Κωνσταντινούπολη, η Αιώνια Πόλη εδραιωμένη πάνω σε μία αρχαία ελληνική πόλη - UrbanOrama.gr
Projet1-Mise en page 1 (1)

Κωνσταντινούπολη, η Αιώνια Πόλη εδραιωμένη πάνω σε μία αρχαία ελληνική πόλη

Ανάρτηση: 08 Μαΐ 2025

Όπως είναι γνωστό η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε στη θέση του αρχαίου ελληνικού Βυζαντίου. Σύμφωνα με τον επικρατέστερο ιδρυτικό μύθο που μας παραδίδει ο Στράβωνας για το αρχαίο ελληνικό Βυζάντιο, η πόλη ιδρύθηκε περί το 658/7 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους, με οικιστή τον γιο του βασιλιά Νίσου, τον Βύζαντα, και από αυτόν έλαβε το όνομά της. Ο Βύζας , σύμφωνα με τον χρησμό  που έλαβε από το Μαντείο των Δελφών, αναζητούσε για τη νέα πόλη την τοποθεσία που βρισκόταν απέναντι από την πόλη των «τυφλών». Ταξιδεύοντας λοιπόν βορειοανατολικά κι αφού διέσχισε την Προποντίδα, φαίνεται ότι βρήκε τη θέση αυτή απέναντι από τη Χαλκηδόνα, που Έλληνες άποικοι είχαν ιδρύσει παλιότερα (675 π.Χ.) στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, χωρίς να έχουν αντιληφθεί τα οχυρωματικά και άλλα πλεονεκτήματα της απέναντι τοποθεσίας, στη συμβολή του Κεράτιου κόλπου και του Βοσπόρου, που προστατευόταν εξολοκλήρου από τη θάλασσα, με εξαίρεση τη δυτική πλευρά της που διέθετε φυσική οχύρωση από υψώματα και που θα μπορούσε να ενισχυθεί από τεχνητά οχυρωματικά έργα. Επιπλέον από τη θέση αυτή θα ήταν δυνατός ο έλεγχος των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων, ενώ τα πλούσια νερά τής εξασφάλιζαν την ύδρευση και την άρδευση της περιοχής, που διέθετε πυκνά δάση, με παραγωγή ξυλείας πολύτιμης για την οικοδομική και τη ναυπηγική.

Η νέα πόλη αναπτύχθηκε γρήγορα, περιτειχίστηκε και εξελίχθηκε σε μία από τις καλύτερα οχυρωμένες πόλεις της αρχαιότητας. Η ύπαρξή της διέτρεξε όλη την κλασική και ελληνιστική αρχαιότητα και κατά τους χρόνους της ρωμαϊκής κυριαρχίας ήταν ακόμη τόσο σημαντική ώστε να εξασφαλίζει επί μακρόν προνόμια ελεύθερης πόλης.

Πώς να φαντάστηκαν οι πρώτοι άποικοι την εξέλιξη της πόλης τους; Μπόρεσαν άραγε αυτοί ή οι μεταγενέστεροι κάτοικοί της να προβλέψουν την έκταση της διάρκειάς της; Το μέγεθος της μελλοντικής της λάμψης;  Πέρασε καν από το μυαλό τους η υπόνοια ότι επρόκειτο κάποτε να δοξαστεί τόσο πολύ ώστε να γίνει το αντικείμενο του κατακτητικού πόθου μεγάλων λαών και ηγεμόνων Ανατολής και Δύσης και ότι θα σφράγιζε ανεξίτηλα την εξέλιξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού; Προφανώς ήταν πολύ νωρίς για τέτοιες σκέψεις. Άλλωστε τέτοιου είδους μεγαλεπήβολοι έως αλαζονικοί σχεδιασμοί ανθίζουν κυρίως μέσα στις μεγάλες αυτοκρατορίες. Και σίγουρα, τουλάχιστον κάποια από αυτά θα οραματίστηκε αργότερα αυτός που ίδρυσε στη θέση της τη Νέα Ρώμη, ο Κωνσταντίνος Α’.

