Έχω μια ιδιαίτερη συμπάθεια στα παράθυρα. Και όσο περισσότερο μου λείπουν στην καθημερινότητά μου, αυτή η συμπάθεια φαίνεται να αποκτά σχεδόν εμμονικό χαρακτήρα. Κάπως πρέπει να ευθύνεται γι’ αυτό το ότι το διαμέρισμα που κατοικώ, όπως τα περισσότερα σύγχρονα διαμερίσματα των πόλεων, έχει μόνο μπαλκόνια και μπαλκονόπορτες, πράγμα που μου υποκινεί μια έντονη νοσταλγία για τα παράθυρα που υπήρξαν στη ζωή μου. Ανάμεσά τους συχνά επανέρχεται στα όνειρά μου, σχεδόν λυτρωτικά, το παράθυρο των εφηβικών μου χρόνων, πάντα όμως κατάκλειστο. Κάτι θα σημαίνει κι αυτό! Ενώ σε κάποιες άλλες στιγμές αναπόλησης σχεδόν νιώθω να με αγγίζει το θερμό καλοκαιρινό αεράκι που χαϊδεύεται στην κουρτίνα ενός άλλου παράθυρου, της πρώτης νιότης μου, φέρνοντας μαζί του γλυκύτατους μουσικούς ήχους από το θερινό κέντρο διασκέδασης της πόλης.
Φαντάζομαι πως όλοι οι παλιότεροι, που είχαμε την τύχη να κατοικήσουμε σε μονοκατοικίες, είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τη σημασία του να στέκεται κανείς στο παράθυρο, να αντικρύζει και να παρατηρεί τις εικόνες του δρόμου, να σκέφτεται, να φαντάζεται, να αισθάνεται, να ερμηνεύει… Τότε δεν υπήρχαν τηλεοράσεις να γεμίζουν το βλέμμα και το μυαλό με τις χυδαίες εικόνες μιας εν πολλοίς πλασματικής πραγματικότητας.
Μια κοπέλα που διαβάζει ένα γράμμα - Γιοχάννες Βερμέερ (1657)
Σήμερα καθώς κατηφορίζω από το Λυκαβηττό και το βλέμμα μου αποφεύγει τα σκονισμένα, αχρηστευμένα ως επί το πλείστον μπαλκόνια, με τα παλιά συσσωρευμένα αντικείμενα που τα μετέτρεψαν σε αποθηκευτικούς χώρους και τα ημιθανή φυτά στις γλάστρες, όπως είναι φυσικό αναζητώ τα λιγοστά παράθυρα των οικοδομών, με ευγνωμοσύνη σ’ εκείνους τους αρχιτέκτονες που τα σχεδίασαν και σε εκείνους τους ενοίκους που είχαν την πρόνοια να τραβήξουν την κουρτίνα και να μου δώσουν μια μικρή αποσπασματική εικόνα του σπιτιού τους. Δεν κοιτάζω από περιέργεια. Δεν κοιτάζω με διάθεση κουτσομπολιού. Δεν είναι σε καμία περίπτωση το βλέμμα μου, βλέμμα ηδονοβλεψία. Δεν έχω καμία εικόνα των ανθρώπων που τα κατοικούν και δεν με ενδιαφέρει να έχω. Άλλωστε συνήθως αυτά που βλέπω δεν είναι παρά κάποια φωτιστικά οροφής, κάποια κάδρα ή άλλα διακοσμητικά ψηλά στους τοίχους. Ίσως κάποιο φυτό εσωτερικού χώρου που «κλέβει» λίγο φως από το παράθυρο.
Μπορώ όμως στιγμιαία να παίξω ένα ευφάνταστο παιχνίδι πλάνης, ότι σ’ εκείνο τον μικρόκοσμο που το παράθυρο μού δείχνει, υπάρχει τάξη, ασφάλεια, ισορροπία, γαλήνη, ευτυχία κι εγώ με κάποιο τρόπο «κλέβω» κάτι από αυτά για να δομήσω τις δικές μου ισορροπίες.
Υπνοδωμάτιο στην Αρλ - Βίνσεντ Βαν Γκογκ
Αυτό το «παιχνίδι» είναι που με κάνει τώρα πια να εκτιμώ μια άλλη ιδιότητα, πολύ σημαντική, των παραθύρων. Της αντιστροφής των πραγμάτων. Το πώς υπό τη διπλή οπτική που υπηρετούν, μετατρέπουν το οικείο σε ανοίκειο και αντίστροφα. Το πώς εγώ που παρατηρώ ως «ανοίκειο» το «οικείο» του άλλου, γίνομαι την ίδια στιγμή το «ανοίκειο» αντικείμενο της παρατήρησής του μέσα από το παράθυρο.
