Ο Νιλ Τζόρνταν είναι ένας από τους πιο ξεχωριστούς και πολυδιάστατους σκηνοθέτες, σεναριογράφους και συγγραφείς της σύγχρονης εποχής, με μια καριέρα που εκτείνεται σε περισσότερα από 40 χρόνια. Γεννημένος στο Σλίγκο της Ιρλανδίας το 1950, ο Τζόρνταν κατάφερε να συνδυάσει με μοναδικό τρόπο το σκοτεινό, ποιητικό ύφος με την κοινωνική κριτική και τον πολιτικό στοχασμό, δημιουργώντας ένα corpus έργων που συχνά αγγίζει τα όρια του μύθου και του ονείρου.
Η βιογραφία και οι καλλιτεχνικές του αρχές
Ο Νιλ Τζόρνταν ξεκίνησε την καριέρα του ως συγγραφέας, κερδίζοντας το 1979 το βραβείο Guardian Fiction Prize για τη συλλογή διηγημάτων του "Night in Tunisia". Αυτή η λογοτεχνική του βάση αποτυπώνεται καθαρά στον κινηματογραφικό του κόσμο, ο οποίος χαρακτηρίζεται από πυκνό σενάριο, ψυχολογικό βάθος στους χαρακτήρες και μια λυρική, συχνά ατμοσφαιρική, οπτική.
Η στροφή του στον κινηματογράφο έγινε στις αρχές της δεκαετίας του '80. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, "Angel" (1982), έθεσε τις βάσεις για τα θεματικά μοτίβα που θα τον απασχολούσαν: την ταυτότητα, τη βία, την ενοχή και την πολιτική αναταραχή στην Ιρλανδία.
Το "Angel" είναι ένα σκοτεινό, ατμοσφαιρικό δράμα που διαδραματίζεται στη Βόρεια Ιρλανδία κατά την περίοδο των "Ταραχών" (The Troubles).
Η ταινία ακολουθεί τον Ντάνι (Danny), έναν σαξοφωνίστα σε ένα περιπλανώμενο μουσικό συγκρότημα, που παίζει σε απομακρυσμένα κέντρα διασκέδασης. Σε μια από τις εμφανίσεις του, γίνεται μάρτυρας μιας βίαιης επίθεσης από παραστρατιωτικούς: ένα μέλος του συγκροτήματος και μια κωφάλαλη κοπέλα σκοτώνονται μπροστά στα μάτια του.
Σοκαρισμένος από το γεγονός, ο Ντάνι εγκαταλείπει τη μουσική και αποφασίζει να πάρει τον νόμο στα χέρια του. Ξεκινά μια προσωπική, βουβή εκστρατεία εκδίκησης, κυνηγώντας τους δράστες σε όλη τη σκοτεινή και απειλητική ιρλανδική ύπαιθρο, με το σαξόφωνό του να έχει αντικατασταθεί από ένα όπλο.
Το "Angel" θέτει τις θεματικές βάσεις για το κατοπινό έργο του Τζόρνταν και θεωρείται ένα σημαντικό δείγμα του πρώιμου ιρλανδικού σινεμά.
1. Η εκδίκηση ως άσκοπη βία
Η ταινία δεν εξυμνεί την εκδίκηση, αλλά εξετάζει την κλιμάκωση της βίας σε ένα πολιτικά φορτισμένο περιβάλλον. Η εκστρατεία του Ντάνι είναι μοναχική και αυτοκαταστροφική. Κάθε πράξη βίας που διαπράττει, αντί να προσφέρει λύτρωση, τον βυθίζει όλο και περισσότερο στην ηθική αμφισημία και την αποξένωση.
2. Η αποδόμηση του ήρωα
Ο Ντάνι είναι ένας αντι-ήρωας. Η μουσική του, η τέχνη του αντικαθίσταται από τη βία. Αυτή η μετάβαση συμβολίζει την απώλεια της αθωότητας και την επικράτηση του πρωτόγονου ενστίκτου σε μια κοινωνία υπό πίεση. Ο Νιλ Τζόρνταν αρνείται να δώσει στον Ντάνι ξεκάθαρα κίνητρα ή μια ηθική πυξίδα, αφήνοντάς τον να περιπλανιέται σε έναν κόσμο όπου οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ καλού και κακού έχουν καταρρεύσει.
3. Η ατμόσφαιρα του νουάρ (Neo-Noir)
Ο Τζόρνταν χρησιμοποιεί την ιρλανδική ύπαιθρο ως ένα απειλητικό νουάρ σκηνικό. Η σκοτεινή, λασπωμένη, συχνά βροχερή αισθητική, σε συνδυασμό με την απουσία διαλόγου στις κρίσιμες σκηνές, ενισχύει το αίσθημα του πεπρωμένου και της απομόνωσης. Ο Ντάνι είναι ένας μοναχικός περιπλανώμενος, τυπικός νουάρ χαρακτήρας, παγιδευμένος σε μια ιστορία που τον ξεπερνά.
4. Το σαξόφωνο ως σύμβολο
Το σαξόφωνο λειτουργεί ως το βασικό σύμβολο της ταινίας. Είναι η φωνή του Ντάνι, η έκφραση της ψυχής του και το αντίδοτο στη βία. Όταν σταματά να παίζει και ξεκινά να σκοτώνει, η σιωπή που ακολουθεί (ιδίως μετά τον θάνατο της κωφάλαλης κοπέλας) τονίζει τη φρίκη και τη ματαιότητα των πράξεών του.
Συνοπτικά, το "Angel" είναι ένα προφητικό, σκληρό και ατμοσφαιρικό ντεμπούτο που θέτει τα θεμέλια για την καριέρα του Νιλ Τζόρνταν, εξερευνώντας τη διάβρωση της ανθρωπιάς από την πολιτική βία.

Angel 1982
Το έργο: ταινίες-ορόσημα και θεματικές εμμονές
Το έργο του Τζόρνταν είναι γεμάτο από ταινίες που έγιναν κλασικές και απέσπασαν διεθνή αναγνώριση, αλλά κυρίως που λατρεύτηκαν με θρησκευτικό πάθος. Το «Angel» ακολουθείται από το εμβληματικό «Company of wolves» του 1984. Η «Παρέα των Λύκων» (The Company of Wolves, 1984) σε σενάριο των Άντζελα Κάρτερ (Angela Carter) και Νιλ Τζόρνταν (βασισμένο στη συλλογή διηγημάτων "The Bloody Chamber" της Άντζελα Κάρτερ) ξεκινά στον σύγχρονο κόσμο, όπου η νεαρή Ρόζαλιν (Rosaleen) κοιμάται. Η πραγματική δράση μεταφέρεται, μέσω του ύπνου της, σε ένα σκοτεινό, ονειρικό και αλλόκοτο δάσος του 17ου αιώνα.