Γιος του Καίσαρα Κωνσταντίνου του Χλωρού, συγκυβερνήτη του Αυγούστου Μαξιμιανού στο δυτικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά τους χρόνους της Τετραρχίας, μέσα στη δίνη των διεκδικήσεων της εξουσίας κατάφερε να κερδίσει τον σεβασμό μεγάλης μερίδας του ρωμαϊκού στρατού και τελικά να επιβληθεί, μετά τη μάχη της Μουλβίας γέφυρας το 312 μ.Χ. (εναντίον του Μαξεντίου), στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και αργότερα, μετά τη μάχη της Χρυσούπολης το 324 μ.Χ. (εναντίον του Λικινίου) σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Πολύ γρήγορα ο Κωνσταντίνος, ως μονοκράτορας πια, κρίνοντας την παρηκμασμένη Ρώμη ακατάλληλη ως διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορίας, αναζήτησε και βρήκε τη θέση της Νέας Ρώμης στο Βυζάντιο, την αρχαία ελληνική αποικία των Μεγαρέων.

Ο Κωνσταντίνος διέκρινε τα πλεονεκτήματα της θέσης του Βυζαντίου και κυρίως τη φυσική οχύρωση της πόλης που την καθιστούσε ισχυρή από άποψη αμυντική, καθώς και τη στρατηγική της σημασία, αφού είχε εύκολη πρόσβαση προς τα σύνορα του Δούναβη και του Ευφράτη και περιβαλλόταν από θάλασσα. Κομβικής σημασίας ήταν και το ότι αποτελούσε συγκοινωνιακό και εμπορικό σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Η νέα πόλη άρχισε να χτίζεται  το 324 μ.Χ. και εγκαινιάστηκε ως Νέα Ρώμη το 330 μ.Χ. Στη διαμόρφωσή της σημαντικό ρόλο είχαν πολυάριθμα έργα ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης (στήλες, πύλες, γλυπτά, ψηφιδωτά κλπ.) που μεταφέρθηκαν από άλλα σημεία της αυτοκρατορίας.

Στο κέντρο της παλιάς πόλης ο Κωνσταντίνος δημιούργησε μια νέα πλατεία, το Αυγουσταίον. Γύρω της αναπτύχθηκαν επιβλητικά αυτοκρατορικά κτίσματα, η Κουρία, που στέγαζε τη Σύγκλητο, το Μέγα Παλάτιον, ο Ιππόδρομος, όπου τελούνταν αρματοδρομίες, τα λουτρά του Ζευξίππου. Από το Αυγουσταίον ξεκινούσε η μεγάλη κεντρική αρτηρία της πόλης, η Μέση Οδός, που στην πορεία της συναντούσε το Πραιτώριο, το Forum του Κωνσταντίνου και τη Στήλη του Κωνσταντίνου, στην κορυφή της οποίας ο ιδρυτής της πόλης απεικονιζόταν ως Απόλλωνας, και κατέληγε στη Χρυσή Πύλη. Παράλληλα με την επέκταση της πόλης προς τα δυτικά ενισχύθηκαν τα αρχαία τείχη της.

Ωστόσο τα εμβληματικά τείχη της Κωνσταντινούπολης, που την προστάτευσαν από τις εχθρικές επιθέσεις οκτώ αιώνων, οφείλονται στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ (408-450 μ.Χ.), γι’ αυτό ονομάζονται Θεοδοσιανά τείχη. Είχαν ύψος 18 μέτρων και εκτείνονταν σε όλη τη χερσόνησο, από τις ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά μέχρι τον Κεράτιο κόλπο. Ολοκληρώθηκαν το 439 μ.Χ. και είχαν μήκος περίπου 6,5 χιλιομέτρων. Τμήματα των Θεοδοσιανών τειχών σώζονται μέχρι σήμερα και είναι τα πιο εντυπωσιακά μνημεία της πόλης από την ύστερη αρχαιότητα.

