβρανταίνου, δυναμώνω

5. Καλυβώνου, πεταλώνω

6. Σαβουρλαντίζου, πετώ με δύναμη κάτι, αποδιώχνω

7. Σιρσιμλεντίζου, αποβλακώνομαι

8. χουγιάζου, φωνάζω δυνατά, μαλώνω

9. σκανιάζου, στενοχωριέμαι

10. Χαϊνταντίζου, σπρώχνω να κάνουν γρήγορα

 

 

ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡ- ΑΝΤΩΝΗ ΣΚΟΥΛΟΥΔΗ

ΤΟΥ ΓΛΥΚΟΥ ΨΩΜΙΟΥ

ΤΗΣ ΓΛΥΚΙΑΣ ΚΟΥΒΕΝΤΑΣ

ΤΟΥ ΓΛΥΚΟΥ ΧΑΜΟΓΕΛΟΥ

ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΛΥΚΩΝ  ΜΑΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ

 

Δήμητρα Κατάκη, φιλόλογος-συγγραφέας

 Με άφθονα και πηγαία δάκρυα συγκίνησης συγγενείς και πλήθος φίλοι αποχαιρέτησαν για το τελευταίο του ταξίδι τον αξιαγάπητο Συμπολίτη μας κ. Αντώνη Σκουλούδη, που αναπαύθηκε χτες 19 και κηδεύτηκε σήμερα 20 Νοεμβρίου 2013 από τον Ιερό Ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών Καβακίου Παλιάς Ξάνθης.

 Ο κύριος Αντώνης μαζί με τη γυναίκα του, τη γλυκιά κυρία Παρασκευή και με τη βοήθεια των δύο θυγατέρων τους ενίοτε μας χόρτασαν με τα νόστιμα παραδοσιακά ψωμιά τους, τις πίτες, τα τσουρέκια, τα κουλούρια, τις φρυγανιές, τα σταφιδόψωμα και άλλες λιχουδιές από τον περίφημο φούρνο Σκουλούδη που λειτουργούσαν για δεκαετίες στην είσοδο της παλιάς της Ξάνθης, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το καφέ “Ψωμί και σοκολάτα”. Ο ιστορικός αυτός φούρνος, τον οποίο είχαν  κληρονομήσει από τους προγόνους τους, αποτέλεσε για δεκαετίες όχι μόνο “πηγή ζωής”, ως πηγή ψωμιού που ήταν, αλλά σημείο αναφοράς και “εντευκτήριο”, τόπο καθημερινής συνάντησης και επικοινωνίας των ανθρώπων μιας μεγάλης γειτονιάς στα όρια παλιάς και νέας πόλης. Ποτέ δεν πήγαινες εκεί μόνο για να αγοράσεις ψωμί ή κάτι άλλο. Πήγαινες για να πάρεις και τις καλημέρες  σου, να μάθεις τα νέα, να ζητήσεις συμβουλή και συνταγές από την κυρία Παρασκευούλα, να μάθεις μυστικά για την επιτυχία των τσουρεκιών, να φέρεις για ψήσιμο το φαΐ σου ή τα τσουρέκια σου. Αχ! Όταν έφερναν για ψήσιμο τα τσουρέκια οι νοικοκυρές. Τι συνωστισμός από ταψιά και μυρωδιές και πλουμίδια με σουσάμι και μύγδαλα και κουβέντες (“εμένα φέτος δε φούσκωσαν καλά” , “εγώ έπρεπε να βάλω λιγότερη ζάχαρη” κ.α. τέτοια.)

 Και ήταν η ευγένεια, η ζεστασιά, η καλή κουβέντα και το χαμόγελο του κυρ–Αντώνη και της κυρίας Βούλας που έδιναν χώρο σε όλα αυτά, που σε έκαναν να νιώθεις σα στο σπίτι σου, που εμένα προσωπικά μ' έκαναν να μπαίνω στο φούρνο κι όταν δεν ήταν να αγοράσω τίποτα, έτσι μόνο για το χαμόγελο και την καλημέρα – για να πάρω θετική ενέργεια , όπως θα λέγαμε σήμερα.

