Πώς γίνεται να κατακτά κανείς πολιτιστικά μία ολόκληρη ήπειρο με πολιορκητικό κριό ένα πιρούνι; Γνωρίζοντας σήμερα τη δύναμη της διαφήμισης και του μιμητισμού στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς μία βυζαντινή νύφη, η Μαρία Αργυροπούλου ή Αργυροπουλίνα, πέτυχε να διαδώσει τη χρήση του πιρουνιού στην «απολίτιστη» Δύση, έστω και με κάποια δυσκολία. Η Μαρία Αργυροπουλίνα, εγγονή του βυζαντινού αυτοκράτορα Ρωμανού Β’ και ανιψιά των αυτοκρατόρων Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου και Κωνσταντίνου Η΄, στο πλαίσιο της ανάπτυξης των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Βυζαντίου και Βενετίας, παντρεύτηκε τον Τζιοβάννι Ορσεόλο, μεγαλύτερο γιο του δόγη της Βενετίας, Πιέτρο Β΄ Ορσεόλο. Ο λαμπρός γάμος πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και η δυτική αντιπροσωπεία εντυπωσιάστηκε από τον πλούτο του γαμήλιου τραπεζιού, ιδιαίτερα από τη χρήση των άγνωστων σ’ αυτούς αντικειμένων, των χρυσών πιρουνιών. Η Μαρία μετέφερε μεγάλο μέρος της εντυπωσιακής προίκας της στη Βενετία και συνέχισε εκεί να χρησιμοποιεί στα τραπέζια το χρυσό της πιρούνι, προκαλώντας την περιέργεια αλλά και τον συντηρητισμό των ντόπιων και την επιθετική αντίδραση και καταδίκη εκ μέρους τους.
Μπορεί το πιρούνι να είχε διαγράψει ήδη μια μακρόχρονη ιστορική πορεία από την αρχαιότητα στην Ανατολή (Κίνα, Αίγυπτος, Περσία, Ελλάδα) αλλά τότε το πιρούνι χρησίμευε κυρίως στη μαγειρική και το σερβίρισμα και οπωσδήποτε δεν είχε αποκτήσει ακόμα τη μεταγενέστερη μορφή του. Ήταν απλώς ένα μυτερό μεταλλικό και αιχμηρό αντικείμενο που διευκόλυνε τη διαχείριση των κρεάτων.
Ευρύτερη έγινε η χρήση του πιρουνιού από τη ρωμαϊκή εποχή και κυρίως από τον 4ο μ. Χ. αι., στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Τώρα πια το πιρούνι είχε απόληξη με δύο ακίδες και χρησιμοποιούνταν κανονικά για τη διευκόλυνση του γεύματος σε ατομικό επίπεδο.
Τον 10ο αιώνα η Μαρία Αργυροπουλίνα έφερε τα πιρούνια στην Ιταλία, ενώ την ίδια εποχή μια άλλη Βυζαντινή νύφη, η Θεοφανώ Σκλήραινα, που επίσης για διπλωματικούς λόγους παντρεύτηκε το 972 τον Όθωνα Β΄ Ερυθρό, γιο του Όθωνα, δούκα της Σαξονίας και βασιλιά της Γερμανίας και της Ιταλίας, έφερε μαζί με τους άλλους θησαυρούς της στη Δύση τα χρυσά πιρούνια της. Και οι δύο βυζαντινές νύφες, εξαιτίας του εκλεπτυσμένου τρόπου ζωής και συμπεριφοράς τους, αντιμετωπίστηκαν από το συντηρητικό δυτικό περιβάλλον με δυσπιστία.