The company of wolves 1984
Η Ρόζαλιν, που ζει σε ένα απομακρυσμένο χωριό κοντά σε ένα δάσος γεμάτο λύκους, περνά τον καιρό της ακούγοντας τις ιστορίες της γιαγιάς της. Η γιαγιά, μια αυθεντία στα παραμύθια, της διηγείται διάφορες εκδοχές της Κοκκινοσκουφίτσας, τονίζοντας με έμφαση ότι ο λύκος είναι ο πιο γοητευτικός από όλους τους άντρες – και πως δεν πρέπει ποτέ να εμπιστεύεται έναν άνδρα του οποίου τα φρύδια συναντιούνται.
Καθώς η Ρόζαλιν ενηλικιώνεται, οι ιστορίες της γιαγιάς (που παρουσιάζονται ως αυτοτελείς μίνι-ιστορίες μέσα στην ταινία) γίνονται όλο και πιο σκοτεινές και προειδοποιητικές: η ιστορία ενός γαμπρού που μεταμορφώνεται σε λύκο τη νύχτα του γάμου του, η ιστορία μιας γυναίκας που ζει με έναν λυκάνθρωπο, τον οποίο προσπαθεί να προστατεύσει.
Όταν οι λύκοι σκοτώνουν την αδερφή της, η Ρόζαλιν ξεκινά μόνη της για το σπίτι της γιαγιάς της στο δάσος, φορώντας την κόκκινη κουκούλα. Στον δρόμο συναντά έναν όμορφο, αλλά ύποπτο, κυνηγό. Η συνάντηση αυτή κορυφώνεται με την κλασική σκηνή της Κοκκινοσκουφίτσας, όπου όμως η Ρόζαλιν αποδεικνύεται πιο έξυπνη και διεκδικητική από την ηρωίδα του παραμυθιού. Η ιστορία ολοκληρώνεται με τη συνειδητοποίηση της Ρόζαλιν για τη σεξουαλικότητα και τη φύση του κακού, οδηγώντας σε μια τελική, σουρεαλιστική κατάληξη πίσω στο σπίτι της στο σήμερα.
Το «The Company of Wolves» δεν είναι μια απλή διασκευή της Κοκκινοσκουφίτσας, αλλά μια ψυχοσεξουαλική, φεμινιστική και γοτθική αλληγορία. Η ταινία, όπως και το υλικό της Άντζελα Κάρτερ, αποδομεί τα παραδοσιακά παραμύθια. Η Κοκκινοσκουφίτσα (Ρόζαλιν) δεν είναι ένα παθητικό θύμα. Αντιθέτως, εκπαιδεύεται από τη γιαγιά της (και μέσω των ιστοριών) για τους κινδύνους της σεξουαλικής αφύπνισης και το ανδρικό αρπακτικό ένστικτο. Ο λύκος δεν είναι απλώς ένα τέρας, αλλά η μεταφορά για τον επικίνδυνο, ακατέργαστο και σεξουαλικά επιθετικό άντρα.
Ουσιαστικά, η ταινία είναι μια ονειρική απεικόνιση της ενηλικίωσης και της απώλειας της παιδικής αθωότητας. Το δάσος αντιπροσωπεύει το υποσυνείδητο και το άγνωστο, ενώ η Κοκκινοσκουφίτσα, η κουκούλα και ο Λύκος/Κυνηγός είναι σύμβολα:
- Η Κόκκινη Κουκούλα συχνά ερμηνεύεται ως σύμβολο της έμμηνου ρύσης και της εισόδου στην ενηλικίωση.
- Ο Λύκος/Λυκανθρωπία αντιπροσωπεύει την άγρια, πρωτόγονη, απειλητική αλλά και δελεαστική πλευρά της αρρενωπότητας και της σεξουαλικής επιθυμίας.
Ο Νιλ Τζόρνταν δημιουργεί ένα οπτικά πλούσιο, σχεδόν θεατρικό περιβάλλον. Το σκηνικό μοιάζει με γοτθικό όνειρο, με υπερβολικά χρώματα, σκιάσεις και ειδικά εφέ που τονίζουν τον μεταμορφωτικό χαρακτήρα της λυκανθρωπίας, χρησιμοποιώντας το αίμα και τη βία με έντονα στιλιζαρισμένο τρόπο.
Η κατάληξη, όπου η Ρόζαλιν δεν νικιέται, αλλά αγκαλιάζει τη νέα της σεξουαλική γνώση και την άγρια πλευρά της (μέσω της ένωσης με τον Λύκο), αποτελεί την απόλυτη ανατροπή. Η τελευταία σκηνή, όπου οι λύκοι εισβάλλουν στο σπίτι της Ρόζαλιν στον σύγχρονο κόσμο, υποδηλώνει ότι η άγρια δύναμη και οι πρωτόγονες επιθυμίες δεν είναι απλώς παραμύθια, αλλά μέρη της ανθρώπινης φύσης που ξεπηδούν από το υποσυνείδητο.
Mona Lisa 1986
Διεθνής αναγνώριση
Η «Mona Lisa» (1986) με τον Μπομπ Χόσκινς, μια ταινία νουάρ, καθιέρωσε τον Τζόρνταν στο διεθνές κοινό. Η ταινία ακολουθεί τον Τζορτζ (George), έναν μικροαπατεώνα από το Λονδίνο που μόλις αποφυλακίστηκε μετά από μακρά θητεία για ένα έγκλημα που διέπραξε για το πρώην αφεντικό του, έναν αδίστακτο γκάνγκστερ ονόματι Μόρτγουελ (Mortwell). Ο Τζορτζ, προσπαθώντας να ξαναφτιάξει τη ζωή του, αναλαμβάνει μια δουλειά ως οδηγός και σωματοφύλακας για την Σιμόν (Simone), μια κομψή, μυστηριώδη και ψυχρή call girl πολυτελείας. Αν και προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς κόσμους (ο Τζορτζ από την εργατική τάξη, η Σιμόν από τον πολυτελή κόσμο της νύχτας), αναπτύσσεται μια απρόσμενη και βαθιά σύνδεση μεταξύ τους. Η Σιμόν αναθέτει στον Τζορτζ μια μυστική αποστολή: να βρει την Κάθι, μια νεαρή κοπέλα και πρώην συνάδελφό της, η οποία έχει χαθεί στους σκοτεινούς δρόμους του Σόχο. Κατά τη διάρκεια αυτής της επικίνδυνης αναζήτησης, ο Τζορτζ ανακαλύπτει τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής της Σιμόν και τον πραγματικό κίνδυνο που κρύβεται πίσω από την κομψή της εμφάνιση.