 Για όλα αυτά μας έλειψε και μας λείπει αυτή η παλιά ζεστή γωνιά με τους ζεστούς ανθρώπους των αναμνήσεών μας.

Ευτυχώς έχουμε ακόμα την τύχη να γευόμαστε τις γεύσεις και την ποιότητα των ψωμιών με συνταγή και τέχνη “Σκουλούδη”, γιατί μετά τη συνταξιοδότησή του ο κυρ-Αντώνης δίδαξε την τέχνη του και τις συνταγές στα νέα παιδιά που ίδρυσαν και λειτουργούν το φούρνο της Σμίνθης.

Μεγάλη ήταν η χαρά μου, όταν τύχαινε να συναπαντήσω αυτόν ή την κυρία Βούλα, στην πόλη και να πάρω πάλι τα δώρα τους: καλή κουβέντα, γλυκό χαμόγελο, ευχές, ευλογία. Και είμαι ευγνώμων στην τύχη που έφερε μετά από καιρό τον κυρ-Αντώνη μπροστά μου στην πρόσφατη “αγορά χωρίς μεσάζοντες”. Και ευτύχησα πάλι να πάρω μια γενναία δόση από τα παραπάνω “δώρα”.

Λυπήθηκα για την αναχώρησή του αλλά απάλυνε τη λύπη μου η παρουσία τόσων ανθρώπων γύρω από τη σορό του, ανθρώπων που για όσα αυτός τους χάρισε του ανταπέδωσαν ευγνωμοσύνη και σεβασμό με ό,τι πολυτιμότερο είχαν: με τα δάκρυά τους και τα λόγια εκτίμησης και αναγνώρισης. Γλυκός αποχαιρετισμός, κύριε Αντώνη, όπως σου ταίριαζε.

Τα συλλυπητήριά μου στην οικογένειά σου, την άξιά σου γλυκιά σύντροφο κυρία Βούλα, τις κόρες, γαμπρούς και εγγόνια σου, που ευτύχησαν να σε έχουν στη ζωή τους. Να είναι όλοι γεροί και να σε θυμούνται μαζί με όλους εμάς, που σε γνωρίσαμε, σε αγαπήσαμε και μας αγάπησες. Αιωνία σου η μνήμη. Θα σε θυμόμαστε με τις πιο γλυκιές αναμνήσεις.

 

     

ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ

Λόγος υπέρ του ασημάντου

 

Ελένη Ανδρέου, φιλόλογος-συγγραφέας 

 

ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ

Είναι, μπορεί να πει κανείς, μια περίεργη συλλογή. Τουλάχιστον, θα παραδεχτώ κι εγώ, ήταν περίεργη η αφετηρία της. Ακριβώς τότε που τα άφησα σχεδόν όλα πίσω κι έδωσα μια βουτιά στο άγνωστο. Κλειδωμένο το σπίτι πίσω στην πατρίδα, διπλοκλειδωμένη η καρδιά για να αντλεί από τον ίδιο τον εαυτό της τη δύναμη που χρειαζόταν για να πορεύεται. Δύο μοναδικά κλειδιά στην τσέπη στον καινούριο τόπο για τους τέσσερις τοίχους που έπρεπε στο εξής να οριοθετήσουν την έννοια του «σπιτιού», του ιδιωτικού χώρου, του καταφυγίου, αναπαυτηρίου και όποιου άλλου ρόλου ή προορισμού μπορούσε να εξυπηρετείται από τον χώρο αυτό. Τα είδα σ’ ένα Flowmarkt, ένα παζάρι μεταχειρισμένων αντικειμένων. Μια μικρή αρμαθιά παλιών κλειδιών πεταμένη μέσα σ’ ένα οξειδωμένο μεταλλικό δίσκο. Πόσο; Ρωτώ τον πωλητή. Με ζυγίζει με τα μάτια του. Αισθάνομαι το βλέμμα του να λειτουργεί σαν ζυγαριά ακριβείας. Υπολογίζει με σιγουριά τα ψυχικά μου κίνητρα, τις διαθέσεις μου, την αγοραστική μου βούληση και ικανότητα… όλα. Αλλιώς τα αντικείμενα μέσα στο δίσκο δεν έχουν καμία αξία. Στην πραγματικότητα είναι για πέταμα. Η αλήθεια είναι πως επιθυμώ πολύ να πεταχτούν μέσα στην τσέπη μου. Δύο μάρκα, μου λέει. Μάρκα και κλειδιά αλλάζουν γρήγορα χέρια και τα κλειδιά είναι τώρα δικά μου. Κρεμασμένα σ’ ένα καρφί στον τοίχο του δωματίου μου θα υποκαθιστούν στο εξής όλα εκείνα τα κλειδιά που έχασα, που πέταξα, που ξέχασα, που αχρήστευσα, που άφησα, που δεν θα χρησιμοποιήσω ποτέ πια. Αργότερα θα γίνουν η βάση γύρω από την οποία θα δημιουργηθεί μία μικρή συλλογή, από κλειδιά που σέρνονται αχρηστευμένα μέσα σε συρτάρια, ντουλάπια, τσάντες.

Τα καμαρώνω τώρα που αυξήθηκαν, που ενώθηκαν μεταξύ τους τόσο διαφορετικά στο σχήμα, στην κατασκευή, στην παλαιότητα, στην παρελθούσα χρήση τους, με μόνο κοινό τη συνύπαρξή τους στη συλλογή μου και την τωρινή τους αχρησία. Αχρησία ναι, αχρηστεία όχι, αφού έχω τη βαθιά πεποίθηση πως τίποτε δεν υπάρχει που να είναι απολύτως άχρηστο. Αλλιώς γιατί αισθάνομαι πως συνεχίζουν να οριοθετούν τον κόσμο μου! Κλειδώνουν και ξεκλειδώνουν την επικράτειά μου. Προστατεύουν την ησυχία μου. Με εισάγουν στη θαλπωρή μου. Υποκρύπτουν και φέρουν πλήθος οικείων συμβολισμών. Μου θυμίζουν εκείνες τις παλιές καρτ-ποστάλ με τις κατακόκκινες καρδιές και τα χρυσά κλειδιά, τις πασπαλισμένες με χρυσόσκονη. Όσο πληθαίνουν τα κλειδιά της συλλογής μου, τόσο περισσότερο πλησιάζω τον παλιό κόσμο που με μεγάλωσε, τότε που η χρήση του κλειδιού ήταν τόσο χαλαρή που να αγγίζει τα όρια του συμβολικού. Οι πόρτες ορθάνοιχτες στη γειτονιά όλη μέρα. Κι όταν όλοι έλειπαν από το σπίτι, το κλειδί κάτω από το ποδόμακτρο ή μια γλάστρα δίπλα στην πόρτα. Ανοιχτές πόρτες, ανοιχτές ψυχές. Τι κλείδωσε πρώτα από τα δύο κι άφησε απ’ έξω τον κόσμο; Οι πόρτες ή οι ψυχές; Όσο πιο πολύ αναλογίζομαι τις λεπτομέρειες του κοινωνικού βίου των παιδικών μου χρόνων τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ πως η ζωή μας ήταν μία διαρκής προβολή προς το έξω. Έξω στην αυλή, στη γειτονιά, στους δρόμους, στην εξοχή, στην πλατεία, στην κοινωνία. Χωρίς κλειδιά, χωρίς εμπόδια, χωρίς την απειλή κινδύνων.

