«Πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει.» (Σοφοκλής, Αντιγόνη, στ. 332-333)
Όταν στις 20 Ιουλίου 1969 εκατομμύρια τηλεθεατών από όλο τον κόσμο με κομμένη ανάσα παρακολουθούσαν στις τηλεοράσεις τους τον αρχηγό της αποστολής του Apollo 11, Νηλ Άρμστρονγκ, να κάνει τα πρώτα βήματα στη Σελήνη, ως «ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο, ένα μεγάλο άλμα για την ανθρωπότητα» και οι ΗΠΑ φαίνονταν επιτέλους να αποκτούν το προβάδισμα έναντι της ΕΣΣΔ στον ανταγωνισμό για την κατάκτηση του διαστήματος, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί σε ποιους πραγματικά οφειλόταν το επίτευγμα αυτό, που ούτως ή άλλως εμφανιζόταν σαν συλλογική προσπάθεια. Γιατί και τότε και πάντα το θαύμα της πραγματοποίησης αυτού του εγχειρήματος παραμένει πιο ισχυρό από την «αλήθεια» που η ΝΑSA, ο αμερικανικός στρατός και οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ απέκρυψαν συστηματικά. Άλλωστε, πρωτοπόροι επιστήμονες, που συνέδεσαν το όνομά τους με τα μεγάλα επιτεύγματα των ΗΠΑ στο διάστημα, εμφανίζονταν ως ευυπόληπτοι Αμερικανοί πολίτες που το κράτος τους τιμούσε με ποικίλους τρόπους. Όπως ο Werner von Braun,[1] πατέρας της αεροναυπηγικής και επικεφαλής αρχιτέκτονας του οχήματος εκτόξευσης Saturn V, που έφερε τον άνθρωπο στη Σελήνη, ο οποίος έλαβε το διακεκριμένο μετάλλιο υπηρεσιών της NASA, καθώς και το βραβείο αστροναυτικής Goddard Astronautics Award, το υψηλότερο στον τομέα της αστροναυτικής στις ΗΠΑ, ενώ και σε ένα σεληνιακό κρατήρα δόθηκε το όνομά του. Ή όπως ο Dr. Hubertus Strughold,[2] πατέρας της διαστημικής ιατρικής, στο όνομα του οποίου, για τον κεντρικό του ρόλο στην ανάπτυξη καινοτομιών, όπως το διαστημικό κοστούμι και τα συστήματα υποστήριξης της διαστημικής ζωής, θεσπίστηκε βραβείο Strughold, το πιο διάσημο βραβείο των ΗΠΑ για τη διαστημική ιατρική, και απονεμόταν για 50 χρόνια, από το 1963 έως το 2013.
Τίποτε από αυτά βέβαια δεν θα ήταν αξιοπερίεργο, αν τόσο ο von Braun και ο Strughold όσο και ο κύκλος των στενών συνεργατών τους, καθώς και εκατοντάδες άλλων επιστημόνων που δραστηριοποιούνταν για τους στρατιωτικούς σκοπούς των ΗΠΑ δεν είχαν υπάρξει πρώην μέλη ή και πρώην ηγέτες του ναζιστικού κόμματος της Γερμανίας και δεν συνδέονταν με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, για τα οποία θα έπρεπε μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου να δικάζονται στη Νυρεμβέργη. Πώς στρατολογήθηκε όμως και πώς βρέθηκε όλο αυτό το ναζιστικό δυναμικό να εργάζεται για τα συμφέροντα των ΗΠΑ;
Επιχείρηση «Συνδετήρας» (Operation «Paperclip»)