Η «Μόνα Λίζα» είναι ένα αριστοτεχνικό παράδειγμα βρετανικού neo-noir, συνδυάζοντας το εγκληματικό δράμα με μια συγκινητική ιστορία για την ανεκπλήρωτη αγάπη και την ηθική λύτρωση. Η ταινία δανείζεται στοιχεία από το κλασικό νουάρ (σκοτεινά, βροχερά τοπία, μοιραία γυναίκα, διεφθαρμένος κόσμος του εγκλήματος), αλλά τα διοχετεύει σε μια ασυνήθιστη, πλατωνική ρομαντική σχέση. Ο Τζορτζ ερωτεύεται τη Σιμόν, βλέποντας σε εκείνη τη "Μόνα Λίζα" που προσπαθεί να προστατεύσει. Ωστόσο, η Σιμόν χρησιμοποιεί αυτή την αφοσίωση για τους δικούς της, προσωπικούς, σκοπούς. Ο Τζόρνταν εξερευνά τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ιδεατής αγάπης (της εικόνας που ο Τζορτζ έχει για τη Σιμόν) και της σκληρής πραγματικότητας του ποια πραγματικά είναι. Ο Νιλ Τζόρνταν χτίζει την ένταση πάνω στην ταξική διαφορά και τη γεωγραφία του Λονδίνου. Ο Τζορτζ ανήκει στο παραδοσιακό, βρώμικο, εγκληματικό Λονδίνο της εργατικής τάξης. Η Σιμόν αντιπροσωπεύει το λαμπερό, ψυχρό, πλούσιο Λονδίνο, αλλά και τη στυγνή εκμετάλλευση που κρύβεται πίσω από αυτό. Η συνύπαρξή τους αναδεικνύει την υποκρισία και τη βίαιη ιεραρχία της σύγχρονης βρετανικής κοινωνίας. Ο Μπομπ Χόσκινς δίνει μια αξέχαστη, υποψήφια για Όσκαρ, ερμηνεία. Ο Τζορτζ είναι ταυτόχρονα σκληρός και τρυφερός, ένας άνθρωπος που μπορεί να είναι βίαιος αλλά λαχταρά την ευγένεια. Η κινηματογραφική του χημεία με την Κάθι Τάισον είναι το συναισθηματικό κέντρο του φιλμ. Το κεντρικό, και πιο σκοτεινό, θέμα είναι η εκμετάλλευση των γυναικών. Η αναζήτηση της Κάθι αποκαλύπτει έναν κόσμο παιδικής πορνείας και βίας, αναγκάζοντας τον Τζορτζ να αντιμετωπίσει τη φρίκη που κρύβεται κάτω από το γκλάμουρ της "ζωής της νύχτας". Η τελική ανατροπή σχετικά με τον πραγματικό λόγο της Σιμόν για την αναζήτηση της Κάθι, ενισχύει το θέμα της αδελφικής αλληλεγγύης και της αυτοδιάθεσης ενάντια στην πατριαρχική βία. Με λίγα λόγια, η «Μόνα Λίζα» είναι ένα δυνατό, ατμοσφαιρικό δράμα που χρησιμοποιεί τον μανδύα του νουάρ για να μιλήσει για την κοινωνική αδικία, τον πόνο της αποξένωσης και την ελπίδα για λύτρωση.

The crying game 1992
Το «The Crying Game» (1992) γίνεται το μεγάλο break του Νιλ Τζόρνταν και μία από τις πιο αναγνωρίσιμες ταινίες του. Ένα πολιτικό θρίλερ με μια απροσδόκητη ερωτική ανατροπή, που του χάρισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου και έξι υποψηφιότητες συνολικά, συμπεριλαμβανομένης της Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας. «Το Παιχνίδι των Λυγμών» με πρωταγωνιστές τους Στίβεν Ρία (Stephen Rea), Τζέι Ντέιβιντσον (Jaye Davidson), Φόρεστ Γουίτακερ (Forest Whitaker), Μιράντα Ρίτσαρντσον (Miranda Richardson) ξεκινάει με τον Φέργκους (Fergus), μέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), να συμμετέχει στην απαγωγή ενός μαύρου Βρετανού στρατιώτη, του Τζόντι (Jody), ως αντάλλαγμα για έναν φυλακισμένο σύντροφό τους. Κατά τη διάρκεια της ομηρίας, ο Φέργκους και ο Τζόντι αναπτύσσουν μια απροσδόκητη σχέση. Ο Τζόντι, γνωρίζοντας το αναπόφευκτο του τέλους του, ζητά από τον Φέργκους να βρει την ερωμένη του στο Λονδίνο, την Ντιλ (Dil), και να την προσέχει.
Μετά τον τραγικό θάνατο του Τζόντι, ο Φέργκους, στοιχειωμένος από την ενοχή, δραπετεύει στο Λονδίνο, υιοθετώντας νέα ταυτότητα. Εκεί, εντοπίζει την Ντιλ, μια αινιγματική και όμορφη τραγουδίστρια. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια βαθιά, ρομαντική σχέση, η οποία διακόπτεται βίαια από μια αποκαλυπτική ανατροπή στην ταυτότητα της Ντιλ. Ταυτόχρονα, το βίαιο παρελθόν του Φέργκους τον βρίσκει, αναγκάζοντάς τον να αντιμετωπίσει τόσο την προσωπική του ενοχή όσο και την πολιτική του πίστη.
Το «Παιχνίδι των Λυγμών» είναι ένα από τα πιο σημαντικά έργα του Νιλ Τζόρνταν. Είναι ένα πολυεπίπεδο αριστούργημα που συνδυάζει πολιτικό θρίλερ, ρομαντικό δράμα και νουάρ, ενώ έφερε στον Τζόρνταν το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου.
1. Ταυτότητα, μεταμόρφωση και απόκρυψη
Το κεντρικό θέμα της ταινίας είναι η ταυτότητα και η αποδοχή. Όλοι οι βασικοί χαρακτήρες κρύβονται ή μεταμφιέζονται:
* Φέργκους: Αλλάζει όνομα και εμφάνιση για να κρυφτεί από τον IRA και το παρελθόν του.
* Ντιλ: Κρύβει ένα κρίσιμο κομμάτι της βιολογικής της ταυτότητας.
* Οι Στρατιώτες του IRA: Πρέπει να κρύβουν την πραγματική τους ταυτότητα για πολιτικούς λόγους.
Η μεγάλη ανατροπή της ταινίας (ότι η Ντιλ είναι τρανς γυναίκα) δεν είναι απλώς ένα σοκ, αλλά ο καθρέφτης της ψυχολογικής μεταμόρφωσης του Φέργκους. Τον αναγκάζει να αντιμετωπίσει τις δικές του προκαταλήψεις και την πραγματική φύση της αγάπης, η οποία υπερβαίνει τα βιολογικά όρια.
