Περί όσφρησης - UrbanOrama.gr
Περί όσφρησης

Περί όσφρησης

Ανάρτηση: 01 Φεβ 2025

Στην εξελικτική διαδικασία, η όσφρηση θεωρείται μία από τις πρώτες, ίσως η πιο αρχέγονη αίσθηση του ανθρώπου. Βασικό εφόδιο επιβίωσης του πρωτόγονου ανθρώπου, του έδωσε τη δυνατότητα σύνδεσης και επικοινωνίας με το περιβάλλον του. Σήμερα η αίσθηση της όσφρησης δεν έχει πια τον ζωτικό ρόλο που είχε στα πρώιμα στάδια της ζωής των πρώτων ανθρωποειδών. Ωστόσο και σήμερα από τα λίγα πράγματα που συνδέουν τον σύγχρονο άνθρωπο με αυτό που υπήρξε στην αρχή της ύπαρξής του είναι η αίσθηση της όσφρησης. Σύμφωνα με τον Gordon Seferd, νευροφυσιολόγο του Πανεπιστημίου του Γέιλ, οι άνθρωποι σήμερα υποτιμούν σε μεγάλο βαθμό την όσφρηση (Gibbons, 1999:7) Ωστόσο είναι συναρπαστική η ιδέα πως το συλλογικό μας γονιδίωμα κουβαλά την οσφρητική μνήμη του ζώου που υπήρξαμε κάποτε. Με την εξελικτική διαδικασία, οι αισθήσεις του ανθρώπου επαναπροσδιορίστηκαν και οι τρόποι λειτουργίας τους άλλαξαν. Σε όλες, εκτός από μία: η όσφρηση είναι η αίσθηση που εξακολουθεί να διατηρεί άμεση πρόσβαση στον ιππόκαμπο, την δομή, δηλαδή, που συμβάλλει στη διαδικασία σχηματισμού της μνήμης, και έτσι οι οσφρητικές μνήμες (αναμνήσεις) αποθηκεύονται σχεδόν αυτούσιες στα δεδομένα του εγκεφάλου. Οι αναμνήσεις, λοιπόν, που συνδέονται με μυρωδιές είναι πιο ξεκάθαρες στον ανθρώπινο νου και διεγείρουν πιο έντονα συναισθήματα.

Τον 19ο αιώνα ο Άγγλος αρωματοποιός George William Septimius Piesse, προκειμένου να διευκολυνθεί η δημιουργία αρωμάτων, δημιούργησε ένα ενδιαφέρον σύστημα ταξινόμησης των αρωματικών οσμών παρόμοιο με μουσική κλίμακα. Το σύστημα αυτό το ονόμασε odophone και βασίζεται στην άποψη ότι οι διάφορες αρωματικές οσμές μοιάζουν με ήχους, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας «οσφρητικής κλίμακας» που την ονόμασε «Gamut of Odours». Σύμφωνα με την κλίμακα αυτή οι αρωματικές οσμές κατατάσσονται από τις χαμηλότερες ή πιο βαριές οσμές μέχρι τις υψηλότερες και οξύτερες. Έτσι κάθε οσμή αντιστοιχεί σε ένα μουσικό κλειδί και η αρμονική μίξη τους ονομάζεται «bouquet». Για να δημιουργηθεί ένα αρμονικό αποτέλεσμα, οι οσμές πρέπει να είναι αρμονικές, ακριβώς όπως και στη μουσική. Το σύστημα του Piesse έχει καθιερώσει την κατάταξη των οσμών σε «νότες». Οι νότες αυτές ομαδοποιούνται ως εξής: υψηλές (topnotes), μεσαίες (middlenotes) και χαμηλές νότες (basenotes).

 

Trivia

 

  1.  Οι άνθρωποι είναι ικανοί να διακρίνουν 4.000 διαφορετικές οσμές, ενώ άτομα με αυξημένη αίσθηση της όσφρησης μπορούν να διακρίνουν μέχρι και 10.000 οσμές
  2.  Η αίσθηση της όσφρησης αυξάνεται σημαντικά σε περιπτώσεις τυφλών και κωφών ανθρώπων ως αντιστάθισμα στην απώλεια όρασης και ακοής.
  3. Ενδεικτικό της σημασίας της όσφρησης για τον οργανισμό είναι η δυνατότητα των οσφρητικών κυττάρων να αναγεννώνται, κάτι που δεν συμβαίνει με τις άλλες αισθήσεις.
  4.  Εκτιμάται ότι η αίσθηση της όσφρησης είναι 10.000 φορές πιο ευαίσθητη από την αίσθηση της γεύσης.
  5. Οι γυναίκες γνωρίζουν τις οσμές καλύτερα από τους άντρες.