Πάγια πολεμική τακτική είναι η λαφυραγωγία της ηττημένης χώρας, της κατακτημένης γης. Έτσι, μετά την κατάληψη και συνθηκολόγηση της Γερμανίας στις 8 Μαΐου 1945, οι Σύμμαχοι επιδόθηκαν σ΄ έναν σκληρό ανταγωνισμό για το ποιος θα «αρπάξει» τα περισσότερα και θα επωφεληθεί από αυτά. Στην περίπτωση αυτή τα «λάφυρα» ήταν κυρίως τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα της ναζιστικής Γερμανίας και φυσικά τα «μυαλά» των ανθρώπων που ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτά: πυρηνικοί αντιδραστήρες, αεροσκάφη Στελθ, πύραυλοι V-2, πυραυλοκινητήρες, συστήματα τηλεκατεύθυνσης, συνθετικά καύσιμα, κινητήρες jet, αποτελέσματα βιοϊατρικών πειραμάτων και ερευνών (που πραγματοποιήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης σε αιχμαλώτους και έγκλειστες μειονότητες). Ιδιαίτερα σκληρός ήταν ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Έχει υποστηριχθεί πως η λαφυραγωγία των ναζιστικών σχεδίων, τεχνολογικών και επιστημονικών, πυροδότησε την εξοπλιστική κούρσα του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο φαίνεται ότι αρχικά οι ΗΠΑ περισσότερο ανησυχούσαν μήπως η ναζιστική «γνώση» περάσει στα χέρια φιλογερμανικών χωρών, όπως η Ισπανία, η Αίγυπτος, η Αργεντινή, παρά για την ΕΣΣΔ.
Έτσι, όταν ο ταγματάρχης του αμερικανικού στρατού Robert B. Stauer, αρχηγός του τμήματος Έρευνας και Πληροφοριών του Σώματος Υλικού Πολέμου των ΗΠΑ, άρχισε την αναζήτηση Γερμανών επιστημόνων, η αρχική του πρόθεση ήταν απλώς να τους ανακρίνει, για συγκέντρωση πληροφοριών. Αυτά που έμαθε ωστόσο οδήγησαν σε αλλαγή πλεύσης της επιχείρησης. Θεωρήθηκε επιτακτικά αναγκαίο να αναζητηθούν, να εντοπισθούν και να συγκεντρωθούν άτομα με υψηλό επιστημονικό προφίλ, αρχικά στη Σαξονία και Θουριγγία, που μέχρι την 1η Ιουλίου 1945 θα γίνονταν μέρος της ζώνης κατοχής της Σοβιετικής Ένωσης, αφού σε καμία περίπτωση δεν ήθελαν να δοθεί προβάδισμα στην ΕΣΣΔ. Γι’ αυτό ο αμερικανικός στρατός προχώρησε σε μία επείγουσα «επιχείρηση εκκένωσης» επιστημονικού προσωπικού από τις περιοχές αυτές.
Ποιο ήταν όμως το υπόβαθρο για τον σχηματισμό ενός ισχυρού τεχνολογικού και επιστημονικού πυρήνα στη Βόρεια Γερμανία; Στην αρχή του 1943 η γερμανική κυβέρνηση μετά από τις μεγάλες αποτυχίες της στην προσπάθεια κατάκτησης της Ρωσίας (επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, εκστρατεία προς τον Καύκασο), επιδιώκοντας την ενίσχυση της γερμανικής άμυνας για έναν παρατεταμένο πόλεμο με την ΕΣΣΔ, ανακάλεσε από τις μάχες μεγάλο αριθμό επιστημόνων, μηχανικών και τεχνικών, τους οποίους εγκατέστησε στο Peenemünde στη βορειοανατολική παράκτια Γερμανία. Προηγήθηκε μια ενδελεχής έρευνα για όσους από αυτούς θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι, με βάση πάντα την εξακρίβωση της πολιτικής και ιδεολογικής τους αξιοπιστίας. Ο επικεφαλής του Αμυντικού Ερευνητικού Συλλόγου, μηχανικός Werner Osenberg, κατόπιν οδηγιών, συνέταξε τη Λίστα Osenberg με τα ονόματα των προκριθέντων. Με βάση τη λίστα αυτή, που τυχαία βρέθηκε παραπεταμένη και ελλιπής σε μία τουαλέτα του Πανεπιστημίου της Βόννης, καταρτίστηκε από τον R. B. Stauer ο κατάλογος των Γερμανών επιστημόνων που θα χρησιμοποιούσαν οι ΗΠΑ. Επικεφαλής του καταλόγου ο Werner von Braun, κορυφαίος επιστήμονας πυραύλων της Γερμανίας.
