Και ας ξεκινήσουμε από ‘κει.
Η Θεσσαλονίκη ακολουθείται από δύο όρους, σχεδόν άμα τη εμφανίσει της, σε κάθε της αναφορά: συμπρωτεύουσα και ερωτική πόλη. Και οι δύο την αδικούν. Καταρχάς, γιατί ο όρος συμπρωτεύουσα της αποδίδει μια διεκδίκηση σ’ ένα διηνεκές χρόνου. Λόγω μεγέθους, ιστορικού ρόλου και γεωγραφικής θέσης η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να είναι, αλλά δεν είναι η πρωτεύουσα οπότε και διατήρησε ένα φυσιολογικότερο για τα ελληνικά δεδομένα μέγεθος. Ο χαρακτηρισμός της συμπρωτεύουσας, της αποδίδει μια γκρίνια, ένα παράπονο, το κόμπλεξ της αναπληρωματικής στα καλλιστεία που κλαίει τον παρά τρίχα τίτλο «της», την κορδέλα και το στέμμα. Όσο για τον όρο ερωτική, δεν την αδικεί εξίσου, αλλά οπωσδήποτε την περιορίζει. Ωστόσο έχει ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς η προέλευσή του επισείει ένα μυστήριο. Θεωρητικά η Θεσσαλονίκη απέκτησε τον τίτλο αυτό λόγω ρεαλισμού. Δηλαδή, στις αρχές του 20ου αιώνα με την απελευθέρωσή της και την εγκατάσταση της στρατιάς της Ανατολής με τον στρατηγό Σαράιγ, η Θεσσαλονίκη μετατρέπεται σε ένα άντρο του αγοραίου έρωτα, στεγασμένου και μη, καθώς φτωχές γυναίκες από τα Βαλκάνια αλλά και την ίδια τη Θεσσαλονίκη συρρέουν στις περιοχές πέριξ του Βαρδάρη προκειμένου να καλύψουν αφενός την αυξημένη ζήτηση και αφετέρου να επιβιώσουν. Για όλα αυτά μπορεί κανείς να διαβάσει το «Κανάλ ντ’ αμούρ» του Θωμά Κοροβίνη από τις εκδόσεις Άγρα (1996). Πάντως εκτός από τα αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία, ο τίτλος τής αποδίδεται και για άλλους λόγους. Διατηρώντας τον πληθυσμό και την έκτασή της σε βιώσιμα επίπεδα, πολύ μεγαλύτερα ωστόσο των υπολοίπων πόλεων της Ελλάδας, η Θεσσαλονίκη παίζει τον ρόλο του φαντασιακού σκηνικού περιβάλλοντος μιας εξίσου φαντασιακής ερωτικής απελευθέρωσης ανέφικτης για λόγους κοινωνικής καταπίεσης στην ελληνική επαρχία αλλά και στην Αθήνα λόγω υπερπληθυσμού, αποστάσεων, ρυθμών και δαιμονοποιημένου κινδύνου.
Η Θεσσαλονίκη στέκεται στις ακτές του Θερμαϊκού της, αδιάφορη φυσικά για τους τίτλους αυτούς, ένα μικρό ποίημα που δείχνει να ζει αρμονικά παρέα με την ιστορία του. Άναρχα χτισμένη αλλά ταυτόχρονα στοιχισμένη γύρω από τους τρεις κεντρικούς δρόμους-άξονές της, την Τσιμισκή, την Εγνατία και τη Λεωφόρο Νίκης, η Θεσσαλονίκη σε κάνει να αναπηδάς κάθε φορά που στρίβεις σ’ ένα στενό της, είτε γιατί πέφτεις σε μια από τις «βουλιαγμένες» εκκλησίες της (στην πραγματικότητα δεν είναι η εκκλησία που βούλιαξε αλλά οι πολυκατοικίες που χτίστηκαν πάνω από αυτήν) είτε σε ένα μικρό ορθογώνιο θαύμα μιας έξοχα καλόγουστης βιτρίνας.
«Φτωχομάνα» στο παρελθόν όχι μόνο γιατί το ετερόκλητο φυλετικά πληθυσμιακό τοπίο περιελάμβανε πολλά φτωχά στρώματα αλλά και γιατί θεωρητικά ήταν πιο εύκολο για τους φτωχούς να επιβιώσουν εκεί (ο Κ. Ταχτσής στο «Τρίτο στεφάνι» του το αποδίδει στην ευκολότερη και οικονομικότερη εύρεση τροφής λόγω πλούτου του Θερμαϊκού), μετονομάστηκε «Ροκομάνα» λόγω εντοπιότητας θρύλων της ελληνικής ροκ σκηνής (από τον Σαββόπουλο ως τις Τρύπες και τα Ξύλινα Σπαθιά). Σήμερα ανθίζει εξίσου η hip hop σκηνή της (ΛΕΞ, Μικρός Κλέφτης κλπ).
