Visitor cue: Η Καβάλα είναι γραμματοσειρά. Η CF Splendid. Σκαρφαλώνει στις γραμμές των λόφων και των βουνών της να πει την ιστορία της. Μια ιστορία γεμάτη κομψές κυρίες, κεφτεδάκια και σικ καρυδόπιτες. Στο περιθώριο για τη ζωγραφιά βάφει μπλε, μπλε, μπλε με ξύλινους ιππόκαμπους και ενυδρεία που μυρίζουν τηγανητά κολοκυθάκια.

Η Καβάλα αναμφισβήτητα είναι μία από τις πιο όμορφες πόλεις της Ελλάδας. Χτισμένη στους πρόποδες του όρους Σύμβολο, που την αγκαλιάζει προστατευτικά από τα βόρεια, απλώνεται μέχρι τη θάλασσα, με ένα μοναδικό παιγνίδισμα της ακτογραμμής της με το υγρό στοιχείο της θάλασσας, που την καθορίζει με τρόπο απολύτως γοητευτικό. Είναι από εκείνες τις πόλεις που ενώ πατούν στέρεα πάνω στην ηπειρωτική χώρα, το σφιχταγκάλιασμά της με τη θάλασσα την κάνει να μοιάζει με νησί. Πανέμορφο είναι εκείνο το παλιό ανατολικό κομμάτι της πόλης, με τα παλιά σπίτια που διατηρούνται χτισμένα αμφιθεατρικά πάνω στους βράχους, όλα στραμμένα προς τη θάλασσα, με τα κάστρα, το επιβλητικό υδραγωγείο και τα βακουφικά κτίρια στη χερσόνησο που κλείνει από τα ανατολικά το λιμάνι της πόλης. Αλλά και η υπόλοιπη πόλη, παρά τη σύγχρονη ανοικοδόμηση, που κι εδώ, όπως και αλλού, συχνά δεν σεβάστηκε τους παλιούς αρχιτεκτονικούς θησαυρούς της, περιέσωσε τον ιδιαίτερα αρχοντικό της χαρακτήρα που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται και στην περικαλλή φύση που την περιβάλλει.

Αποτελεί ένα θαυμάσιο, αξεπέραστης ομορφιάς σκηνικό, που συμπληρώνεται από την παιχνιδιάρικη εικόνα των ψαροκάικων που λικνίζονται στο κύμα του λιμανιού, με τα δίχτυα και τις πολύχρωμες μπουγάδες των ψαράδων απλωμένες πέρα πέρα στα σκοινιά και των φέρι-μποτ που εκτελούν το δρομολόγιο Καβάλας-Θάσου-Καβάλας.
Είναι μια πόλη όμορφη, αρχοντική, γοητευτική, παλιά και μοντέρνα συγχρόνως, με ζωή και κίνηση που σφύζει στο κέντρο της, στα πέριξ της πυκνής και πολύμορφης αγοράς και στα ευχάριστα καφέ που ξεφυτρώνουν σε κάθε γωνιά, σε μέρη σκιερά, σε πάρκα και πεζοδρόμους, με τρόπο που δεν σε πνίγει. Αντίθετα, αποπνέει τους ρυθμούς μιας ήσυχης καθημερινής ζωής χαλαρής, που χαλαρώνει ακόμα πιο πολύ καθώς απομακρύνεσαι από το κέντρο και ανηφορίζεις στα στενά δρομάκια που οδηγούν στις συνοικίες της πάνω πόλης. Μια πόλη με διαχρονική ιστορική πορεία που στέκει εκεί επί αιώνες διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην περιοχή της.

ΙΣΤΟΡΙΑ
Το όνομα της πόλης δεν ήταν πάντοτε Καβάλα. Στη μακρόχρονη ιστορία της αναφέρεται με τρία διαφορετικά διαδοχικά ονόματα: Νεάπολις, Χριστούπολις, Καβάλα.
ΝΕΑΠΟΛΙΣ
Η ίδρυση της Νεάπολης έγινε γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. από Παριανούς που είχαν ήδη αποκίσει τη Θάσο στις αρχές του 7ου π.Χ. αι. Στις μάχες που δόθηκαν για την κατάκτηση των απέναντι της Θάσου ακτών, είναι γνωστό πως πήραν μέρος ο λυρικός ποιητής Αρχίλοχος και ο φίλος του, στρατηγός Γλαύκος, που σκοτώθηκε εκεί υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα των Θασίων. Με τις υπάρχουσες μαρτυρίες για την ίδρυση της θασιακής περαίας στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. συμφωνούν και τα πιο παλιά αρχαιολογικά ευρήματα που δείχνουν ότι η ζωή της πόλης αρχίζει στο τρίτο τέταρτο του 7ου αι.