Wernher von Braun and Kurt Debus, Director of the Kennedy Space Center, attending the Saturn 500F rollout from the Vehicle Assembly Building (VAB), 1966
Στις 22 Μαΐου του 1945 ο Stauer έστειλε τηλεγράφημα στον συνταγματάρχη Joel Holmes, στο αρχηγείο του Πενταγώνου στις ΗΠΑ, προτείνοντας την αποστολή Γερμανών επιστημόνων και των οικογενειών τους στις ΗΠΑ, ως το πιο σημαντικό για τον «πόλεμο του Ειρηνικού». Ήδη ξεκινούσε ο σχεδιασμός και η εφαρμογή της Επιχείρησης «Συνδετήρας». Βέβαια ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τρούμαν, πριν δώσει την επίσημη έγκρισή του για την επιχείρηση, για δεκαέξι μήνες έμενε αναποφάσιστος. Πολύ αργότερα, το 1963, ο Τρούμαν θυμήθηκε ότι δεν ήταν καθόλου απρόθυμος να εγκρίνει την επιχείρηση και ότι λόγω των σχέσεων με τη Ρωσία «αυτό έπρεπε να γίνει και έγινε».
Επρόκειτο λοιπόν για μία μεγάλη επιχείρηση (Operation «Paperclip») που τέθηκε σε εφαρμογή ως μυστικό πρόγραμμα της Διακλαδικής Υπηρεσίας Αναζήτησης Πληροφοριών (Joint Intelligence Objectives Agency, JIOA) και διεξήχθη από ειδικούς πράκτορες της αντικατασκοπείας των ΗΠΑ. Με την επιχείρηση αυτή περισσότεροι από 1600 επιστήμονες, μηχανικοί και τεχνικοί, όπως ο W. Von Braun και η ομάδα των πυραύλων V-2, καθώς και 3.700 μέλη των οικογενειών τους μεταφέρθηκαν από τη Γερμανία στις ΗΠΑ, για απασχόληση από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, κυρίως μεταξύ 1945-1959. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν εργαστεί στο Γερμανικό Κέντρο Ερευνών του Στρατού στο Peenemünde της Βαλτικής, αναπτύσσοντας τον πύραυλο V-2.
Πρώιμο στάδιο της Επιχείρησης «Συνδετήρας» αποτέλεσε το πρόγραμμα «Ημίφως». Έτσι είχαν ονομάσει οι ίδιοi οι Γερμανοί επιστήμονες τον χώρο συγκέντρωσης και παραμονής τους στο Λάντσχουτ της Βαυαρίας. Το πρόγραμμα αυτό απέβλεπε στη συντόμευση του Ιαπωνικού πολέμου και στην εν γένει στρατιωτική έρευνα. Το πρόγραμμα μετονομάστηκε τον Νοέμβριο του 1945 σε Επιχείρηση «Συνδετήρας» από τους αξιωματικούς Υλικού Πολέμου, οι οποίοι επισύναπταν έναν συνδετήρα στους φακέλους εκείνων των επιστημόνων που κρίνονταν χρήσιμοι για τις ΗΠΑ. Πολύ γρήγορα οι σκοποί της επιχείρησης προσανατολίστηκαν στο πλεονέκτημα των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο και στον ανταγωνισμό για την επικράτηση στο διάστημα.
Έτσι, όλο αυτό το πλήθος των Γερμανών Ναζί, που βαρύνονταν με συγκεκριμένα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, αναβαπτισμένοι στην κολυμβήθρα των νέων ψυχροπολεμικών αναγκαιοτήτων και σκοπιμοτήτων, παραδόθηκαν αναμάρτητοι στην υπηρεσία της επιστήμης, βρίσκοντας αρχικά θέση σε μυστικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις των ΗΠΑ στο Τέξας, ως ειδικοί σύμβουλοι του «Υπουργείου Πολέμου», ενώ αργότερα υπηρέτησαν τον ανώτατο κρατικό μηχανισμό.