Το πρώτο παράθυρο που μου έκανε εντύπωση, στο πεδίο της τέχνης, ήταν το παράθυρο στο «Υπνοδωμάτιο στην Αρλ» του Βίνσεντ Βαν Γκογκ (1853-1890). Απεικονίζει το δωμάτιο του ζωγράφου στην πλατεία Λαμαρτίνου 2 στην Αρλ. Το πραγματικό παράθυρο είχε θέα προς την πλατεία Λαμαρτίνου και τους δημόσιους κήπους της. Ωστόσο ο Βαν Γκογκ ακυρώνει τη λειτουργικότητά του «τυφλώνοντάς» το με ένα έντονο κίτρινο χρώμα. Καθιστά με τον τρόπο αυτό τον χώρο του δωματίου ακόμα πιο μικρό και περίκλειστο, τονίζοντας το αίσθημα της απόλυτης απομόνωσης μέσα στον οικείο χώρο. Μοντέρνος τότε και τώρα και πάντα ο Βαν Γκογκ δεν χρειαζόταν σχεδόν τίποτε άλλο εκτός από το χρώμα του για να μιλήσει για την ανθρώπινη κατάσταση που βίωνε…
Eleven a.m. - Eduard Hopper (1926)
Αργότερα ανακάλυψα τον Γιοχάνες Βερμέερ (1632-1675). Δύο αιώνες νωρίτερα από τον Βαν Γκογκ, είχε ακόμα την ανάγκη της εικονιστικής λεπτομέρειας. Οι πίνακές του μοιάζουν με φωτογραφίες καθημερινών στιγμιότυπων. Στα στιγμιότυπα αυτά κυρίαρχο ρόλο παίζει το παράθυρο. Ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχει, υπονοείται η παρουσία του (πάντοτε στα αριστερά της εικόνας, εξαιτίας ίσως της διαμόρφωσης του πραγματικού χώρου εργασίας του ζωγράφου). Στον Βερμέερ τα παράθυρα υπηρετούν την κύρια λειτουργία τους. Φωτίζουν τον χώρο και τα εικονιζόμενα πρόσωπα με ένα φως όμορφο, μαλακό, πλάγιο, που γλυκαίνει τη σκοτεινότητα του εσωτερικού χώρου. Δεν υπάρχει τίποτε περισσότερο συγκινητικό από τα γυναικεία πρόσωπα στους πίνακες του Βερμέερ που αποδίδονται διπλά φωτισμένα, από το παράθυρο και από κάποιο είδος εσωτερικής ήσυχης κατάφασης στη ζωή, παρά τα όσα δυσάρεστα συνήθως υπονοούνται (π.χ. η απουσία του αγαπημένου προσώπου σε μακρινό ταξίδι, καθώς ήταν η εποχή της άνθισης του θαλάσσιου εμπορίου της Ολλανδίας).
Έτσι είτε ζωγραφίζει «Μια κοπέλα που διαβάζει ένα γράμμα μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο» (1657) ή «Μια γυναίκα που γράφει γράμμα» (1665-66) ή «Μια κυρία που γράφει γράμμα με την υπηρέτριά της» (1670) είτε άλλα θέματα, όπως τη «Γαλατού» (1658), «Το ποτήρι του κρασιού» (1658-60), τη «Γυναίκα με δύο κυρίους» (1659), την «Τέχνη της ζωγραφικής» (1668), πρωταγωνιστής είναι πάντα το παράθυρο που φωτίζει τον χώρο, ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχει αλλά σαφώς υπονοείται η παρουσία του, π.χ. «Γυναίκα στα μπλε διαβάζει επιστολή» (1664).
Office in a small city - Eduard Hopper (1953)
Χρειάστηκε πολύς χρόνος να κυλήσει από τότε, πολλές αλλαγές να συμβούν στις ανθρώπινες κοινωνίες, κυρίως να αναπτυχθούν οι μεγάλες πόλεις με όλα τα επακόλουθα στις ζωές των ανθρώπων, με κυρίαρχη την αδιέξοδη μοναξιά, για να συλλάβει ένα ζωγράφος, ο Αμερικανός Έντουαρντ Χόππερ (1882-1967) ένα νέο συμβολισμό για το παράθυρο. Πρωταγωνιστής το παράθυρο στους περισσότερους πίνακες του Χόππερ, επιβάλλεται με το μέγεθός του στους εικονιζόμενους χώρους, δομημένους ως σκηνικά ερημίας. Ωστόσο δεν φαίνεται να προσφέρει καμία δυνατότητα διαφυγής στα εικονιζόμενα πρόσωπα που ακινητούν κάτω από το βάρος των συναισθημάτων τους σε μια ατμόσφαιρα απόλυτης μοναξιάς και παραίτησης.
Τα τελευταία χρόνια που οι κοινωνίες και λόγω Covid και λόγω οικονομικής δυσπραγίας βίωσαν έντονα τη μοναξιά και τον αποκλεισμό, το έργο του Χόππερ επανήλθε στο προσκήνιο, υπενθυμίζοντας τις απαρχές της αστικής μελαγχολίας και το επαναλαμβανόμενο των ανθρώπινων καταστάσεων.
Ποιες αλλαγές θα συμβούν στις ανθρώπινες κοινωνίες στα χρόνια που έρχονται; Τρομάζω και μόνο στην ιδέα των τεράστιων αλλαγών που καταφτάνουν με ταχύ βηματισμό.
Όμως δεν είναι ώρα για σκοτεινές σκέψεις. Σουρουπώνει. Είναι η ώρα που ανάβουν τα φώτα στους φανοστάτες του δήμου. Είναι η ώρα που αρχίζουν ν’ ανάβουν τα φώτα στα παράθυρα των σπιτιών. Είναι η ώρα για τις εσπερινές συνάξεις των οικογενειών γύρω από το τραπέζι της κουζίνας. Είναι η ώρα που εγκαθίσταται η θλίψη στις καρδιές των μοναχικών ανθρώπων. Είναι η ώρα να πάω ένα περίπατο, ν’ ακουμπήσω το κουρασμένο βλέμμα μου στα φωτισμένα παράθυρα και να γλυκάνει η ψυχή μου.