Η πολιορκία του Λένινγκραντ υπήρξε μία από τις πιο ασφυχτικές πολιορκίες στην ιστορία των πολέμων, που άφησε ανεξίτηλο το σκοτεινό αλλά συγχρόνως αξιοθαύμαστο, όσον αφορά τους πολιορκημένους, αποτύπωμά της στην ιστορική μνήμη. Όλα τα γεγονότα που την συνθέτουν περιγράφουν την ακλόνητη απόφαση των επιτιθέμενων να ισοπεδώσουν την πόλη και να εξοντώσουν τον πληθυσμό της.
Τον Ιούνιο του 1941 οι Γερμανοί εξαπέλυσαν τη μεγαλύτερη επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα. Ο όγκος των δυνάμεων που ρίχτηκαν στην επιχείρηση αυτή (3,8 εκατομμύρια στρατιώτες, 600.000 μηχανοκίνητα και πάνω από 600.000 άλογα) φανερώνει την αμετακίνητη θέληση του Χίτλερ να εισβάλει στις χώρες της Σοβιετικής Ένωσης και, φυσικά, κυρίως στη Ρωσία. Ένας από τους κεντρικούς στόχους της επίθεσης ήταν σίγουρα το Λένινγκραντ, πόλη-σύμβολο της Οκτωβριανής Επανάστασης, που είχε αρχίσει να προετοιμάζεται από τον Ιούνιο με χιλιάδες χιλιόμετρα οχυρωματικών έργων.
Η επιχείρηση της επίθεσης στην πόλη, γνωστή ως «Επιχείρηση Βόρειο Σέλας (Οperation Nordlicht) ξεκίνησε στις 4 Σεπτεμβρίου 1941 και διήρκεσε έως τις 27 Ιανουαρίου 1944. 872 ημέρες κατά τις οποίες ο πληθυσμός της πόλης, 2.500.000 περίπου, κατεξοχήν Ρώσοι και Εβραίοι, αποδεκατίστηκε όχι μόνο από τους ανηλεείς βομβαρδισμούς αλλά και από το ψύχος, την πείνα, τις ασθένειες.
Πολύ γρήγορα (μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 1941) τα αποθέματα πετρελαίου εξαντλήθηκαν και απαγορεύτηκε η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας σε μη στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Ο χειμώνας που ξεκινούσε προοιωνιζόταν εξαιρετικά δύσκολος, χωρίς τρόφιμα και με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -30° C. Ωστόσο η πόλη κατάφερε να αντέξει, τόσο χάρη στο σχεδιασμό της άμυνας από τον στρατηγό Ζούκοφ, όσο και στην ακατάβλητη αγωνιστικότητα του λαού της.
Καθώς η πόλη συγκλονιζόταν από τους συνεχείς βομβαρδισμούς της Luftwaffe και του γερμανικού πυροβολικού, πολλοί κάτοικοι παγιδεύονταν στα φλεγόμενα ερείπια, βρίσκοντας τραγικό θάνατο. Εντωμεταξύ, το δριμύ ψύχος ανάγκαζε τον κόσμο να αναζητάει απεγνωσμένα καύσιμη ύλη και να καίει τα πάντα, κουφώματα, έπιπλα, βιβλία. Κάηκε τότε το περιεχόμενο ολόκληρων βιβλιοθηκών, αν και υπήρξαν παραδείγματα πνευματικών ανθρώπων που αναμετρήθηκαν με τον θάνατο από το ψύχος, αρνούμενοι να κάψουν τα βιβλία τους. Επιπλέον, αφού καταναλώθηκαν όλα τα αποθέματα τροφίμων, άρχισαν να χρησιμοποιούνται άχυρο και σπόροι από έλατα στην κατασκευή ψωμιού. Βρώμη και βαμβακόσπορος, μετά από κατάλληλη επεξεργασία προσφέρονταν προς βρώση. Πολλά άλογα σφάχτηκαν κι εξαφανίστηκαν τα κατοικίδια, σκυλιά και γάτες, εξαφανίστηκαν, ενώ καταναλώθηκαν και όλα τα πειραματόζωα των εργαστηρίων. Άρχισαν να κάνουν σούπες από τα επιχρίσματα που έξυναν από τους τοίχους, από χαρτοπολτό και δέρματα. Παράλληλα εμφανίστηκαν φαινόμενα κανιβαλισμού. Οι αρχές προσπάθησαν να περιορίσουν το φαινόμενο με την απειλή της άμεσης εκτέλεσης.
