Ο θάνατος αγαπημένων ανθρώπων αποτελεί αδιαμφισβήτητα κορυφαίο γεγονός στην ανθρώπινη εμπειρία και ένα ευρύ πλέγμα θρησκευτικών, κοινωνικών, καλλιτεχνικών και άλλων εκδηλώσεων του ανθρώπινου πολιτισμού έχει αναπτυχθεί γύρω από αυτόν μέσα στους αιώνες. Τα ταφικά μνημεία, με ό, τι εμπεριέχουν, ταφές, κτερίσματα, επιτύμβια έργα τέχνης, επιγράμματα κ.λπ., διασώζουν τις ανθρώπινες συνήθειες σχετικά με τον αναπόδραστο αποχωρισμό και την απόδοση τιμών στους νεκρούς τους. Ο θρήνος και η έκφραση του πένθους και της θλίψης, άλλοτε έντονα (π.χ. στους ανατολικούς πολιτισμούς), άλλοτε πιο συγκρατημένα, εκφρασμένα με σοβαρότητα και αξιοπρέπεια (όπως στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό), αποτελούν απαραίτητα συνοδά στοιχεία των νεκρικών εθίμων.
Το αντίθετο, δηλαδή η έκφραση χαρούμενων συναισθημάτων με αφορμή το θάνατο, στους περισσότερους λαούς θα προκαλούσε τουλάχιστον περιέργεια, αν όχι αποστροφή. Όπως είναι φυσικό λοιπόν και οι αρχαίοι Έλληνες με περιέργεια αντιμετώπισαν την πληροφορία του Ηροδότου ότι οι βόρειοι γείτονές τους, οι Θράκες, αλλά και άλλοι βορειότεροι λαοί (Γέτες, Δάκες), θρηνούσαν για την γέννηση και γελούσαν με τον θάνατο. Όταν γεννιόταν ένα μωρό, έκλαιγαν για όσα επρόκειτο να υποφέρει στη ζωή του και όταν κάποιος πέθαινε, γελούσαν γιατί απαλλάχτηκε από τα βάσανα της ζωής. Φαίνεται λοιπόν ότι στα Βαλκάνια, παρ’ ότι κατοικήθηκαν από πολλά διαφορετικά έθνη, πολιτισμικά μέσω ενός πλήθους διασυνδέσεων και αλληλεπιδράσεων διαμορφώθηκε μια κοινή αντίληψη που δεν έπαιρνε και τόσο σοβαρά τον θάνατο και η αντίληψη αυτή διασώθηκε καλή τη τύχη χάρη σε ένα σπουδαίο λαϊκό καλλιτέχνη, τον Ioan Stan Patras, δημιουργό του «χαρούμενου κοιμητηρίου» στη Σαπάντζα της Ρουμανίας.
Η Σαπάντζα είναι μια μικρή πόλη, 5000 κατοίκων, στην περιοχή Μaramures, στους πρόποδες του βουνού Gutai, κοντά στα σύνορα της Ρουμανίας με την Ουκρανία και την Ουγγαρία. Η περιοχή, πυκνά δασωμένη, ανέπτυξε και διαφυλάσσει έναν πολύ ιδιαίτερο λαϊκό πολιτισμό, στον οποίο κυριαρχούν οι ξύλινες κατασκευές, σπίτια και εκκλησίες, πραγματικά έργα τέχνης φτιαγμένα από τεχνίτες που φημίζονται για το ταλέντο τους στην ξυλογλυπτική και στη ναΐφ ζωγραφική. Το εσωτερικό των σπιτιών, που μοιάζουν να έχουν βγει από παραμύθι, προσφέρουν μια πανδαισία χρωμάτων, με πλήθος χειροποίητων αντικειμένων, φτιαγμένων με μοναδικό μεράκι. Εντυπωσιακές είναι και οι ξύλινες εκκλησίες με τα πανύψηλα καμπαναριά. Γενικά ο τόπος διατηρεί παμπάλαια έθιμα, με ολοφάνερες παγανιστικές καταβολές.
Εδώ λοιπόν βρίσκεται ένα από τα πιο ιδιαίτερα και παράξενα κοιμητήρια του κόσμου, σήμερα προστατευόμενο από την UNESCO ως μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, το «χαρούμενο κοιμητήριο». Εκατοντάδες ξύλινοι τάφοι, ζωγραφισμένοι με χαρωπά ζωηρά χρώματα και αστεία ή σκωπτικά επιγράμματα, δημιουργούν ως εικόνα μια αίσθηση χαράς και απελευθέρωσης, μακριά από τη μελαγχολία και τη θλίψη του πένθους και της απώλειας. Ο Ioan Stan Patrasσχεδίασε και κατασκεύασε τον πρώτο «χαρούμενο» τάφο του το 1908 σε ηλικία 14 ετών. Το 1935 πρόσθεσε ποιητικά επιγράμματα, γραμμένα στο τοπικό ρουμανικό ιδίωμα. Έκτοτε και μέχρι το θάνατό του, το 1977, κατασκεύασε περισσότερους από 800 τάφους, εκφράζοντας πάντα την ίδια αντίληψη, της χαράς και της περιφρόνησης του θανάτου. Την παράδοση που δημιούργησε τη συνέχισε ο μαθητής του Dimitru Pop.