2. Η πολιτική ως φόντο του προσωπικού δράματος
Η ταινία χρησιμοποιεί τον πολιτικό αγώνα της Ιρλανδίας ως πλαίσιο για να εξερευνήσει την ανθρώπινη σύνδεση. Ο Τζόντι και ο Φέργκους, αντίπαλοι, δένονται μέσω της συζήτησης και της ανθρωπιάς. Η πολιτική βία (IRA) λειτουργεί ως μοιραία δύναμη που εμποδίζει την αγάπη και τη λύτρωση, στοιχειώνοντας τον Φέργκους μέχρι το τέλος.
3. Η δύναμη της ενοχής και της λύτρωσης
Ο Φέργκους οδηγείται από την ενοχή για τον θάνατο του Τζόντι να αναζητήσει την Ντιλ. Η αγάπη που βρίσκει τελικά στην Ντιλ γίνεται το μονοπάτι για τη λύτρωσή του. Η τελική του πράξη, η θυσία του για να προστατεύσει την Ντιλ, ολοκληρώνει τον κύκλο της ενοχής, αλλά τον αφήνει σωματικά φυλακισμένο – όμως, ίσως, ηθικά ελεύθερο.
4. Το μοτίβο του παραμυθιού
Όπως και στο «The Company of Wolves», ο Τζόρνταν ενσωματώνει στοιχεία παραμυθιού. Ο Τζόντι αφηγείται τον μύθο του Σκορπιού και του Βάτραχου, μια ιστορία για τη φύση και το πεπρωμένο που δεν μπορεί να αλλάξει. Αυτό το παραμύθι λειτουργεί ως ένα δυσοίωνο προοίμιο για τη σχέση του Φέργκους με την Ντιλ και την αναπόφευκτη επανεμφάνιση της βίας.
Εν κατακλείδι, το «Παιχνίδι των Λυγμών» είναι ένα αριστοτεχνικό θρίλερ που χρησιμοποιεί το μυστήριο και το σοκ για να θέσει βαθιά ερωτήματα σχετικά με τη φύση της αγάπης, την ταυτότητα και τη δυνατότητα για ανθρωπιά μέσα στην πολιτική βία.

Interview with the vampire 1994
«Συνέντευξη με έναν Βρικόλακα» ("Interview with the Vampire", 1994): Η επιτυχημένη μεταφορά του μυθιστορήματος της Αν Ράις, με τους Μπραντ Πιτ και Τομ Κρουζ, απέδειξε την ικανότητά του να διαχειρίζεται μεγάλης κλίμακας χολιγουντιανές παραγωγές, διατηρώντας το προσωπικό του, μελαγχολικό ύφος.
Η ταινία ξεκινά στο σύγχρονο Σαν Φρανσίσκο, όπου ο βρικόλακας Λούις ντε Ποντ ντου Λακ (Louis de Pointe du Lac) διηγείται την ιστορία της αθάνατης ζωής του σε έναν δημοσιογράφο (Κρίστιαν Σλέιτερ).
Η αφήγηση μας μεταφέρει στη Νέα Ορλεάνη του 18ου αιώνα, όπου ο Λούις, ένας απαρηγόρητος ιδιοκτήτης φυτείας, μεταμορφώνεται σε βρικόλακα από τον σατανικά γοητευτικό Λεστάτ ντε Λιονκούρ (Lestat de Lioncourt).
Ο Λούις παλεύει να συμβιβαστεί με την αναγκαστική του αθανασία και την ανάγκη να σκοτώνει, καθώς ο Λεστάτ απολαμβάνει την κτηνώδη του φύση. Για να κρατήσει τον Λούις κοντά του, ο Λεστάτ μεταμορφώνει σε βρικόλακα την Κλόντια (Claudia), ένα μικρό κορίτσι που έχασε τη μητέρα του. Η τριάδα σχηματίζει μια σκοτεινή και δυσλειτουργική "οικογένεια" για δεκαετίες. Η Κλόντια, παγιδευμένη στο σώμα ενός παιδιού, αναπτύσσει μια βαθιά θλίψη και οργή που οδηγεί σε μια βίαιη εξέγερση εναντίον του Λεστάτ. Οι Λούις και Κλόντια ταξιδεύουν στην Ευρώπη, αναζητώντας απαντήσεις για την ύπαρξή τους και συναντώντας άλλους βρικόλακες, όπως τον μυστηριώδη Αρμάν (Armand) στο Παρίσι.
Η «Συνέντευξη με έναν Βρικόλακα» είναι μια επιτυχημένη μεταφορά που συνδυάζει τον γοτθικό τρόμο με ένα υπαρξιακό δράμα για τη μοναξιά, τη θλίψη και τη σεξουαλικότητα.
1. Υπαρξιακός βρικόλακας
Ο Νιλ Τζόρνταν εστιάζει στην εσωτερική σύγκρουση του Λούις. Ο βρικόλακας Λούις είναι ο πρωτοπόρος του μελαγχολικού, ευαίσθητου βρικόλακα. Αντιπροσωπεύει τη διαρκή θλίψη για την απώλεια της ανθρωπιάς και μάχεται με την ηθική της αθανασίας. Αντίθετα, ο Λεστάτ αντιπροσωπεύει την ηδονιστική, απερίσκεπτη αποδοχή του τέρατος. Αυτή η αντιπαράθεση αποτελεί τον πυρήνα της δραματικής έντασης.
2. Γοτθική αισθητική και ατμόσφαιρα
Η ταινία είναι ένα οπτικό αριστούργημα. Ο Τζόρνταν δημιουργεί μια πλούσια, σκοτεινή και αισθησιακή ατμόσφαιρα. Οι σκηνές στη Νέα Ορλεάνη, με την υγρασία και τα καντήλια, και οι σκηνές στο Παρίσι, με τα βικτωριανά θέατρα και τις κατακόμβες, δίνουν έναν λυρικό και νοσταλγικό τόνο στη φρίκη της ζωής των βρικολάκων. Η χρήση του αίματος και της βίας είναι στιλιζαρισμένη, τονίζοντας το μακάβριο ρομάντζο.
3. Η δυσλειτουργική «Οικογένεια»
Η σχέση των Λούις, Λεστάτ και Κλόντια είναι μια σκοτεινή εξερεύνηση της έννοιας της οικογένειας, του ελέγχου και της εξάρτησης. Η Κλόντια (Kirsten Dunst): Η ερμηνεία της Dunst είναι συγκλονιστική. Η Κλόντια είναι παγιδευμένη στην παιδική της μορφή, αλλά με την ψυχή και τις επιθυμίες μιας γυναίκας. Η οργή της για τον Λεστάτ, που της έκλεψε την ενηλικίωση, είναι μια τραγική αλληγορία για τον φόβο της στασιμότητας και την απώλεια του μέλλοντος.