Την εικόνα αυτού του έξω θέλω να ξεκλειδώσω. Να την ανασυνθέσω και να τη δω σαν ένα πίνακα του Μπρύγκελ[1], ίσως με κάποιες λεπτομέρειες που θα φέρνουν σε Ιερώνυμο Μπος.[2] Ιδού λοιπόν η πλατεία, η μεγάλη αυλή της πόλης μου. Μία μικρογραφία της αρχαίας αγοράς, όπου όλοι έχουν θέση: Γυναίκες, άνδρες, παιδιά, ντόπιοι, ξένοι, αστοί, χωρικοί, καμπίσιοι, βουνίσιοι, χριστιανοί, μουσουλμάνοι, νοικοκύρηδες, περιθωριακοί. Φυσικά εδώ δεν υπάρχουν τραπέζια αργυραμοιβών. Μόνο τραπεζάκια εστιατορίων τους καλοκαιρινούς μήνες, από το καφενεδάκι του μπάρμπα-Στέφανου, τον Τζόνυ και την Κληματαριά, ως απέναντι στου Κουμαρέλα. Τα απογεύματα καταλαμβάνονται από οικογένειες. Όλοι καλοντυμένοι, με μια ζακετούλα στο χέρι για τη βραδινή ψύχρα. Οι γονείς πίνουν το ουζάκι ή το αναψυκτικό τους και τα παιδιά παίζουν γύρω από το Ρολόι. Τα κορίτσια προτιμούν τα «αγαλματάκια» που επιτρέπουν την έκφραση του ναρκισσισμού τους και αναδεικνύουν τα όμορφα φορέματα. Τα αγόρια επιδίδονται σε πιο ζωηρά παιχνίδια. Κόσμος πολύς απλώς πηγαινοέρχεται με ένα χωνάκι σπόρια στα χέρια. Η αγορά με ένα πλήθος μικρομάγαζα παρούσα στους δρόμους που απλώνονται ακτινωτά γύρω από την πλατεία. Εκεί βρίσκεις τα πάντα χωρίς να κουραστείς πολύ: τρόφιμα, είδη ένδυσης και υπόδησης, είδη νοικοκυριού, γλυκίσματα, ξηρούς καρπούς, σχολικά είδη και βιβλία, ημερήσιο και περιοδικό τύπο, όλα σε απόσταση αναπνοής. Όμως δεν θα αρκεστώ σε γενικότητες. Ένας πίνακας του Μπρύγκελ που σέβεται τον εαυτό του δίνει σημασία στη λεπτομέρεια, για την ακρίβεια αποτελεί ένα θρίαμβο της λεπτομέρειας και της τυχαίας συνύπαρξης των επιμέρους λεπτομερειών επί του ζωγραφικού πεδίου.

