Φόνοι που χορεύουμε - UrbanOrama.gr
BANNER

Φόνοι που χορεύουμε

Ανάρτηση: 16 Φεβ 2025

Έστω ότι οδηγείς στην εθνική οδό μια μέρα με βαριά συννεφιά και ψιλόβροχο και στο ραδιόφωνο ξαφνικά ακούγεται το Nebraska του Bruce Springsteen. Θα σκεφτείς πως πρόκειται για το ιδανικό soundtrack για μια τέτοια μέρα, και πολύ λιγότερο πως πρόκειται για μια μακάβρια ιστορία, αυτή του κατά συρροή δολοφόνου Charles Starkweather. Ακριβώς το ίδιο θα συνέβαινε κι αν ακούγαμε το Knoxville girl των The Louvin Brothers. Θα πίναμε μακάρια τη ζεστή μας σοκολάτα στο φουαγιέ ενός κινηματογράφου ακούγοντας το στοιχειωτικό ντουέτο του Nick Cave mε την P. J. Harvey, Henry Lee. Θα χτυπιόμασταν σ’ ένα υπόγειο club με το 213 των Slayer. Χωρίς να σκεφτούμε ιδιαίτερα πως βασίζεται στον Dahmer. Πιθανότατα σε κάποιο playing list μας να υπάρχει Bob Dylan, το The Ballad of Frankie Lee and Judas Priest, που ομοίως καταλήγει σε φόνο. Η γοητεία του μακάβριου στην τέχνη είναι αδιαμφισβήτητη. Και αν σε μια ταινία ο φόνος μπορεί να είναι το αναπόδραστο θέμα της, το μακάβριο του θέματος των στίχων ενός τραγουδιού έχει μια ρευστότητα, κάτι που χάνεται στη μουσική και την ατμόσφαιρα, κάνοντάς μας ακόμη και να τραγουδάμε «I picked a stick up off the ground and knocked that fair girl down», τελείως ασυναίσθητα, αγνοώντας σχεδόν το περιεχόμενο αυτού που λέμε. Το gloomyness εκπορεύεται από τη μουσική και σχεδόν επικουρείται στο υποσυνείδητό μας από τον στίχο.

Ωστόσο άξιο παρατήρησης είναι το εξής φαινόμενο∙ ένας στίχος, όσο σκληρό περιεχόμενο κι αν έχει, όταν τραγουδιέται σε ζωηρό και χαρούμενο ρυθμό, χάνει ένα μεγάλο μέρος από τη βαρύτητα του νοήματός του. Ποιος δεν θυμάται το «Ήταν ένα μικρό καράβι» με το «κανιβαλιστικό» περιεχόμενό του, που τα παιδιά τραγουδούσαν παλιότερα ανέμελα στις εκδρομές τους χωρίς να συνειδητοποιούν ακριβώς τη σημασία του;

«και τότε ρίξανε τον κλήρο και τότε ρίξανε τον κλήρο

να δούνε ποιος ποιος ποιος θα φαγωθεί…

Οε οε οε οε…»

Ας ρίξουμε μια ματιά λοιπόν υπό αυτό το πρίσμα στο δημοτικό τραγούδι.

Το δημοτικό τραγούδι έχει τραγουδήσει τα πάντα. Όλα όσα συνθέτουν ή αφορούν τον ανθρώπινο βίο. Χαρές, λύπες, αγάπες, αποχωρισμούς, αγώνες, ταξίδια, ξενιτεμούς, ηρωικούς θανάτους, γονεϊκή και αδελφική αγάπη, φιλία… Καμία έκφανση της ζωής, καλή ή κακή, δεν λείπει από το δημοτικό τραγούδι.

Μπορεί βέβαια να έχουμε τη γενική αίσθηση ότι στο δημοτικό τραγούδι υπερτερεί το καλό, αίσθηση που μας δημιουργείται από την ομορφιά που αποπνέουν οι στίχοι και από την αθωότητα της διατύπωσης των νοημάτων, ακόμα κι όταν περιγράφουν δυσάρεστες και απεχθείς καταστάσεις, όμως η αλήθεια είναι ότι μεγάλη θέση κατέχει το κακό: πόλεμοι, καταστροφές, φυσικές και μη, προδοσίες, θάνατοι, θρήνοι, εγκλήματα.

Τα ζωηρά μέτρα πάνω στα οποία δομείται το νόημα των στίχων και ο γρήγορος ρυθμός της μουσικής που οδηγεί συνήθως τα βήματα των χορευτών σε χαρωπούς συρτούς αμβλύνει τα σκληρά νοήματα και τα υποβαθμίζει ώστε να ξεπερνάμε με ευκολία την ουσία τους, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα χορέψαμε και διασκεδάσαμε με την αφήγηση ενός εγκλήματος. Γενιές ολόκληρες σχολιαρόπαιδων τραγούδησαν και χόρεψαν σε σχολικές εκδηλώσεις τον «Μενούση», ένα τραγούδι που τραγουδιέται και χορεύεται σε πολλές παραλλαγές σε όλη την Ελλάδα και περιγράφει μία γυναικοκτονία (εδώ θα πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι θα ασχοληθούμε επί του παρόντος μόνο με τη θεματική του φόνου ως εγκληματικής πράξης και όχι της γυναικοκτονίας και του κοινωνικού ζητήματος που τη συνοδεύει) που συντελέστηκε την εποχή της Τουρκοκρατίας στην Ήπειρο.