Η σχέση μεταξύ Λούις και Λεστάτ, καθώς και οι σχέσεις όλων των βρικολάκων, είναι γεμάτες ένταση και υπονοούμενη σεξουαλικότητα (ομοερωτική και αμφισεξουαλική), χαρακτηριστικό των μυθιστορημάτων της Ράις. Ο Τζόρνταν το χειρίζεται με εκλεπτυσμένο τρόπο, εστιάζοντας στην έντονη συναισθηματική και σωματική εξάρτηση που υπάρχει μεταξύ τους, η οποία είναι πιο ισχυρή από οποιαδήποτε ανθρώπινη σχέση.
Συνοπτικά, το «Συνέντευξη με έναν Βρικόλακα» είναι κάτι περισσότερο από μια ταινία τρόμου. Είναι μια μεγαλοπρεπής, γοτθική μελέτη της αθανασίας, της θλίψης και της αμφίσημης φύσης της ανθρώπινης (ή μη ανθρώπινης) επιθυμίας.

Michael Collins 1996
«Μάικλ Κόλινς» ("Michael Collins", 1996): Ένα επικό βιογραφικό δράμα για τον Ιρλανδό επαναστάτη, κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας. Σε σκηνοθεσία και σενάριο του ίδιου και με πρωταγωνιστές τους Λίαμ Νίσον (Liam Neeson), Άινταν Κουίν (Aidan Quinn), Στίβεν Ρία (Stephen Rea), Άλαν Ρίκμαν (Alan Rickman), Τζούλια Ρόμπερτς (Julia Roberts). Η ταινία είναι μια επική, βιογραφική απεικόνιση της ζωής του Μάικλ Κόλινς, ενός από τους πιο σημαντικούς και αμφιλεγόμενους ηγέτες της Ιρλανδικής Επανάστασης.
Η ιστορία ξεκινάει με την αποτυχημένη Εξέγερση του Πάσχα το 1916. Ο Κόλινς αναδεικνύεται γρήγορα σε χαρισματικό και εξαιρετικά ικανό αρχηγό του κινήματος για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας. Χρησιμοποιώντας αντάρτικο τακτικό πόλεμο και ένα ευφυές δίκτυο κατασκόπων, ο Κόλινς γίνεται ο πλέον καταζητούμενος άνθρωπος από τους Βρετανούς.
Η ταινία καλύπτει την πιο δραματική περίοδο της ζωής του: τον Ιρλανδικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας και τη θυελλώδη σχέση του με τον Έαμον ντε Βαλέρα, τον πολιτικό του αντίπαλο και πρώην σύντροφό του. Η υπογραφή της Αγγλοϊρλανδικής Συνθήκης το 1921, η οποία οδήγησε στη διχοτόμηση της Ιρλανδίας, προκαλεί εμφύλιο πόλεμο. Ο Κόλινς καλείται να πολεμήσει τους ίδιους τους πρώην συντρόφους του. Η ταινία κορυφώνεται με τον τραγικό και μυστηριώδη θάνατο του Κόλινς το 1922.
Το «Μάικλ Κόλινς» είναι ένα μεγαλεπήβολο ιστορικό δράμα που κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας και απέσπασε υποψηφιότητες για Όσκαρ.
1. Το δίλημμα του επαναστάτη
Η ταινία εστιάζει στο κεντρικό, τραγικό δίλημμα του Κόλινς: το πέρασμα από τον αντάρτη στον πολιτικό. Ο Κόλινς πιστεύει ότι για να κερδηθεί η ελευθερία πρέπει πρώτα να γίνει αποτελεσματική η βία. Όταν αναγκάζεται να υπογράψει τη Συνθήκη, αναλαμβάνει τον ρόλο του ρεαλιστή που δέχεται ένα "σκαλοπάτι" προς την ελευθερία, παρά την αντίθεση του λαού και του Ντε Βαλέρα. Ο Τζόρνταν τον παρουσιάζει ως έναν τραγικό ήρωα που η ανάγκη να δει την Ιρλανδία ελεύθερη τον οδήγησε στον πόλεμο και τελικά στον θάνατο.
2. Η πολιτική ως προσωπική προδοσία
Η σχέση μεταξύ Κόλινς και Ντε Βαλέρα (Άλαν Ρίκμαν) είναι ο αφηγηματικός πυρήνας. Ο Τζόρνταν τονίζει τη φιλία που μετατρέπεται σε πολιτική διαφωνία και τέλος σε εμφύλια σύγκρουση. Η ταινία υπονοεί ότι ο Ντε Βαλέρα χρησιμοποιεί τον Κόλινς ως διαπραγματευτή για να αποφύγει την ευθύνη του διαχωρισμού, ενισχύοντας την αίσθηση της προδοσίας και του πολιτικού μαρτυρίου του Κόλινς.
3. Η δραματική επίδραση της βίας
Σε αντίθεση με άλλες ταινίες, ο Τζόρνταν δεν ωραιοποιεί τη βία. Δείχνει τον Κόλινς να οδηγεί τους άντρες του σε αιματηρές πράξεις (όπως η «Ματωμένη Κυριακή»), ενώ ταυτόχρονα τονίζει το ηθικό βάρος αυτών των αποφάσεων πάνω στον ίδιο. Ο Λίαμ Νίσον δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία, αποδίδοντας τον Κόλινς ως έναν άνδρα που είναι ταυτόχρονα ζωηρός, χαρισματικός και βαθιά στοιχειωμένος.
Συνοπτικά, το «Μάικλ Κόλινς» είναι ένα σαρωτικό δράμα που αποτυπώνει την ψυχή ενός επαναστάτη που έζησε και πέθανε για να φέρει την ελευθερία στην πατρίδα του, αλλά κατακλύστηκε από τις ίδιες τις δυνάμεις που εξαπέλυσε.