Ωστόσο, στα πολυτάραχα χρόνια που ακολούθησαν, με τις συνεχείς συγκρούσεις των Θασίων με τους Αθηναίους για την κατοχή της περαίας, η Νεάπολις, αν και αποικία των Θασίων, βρέθηκε πάντοτε στο πλευρό των Αθηναίων, ως μέλος και της Α’ και της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Τιμητικά ψηφίσματα του αθηναϊκού δήμου εγκωμιάζουν τη Νεάπολη για τη συμπαράστασή της στην Αθήνα κατά την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου. Η Νεάπολις παρέμεινε σύμμαχος της Αθήνας μέχρι το 340 π.Χ., όταν την κατέλαβε ο Φίλιππος Β’ και την προσάρτησε στο Μακεδονικό Βασίλειο.
Σ’ αυτήν την πρώτη περίοδο της ιστορίας της πόλης, προστάτις της ήταν η θεά Παρθένος, που λατρευόταν σε ένα λαμπρό περίπτερο ιωνικό ναό. (Σχετικά ευρήματα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης)
Στη δραματική περίοδο των συγκρούσεων που πραγματοποιήθηκαν στους γειτονικούς Φιλίππους, και που έκριναν την τύχη της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας το 42 π.Χ., οι δημοκρατικοί αρχηγοί Κάσσιος και Βρούτος χρησιμοποίησαν το λιμάνι της Νεάπολης ως βάση του στόλου τους.
Στο εξής, παρά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, η Νεάπολις διατηρεί τη σημασία της, ως επίνειο πια των Ρωμαϊκών Φιλίππων και η θέση της ενισχύεται με την κατασκευή της Εγνατίας οδού που περνούσε από αυτήν.
Ψηλά στο βουνό, κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Σίλα, διασώθηκε ένα μεγάλο τμήμα από το πλακόστρωτο του δρόμου της Τουρκοκρατίας, που ακολούθησε τη χάραξη της Ρωμαϊκής Εγνατίας.

Το 50 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος έπλευσε από τη Σαμοθράκη στο λιμάνι της Νεάπολης και από εκεί κατευθύνθηκε προς τους Φιλίππους, όπου ίδρυσε την πρώτη χριστιανική εκκλησία επί ευρωπαϊκού εδάφους.
Τους πρώτους αιώνες του βυζαντινού κράτους οι πληροφορίες για την πόλη λιγοστεύουν. Το όνομά της ωστόσο συνεχίζει να αναφέρεται στα διάφορα οδοιπορικά των Δυτικών. Φαίνεται όμως πως η θέση διατήρησε τη στρατηγική της σημασία, αφού την εποχή του Ιουστινιανού το τείχος της Νεάπολης αναφέρεται μεταξύ των τειχών των μακεδονικών πόλεων που επισκευάστηκαν (Προκοπίου, Περί κτισμάτων, IV, 3,4). Πάντως σύμφωνα με τις πηγές φαίνεται πως η πόλη διατήρησε το αρχαίο της όνομα μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα.