Υπό το φως του ήλιου λοιπόν, θα ξεκλειδώσω τις εικόνες μου από την πλατεία των παιδικών μου χρόνων με την ελπίδα να χωρέσουν όλες στον περιορισμένο ορθογώνιο χώρο της. Και πρώτα πρώτα θα τοποθετήσω εκείνες που από τη μονιμότητα ή τη συχνότητά τους διεκδικούν δικαιωματικά μια πρωτεύουσα θέση. Τους λούστρους, πίσω από το ωραίο κτίριο του δικαστηρίου, σε παράταξη με τα κασελάκια τους. Τους επαίτες καθισμένους σταυροπόδι στις γωνίες των γύρω δρόμων. Τον παγωτατζή με το καροτσάκι και την άσπρη μπλούζα του. Τον μπουγατσατζή με το γαλάζιο καροτσάκι και τις ζεστές πίτες του μέσα στη γυάλινη βιτρίνα. Τον σαλεπτζή… Χμ! Πώς μπορεί να συνυπάρχει στον ίδιο πίνακα με τον παγωτατζή; Αλλά και πάλι ποιον από τους δύο να αδικήσω αποβάλλοντάς τον; Τους αφήνω και τους δύο λοιπόν. Έτσι κι αλλιώς αυτός ο εν πολλοίς ναΐφ πίνακας σε καμιά περίπτωση δεν διεκδικεί βραβείο ρεαλιστικής ακρίβειας. Μια σύμβαση είναι όπου ο σκοπός είναι να χωρέσουν οι εικόνες που κάποτε είδα στην πλατεία της πόλης μου: Ο αρκουδιάρης που έσερνε από την αλυσίδα μια θλιμμένη, βαρύτατα ταλαιπωρημένη αρκούδα και της έδινε εντολές να παίρνει πόζες για να κάνει χάζι ο κόσμος και να μαζεύει πενταροδεκάρες. Ο περιπλανώμενος «Ηρακλής» ή «Σαμψών» που με τα δυνατά του χέρια έσπαζε αλυσίδες, λύγιζε χοντρά ελάσματα ή μεταλλικά στεφάνια και συνέτριβε μεγάλες πέτρες με το κεφάλι του. Οι άνθρωποι με τα βαριά στρεβλωμένα άκρα που περπατούσαν με τα τέσσερα, φορώντας ξύλινα τσόκαρα στα πόδια και στα χέρια. Ο καλοσυνάτος τυφλός επαίτης με το μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο. Ο αγαθός σαλός της πόλης, ο Γιάννος. Το Κατινάκι, η γυφτούλα που σειόταν και λυγιόταν χορεύοντας ξετσίπωτα για δυο δεκάρες. Η τρελο-Φανή, που γερνούσε κι έλιωνε μέσα στα κουρέλια που έσερνε πάνω της μαζί με όλη τη βρώμα του κόσμου. Οι γύφτισσες με τα μαύρα στεγνά πρόσωπα και το ρυπαρό σακί στο χέρι, φόβητρο των παιδιών, που επαιτούσαν για οτιδήποτε, μια δεκάρα, ένα κομμάτι ξερό ψωμί ή ένα μήλο. Εεε! Το ξέρω, το ξέρω. Όσο διευρύνω το οπτικό μου πεδίο ξεκλειδώνοντας καινούριες εικόνες τόσο περισσότερο αυθαιρετώ μεταφέροντας κάποιες που τις έβλεπα στις γειτονιές. Τι διάβολο! Δεν θα διέσχιζαν κάποτε και αυτοί την πλατεία! Ο μπαλτατζής, ο λα(γου)μτζής, ο γανωματής, ο παπλωματάς, ο «ποδαράκιας» και…

Κι έπειτα, όσο πιο πολύ μεγαλώνει ο πίνακάς μου, τόσο περισσότερο δυναμώνει, αυτονομείται και αυθαιρετεί, διαλέγοντας τις εικόνες του ερήμην μου. Κι ακόμα μήπως νομίζετε ότι είναι εύκολο να σταματήσω τη γη να γυρίζει ή ότι μπορώ να καρφώσω τις ώρες, τις μέρες, τους μήνες και τις εποχές όπου και όποτε θέλω; Σαν υπερκινητικά παιδιά πιασμένα από το χέρι γυρίζουν γύρω μου και με ζαλίζουν. Να γιατί ενώ βλέπω ξεκάθαρα ένα μικρό αγόρι με ψάθινο καπέλο να κλαίει πάνω από το παγωτό που του έπεσε στην άσφαλτο και τώρα λιώνει, απέναντι στο ξενοδοχείο Αθήναι όλα είναι χειμωνιάτικα. Καπνός βγαίνει από την καμινάδα του κι ανεβαίνει στον συννεφιασμένο ουρανό. Δυο άντρες με βαριά παλτά και τραγιάσκες, ο ένας με τη βαλίτσα στο χέρι, σπρώχνουν την πόρτα και μπαίνουν ο ένας πίσω από τον άλλο. Είναι χειμώνας λοιπόν; Ίσως! Αφού ένα μουλάρι φορτωμένο με ξύλα, διασχίζοντας τον δρόμο του ΚΤΕΛ ανάμεσα από τα σταθμευμένα λεωφορεία, μπαίνει κι αυτό στον πίνακά μου, ενώ μια μικρή συντροφιά παιδιών διασχίζουν την πλατεία πηγαίνοντας σχολείο με την τσάντα στο ένα χέρι και ένα χοντρό ξύλο για τη σόμπα της τάξης στο άλλο. Και να που είναι σίγουρα πάλι καλοκαίρι και, θέλοντας και μη, νύχτωσε πια κι ένα πλήθος ξεμπουκάρει από το θερινό κινηματογράφο Αίγλη την ώρα που το Ρολόι χτυπάει ακριβώς έντεκα. Σκορπίζει ανάμεσα στα τραπεζάκια του Τζόνυ και της Κληματαριάς, που φιλοξενούν τους τελευταίους θαμώνες τους, φανατικούς συλλέκτες νυχτερινής δροσιάς. Σαν χαρωπές πυγολαμπίδες σκορπούν οι καληνύχτες τους στον νυχτερινό ουρανό. Μέσα στο πλήθος αναγνωρίζω ένα μικρό κορίτσι. Το κορίτσι που ήμουν τότε· συνοφρυωμένο είναι· γεμάτο ερωτηματικά για όσα δεν κατάλαβε από την ταινία που είδε, ακόμα και για όσα νομίζει ότι κατάλαβε. Στη μαρκίζα του κινηματογράφου με μεγάλα κόκκινα και μαύρα γράμματα γράφει: το Κόκκινο και το Μαύρο.[3]