 

Πάτρικ Ζίσκιντ, Το Άρωμα (1985)

Το 1985 ο Γερμανός συγγραφέας Πάτρικ Ζίσκιντ, με το γοητευτικό μυθιστόρημά του Das Parfum (στην Ελλάδα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός με τίτλο «Το Άρωμα») μας εισήγαγε με τρόπο μοναδικό στον κόσμο των οσμών, των δυνατοτήτων της όσφρησης και των αρωμάτων. Με εμβληματικές περιγραφές και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ζωντανεύει την προεπαναστατική κατάσταση της γαλλικής κοινωνίας, ακροβατώντας ανάμεσα σ’ ένα πλήθος αντιστίξεων, με κυρίαρχη αυτή που αφορά τον ήρωα Ζαν Μπατίστ Γκρενούιγ, που ενώ έχει γεννηθεί με τη «διαβολική» ιδιότητα να μην εκπέμπει καμία μυρωδιά, μπορεί ωστόσο να οσφραίνεται τα πάντα. Αυτός, έχοντας γεννηθεί μέσα στην πιο βρωμερή περιοχή της πόλης, κινούμενος μέσα σε μια κοινωνία που όζει παντοιοτρόπως, επιδίδεται με απίστευτη αφοσίωση στο κυνήγι του τέλειου αρώματος και εξελίσσεται για χάρη του σε ανελέητο φονιά.

 

Το άρωμα στην αρχαία Ελλάδα

Τα αρώματα στην αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιήθηκαν σε όλες τις θρησκευτικές και παραδοσιακά κοινωνικές τελετές, που αφορούσαν τον γάμο, τη γέννηση, τον θάνατο, τη φιλοξενία, στα λουτρά κ.α. Λεπτομέρειες για την κατασκευή και χρήση των αρωμάτων βρίσκουμε στο Περί Οσμών του Θεόφραστου. Ο Θεόφραστος διακρίνει τα αρώματα σε καλά και κακά. Αλλά και από άλλες πηγές (π.χ. Δειπνοσοφιστές) πληροφορούμαστε ότι στην Αθήνα της κλασικής εποχής εκτιμούσαν την ευωδία αλλά όχι τα μεθυστικά αρώματα της Ανατολής που θύμιζαν περσική χλιδή. Γενικά οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την υπερβολική ευωδία ματαιόδοξη και ο Αριστοφάνης δεν έπαυε να την διακωμωδεί.

Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο υπήρχαν σημαντικά κέντρα παρασκευής αρωμάτων, όπως η Κύπρος, η Ρόδος, η Κόρινθος και η Χαιρώνεια, που ήταν διάσημη για την κρύα αλοιφή από κρίνο. Το σημαντικότερο όμως κέντρο του ελληνικού κόσμου για την παραγωγή καλλυντικών αλοιφών και αρωμάτων από την ελληνιστική περίοδο και εξής ήταν η Αλεξάνδρεια.

Οι αρχαίοι Έλληνες για την κατασκευή των αρωμάτων χρησιμοποιούσαν φυσικά υλικά προερχόμενα από την ελληνική γη (δάφνη, κισσό, τριαντάφυλλα, ίριδες, βιολέτες, πεύκο, κυπαρίσσι, κυδώνι, μάραθο, άνηθο, σέλινο, μυρτιά, σταφύλια, αμύγδαλα, ασπάλαθο κλπ.) Από χώρες της Ανατολής εισήγαγαν κυρίως κανέλα, βάλσαμο, μύρο, χέννα, νάρδο, βάλανα, κέδρο, κρίνο, λωτό, λιβάνι κ.α.