Ο Μενούσης, ο Μπιρμπίλης κι ο Μεμέτ αγάς

σε κρασοπουλιό πηγαίναν για να φαν, να πιουν.

 

Κει που τρώγαν, κει που πίναν, κει που γλένταγαν

κάπως πέσαν σε κουβέντα για τις έμορφες.

 

Όμορφη γυναίκα που ‘χεις βρε Μενούσ’ Αγά.

Πού την είδες, πού την ξέρεις και τη μολογάς;

 

Χτες την είδα στο πηγάδι που ‘παιρνε νερό

και της δίνω το μαντήλι και μου το ‘πλυνε.

 

Σαν την είδες, σαν την ξέρεις, πες μας τι φορεί.

Ασημένιο μεσοφόρι με χρυσό φλουρί.

 

Ο Μενούσης μεθυσμένος, πάει την έσφαξε.

Το πρωί ξεμεθυσμένος πάει την έκλαψε.

 

Σήκω πάπια μ’, σήκω χήνα μ’, σήκω πέρδικα μ’,

σήκω λούσου και χτενίσου κι έμπα στο χορό.

 

Να σε δουν τα παλικάρια να μαραίνονται

να σε δω κι εγώ ο καημένος και να χαίρομαι.

 

Τι ήταν αυτό που όπλισε και κίνησε το φονικό χέρι; Ερωτικό πάθος, ζήλια, εκδικητικότητα, αίσθημα τιμής και «δικαίου» σύμφωνα με τον κώδικα τιμής της συγκεκριμένης εποχής και κοινωνίας που καθόριζε αυστηρά τη συμπεριφορά της γυναίκας στην καθημερινότητά της και στις κοινωνικές της σχέσεις, καθιστώντας την υποχείριο του συζύγου της; Ό,τι κι αν ήταν, ο Μενούσης, θύτης και θύμα της εφαρμογής των κανόνων αυτού του κώδικα, αφού αγαπούσε τη γυναίκα του και τη στερήθηκε από την ίδια την εγκληματική του ενέργεια, κατάφερε να κερδίσει κάποιο είδος «συμπάθειας» και να γίνει «τραγούδι» με ευρεία αποδοχή και εξάπλωση στον ελληνικό χώρο.

Πολύ νεότερη είναι η ιστορία (και το αντίστοιχο τραγούδι) του Μιλτιάδη Μπούρου, που μας πηγαίνει ακριβώς έναν αιώνα πίσω. 1η Μαρτίου του 1925 ο Μ. Μπούρος (από τα Σταμνά Μεσολογγίου) σκότωσε την αγαπημένη του Βασιλική που την είχε αρραβωνιαστεί αλλά οι γονείς της διέλυσαν τον αρραβώνα χωρίς να δώσουν εξηγήσεις. Ο Μπούρος, ερωτευμένος και εμμονικός με τη Βασιλική, και οπωσδήποτε βαθιά προσβεβλημένος, αφού ζήτησε από τη Βασιλική να φύγει μαζί του παρά τη θέληση των γονιών της κι εκείνη δεν το έκανε, τη σκότωσε. Κλεισμένος αργότερα στη φυλακή, θρηνώντας την αγαπημένη που ο ίδιος δολοφόνησε, γράφει στίχους: «κάλλιο να ιδώ το αίμα σου στη γη να κοκκινίζει/ παρά να δω τα μάτια σου άλλος να τα φιλήσει». Οι στίχοι του τελικά έγιναν δημοτικό τραγούδι («Βάτους κι αγκάθια πάτησα, Βασίλω μ’») που τραγουδιέται και χορεύεται ακόμα και σήμερα, κυρίως στη Στερεά Ελλάδα.

Κατά πλειοψηφία τα δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται σε εγκλήματα κατά της ανθρώπινης ζωής περιγράφουν γυναικοκτονίες. Ερωτικό πάθος, εμμονές, κτητικότητα, ζήλια, μίσος, εγωισμός, αλαζονία, οδηγούν το φονικό χέρι εναντίον του αγαπημένου προσώπου. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν συμβαίνει και το αντίστροφο. Ανάλογα ή και διαφορετικά αισθήματα  οπλίζουν το γυναικείο χέρι εναντίον των ανδρών και όχι μόνο.

Χαρακτηριστική είναι η παραλογή «Την τρίτη φαρμακώθη» που αφηγείται την ιστορία της κακιάς πεθεράς που αφού δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον γάμο του γιου της  με την ανεπιθύμητη νύφη, την φαρμακώνει∙

«Μάγερα, που μαγέρεψες πολλά φαγιά του γάμου

Μαγέρεψε της νύφης μου τριών φιδιών κεφάλια,

Της όχεντρας και της γαλιάς και της μονομερίδας…»

Στη συνέχεια καλοπιάνει τη νύφη της να φάει από το δηλητηριασμένο φαγητό∙

«Για πάρε, νύφη μ’, μια μπουκιά, για πάρε, νύφη, δύο.