Η Κωνσταντινούπολη εξελίχθηκε γρήγορα ως η μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη της Μεσογείου και ως σπουδαίο κέντρο πολιτισμού και εκπαίδευσης. Ήταν πια η Βασιλεύουσα, με αδιαφιλονίκητη λάμψη και ισχύ

Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ (527-565 μ.Χ.) συνέβαλε σε αυτό με πολλούς τρόπους και κυρίως με σημαντικά δημόσια έργα που πραγματοποιήθηκαν μετά τις καταστροφές που προκάλεσε η Στάση του Νίκα (532 μ.Χ.). Τότε στη θέση του παλιού κατεστραμμένου ναού της Αγίας Σοφίας χτίστηκε ο νέος μεγαλοπρεπής ναός. Ο Ιουστινιανός ανέθεσε στους αρχιτέκτονες Ανθέμιο από τις Τράλλεις και Ισίδωρο από τη Μίλητο τον σχεδιασμό και την κατασκευή του νέου ναού, που χτίστηκε στον αρχιτεκτονικό τύπο της βασιλικής με τρούλο. Εγκαινιάστηκε στις 26 Δεκεμβρίου του 537 μ.Χ. με την παρουσία του αυτοκράτορα. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του αρχιτεκτονήματος είναι ο τεράστιος τρούλος, διαμέτρου 31 μέτρων, που εξαιτίας των 40 παραθύρων που περιβάλλουν τη βάση του, δημιουργεί την εντύπωση πως αιωρείται.

Εξαιρετικά έργα χριστιανικής τέχνης κοσμούσαν το εσωτερικό του, όπως ψηφιδωτά και τοιχογραφίες. Σταδιακά τα περισσότερα από αυτά τα έργα είτε καταστράφηκαν είτε επικαλύφθηκαν με παχύ στρώμα κονιάματος, κυρίως μετά την άλωση της Πόλης το 1453 μ.Χ. Τότε προστέθηκαν εξωτερικά και 4 μιναρέδες.

Παρά το γεγονός ότι στις 6 Δεκεμβρίου του 1985 η UNESCO  ανακήρυξε την Αγία Σοφία, ως Μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, διατηρητέα, από τις 10 Ιουλίου 2020 ο ναός, που από το 1935 λειτουργούσε ως μουσείο, μετατράπηκε σε τζαμί. Αρκετά από τα θαυμάσια ψηφιδωτά του ναού, που ήρθαν στο φως χάρη στις εργασίες αποκάλυψης, καθαρισμού και αποκατάστασης που ανέλαβε το Αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο από το 1930, καλύφθηκαν εκ νέου με τεράστια πανό, σύμφωνα με τους κανόνες της ισλαμικής θρησκείας.

Άλλα μνημεία της Βυζαντινής Αρχιτεκτονικής

_ Μονή της Χώρας (Καριγιέ τζαμί) ή αλλιώς εκκλησία του Αγίου Σωτήρος εν τη Χώρα: Μοναστήρι που αρχικά βρισκόταν εκτός των τειχών της Πόλης. Κατά την επέκταση των τειχών επί Θεοδοσίου ενσωματώθηκε σε αυτά. Το καθολικό της Μονής χτίστηκε από τη Μαρία Δούκαινα, πεθερά του Αλεξίου Α’ Κομνηνού, πάνω σε παλιότερο κτίσμα μεταξύ 1077-1081. Ανακαινίστηκε και εκονογραφήθηκε με θαυμάσια μωσαϊκά και τοιχογραφίες στην εποχή των Παλαιολόγων. Πολλά από αυτά χάρη στις ενέργειες του Αμερικανικού Βυζαντινού Ινστιτούτου αποκαλύφθηκαν και σώζονται μέχρι σήμερα. Τον 16ο αιώνα μετατράπηκε σε τζαμί. Από το 1947 λειτούργησε ως μουσείο. Σήμερα, ακολουθώντας την τύχη του Ναού της Αγίας Σοφίας, από τον Φεβρουάριο του 2024 λειτουργεί και πάλι ως τζαμί.