Οι περισσότεροι είδαν τη χρήση του πιρουνιού ως μια περιττή και εξεζητημένη συνήθεια. Ειδικά ο οπισθοδρομικός κλήρος θεώρησε τη χρήση του πιρουνιού ως ένδειξη αλαζονείας και προσπάθεια να αποφευχθεί η επαφή με την τροφή, που ήταν δώρο του Θεού, όπως και τα ανθρώπινα δάχτυλα, που δόθηκαν γι’ αυτή τη χρήση και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να τα αντικαταστήσει με μεταλλικά αντικείμενα. Όπως αποδοκιμαστικά αναφέρει ο θεολόγος και καρδινάλιος Πέτρος Δαμιανός (institutio monialis) εκφράζοντας τη συμπλεγματική νοοτροπία των δυτικών έναντι των ανατολικών: «… Δεν άγγιζε το φαγητό της με τα χέρια της αλλά πρόσταζε τους ευνούχους της να το κόβουν κομματάκια, τα οποία τσιμπούσε μ’ ένα χρυσό εργαλείο με δύο δόντια, για να τα βάλει στο στόμα της…» Η αντίδραση του κλήρου έγινε ακόμη πιο έντονη, όταν μεταξύ του 1006-1007, ολόκληρη η οικογένεια της Μαρίας, ο σύζυγός της, ο ανήλικος γιος της, Βασίλειος, και η ίδια πέθαναν από πανώλη. Κάποιοι κληρικοί έσπευσαν να θεωρήσουν τον θάνατό τους ως τιμωρία από τον θεό για τη χρήση του πιρουνιού, θεωρώντας το ως εργαλείο αντίθετο προς τις θεϊκές εντολές για την απλότητα και την ταπεινότητα! «… Η ματαιοδοξία αυτής της γυναίκας ήταν λοιπόν απεχθής στον Μεγαλοδύναμο, κι έτσι, αναπόφευκτα, Εκείνος την εκδικήθηκε.»
Ακόμα κι έναν αιώνα αργότερα, μετά την αποδοκιμασία της Μαρίας, ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ μίλησε εναντίον των ανθρώπων που έστηναν περίτεχνα τραπέζια όταν δειπνούσαν. Τους κατηγόρησε για ματαιοδοξία επειδή στόλιζαν τα τραπέζια τους με «στολισμένα τραπεζομάντηλα, μαχαίρια με λαβές από ελεφαντόδοντο, χρυσά δοχεία, ασημένιες πιατέλες, με φλιτζάνες και ποτήρια, μπολ και λεκάνες, με πιάτα και κουτάλια, με πιρούνια και αλατιέρα…», πράγματα που κατά τη γνώμη του δεν προωθούσαν την πορεία τους προς τον παράδεισο. Εκτός των άλλων η χρήση του πιρουνιού με τον καιρό θεωρήθηκε επίσης συνήθεια θηλυπρεπής: ένα μυθιστόρημα του 1605, αλληγορικό και ανώνυμο, που αναφερόταν σκωπτικά στην αυλή του Ερρίκου Γ΄, περιγράφει ένα φανταστικό πληθυσμό ερμαφρόδιτων νησιωτών, των οποίων η συμπεριφορά χαρακτηριζόταν από θεατρινισμό και υποκρισία. Φυσικά όλοι αυτοί έτρωγαν με πιρούνια! Επίσης υπάρχουν αναφορές πως οι Βρετανοί ναύτες μέχρι το 1897 δεν έτρωγαν με πιρούνι, γιατί το θεωρούσαν θηλυπρεπές. Ωστόσο το πιρούνι της Μαρίας Αργυροπουλίνας είχε ήδη αλώσει την Ιταλία και είχε εδραιώσει τη χρήση του μεταξύ των εμπόρων και των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, έχοντας αποκτήσει ήδη τρίτη ακίδα. Η εξάπλωσή του στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο ήταν ζήτημα χρόνου. Έτσι, όταν η Αικατερίνη των Μεδίκων το 1533 πήγε στη Γαλλία να παντρευτεί τον Ερρίκο Β΄, στα πολυτελή γεύματα που εισήγαγε στη γαλλική αυλή, απαιτούσε από τους καλεσμένους της, ως μέρος του savoir vivre, να φέρνουν μαζί τους μέσα σε ένα κουτί (καδένα) το πιρούνι και το κουτάλι τους.
Αν και στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική η χρήση του πιρουνιού υιοθετήθηκε με αργούς ρυθμούς, όχι νωρίτερα από τον 18ο αιώνα, εντέλει επικράτησε στην κουλτούρα του φαγητού της Δύσης και ακόμη και σήμερα, εκτός του πεδίου της απλής καθημερινής χρήσης του, το πιρούνι συνοδεύεται από αυστηρούς κανόνες savoir vivre που αφορούν το είδος, τη μορφή, την τοποθέτησή του στο τραπέζι, τον τρόπο χρήσης του από τους συνδαιτυμόνες κλπ.
Μήπως λοιπόν ο ρόλος των influencers δεν είναι και τόσο καινούριος, όπως πιστεύουμε;