Απλώνει μια, απλώνει δυο, την τρίτη φαρμακώθη.»

Ακόμη πιο απεχθής εμφανίζεται σε άλλη παραλογή «η μάνα η φόνισσα», που σκοτώνει το ίδιο το παιδί της. Ο γιος της, επιστρέφοντας στο σπίτι από το σχολείο, βρίσκει τη μάνα του με τον εραστή της και απειλεί να την μαρτυρήσει στον πατέρα του.

Εκείνη «το χάιδεψε, το πλάνεψε, στην κάμαρα το βάνει.

Χρυσό χατζάρι ετράβηξε κόβει τον Κωνσταντάκη».

Συχνά το δημοτικό τραγούδι μας θυμίζει αρχαία τραγωδία, «δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Στη συγκεκριμένη παραλογή η μάνα σφάζει και μαγειρεύει τις σάρκες του παιδιού της και όταν ο άνδρας της επιστρέφει, του δίνει να φάει το συκώτι του. Όμως η αποκάλυψη της αλήθειας είναι άμεση. Το ίδιο και η εκδίκηση. Εκείνο μιλάει και αποκαλύπτει στον πατέρα τα συμβάντα. Εκείνος «και το σπαθί του τράβηξε, της κόβει το κεφάλι». Αν και σε μία κεφαλληνιακή παραλλαγή του ίδιου τραγουδιού υπάρχει και συνέχεια, αφού ο μανιασμένος πατέρας πηγαίνει το νεκρό σώμα της παιδοκτόνου στον μύλο για να το αλέσει!

Σε αυτήν την παραλογή παρατηρούμε μια συνέχεια από αρχαίους ελληνικούς μύθους, που συχνά αναφέρονται σε γεύματα από μαγειρεμένα ανθρώπινα μέλη: π.χ. ο μύθος του Τηρέα, βασιλιά της Θράκης και της Πρόκνης. Ο Τηρέας βίασε τη Φιλομήλα, αδελφή της γυναίκας του και οι δύο αδελφές για να τον εκδικηθούν σκότωσαν τον γιο του και του πρόσφεραν μαγειρεμένες τις σάρκες του σε γεύμα. Παρόμοιος είναι και ο μύθος της Αρπαλύκης και του Κλύμενου. Ο Κλύμενος ερωτεύθηκε την κόρη του Αρπαλύκη, την άρπαξε από τον σύζυγό της και απέκτησε μαζί της ένα γιο. Η Αρπαλύκη για να τον εκδικηθεί σκότωσε το παιδί και πρόσφερε τις σάρκες του ως γεύμα στον Κλύμενο.

Κάποτε στο δημοτικό τραγούδι, ο τύπος της δολοπλόκας γυναίκας λειτουργεί ως ηθικός αυτουργός του εγκλήματος. Παράδειγμα το τραγούδι «Τα αγαπημένα αδέρφια και η κακιά γυναίκα». Σε αυτό η κακιά γυναίκα πείθει τον ερωτευμένο άντρα που τη ζήτησε σε γάμο να σκοτώσει τον αδελφό του, για να αυξήσει την περιουσία του.

«Εσάς ο θιος σας έδωσεν αμπέλια και χωράφια,

σύρτε να τα μοιράσετε τ’ αμπελοχώραφά σας.

Από τις άκρες δώσε του κι από τα παλιοπύργια

κι όθε βρουκλά και καρπερά στο μέρος το δικό σου,

κι όθε άκρη και περίτραφος στο μέρος το δικό του,

κι εκείνος ειν’ αράθυμος, ρίξε και σκότωσέ τον»

Είναι η απόσταση από την εποχή του εγκλήματος αυτή που επιτρέπει την απόλαυση ή αποτρέπει τη φρίκη; Πιθανόν. Πάντως και σήμερα ακόμη γράφονται τραγούδια για εγκλήματα επίκαιρα και συνήθως έχουν μια τάση να αποδώσουν τιμή στη μνήμη των θυμάτων αλλά και καταγγελτική διάθεση, θυμίζουμε ενδεικτικά το «Ένα αλλιώτικο παιδάκι» των Παύλου Παυλίδη και Β movies αλλά και το «Η μπαλάντα για τον Ζακ» του Αποστόλη Μπαρμπαγιάννη, και τα δύο για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, ή το «Ελένη Τοπαλούδη» του Φοίβου Δεληβοριά.

Πάντως, όπως και να ‘χει, όλα ειπώθηκαν στο εμβληματικότερο opus όλων των εποχών ως προς το θέμα, το «Murder Ballads» του Cave, στο τελευταίο track με τη συμμετοχή των Anita Lane, Kylie Minogue, P. J. Harvey, Shane McGowan των Pogues, και Thomas Wydler και Blixa Bargeld (Einsturzende Neubauten) των Bad Seeds.

«Just remember, death is not the end»

Back to top