 

Γνωστότερα ελληνικά αρώματα

Το Ίρινον (από τις ρίζες της ίριδας)

Το Νάρδον (από τις ρίζες της ινδικής νάρδου)

Η Στακτή (ακριβό και βαρύ άρωμα από έλαιο σμύρνας που η υπερβολική χρήση του είχε ως αποτέλεσμα να απαγορευθεί δια νόμου ήδη από τον Σόλωνα)

Το Βάλσαμο (από το φυτό βάλσαμο, που εισήγαγαν από Αραβία και Συρία)

Το Μελίνιον (από κυδωνέλαιο)

Το Ρόδιον (από εκχύλισμα τριαντάφυλλου)

 

Αρώματα εισαγόμενα

Το Βρενθείον (άρωμα των Λυδών, από μόσχο και λεβάντα)

Το Σούσινο (αρωματικό λάδι κρίνων από τα Σούσα)

Το Μενδήσιο (από τη Μένδη, στο Νείλο, λάδι βαλάνου αρωματισμένο με λάδι πικραμύγδαλου)

Το Μετόπιο (από την Αίγυπτο)

Μυροδοχεία

Τα αρώματα στην ελληνική αρχαιότητα φυλάσσονταν σε ειδικά μυροδοχεία διαφόρων σχημάτων που κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν το στενό στόμιο: αρύβαλλοι σε διάφορες παραλλαγές του σχήματός τους, κεραμικά αλάβαστρα, εξάλεπτρα, μυροδοχεία που πλάθονται με τη μορφή ανθρώπινων κεφαλών, ζώων και αντικειμένων, όπως υποδήματα και διάφοροι καρποί. Αυτά τα τελευταία καθώς και τα αλάβαστρα, ήταν ήδη γνωστά από το εμπόριο με την Ανατολή (Αίγυπτος, Συρία, Παλαιστίνη) και μάλιστα σε πολυτιμότερα υλικά, όπως το αλάβαστρο, η φαγεντιανή, η υαλόμαζα ακόμα και το μάρμαρο, υλικά που ευνοούσαν τη διατήρηση των ευπαθών αρωμάτων.

 

Η ιστορία του αρώματος

Η ιστορία του αρώματος στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι πολύ παλιά. Τα παλαιότερα ίχνη χρήσης αρωμάτων ανιχνεύονται σε ανατολικούς πολιτισμούς ήδη από τη 2η π.Χ. χιλιετία και σχετίζονται πρωτίστως με θρησκευτικές τελετουργίες και προσφορές προς τους θεούς. Φυσικά στην πορεία του χρόνου η σημασία του αρώματος εξελίχθηκε διαφορετικά κατά τόπους και πολιτισμούς, οπότε δημιουργήθηκαν πολλά είδη αρωμάτων με πολλές διαφορετικές χρήσεις.

Εννοείται ότι το άρωμα με τη σημερινή του μορφή δεν υπήρχε στην αρχαιότητα. Τα αρώματα της εποχής εκείνης παράγονταν κυρίως από  πρώτες ύλες (ρίζες, σπόρους, ξύλα, βότανα, ρητίνες κλπ). Το αρχαιότερο άρωμα που χρησιμοποιήθηκε από τους ανατολικούς λαούς και αργότερα από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους ήταν το λιβάνι (θυμίαμα). Από αυτό προέκυψε και η σύγχρονη λέξη Parfum. Από το λατινικό per fumum=μέσω του καπνού.

Με την πάροδο του χρόνου δημιουργήθηκαν διάφοροι τύποι αρωμάτων, όπως αρωματικές αλοιφές, ενώ η υγρή μορφή των αρωμάτων οφείλει την ύπαρξή της στους Άραβες, οι οποίοι κατάφεραν να βελτιώσουν την ήδη γνωστή από τη 2η π.Χ. χιλιετία τεχνική απόσταξης και να παράγουν καθαρό αιθέριο έλαιο.

Η ανάπτυξη της μεθόδου της απόσταξης για τη δημιουργία υγρού αρώματος αποδίδεται στον Πέρση ιατρό και φιλόσοφο Ιμπν Σίνα (Αβικέννας, τέλη 10ου αι.-αρχές 11ου αι. μ.Χ), ενώ ο Άραβας φιλόσοφος Αλ Κίντι (9ος αι. μ.Χ.) έγραψε το βιβλίο «Χημεία Αρωμάτων και Απόσταξης», με περισσότερες από εκατό συνταγές αιθέριων ελαίων, αρωματικών νερών και υποκατάστατα ή απομιμήσεις ακριβών φαρμάκων. Το βιβλίο αναφέρεται επίσης στις μεθόδους και τον εξοπλισμό που χρησιμοποιείται (Άμβυκας) για την παραγωγή των αρωμάτων.

Στην Ευρώπη το πρώτο σύγχρονο άρωμα δημιουργήθηκε το 1370 στην Ουγγαρία, με βάση το δεντρολίβανο και τη λεβάντα. Ως ουγγρικό νερό έγινε γνωστό σε όλη την Ευρώπη.