Τουριστική φυσικά και πόλος έλξης για φοιτητές αλλά και για άλλα εκτενή γκρουπ επισκεπτών που την «υπερχειλίζουν» στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ή στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου, έχει επίσης το μερίδιό της στο gentrification με κύριο δείγμα τα Λαδάδικα και μεγάλα περιθώρια ή κίνδυνο, όπως το δει κανείς, επέκτασης.
Η Θεσσαλονίκη είναι φιλότεχνος. Για να ξεμπερδεύουμε με τα στερεότυπα και τις ανώφελες συγκρίσεις με την Αθήνα, η Θεσσαλονίκη φημίζεται για την τέχνη του ευ ζην, γεμάτη κέντρα διασκέδασης, μαγαζιά εστίασης (η κράτηση είναι σώφρων κίνηση και ενδείκνυται σε περιόδους αιχμής), spa, εκπληκτική αγορά κλπ. Ωστόσο η Θεσσαλονίκη είναι εξίσου γεμάτη μουσεία και βιβλιοπωλεία. Επισκεφθήκαμε το αρχαιολογικό μουσείο, το εβραϊκό μουσείο και το σημαντικότατο μουσείο σύγχρονης τέχνης MOMus, αφήνοντας για άλλη φορά μια τεράστια to do λίστα: Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης) Πολεμικό Μουσείο (Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης), Μουσείο Φωτογραφίας (MOMus), Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας (ΛΕΜΜ-Θ), ΝΟΗΣΙΣ Κέντρο διάδοσης επιστημών και Μουσείο Τεχνολογίας (Noesis), Δημοτική Πινακοθήκη (Δημοτική Πινακοθήκη | Δήμος Θεσσαλονίκης), Μουσείο Κινηματογράφου (Επίσκεψη), Μουσείο Ραδιοφωνίας (Μουσείο Ραδιοφωνίας Θεσσαλονίκης - Visit Central Macedonia), Ελληνικό Φαρμακευτικό Μουσείο (ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ), Μουσείο Σιδηροδρόμου (Thessaloniki Tourism - Σιδηροδρομικό Μουσείο Θεσσαλονίκης).
Από τον Βαρδάρη ως τη γλυκιά Περαία δεν θα βαρεθείς ποτέ. Η πληροφορία για το πού να πάτε, τι να φάτε, τι να δείτε υπάρχει άφθονη στο διαδίκτυο, αλλά θα ξεπηδάει μπροστά σας και σε κάθε σας βήμα με μικρά χοροπηδηχτά «αχ». Το URBANORAMA θα σας δώσει μικρά, κολοσσιαία ασήμαντα tips του τι να μην χάσετε: το άλλοτε ολόφωτο και τώρα παρατημένο παπούτσι Καρύδας, τα εμβληματικά λουλουδάδικα και την αψίδα που φτιάχνουν με τα χεράκια-κλαδάκια τους οι Κελτίδες ή Μελικοκιές στην Καρόλου Ντηλ. Μην βαρεθείτε να κάνετε και παράκαμψη ή εκδρομή στη Βεργίνα και ένα μυστηριώδες ονειρικό χωριουδάκι, την Ξεχασμένη. Και κάτι ακόμη: σίγουρα θα δείτε το ηλιοβασίλεμα, τη «Φωτιά στο λιμάνι», (05 - ΦΩΤΙΑ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ - ΤΑ ΞΥΛΙΝΑ ΣΠΑΘΙΑ) ίσως με μαύρα γυαλιά και άσπρο φουστάνι. Κάντε όμως έναν κόπο να ξυπνήσετε νωρίς, να δείτε την αυγή, το ξημέρωμα. Μπορεί να έχει λίγη ψυχρούλα, αλλά η Θεσσαλονίκη θα σας αποζημιώσει ρίχνοντας στους ώμους σας το πιο φιλικό, χνουδωτό ροζ ζακετάκι.
Δεν ξέρουμε αν η Θεσσαλονίκη είναι πριγκήπισσα με δύο σαχλές, παραπαίουσες ακολούθους, τη «Συμπρωτεύουσα» και την «Ερωτική πόλη», είναι σίγουρα όμως ένα ποίημα με τρία στιχάκια:
Εγνατία
Τσιμισκή
Λεωφόρος Νίκης
Διαβάζεται και ανάποδα.