_ Ναός της Αγίας Ειρήνης: Βρίσκεται ανάμεσα στον Ναό της Αγίας Σοφίας και στο παλάτι του Τοπ Καπί. Προτού κτιστεί η Αγία Σοφία και αναδειχθεί σε πατριαρχικό ναό, ήταν ο πρώτος πατριαρχικός ναός του Βυζαντίου. Μετά την καταστροφή του κατά τη Στάση του Νίκα, ο Ιουστινιανός τον αποκατέστησε με τη σημερινή του μορφή. Τον 19ο αιώνα οι Οθωμανοί τον μετέτρεψαν σε πολεμικό μουσείο. Σήμερα, λόγω της πολύ καλής ακουστικής του χρησιμοποιείται ως αίθουσα συναυλιών.

_ Μονή Παμμακαρίστου (Φετιχιέ τζαμί): Χτίστηκε τον 12ο αιώνα ως γυναικείο μοναστήρι από τη Μαρία Δούκαινα, αδελφή του αυτοκράτορα Αλεξίου του Κομνηνού. Τρία χρόνια μετά την Άλωση ο Πατριάρχης Γεννάδιος μετέφερε την έδρα του στην Παμμακάριστο, όπου παρέμεινε ο πατριαρχικός οίκος μέχρι το 1587 μ.Χ., οπότε μετατράπηκε σε τζαμί.

_ Μονή Παντοκράτορος Χριστού: Χτίστηκε από την Ειρήνη την Ουγγαρέζα, σύζυγο του Ιωάννη Β’ Κομνηνού (1118-1143 μ.Χ.) Τη βυζαντινή εποχή διέθετε καταλύματα για 700 μοναχούς, λουτρά, νοσοκομείο, ιατρική σχολή, βιβλιοθήκη κ.α. Το 1204 η Μονή λεηλατήθηκε από τους Λατίνους και τα λάφυρα μεταφέρθηκαν στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας. Μετά την άλωση, το 1453, μετατράπηκε σε τζαμί.

_ Ναός Αγίων Αποστόλων (δεν σώζεται): Περικαλλής ναός τεραστίων διαστάσεων, ο αμέσως σπουδαιότερος της Πόλης μετά την Αγία Σοφία. Χτίστηκε το 550 μ.Χ. Ονομαζόταν και Βασιλικόν Πολυάνδριον, καθώς επί αιώνες (από τον 4ο ως τον 11ο αι.) ενταφιάζονταν εκεί αυτοκράτορες, πατριάρχες, επίσκοποι. Κατεδαφίστηκε από τους Οθωμανούς το 1461 και στη θέση του οικοδομήθηκε το Φατίχ τζαμί. Το αρχικό αυτό κτίσμα, που κατελάμβανε μια τεράστια έκταση, κατέπεσε στον καταστροφικό σεισμό του 1766 και επανοικοδομήθηκε στη σημερινή του μορφή πέντε χρόνια αργότερα, επί Μουσταφά Γ’.

_ Πατριαρχικός ναός Αγίου Γεωργίου: Ο ναός βρίσκεται στη συνοικία Φανάρι. Είναι μία σχετικά μικρή εκκλησία, πράγμα που εξηγείται από τους ισλαμικούς νόμους που ορίζουν ότι όλα τα χριστιανικά κτίρια πρέπει να είναι μικρότερα και πιο ταπεινά από τα ισλαμικά. Ο Πατριάρχης Ματθαίος Β’ μετέφερε το Πατριαρχείο στη Μονή του Αγίου Γεωργίου περί το 1600. Η εκκλησία έχει ανασκευαστεί πολλές φορές και ελάχιστα είναι τα κατάλοιπα της αρχικής δομής της. Ο σημερινός ναός είναι χτισμένος σύμφωνα με τον αρχιτεκτονικό τύπο της τρίκλιτης βασιλικής με νάρθηκα.

_ Μεγάλη του Γένους Σχολή: Μεγαλοπρεπές κτίριο Βυζαντινού ρυθμού που ο θεμέλιος λίθος του τέθηκε στις 30.01.1880. Τα εγκαίνια και η έναρξη των μαθημάτων έγιναν στις 14.09.1882. Αποτελεί το αρχαιότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Ευρώπης και θεωρείται συνέχεια της βυζαντινής οικουμενικής σχολής που ίδρυσε ο Μ. Κωνσταντίνος. Πριν εγκατασταθεί στο περίλαμπρο σημερινό κτίριο η Σχολή άλλαξε πολλές φορές κτίριο και περιοχές.