Από το 1533 ο Ιταλός René le Florentin, ιδιοκτήτης καταστήματος αρωμάτων στη γέφυρα Pont au Change (Παρίσι), έγινε ο προσωπικός αρωματοποιός της βασίλισσας Αικατερίνης των Μεδίκων. Εκείνη την εποχή ξεκίνησε και η ιστορία της πόλης των αρωμάτων Grasse στην Προβηγκία.

Τον 16ο αιώνα η βασίλισσα Ελισσάβετ στην Αγγλία διέταξε τη χρήση αρώματος σε όλους τους δημόσιους χώρους για να καταπνίγονται οι δυσάρεστες οσμές. Παρόμοια χρήση των αρωμάτων απαντάται και στη Γαλλία του 17ου και 18ου αιώνα. Γνωστά είναι τα αρώματα της Madame de Pompadour που κόστιζαν μισό εκατομμύριο φράγκα τον χρόνο.

Στις αρχές του 18ου αιώνα, επανάσταση στον χώρο των αρωμάτων έφερε το Eau de Cologne, με βάση τα εσπεριδοειδή και τη λεβάντα. Επινοήθηκε από έναν Ιταλό κουρέα, τον Giovanni Paolo Feminis, στη γερμανική πόλη Κολωνία, από όπου πήρε και το όνομά του. Το αρχικό όνομα αυτού του παρασκευάσματος ήταν «Aqua Admirabilis» (Θαυμαστό νερό) και πωλήθηκε ως «θαυματουργό φάρμακο». Το «θαυμαστό νερό» εγκωμιάστηκε ιδιαίτερα από τον Ναπολέοντα και πουλήθηκε για πρώτη φορά ως άρωμα με το όνομα 4711. Εξακολουθεί και σήμερα να είναι το παλιότερο άρωμα που παράγεται συνεχώς στον κόσμο.

Η πρώτη εποχή της αρωματοποιίας στον σύγχρονο κόσμο εγκαινιάζεται τον 19ο αιώνα με την παρασκευή συνθετικών αρωματικών ουσιών που μιμούνται φυσικά αρώματα, όπως η κουμαρίνη, η βανιλίνη, η πιπερονάλη, οι πρώτες αλδεΰδες, η ηλιοτροπίνη κλπ. Μέσω αυτών όμως καθίσταται δυνατή και η παραγωγή συνθετικών ουσιών με εντελώς νέες χαρακτηριστικές οσμές που χρησιμοποιούνται επίσης στην αρωματοποιία με επιτυχία. Τέλος η παρασκευή όλων αυτών των συνθετικών αρωμάτων καθιστά εφικτή τη μείωση του κόστους των αρωμάτων, με αποτέλεσμα η χρήση τους να γίνεται πιο φθηνή και προσιτή και να επεκτείνεται πια εκτός των ορίων των ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων.

Στην πρωτοπορία της χρήσης συνθετικών ουσιών στην αρωματοποιία υπήρξε ο Pierre-François Guerlain, ο οποίος αφού μαθήτευσε σε ένα διάσημο παριζιάνο αρωματοποιό, το 1828 άνοιξε τον δικό του οίκο αρωμάτων στη Rue de Rivoli 42 στο Παρίσι. Οι πρώτες δημιουργίες του ήταν απλές και παραδοσιακές αλλά σύντομα άρχισε να πειραματίζεται με νέα συστατικά και τεχνικές.

Ο Alain Guerlain, εγγονός του Pierre, δημιούργησε το 1889 το Jicky, το οποίο θεωρείται το πρώτο σύγχρονο άρωμα στον κόσμο, που χρησιμοποιεί συνθετικά συστατικά και άνοιξε τον δρόμο για τη σύγχρονη αρωματοποιία.

Εντωμεταξύ οι νέοι οίκοι αρωματοποιίας πληθαίνουν και ο ανταγωνισμός τούς αναγκάζει να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στην εμφάνιση των μπουκαλιών, των ετικετών και στη διαφήμιση. Τα αρώματα συνδέονται πια με μεγάλους οίκους  μόδας (Dior, Chanel) και μπαίνοντας πια στον 20ό αιώνα δημιουργούνται οι μεγαλύτερες εταιρείες αρωματοποιίας που είναι σήμερα γνωστές.