Η εφημερίδα The New York Times σε πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ στο φύλλο της 27ης Οκτωβρίου 2014 αποκάλυψε, έπειτα από έρευνα σε πρόσφατα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA και του FBI, ότι αυτή «η ευρεία χρησιμοποίηση των Ναζί επιστημόνων έλαβε διαστάσεις κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και υποστηριζόταν από τους δύο τιτάνες των μυστικών υπηρεσιών της δεκαετίας του 1950, τον αρχηγό του FBI Χούβερ και τον διευθυντή της CIA Άλεν Ντάλες. «Έτσι ακόμη κι αν κάποιος αποκάλυπτε την ύπαρξη ενός Γερμανού εγκληματία πολέμου στο έδαφος των ΗΠΑ και ζητούσε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης τη σύλληψή του, τότε παρενέβαινε κάποια μυστική υπηρεσία και διέκοπτε κάθε περαιτέρω ενέργεια.
Η Επιχείρηση «Συνδετήρας» αποτελεί ένα εύγλωττο παράδειγμα για την κατανόηση του ότι στην πολιτική και στην επιστήμη πολλά δεν είναι όπως φαίνονται και ότι πολλές από τις πρακτικές τους είναι ασύμβατες με την έννοια της ηθικής. Αρκεί να έχουμε υπόψη μας την κυνική απάντηση που έδωσε στους δικαστές του στη Νυρεμβέργη ο Carl Brandt, προσωπικός γιατρός του Χίτλερ, όταν τον ρώτησαν σχετικά με τη σημασία των πειραμάτων: «Δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστικό αποτέλεσμα σε ένα πείραμα χωρίς να πληρωθεί ένα συγκεκριμένο τίμημα σε ανθρώπινες ζωές».
Για λόγους δικαίου και ηθικής λοιπόν δεν πρέπει να ξεχνούμε τουλάχιστον, όταν θαυμάζουμε τα τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα που αφορούν την κατάκτηση του διαστήματος, ότι αυτά πατούν πάνω στη φρικτή εκμετάλλευση έως θανάτου χιλιάδων ανθρώπων.
[1] Werner von Braun: Ήταν υπεύθυνος του μυστικού ναζιστικού πυραυλικού προγράμματος κατασκευής των V-2 στο Peenemünde, ο πρώτος των οποίων έπληξε το Λονδίνο (Σεπτέμβριος 1944). Οι πύραυλοι αυτοί κατασκευάστηκαν με την καταναγκαστική εργασία χιλιάδων κρατουμένων από γειτονικά στρατόπεδα συγκέντρωσης κάτω από φριχτές συνθήκες, που έτρωγαν μόνο μία φέτα ψωμί με μαργαρίνη την ημέρα, δεχόμενοι ανηλεή βασανιστήρια έως θανάτου. Οι νεκροί του Peenemünde υπολογίζονται τουλάχιστον 20.000.
[2] Dr. Hubertus Strughold: Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ήταν επικεφαλής του Ινστιτούτου Αεροπορικής Ιατρικής της Λουφτβάφε, που ήταν γνωστό για τα περιβόητα «ιατρικά πειράματα» σε κρατούμενους του Νταχάου. Εννοείται ότι οι κρατούμενοι χρησιμοποιούνταν ως αναλώσιμα πειραματόζωα, που σπάνια επιβίωναν. Αν και ο προϊστάμενος και οι συνεργάτες του δικάστηκαν και καταδικάστηκαν στη Νυρεμβέργη, αυτός πρόλαβε να διαφύγει στις ΗΠΑ, όπου του δόθηκε η ευκαιρία για μια δεύτερη λαμπρή καριέρα.