Κάτω από αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες θα πίστευε κανείς ότι το ηθικό των ανθρώπων θα καμπτόταν αμετάκλητα. Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού προσπαθούσε να συνεχίσει με αξιοπρέπεια τη ζωή του. Οι εργάτες συνέχισαν να εργάζονται στα εργοστάσια και το σύνολο των πολιτών, άνδρες και γυναίκες, εργάζονταν συνεισφέροντας στην άμυνα της πόλης. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια συνέχισαν να λειτουργούν. Τα θέατρα παρουσίαζαν παραστάσεις, γίνονταν συναυλίες, τα βιβλιοπωλεία παρέμεναν ανοιχτά και το μουσείο Ερμιτάζ αποθήκευε στα υπόγειά του πολιτιστικούς θησαυρούς.
Ένα εμβληματικό γεγονός που καταδεικνύει το μέγεθος του αγώνα των ανθρώπων να κρατούν ακμαίο το ηθικό τους ήταν η Επιχείρηση Μπουρίνι, που είχε ως στόχο την υλοποίηση μιας μεγάλης συναυλίας. Ο Ντιμίτρι Σοστακόβιτς, στη Μόσχα όπου βρισκόταν, συνέθεσε μια συμφωνία αφιερωμένη στην αντίσταση του Λένινγκραντ (Symphony No7 Opus 60, Leningrad).
Ντιμίτρι Σοστακόβιτς
Ένα αεροσκάφος, τον Ιούνιο του 1942, σπάζοντας τον γερμανικό κλοιό, πέταξε τις παρτιτούρες του έργου μέσα σε ένα σακίδιο πάνω από το Λένινγκραντ. Επαγγελματίες μουσικοί ανακλήθηκαν από τα χαρακώματα και σχημάτισαν συμφωνική ορχήστρα για την εκτέλεσή του. Η παράσταση ανέβηκε στις 9 Αυγούστου 1942 και μεταδόθηκε με μεγάφωνα σε όλη την πόλη, αφού προηγουμένως 3.000 οβίδες είχαν εκτοξευθεί εναντίον των θέσεων του γερμανικού πυροβολικού ώστε να εξασφαλισθεί η σιγή κατά τη διεξαγωγή της.
Κατά την οπισθοχώρηση των Γερμανών, βρέθηκε γραμμένο στο ημερολόγιο ενός Γερμανού στρατιώτη: «Όταν άκουσα τη μετάδοση της συναυλίας, κατάλαβα ότι το Λένινγκραντ δεν θα έπεφτε ποτέ στα χέρια μας.»
Εκείνους τους δύσκολους παγερούς χειμώνες, ένα απίστευτα παράτολμο και αξιοθαύμαστο εγχείρημα του αγώνα της πόλης για επιβίωση αποτελεί ο παγωμένος «Δρόμος της ζωής». Κατασκευάστηκε από τον Κόκκινο Στρατό πάνω στα παγωμένα νερά της λίμνης Λάντογκα, από τη νοτιοανατολική ακτή της προς τη νοτιοδυτική ακτή, ένας δρόμος ανεφοδιασμού σε τρόφιμα και πολεμοφόδια που μεταφέρονταν με καμιόνια, έλκηθρα και άμαξες, συρόμενα από μουλάρια, αργότερα με φορτηγίδες κλπ. Παρά τους διαρκείς κινδύνους, παρά το ότι καμιόνια και μουλάρια συχνά βούλιαζαν στους πάγους, και τα γερμανικά πυρά κατέστρεφαν μεγάλο μέρος του ανεφοδιασμού, ακόμα και τα λίγα εφόδια που έφταναν επιτυχώς στην πόλη την βοήθησαν να επιβιώσει. Χρήσιμος υπήρξε ο «δρόμος της ζωής» και για την εκκένωση της πόλης από ασθενείς και τραυματίες.