_ Βασιλική Κινστέρνα, γνωστή σήμερα ως Υπόγειο Παλάτι. Αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά, ατμοσφαιρικά αξιοθέατα της Πόλης. Είναι η μεγαλύτερη υπόγεια δεξαμενή νερού που κατασκευάστηκε στη Βασιλεύουσα, διαστάσεων 141x66,5 μέτρων και χωρητικότητας 78.000 κυβικών μέτρων. Βρίσκεται περίπου 150 μέτρα νοτιοδυτικά της Αγίας Σοφίας και ονομάστηκε έτσι επειδή βρισκόταν κάτω από τη βασιλική στοά που βρισκόταν δυτικά του Αυγουσταίου. Μετά τις καταστροφές της Στάσης του Νίκα, η Κινστέρνα ξαναχτίστηκε γύρω στο 542 μ.Χ., τόσο για την ύδρευση του Παλατιού, όσο και της Πόλης. Υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα δημόσια έργα του Ιουστινιανού, εξαιρετικό δείγμα βυζαντινής μηχανικής.

Οθωμανική αρχιτεκτονική

Η αρχιτεκτονική της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, προφανώς επηρεασμένη από τη Βυζαντινή αρχιτεκτονική, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, όχι μόνο εκμεταλλεύτηκε τους υπάρχοντες χριστιανικούς ναούς τους οποίους μετέτρεψε σε τζαμιά αλλά επιπλέον, αφομοιώνοντας την τεχνική της κατασκευής τεράστιων εσωτερικών χώρων που στεγάζονται από φαινομενικά αβαρείς αλλά τεράστιους θόλους έχτισαν νέα εντυπωσιακά οθωμανικά αρχιτεκτονήματα χρησιμοποιώντας χαρακτηριστικά στοιχεία της όπως κίονες, θόλους, τρούλους, ημιθόλια, σφαιρικά τρίγωνα κλπ.

Χαρακτηριστικά δείγματα της οθωμανικής αρχιτεκτονικής αποτελούν το Μπλε τζαμί, το ανάκτορο Τοπ Καπί, το ανάκτορο Ντολμά Μπαχτσέ.

_ Μπλε τζαμί (Σουλτάν Αχμέτ τζαμί). Χτίστηκε απέναντι από την Αγία Σοφία και ολοκληρώθηκε το 1617, λίγο πριν από τον θάνατο του κτήτορά του Αχμέτ Α’. Τον χαρακτηρισμό «μπλε» έλαβε από τα 20.000 μπλε κεραμικά πλακίδια Ιζνίκ που διακοσμούν το εσωτερικό του και φέρουν θαυμάσια σχέδια ανθέων, όπως τουλίπες, τριαντάφυλλα, νούφαρα, γαρύφαλλα.

_ Ανάκτορο Τοπ Καπί. Είναι το σημαντικότερο Οθωμανικό ανάκτορο που έχει διατηρηθεί ως τις μέρες μας. Η κατασκευή του τοποθετείται λίγα χρόνια μετά την Άλωση. Αποτελούσε κατοικία των σουλτάνων από τα μέσα του 15ου αιώνα μέχρι την κατασκευή του ανακτόρου Ντολμά Μπαχτσέ. Στην εποχή της ακμής του λέγεται ότι στέγαζε έως 5.000 άτομα, μαζί με το χαρέμι, το υπηρετικό προσωπικό και το προσωπικό ασφαλείας. Σήμερα χρησιμοποιείται ως μουσείο.

_ Ανάκτορο Ντολμά Μπαχτσέ. Η κατασκευή του άρχισε το 1843 από τον Αμπντούλ Μετζίτ Α’ και ολοκληρώθηκε το 1856. Το κόστος της ανέγερσής του έφτασε τα πέντε εκατομμύρια οθωμανικά χρυσά νομίσματα, το ισοδύναμο δηλαδή 35 τόνων χρυσού. Υπήρξε κατοικία των σουλτάνων και διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορίας από το 1856 μέχρι το 1922. Από το 1960 λειτουργεί ως μουσείο.

 

Back to top