Το άρωμα μέχρι τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο παραμένει καθαρά γυναικεία υπόθεση. Μόνο μεταπολεμικά θα αρχίσουν να δημιουργούνται αρώματα για άνδρες, κατακτώντας σταδιακά όλο και μεγαλύτερο κομμάτι στην αγορά αρωμάτων.

Σημαντικοί σταθμοί στην ιστορία των αρωμάτων στον 20ό αιώνα υπήρξαν:

  • Η εμφάνιση των θρυλικών αρωμάτων Chypre (από βελανιδιά, πατσουλί, εσπεριδοειδή και περγαμόντο) το 1917. Ο πρωτοπόρος αρωματοποιός François Coty ίδρυσε την εταιρεία του που εδρεύει στη Νέα Υόρκη από το 1922 και εξακολουθεί να είναι ηγέτης στον κλάδο παγκοσμίως.
  • Η εμφάνιση του Chanel No 5, το 1921 (με floral νότες, με αλδεΰδες, λιανγκ λιανγκ, ίριδα, γιασεμί, τριαντάφυλλο, κεχριμπάρι, σανταλόξυλο, βανίλια). Γοητεύει εκατομμύρια γυναίκες και είναι το πιο διάσημο άρωμα στον κόσμο.

Σύριοι καλλιτέχνες εφηύραν τη διαδικασία του φυσήματος στο γυαλί γύρω στον 1ο αιώνα π.Χ. Έτσι ακολούθησαν και τα μπουκάλια των αρωμάτων. Ο Μεσαίωνας βρήκε τα αρώματα να γίνονται όλο και πιο διαδεδομένα λόγω της εισαγωγής νέων συστατικών αλλά και νέων τρόπων παραγωγής. Τα στέρεα αρώματα φυλάσσονται σε pomauders και τα υγρά σε εξαίσια διακοσμημένα φιαλίδια. Τα γυάλινα αγγεία της Βενετίας γνωστά ως cristall φέρνουν μια ακόμη καινοτομία και κατόπιν, η ύστερη μεσαιωνική περίοδος σηματοδοτεί την εποχή της πολυτέλειας στα μπουκάλια αρωμάτων, συχνά στολισμένα με πέτρες και πολύτιμους λίθους.

Στον 18ο αιώνα τα μπουκάλια κατασκευάζονται από γυαλί, πορσελάνη ή λευκό γυαλί, κάποια εξ αυτών μιμούμενα τους κυλίνδρους και τα επιχρυσωμένα σχέδια του ροκοκό.

Η βιομηχανική επανάσταση φέρνει τη συνέχεια και στα μπουκάλια αρωμάτων καθώς καθίσταται δυνατή η μαζική παραγωγή γυαλικών. Οι Αμερικανοί άρχισαν να κατασκευάζουν φιαλίδια που ήταν τόσο ξεχωριστά ώστε αυτά να γίνονται η ταυτότητα του υγρού που εμπεριείχαν. Το κομμένο γυαλί και η περίτεχνη διακόσμηση έγιναν το σήμα κατατεθέν αυτών των μπουκαλιών για αρώματα που σχεδιάζονται πια από καλλιτέχνες και σχεδιαστές κοσμημάτων όπως ο Louis Comfort Tiffany.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, δύο εμβληματικοί κατασκευαστές κρυστάλλων ασχολούνται με το άρωμα. Ο Lalique για τον Coty kαι ο Baccarat για τον Guerlain. Το 1946 η Schiaparelli συνεργάζεται με τον Salvador Dali και τον Baccarat για το Le Roi Soleil που αναπαριστά τον ήλιο και κύματα, συμβολίζοντας την απελευθέρωση της Γαλλίας από τη Ναζιστική Γερμανία. Αργότερα, περνάμε σε πιο φουτουριστικά σχέδια όπως αυτά του Moschino ή του Jean Paul Gaultier. Σήμερα πολλές εταιρείες προσανατολίζονται προς την ανακυκλωσιμότητα των φιαλιδίων καθώς η παρουσία εξαρτημάτων (ακροφύσια ψεκασμού, γκλίτερ, αντλίες) μη ανακυκλώσιμων καθιστούν τη διαδικασία πολύπλοκη για τον χρήστη/καταναλωτή, που πρέπει να τα αφαιρεί για να ανακυκλωθούν. Πολλά vegan αρώματα συσκευάζονται σε δοχεία πολλαπλών χρήσεων.

 

Back to top