ΧΡΙΣΤΟΥΠΟΛΙΣ
Πότε ακριβώς άλλαξε το όνομα της πόλης δεν είναι γνωστό. Πάντως το όνομα Χριστούπολις για πρώτη φορά εμφανίζεται στις πηγές στα μέσα του 8ου αιώνα. Το 926 μ.Χ. υψώθηκαν τα νέα τείχη της Χριστούπολης, καθώς τα παλιά είχαν υποστεί μεγάλες φθορές στα χρόνια που προηγήθηκαν. Το 1185 η πόλη πυρπολήθηκε και καταστράφηκε από τους Νορμανδούς. Στην περίοδο των εμφυλίων συγκρούσεων του Βυζαντίου (1321-1328) η Χριστούπολις κατέστη κέντρο πολεμικών συγκρούσεων. Το 1387 η πόλη υποτάχθηκε με φόρο υποτέλειας στους Οθωμανούς κατόπιν συνθηκολόγησης και τέλος το 1391 καταλήφθηκε από την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Φαίνεται από τις περιγραφές δυτικών ταξιδιωτών πως η Χριστούπολις για μεγάλο χρονικό διάστημα έπαψε να υπάρχει ως πόλη και σταδιακά απέκτησε την εικόνα ενός οχυρωμένου στρατοπέδου με πολλές σκηνές εντός και εκτός του κάστρου. Έντονη είναι την εποχή αυτή η δράση των κουρσάρων που ληστεύουν τους ταξιδιώτες και συμβάλλουν στην ερήμωση της περιοχής.
Γύρω στο 1530 επανιδρύεται η πόλη από τους Οθωμανούς Τούρκους. Γίνονται τότε μεγάλα έργα που αλλάζουν των όψη του τόπου και της πόλης. Επισκευάζονται τα βυζαντινά τείχη, ανεγείρονται νέα, χτίζεται το νέο υδραγωγείο (Καμάρες), έργο εμβληματικό που σώζεται μέχρι σήμερα και αποτελεί ένα από τα κύρια στοιχεία της ταυτότητας της πόλης, ανεγείρονται τζαμιά. Παράλληλα εξισλαμίζονται οι πληθυσμοί της περιοχής, ενώ συστηματικά η πόλη εποικίζεται με Εβραίους (φερμένους από την Ουγγαρία) και μουσουλμανικούς πληθυσμούς, ενώ οι χριστιανοί καθίστανται μειοψηφία. Με όλα τα παραπάνω συνδέεται το όνομα του σουλτάνου Σουλεϊμάν Β’ Μεγαλοπρεπούς (1561-1566) και του Βεζύρη του, Ιμπραήμ πασά. Την εποχή αυτή κτίστηκε και ένα από τα παλιότερα κτίρια της θρησκείας των κατακτητών, το μουσουλμανικό τέμενος Imbraim Pascha Dramisí που αργότερα μετατράπηκε σε εκκλησία (Άγιος Νικόλαος). Κοντά στο τζαμί ο Ιμπραήμ πασάς έκτισε και ένα πανδοχείο για τη διανυκτέρευση και τη φιλοξενία των ξένων που περνούσαν από την πόλη, όπου εκτός από ύπνο έβρισκαν και τροφή δωρεάν (Καραβάν-σαράι). Γύρω στα μέσα του 15ου αι. πρωτοεμφανίζεται το νέο όνομα της πόλης, Καβάλα, παράλληλα με το Χριστούπολις και τελικά επικρατεί.

ΚΑΒΑΛΑ
Τώρα πια η πριν κατεστραμμένη και έρημη πόλη έχει μετατραπεί σε ένα όμορφο πολυάνθρωπο οικισμό. Κατά τα τέλη του 18ου αι. η Καβάλα αποτελεί σημαντικό λιμάνι και εμπορικό κέντρο, έδρα πολλών ξένων εμπορικών οίκων και προξενείων. Σταδιακά ο ελληνικός πληθυσμός ενισχύεται. Από το 1817 έως το 1821 ανεγείρεται το Ιμαρέτ από τον Βαλή της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή. Στα τέλη του 19ου αι. και αρχές του 20ου αι. η Καβάλα είναι το σημαντικότερο κέντρο επεξεργασίας και εμπορίας καπνού των Βαλκανίων. Χτίζονται μεγάλες καπναποθήκες και νεοκλασικά κτίρια. Παρά το γεγονός ότι συνεχίζεται η τουρκοκρατία, οι Έλληνες κυριαρχούν πια οικονομικά και πληθυσμιακά. Τρεις ελληνικές εφημερίδες κυκλοφορούν, ο Ερμής, η Σημαία, το Κύμα.

Ακολουθώντας η Καβάλα την τύχη των πόλεων του ελληνικού Βορρά συμμετείχε στην Ελληνική Επανάσταση και στον Μακεδονικό Αγώνα. Το 1912 καταλαμβάνεται από τους Βουλγάρους και παραμένει στην κυριαρχία τους ως το 1913 (Α’ βουλγαρική κατοχή), οπότε απελευθερώνεται από τον ελληνικό στόλο. Τον Αύγουστο του 1916 η Καβάλα καταλαμβάνεται για δεύτερη φορά από τους Βουλγάρους (Β’ βουλγαρική κατοχή 1916-1918). Το σύνολο του Δ’ Σώματος Στρατού που έδρευε στην πόλη και στη γύρω περιοχή παραδόθηκε στους Γερμανο-Βουλγάρους και μεταφέρθηκε στο Γκέρλιτς της Γερμανίας.
Η Β’ βουλγαροκρατία για την Καβάλα υπήρξε πραγματικά, όπως και για την υπόλοιπη Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, περίοδος ολοκαυτώματος. Οι νεκροί από τη βουλγαρική θηριωδία ανέρχονται περί τους 15 με 20 χιλιάδες, ενώ οι νεκροί από τον λιμό υπολογίζονται περί τις 15 χιλιάδες.