Πάνω σε όλους τους τάφους υπάρχει ζωγραφισμένη μια εικόνα που αναφέρεται είτε στο επάγγελμα του θανόντος (π.χ. νοικοκυρά, βοσκός, ξυλουργός…) είτε στον τρόπο με τον οποίο έχασε τη ζωή του ο θανών (π.χ. κάποιον τον χτύπησε αυτοκίνητο, ένας στρατιώτης αποκεφαλίστηκε…). Υπάρχουν όμως κι εκείνοι οι τάφοι στους οποίους ο καλλιτέχνης με αδιάκριτο βλέμμα και μακριά από το πνεύμα τού «de mortuis aut bene autnihil», αποδίδει, τόσο εικονιστικά όσο και στιχουργικά, τα ελαττώματα του νεκρού (αν κάποιος το «έτσουζε», παρουσιάζεται να πίνει, αν ήταν γυναικάς, παρουσιάζεται με μία γυναίκα).
Π.χ. Σε ένα τάφο διαβάζουμε: «Ο Teadoru Ioanniiαγαπούσε τα άλογα. Υπάρχει και κάτι άλλο που του άρεσε, να κάθεται στο μπαρ, δίπλα σε μια ξένη γυναίκα.»
Στο ταφικό μνημείο του Τζον πάλι, βλέπουμε ένα μαύρο σκελετό να αρπάζει τον μεθυσμένο Τζον, ενώ αυτός κρατά ένα μπουκάλι πάνω στο οποίο γράφει «πραγματικό φαρμάκι».
Σε άλλο τάφο γράφει: «Σ’ αυτόν εδώ τον τάφο κείτεται η πεθερά μου. Τρεις μέρες να ζούσε ακόμη, εγώ θα κειτόμουν εδώ κι εκείνη θα διάβαζε αυτό. Εσείς που περνάτε από εδώ μη προσπαθήσετε να την ξυπνήσετε…»
Θαυμάσιος τρόπος, έξυπνος και τρυφερός, να κοροϊδέψεις όχι τον νεκρό αλλά τον ίδιο τον θάνατο, να τον ειρωνευτείς, να τον περιγελάσεις, να του βγάλεις τη γλώσσα. Η όλη διαδικασία θυμίζει εκείνο το παλιό παιχνίδι που έπαιζαν τα κορίτσια χωρισμένα σε δύο ομάδες. Η κάθε ομάδα διεκδικούσε να «αρπάξει» ένα κορίτσι από την αντίπαλη ομάδα. Όταν το κατάφερνε, με υποσχέσεις, κοπλιμέντα, γλυκόλογα, όλη η ομάδα τραγουδούσε περιπαικτικά «σας πήραμε, σας πήραμε μια όμορφη κοπέλα». Και η άλλη ομάδα, η χαμένη, απαντούσε «μας πήρατε, μας πήρατε μια τρύπια κατσαρόλα» (δεν γράφουμε εδώ την πιο συνηθισμένη απάντηση, γιατί σήμερα πια και τα παιχνίδια έχασαν την αθωότητά τους, και αυτό που πραγματικά λεγόταν, σήμερα θα θεωρούνταν φουλ ρατσιστικό) υποτιμώντας μ’ αυτό τον τρόπο τόσο το μέγεθος της απώλειας όσο και τη σημασία της επιτυχίας του άλλου.
Στην ομορφιά του κοιμητηρίου μεγάλη είναι η συμβολή των χρωμάτων. Πολλά ζωηρά χρώματα προβάλλονται πάντα στο ίδιο φωτεινό μπλε χρώμα, το γνωστό ως «μπλε της Σαπάντζα» που θεωρείται αποτροπαϊκό. Αλλά και τα υπόλοιπα χρώματα έχουν το νόημά τους. Γιατί ο Stan Patras με τη ναΐφ ζωγραφική του δημιούργησε μέσα στο χρόνο ένα ολόκληρο σύστημα συμβόλων, που συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται και σήμερα. Π.χ. το πράσινο συμβολίζει τη ζωή, το κίτρινο την αναγέννηση, το κόκκινο το πάθος, το μαύρο τον θάνατο, το μπλε την ελπίδα, την ελευθερία. Φυσικά εκτός των χρωμάτων χρησιμοποιούνται πλήθος άλλων συμβόλων, όπως π.χ. τα πουλιά: τα λευκά περιστέρια συμβολίζουν την ελευθερία των ψυχών, τα μαύρα κοτσύφια συμβολίζουν τραγωδία, θάνατο.
Σήμερα, για όσους έχουν το κουράγιο να φτάσουν σε αυτό το απόμακρο σημείο της Ρουμανίας (583 χιλιόμετρα από το Βουκουρέστι), το «χαρούμενο κοιμητήριο» είναι επισκέψιμο με την πληρωμή ενός μικρού αντιτίμου.
Ε.Α.