Τελικά η πολιορκία λύθηκε τον Ιανουάριο του 1944, όταν ο Κόκκινος Στρατός κατάφερε να απωθήσει οριστικά τους εισβολείς. Το τίμημα της ελευθερίας για το Λένινγκραντ υπήρξε πολύ υψηλό. Από τα 2.500.000 περίπου των κατοίκων της πόλης υπολογίζεται ότι χάθηκαν 1.000.000 ως 1.100.000 κάτοικοι.
Για τον ηρωισμό των κατοίκων της η πόλη ήταν η πρώτη της Σοβιετικής Ένωσης που έλαβε τον τίτλο της Ηρωικής Πόλης.
ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ
Πώς μεγαλώνει κανείς σε μια πόλη που κουβαλάει την Ιστορία και το πολιτισμικό βάρος τόσο μακροχρόνιων αλλά και διαφορετικών μεταξύ τους περιόδων; Και ποια συνείδηση του εαυτού αποκτάει;
Η Λουντμίλα Βασιλίεβα γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Λένινγκραντ, ζώντας τα πρώτα χρόνια της ζωής της στην πολιορκημένη πόλη (1941-1944). Πώς είναι αλήθεια να ανοίγεις τα μάτια στον κόσμο μέσα σ’ εκείνες τις ασυνήθιστα σκληρές συνθήκες; Και τι μπορεί να θυμάται ένα μικρό κορίτσι από την αδυσώπητη εκείνη εποχή; Το βέβαιο είναι ότι ο κόσμος και οι αναμνήσεις της εμπλουτίστηκαν από τις αφηγήσεις της μητέρας και της οικογένειάς της και άπλωσαν τις ρίζες τους να ποτιστούν από τη συλλογική μνήμη, όπως συμβαίνει συνήθως.
Η Λουντμίλα Βασιλίεβα διαμαρτυρόμενη εναντίον του πολέμου
Τον περασμένο Μάρτιο η Λουντμίλα Βασιλίεβα, 84 χρόνων πια, ωραία, αξιοπρεπής μικρή το δέμας αλλά αγέρωχη, περήφανη για την εμπειρία ζωής που φέρει, έχοντας δυνατό το αίσθημα ευθύνης απέναντι στις νεότερες γενιές, αποφάσισε να προβεί σε μία πράξη διαμαρτυρίας κατά του πολέμου. Βγήκε στο κέντρο της πόλης της, της Αγίας Πετρούπολης πια, υψώνοντας ένα μικρό πλακάτ με τα χέρια της. «Προς όλους: Σταματήστε τον πόλεμο! Είμαστε υπεύθυνοι για την ειρήνη στη γη» έγραψε. Και από κάτω συμπλήρωσε: «Με αγάπη, Λουντμίλα, παιδί του πολιορκημένου Λένινγκραντ.»
Ποιος δικαιούται περισσότερο από αυτή που βίωσε στην πιο τρυφερή ηλικία τις συνέπειες του αδυσώπητου πολέμου να διαμαρτυρηθεί εναντίον του; Και όμως, δικαστήριο της Αγίας Πετρούπολης την έκρινε ένοχη με την κατηγορία της δυσφήμισης του ρωσικού στρατού και της επέβαλε πρόστιμο 10.000 ρουβλίων. Η ίδια κατηγορία έχει απαγγελθεί και σε βάρος χιλιάδων άλλων Ρώσων από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, το 2022. Ασφαλής τρόπος να περιοριστεί η ελεύθερη έκφραση της γνώμης όσων αντιτίθενται στην εισβολή.
Λουντμίλα Βασιλίεβα
Η Λουντμίλα όμως στα 84 της δεν φοβάται τίποτε πια. «Μπορούμε να αντέξουμε τα πάντα, έλεγε η μητέρα μου, αρκεί να μην υπάρχει πόλεμος» και συμπληρώνει: «Να Θυμόμαστε το παρελθόν για να μη ξανασυμβεί ποτέ.»