Σκοτεινές και ποιητικές αφηγήσεις

The butcher boy 1997
Πολλές από τις ταινίες του εξερευνούν τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ψυχής και τις υφές του μύθου:
- "The Butcher Boy" (1997): Μια σπαρακτική, σουρεαλιστική ιστορία ενηλικίωσης σε μια μικρή ιρλανδική πόλη. Σε σκηνοθεσία του Νιλ Τζόρνταν (Neil Jordan) και σενάριο Νιλ Τζόρνταν και Πάτρικ ΜακΚέιμπ (Patrick McCabe), βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημά του). Η ταινία διαδραματίζεται στη μικρή, καθολική πόλη Κλόνις της Ιρλανδίας στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και αφηγείται την ιστορία του Φράνσι Μπρέιντι (Francie Brady), ενός ονειροπαρμένου και παρορμητικού 12χρονου αγοριού. Ο Φράνσι, αθεράπευτα αισιόδοξος, προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον που καταρρέει: ο πατέρας του είναι ένας αλκοολικός και βίαιος αποτυχημένος και η μητέρα του υποφέρει από βαριά κατάθλιψη. Όταν η οικογένειά του συγκρούεται με την κυρία Νάτζεντ (Mrs. Nugent), μια σνομπ γειτόνισσα, ο Φράνσι ξεκινά έναν παιδικό, αλλά όλο και πιο σκοτεινό πόλεμο εναντίον της. Καθώς η ψυχική υγεία της μητέρας του επιδεινώνεται και τελικά αυτοκτονεί, ο Φράνσι βυθίζεται όλο και περισσότερο στη φαντασία και τη βία. Η αφήγηση παρουσιάζεται μέσα από το μπερδεμένο και στρεβλωμένο μυαλό του Φράνσι, με τον ίδιο να καταλήγει να διαπράττει μια αποτρόπαια πράξη που τον οδηγεί στο αναμορφωτήριο, κερδίζοντας τελικά τον τραγικό τίτλο του "Χασάπη". Το «Τhe butcher boy» είναι μια από τις πιο σκοτεινές, σουρεαλιστικές και δυνατές ταινίες του Νιλ Τζόρνταν. Λειτουργεί ως ένα ταυτόχρονα τραγικό και κωμικό ψυχογράφημα της παιδικής απώλειας σε μια ασφυκτική κοινωνία.
- Η φωνή του αποκλεισμού και της παραμόρφωσης.
Το κεντρικό στοιχείο της ταινίας είναι η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο από τον Φράνσι. Η φωνή του, άλλοτε αστεία και άλλοτε απειλητική, δίνει στον θεατή πρόσβαση στην παραμορφωμένη αντίληψη του παιδιού για τον κόσμο. Ο κόσμος του Φράνσι είναι γεμάτος από εξωγήινους, την Παναγία (την οποία βλέπει στο πρόσωπο της μητέρας του) και τον Τζο Κρίσμας, τον φανταστικό του ήρωα. Ο Τζόρνταν χρησιμοποιεί αυτή την εσωτερική φωνή για να δείξει πώς η αντιδραστική κοινωνία και η οικογενειακή δυσλειτουργία ωθούν ένα παιδί στην τρέλα.
- Η κριτική στην ιρλανδική κοινωνία του '60.
Η ταινία λειτουργεί ως μια καυστική κριτική της συντηρητικής, καθολικής Ιρλανδίας του 1960. Η κοινωνία, με τη θρησκευτική της υποκρισία (όπως εκφράζεται από την κυρία Νάτζεντ), δεν καταφέρνει να σώσει τον Φράνσι. Αντίθετα, τον καταδικάζει και τον αποκλείει, οδηγώντας τον στην απομόνωση. Η θρησκεία (Παναγία, ιερείς) και η πολιτική (ο φόβος του πυρηνικού πολέμου) παρεμβαίνουν στην παιδική του αθωότητα και τροφοδοτούν τις ψευδαισθήσεις του.
- Η τραγική μεταμόρφωση
Όπως και σε άλλες ταινίες του Τζόρνταν ("The Crying Game", "Interview with the Vampire"), η μεταμόρφωση είναι κομβική. Ο Φράνσι, αρχικά ένα ζωηρό, αλλά καλοσυνάτο παιδί, μεταμορφώνεται σε ένα βίαιο τέρας λόγω της απώλειας. Ο τίτλος του "Χασάπη" είναι η τραγική του μοίρα – η εκδήλωση της οργής και της τρέλας που κατέστρεψε την οικογένειά του και τον περίγυρό του.
Συνοπτικά, το «The butcher boy» είναι ένα σπαρακτικό, σουρεαλιστικό δράμα που καταδύεται στο μυαλό ενός παιδιού που αγωνίζεται να διατηρήσει την αθωότητά του απέναντι στην καταστροφή και την κοινωνική απόρριψη.

The end of the affair 1999
«Το Τέλος μιας Σχέσης» ("The End of the Affair", 1999): Μια αισθαντική και θρησκευτικά φορτισμένη διασκευή του μυθιστορήματος του Γκράχαμ Γκριν, με την Τζούλιαν Μουρ και τον Ρέιφ Φάινς. Η ταινία διαδραματίζεται στο Λονδίνο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και αφηγείται την παθιασμένη, μυστική σχέση μεταξύ του Μορίς Μπέντριξ (Maurice Bendrix), ενός μυθιστοριογράφου, και της Σάρα Μάιλς (Sarah Miles), συζύγου του ψυχρού δημοσίου υπαλλήλου, Χένρι Μάιλς.
Η σχέση διακόπτεται ξαφνικά και μυστηριωδώς το 1944. Έπειτα από μια βομβιστική επίθεση στην οποία ο Μορίς τραυματίζεται ελαφρά, η Σάρα τον εγκαταλείπει χωρίς καμία εξήγηση. Δύο χρόνια αργότερα, ο Μορίς, ακόμα στοιχειωμένος από την απώλεια, προσλαμβάνει έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ για να παρακολουθήσει τη Σάρα, υποψιαζόμενος ότι έχει βρει νέο εραστή.
Αυτό που ανακαλύπτει ο Μορίς, όμως, δεν είναι μια νέα σχέση, αλλά ένα βαθύ και απροσδόκητο θρησκευτικό μυστήριο. Η Σάρα είχε κάνει έναν όρκο στον Θεό κατά τη διάρκεια της βομβιστικής επίθεσης: αν ο Μορίς ζούσε, εκείνη θα τερμάτιζε τη σχέση τους για πάντα. Το "τέλος της σχέσης" δεν ήταν απόφαση της Σάρας, αλλά η εκπλήρωση μιας υπόσχεσης που άλλαξε ριζικά τη ζωή και την πίστη της.
Το «Το Τέλος μιας Σχέσης» είναι ένα βαθιά ρομαντικό και πνευματικό δράμα, πιστό στην υπαρξιακή αγωνία του μυθιστορήματος του Γκράχαμ Γκριν. Ο Τζόρνταν το χειρίζεται με λυρική, μελαγχολική ατμόσφαιρα.
1. Αγάπη, θρησκεία και εμμονή
Το κεντρικό θέμα είναι η σύγκρουση μεταξύ της επίγειας (αισθησιακής) αγάπης και της Θείας Αγάπης. Ο Μορίς αντιπροσωπεύει τον άθεο, την εμμονή και την ιδιοκτησία. Η Σάρα, η οποία ανακαλύπτει την πίστη εν μία νυκτί μέσα από έναν όρκο, αντιπροσωπεύει την υπέρβαση και τη θυσία.