Αχ πώς μαλακώνει ξαφνικά ο χρόνος και πόσο γρήγορα λιώνει και κυλάει και απλώνεται στο πριν και στο μετά και όλα ανακατεύονται γλυκά για να αποκτήσουν έτσι το τέλειο νόημά τους! Γιατί τι αξία έχει το τώρα χωρίς το πριν και το μετά; Αυτή την όμορφη στιγμή που όλα μπορούν να συναντιούνται σε ένα, θέλω να σταματήσω και να δώσω τη σκυτάλη σε άλλους. Θα βάλω τα κλειδιά κάτω απ΄ τη γλάστρα και όποιος θέλει εύκολα θα τα βρει για να ξεκλειδώσει τις δικές του εικόνες και να τις ξεδιπλώσει πάνω στον πίνακα της πλατείας μας. Αδημονώ για τις εκπλήξεις που μπορεί να μας περιμένουν όλους.

Τα άλλα κλειδιά, τα λειασμένα από χρήσεις ξεχασμένες, τα οξειδωμένα από υγρασίες παρελθούσες χεριών και χώρων οριστικά απολεσμένων, τα ξενιτεμένα και ξεβρασμένα μέσα στο σπίτι μου, τα αντικείμενα φτηνής καπηλείας, τα φέροντα ακριβά συμβολικά φορτία, θα επιστρέψουν στη μεγάλη παρέα των κλειδιών που με συντρόφεψαν εξυπηρετώντας περισσότερο πρακτικούς, αλλά όχι ασήμαντους γι’ αυτό το λόγο, σκοπούς.

 

 


[1] Μπρύγκελ:  Πίτερ Μπρύγκελ, ο πρεσβύτερος (±1525-1569). Φλαμανδός ζωγράφος και χαράκτης, γνωστός για τα θαυμάσια πανοραμικά τοπία του και τις λεπτομερείς πολυπρόσωπες εικόνες της καθημερινής αγροτικής ζωής.

[2] Ιερώνυμος Μπος: (± 1450-1516) Σημαντικός Ολλανδός ζωγράφος. Ένα πλήθος «τεράτων και χιμαιρικών οπτασιών» διατρέχει το έργο του που αντανακλά  απόκρυφες πρακτικές του μεσαιωνικού κόσμου, όπως η αλχημεία και η μαγεία.

[3] Το Κόκκινο και το Μαύρο: Γαλλική ταινία του 1954, σε σκηνοθεσία Κ. Οτάν Λαρά, με τον Ζεράρ Φιλίπ. (Κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Σταντάλ).

Back to top