Με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Καβάλα απελευθερώνεται. Ένα μεγάλο κύμα Ελλήνων προσφύγων (27.500) κατακλύζει την πόλη μετά τη μικρασιατική καταστροφή, μεταφυτεύοντας σ’ αυτήν την πλούσια πολιτιστική παράδοσή τους, ενώ συγχρόνως αποτέλεσε σημαντική παραγωγική δύναμη για την περιοχή. Η τετραετία 1928-1932 ήταν μια λαμπρή περίοδος ανάπτυξης για την πόλη. Κατασκευάζονται μεγάλα έργα (λιμάνι, δίκτυο ηλεκτροφωτισμού, νέα σχολικά κτίρια), ενώ παράλληλα γίνονται εντατικές αναδασώσεις.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Καβάλα, όπως και η Ανατολική Μακεδονία και η Δυτική Θράκη γνώρισε την Γ’ βουλγαροκρατία (1941-1944) κατά την οποία έγιναν πολλές ενέργειες από τις βουλγαρικές δυνάμεις, για να επιτευχθεί ο αφελληνισμός της περιοχής. Απελευθερώθηκε στις 13.09.1944.

Σήμερα η πόλη συγκεντρώνει το μεγάλο ενδιαφέρον των επισκεπτών, Ελλήνων και ξένων, που εκτός της ίδιας της πόλης έχουν τη δυνατότητα πολύ εύκολα να επισκεφθούν και άλλους ενδιαφέροντες προορισμούς της ευρύτερης περιοχής: τα στενά του Νέστου, το λιμάνι της Κεραμωτής, τον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων, τα λουτρά πηλοθεραπείας της Λυδίας, τις γειτονικές πόλεις Ξάνθη και Δράμα.

Πάντως κανείς δεν θα έπρεπε να φύγει από την Καβάλα χωρίς να επισκεφθεί το Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας και το Ιμαρέτ, για να έχει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την ιστορική πορεία της πόλης.

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΑΒΑΛΑΣ
Είναι ένα από τα πιο σημαντικά μουσεία της Ελλάδας. Ιδρύθηκε το 1934, αλλά λειτουργεί στη σημερινή του μορφή από το 1964, όταν μεταστεγάστηκε στο νέο κτίριο, εργο των αρχιτεκτόνων Δημήτρη Φατούρου και Γεωργίου Τριανταφυλλίδη.
Εκτίθενται ευρήματα από την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης (π.χ. νεολιθικά ευρήματα από το Ντικιλί-Τας, ευρήματα από την Αμφίπολη). Η μόνιμη έκθεση του μουσείου, με τίτλο Νεάπολις-Χριστούπολις-Καβάλα, περιλαμβάνει κυρίως ευρήματα από τις διάφορες φάσεις της ιστορικής πορείας της πόλης. Σημαντική θέση στο μουσείο κατέχουν τα ευρήματα που σχετίζονται με τη λατρεία της θεάς Παρθένου, της πολιούχου της Νεάπολης, στην οποία είχε αφιερωθεί μεγαλοπρεπής ιωνικός ναός των αρχών του 5ου π.Χ. αι., κατασκευασμένος από λευκό μάρμαρο Θάσου. Εκτίθενται αρχιτεκτονικά μέλη του ναού, γλυπτά, νομίσματα, αγγεία και ειδώλια που επίσης συνδέονται με τη λατρεία της θεάς Παρθένου.
Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας | ΕΦΑΚΑΒ

ΙΜΑΡΕΤ
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα επισκέψιμα μνημεία της Καβάλας είναι το Ιμαρέτ. Βρίσκεται εντός των τειχών της παλιάς πόλης, στη χερσόνησο της Παναγίας και αποτελεί ένα αριστούργημα της ύστερης οθωμανικής αρχιτεκτονικής. Ιδρυτής του υπήρξε ο Μεχμέτ Αλί (γεννημένος στην Καβάλα), Bαλής της Αιγύπτου, που έθεσε τις βάσεις του σύγχρονου Αιγυπτιακού κράτους. Προσέφερε το Ιμαρέτ ως δώρο στη γενέτειρα πόλη του το 1813. Αποτελούσε ένα συγκρότημα δημοσίων κτιρίων με κοινωφελή χαρακτήρα. Στους χώρους του προσφερόταν διδασκαλία αποκλειστικά για μουσουλμάνους, φιλοξενία και φιλανθρωπία, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Μετά την αποκατάσταση των φθορών, από τον Ιούνιο του 2004, λειτουργεί ως μνημείο-ξενοδοχείο που περιλαμβάνει ερευνητικό κέντρο (Moha Research Center).