Η σχέση τους δεν τελειώνει λόγω έλλειψης πάθους, αλλά επειδή η Σάρα πιστεύει ότι η αγάπη της για τον Μορίς είναι ένα εμπόδιο στην αγάπη της για τον Θεό. Ο Τζόρνταν απεικονίζει αυτή την πνευματική μεταμόρφωση όχι ως ένα κλισέ, αλλά ως μια αληθινή, επώδυνη, ανθρώπινη επιλογή.
2. Νουάρ ατμόσφαιρα και εσωτερικός κόσμος
Παρόλο που δεν είναι θρίλερ, η ταινία έχει έντονα νουάρ στοιχεία: ο ιδιωτικός ντετέκτιβ, η φωνή του Μορίς (που λειτουργεί ως αφήγηση), το σκοτεινό, βομβαρδισμένο Λονδίνο και το αίσθημα της μοιραίας γυναίκας (Femme Fatale) που στοιχειώνει τον πρωταγωνιστή.
Ο Τζόρνταν χρησιμοποιεί την ατμόσφαιρα για να τονίσει την εσωτερική ταραχή του Μορίς. Ο κόσμος είναι σκοτεινός και υγρός, αντικατοπτρίζοντας τον ζήλο και την απελπισία του. Η χρήση των flashbacks είναι κομβική, καθώς αποκαλύπτει τη ζωντάνια του παρελθόντος σε αντίθεση με τη γκρίζα πραγματικότητα του παρόντος.
3. Η τραγωδία της ανεξέλεγκτης πίστης
Η ταινία εξετάζει πώς η πίστη (είτε στον Θεό είτε στην αγάπη) μπορεί να γίνει μια καταστροφική δύναμη. Η Σάρα πιστεύει τόσο έντονα στον όρκο της που αρνείται την ευτυχία, πιστεύοντας ότι έτσι τιμά την υπόσχεσή της. Ο Μορίς, επίσης, έχει την «πίστη» του: την εμμονική του πεποίθηση ότι η Σάρα τον αγαπά και του ανήκει. Η τραγωδία έγκειται στο γεγονός ότι αποξενώνονται λόγω των διαφορετικών εκφάνσεων της αγάπης.
Εν κατακλείδι, «Το Τέλος μιας Σχέσης» είναι ένα λυρικό, συγκινητικό δράμα που εμβαθύνει στη λεπτή γραμμή μεταξύ της σεξουαλικής επιθυμίας, της πνευματικής αφοσίωσης και του τι σημαίνει να θυσιάζεις την αγάπη για μια ανώτερη, απροσδιόριστη δύναμη.

Ondine 2009
«Ondine» (2009): Ένα σύγχρονο παραμύθι για έναν ψαρά που ανακαλύπτει μια μυστηριώδη γυναίκα, μια «σέλκι» (μυθική ύπαρξη της ιρλανδικής παράδοσης). Με πρωταγωνιστές τους Κόλιν Φάρελ (Colin Farrell), Άλισια Μπάχλεντα (Alicja Bachleda), Άνι Ράιαν (Annie Ryan), η ταινία διαδραματίζεται σε μια απομακρυσμένη ψαράδικη κοινότητα στη νοτιοδυτική ακτή της Ιρλανδίας. Ο Σύρακιους (Syracuse), ένας αλκοολικός που αναρρώνει και εργάζεται ως ψαράς, βρίσκει μια μυστηριώδη νεαρή γυναίκα, την Οντίν (Ondine), στα δίχτυα του. Η Οντίν δεν αποκαλύπτει τίποτα για την ταυτότητά της, ζητώντας μόνο να κρυφτεί και να παραμείνει απαρατήρητη.
Η κόρη του Σύρακιους, η Άννι (Annie), η οποία είναι καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι και υποφέρει από νεφρική ανεπάρκεια, πιστεύει ότι η Οντίν είναι μια Σέλκι (Selkie) – μια μυθική ύπαρξη του ιρλανδικού φολκλόρ, μισή γυναίκα, μισή φώκια, που μπορεί να αλλάζει μορφές. Σύμφωνα με τον μύθο, αν ένας θνητός κρύψει τη "γούνα" της, η Σέλκι θα παραμείνει μαζί του. Καθώς η Οντίν τραγουδά, τα δίχτυα του Σύρακιους γεμίζουν με ψάρια και η ζωή του αρχίζει να βελτιώνεται μαγικά. Ωστόσο, η ευτυχία τους διακόπτεται από την εμφάνιση ενός σκοτεινού άνδρα από το παρελθόν της Οντίν, που απειλεί να καταστρέψει το παραμύθι.
Η «Ondine» είναι ένα γοητευτικό, μελαγχολικό έργο, όπου ο Νιλ Τζόρνταν επιστρέφει στις αγαπημένες του θεματικές του μύθου, του ρεαλισμού και της μεταμόρφωσης, μέσα από ένα σύγχρονο παραμύθι.
1. Το σύγχρονο παραμύθι και η δύναμη της πίστης
Η ταινία δουλεύει πάνω στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της πραγματικότητας και της φαντασίας. Η Οντίν είναι, στην πραγματικότητα, μια γυναίκα με ένα σκοτεινό παρελθόν που προσπαθεί να ξεφύγει. Ωστόσο, μέσα από τα μάτια της Άννι, του παιδιού που έχει ανάγκη να πιστέψει στη μαγεία, και του Σύρακιους, που έχει ανάγκη τη λύτρωση, η Οντίν πρέπει να είναι η Σέλκι.
Ο Τζόρνταν υποδηλώνει ότι ο μύθος και η πίστη είναι απαραίτητα για να επιβιώσουμε στην σκληρή πραγματικότητα. Η μαγεία δεν βρίσκεται στην ίδια την Οντίν, αλλά στην ικανότητα των χαρακτήρων να την πιστέψουν.
2. Η λύτρωση και η ενοχή
Ο Σύρακιους είναι ένας τυπικός ήρωας του Τζόρνταν: στοιχειωμένος από την ενοχή και τις αποτυχίες του παρελθόντος (αλκοολισμός, διαζύγιο). Η Οντίν έρχεται ως ένα δώρο λύτρωσης, ένα σύμβολο δεύτερης ευκαιρίας. Το θαύμα της Οντίν (τα γεμάτα δίχτυα, η βελτίωση της ζωής του) δεν είναι μόνο μαγικό, αλλά και ψυχολογικό: η παρουσία της δίνει στον Σύρακιους έναν λόγο να ζήσει και να γίνει καλύτερος άνθρωπος.
3. Η ατμόσφαιρα και το ιρλανδικό τοπίο
Το ιρλανδικό τοπίο είναι ένας από τους βασικούς "χαρακτήρες" της ταινίας. Η προσβασιμότητα και η ομορφιά της ακτής, με τη συνεχή βροχή και τις άγριες θάλασσες, ενισχύουν το αίσθημα του εξωπραγματικού και της απομόνωσης. Ο Τζόρνταν χρησιμοποιεί τη φύση για να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ του μύθου και της καθημερινότητας.
Συνοπτικά, το «Ondine» είναι μια τρυφερή, ατμοσφαιρική ιστορία που χρησιμοποιεί έναν αρχαίο ιρλανδικό μύθο για να μιλήσει για τη δύναμη της αγάπης, της πίστης και της αναγκαίας αναγέννησης στη ζωή ενός απλού ανθρώπου, έστω και αν εν τέλει ρομαντικοποιεί τον χαρακτήρα της Ondine.
Μην ξεχάσουμε:
- Το «Σε Όνειρα» (In Dreams, 1999) με πρωταγωνιστές τους Ανέτ Μπένινγκ (Annette Bening), Ρόμπερτ Ντάουνι Τζ. (Robert Downey Jr.), Στίβεν Ρία (Stephen Rea) είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ με έντονα υπερφυσικά και σουρεαλιστικά στοιχεία, το οποίο εξερευνά τη σύνδεση μεταξύ του ονείρου και του εγκλήματος.
Η Κλαιρ Κούπερ (Ανέτ Μπένινγκ), μια ευτυχισμένη σύζυγος και μητέρα, αρχίζει να βλέπει ενοχλητικά οράματα που συνδέονται με έναν εν ψυχρώ δολοφόνο, τον Βίβιαν Τόμπσον (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζ.). Όταν η κόρη της πέφτει θύμα του δολοφόνου, η ζωή της Κλαιρ καταρρέει. Η ίδια, πλέον τρόφιμος ψυχιατρείου, πρέπει να χρησιμοποιήσει τη μυστηριώδη ενστικτώδη σύνδεσή της με τον Τόμπσον για να τον σταματήσει, καθώς οι αληθινές εικόνες και τα όνειρα συγχέονται. Ο Τζόρνταν χρησιμοποιεί την ταινία για να εξερευνήσει τη διείσδυση του κακού στον εσωτερικό κόσμο. Το φιλμ είναι οπτικά πυκνό και γοτθικό, θυμίζοντας έντονα τις σκοτεινές, παραμορφωμένες πραγματικότητες που συναντάμε στο "The Butcher Boy". Η βασική θεματική είναι η απώλεια της λογικής και η αναζήτηση της δικαιοσύνης μέσω μη συμβατικών, ονειρικών μέσων. Η ταινία είναι ένα απαιτητικό, στιλιζαρισμένο έργο που θυσιάζει την πλοκή στον βωμό της ατμόσφαιρας και της ψυχολογικής έντασης.

In dreams 1999
- «Ο Καλός Κλέφτης» (The Good Thief, 2002) βασισμένο στην ταινία "Bob le flambeur" του Ζαν-Πιερ Μελβίλ) με πρωταγωνιστές τους Νικ Νόλτε (Nick Nolte), Τσέκι Καριό (Tchéky Karyo), Ρέιφ Φάινς (Ralph Fiennes) είναι ένα κομψό νεο-νουάρ που διαδραματίζεται στη Νίκαια της Γαλλίας.
Ο Μπομπ Μοντανιέ (Bob Montagnet) (Νικ Νόλτε) είναι ένας Αμερικανός, εθισμένος στα ναρκωτικά, τζογαδόρος και πρώην διαρρήκτης, ο οποίος ζει στο περιθώριο. Ο Μπομπ αποφασίζει να επιστρέψει στη δράση για μια τελευταία, μεγάλη ληστεία: να κλέψει τους πίνακες ενός καζίνο στο Μόντε Κάρλο κατά τη διάρκεια του καρναβαλιού. Ο Μπομπ οργανώνει μια ομάδα από ιδιόρρυθμους χαρακτήρες, συμπεριλαμβανομένης μιας νεαρής Βόσνιας και του Γάλλου επιθεωρητή Ροζέρ (Tchéky Karyo), ο οποίος είναι τόσο εχθρός όσο και θαυμαστής του. Η ταινία είναι ένας φόρος τιμής στο κλασικό ευρωπαϊκό νουάρ και το "cool" στιλ του Ζαν-Πιερ Μελβίλ. Ο Τζόρνταν αναδεικνύει τις θεματικές του τέλους και της λυτρωτικής αποτυχίας. Ο Μπομπ δεν επιδιώκει τον πλούτο, αλλά τη συγκίνηση και τη δικαίωση μέσα από την τέχνη του εγκλήματος. Η ταινία έχει μια χαλαρή, τζαζ αισθητική και ένα παιχνιδιάρικο ύφος, με τον Μπομπ να αποκαλύπτει ότι ήταν ενήμερος για την παγίδα. Η ανατροπή στο τέλος υποδηλώνει ότι η "καλή" πράξη του δεν ήταν η ληστεία, αλλά η προστασία των συνεργατών του – μια τυπική νουάρ εξέλιξη του ηθικά αμφίσημου ήρωα.

The good thief 2002
O Νιλ Τζόρνταν τιμάται τον Οκτώβριο του 2025, με Τιμητικό Βραβείο για το σύνολο της προσφοράς του στον κινηματογράφο στο 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας με την υποστήριξη της πρεσβείας της Ιρλανδίας. Η απονομή θα πραγματοποιηθεί σε ειδική εκδήλωση που περιλαμβάνει και την προβολή της ταινίας του "Το Τέλος μιας Σχέσης".
Αυτή η αναγνώριση υπογραμμίζει τη συνεχή εκτίμηση του διεθνούς κινηματογραφικού κόσμου στο έργο του Τζόρνταν, το οποίο χαρακτηρίζεται από:
- Θεματική ευρύτητα: Από το πολιτικό θρίλερ και το νουάρ, μέχρι το φανταστικό και το ερωτικό δράμα.
- Ποιητική ματιά: Η ικανότητά του να μετατρέπει τη βία, την απώλεια και την αγάπη σε κινηματογραφική ποίηση.
- Μοναδική ταυτότητα: Ο Τζόρνταν έχει χαράξει τη δική του ξεχωριστή θέση στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο κινηματογράφο, όντας ένας αληθινός auteur.
Ο Νιλ Τζόρνταν παραμένει ενεργός, συνεχίζοντας να γράφει και να σκηνοθετεί, επιβεβαιώνοντας τη θέση του ως μια από τις πιο σημαντικές και διαχρονικές φωνές του ιρλανδικού και παγκόσμιου σινεμά.
ΤΕΛΕΤΗ ΒΡΑΒΕΥΣΗΣ ΝΗΛ ΤΖΟΡΝΤΑΝ|ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
ΧΩΡΟΣ | ΟΛΥΜΠΙΑ
ΩΡΑ | 18:00






