ΕΝΑΣ ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ - UrbanOrama.gr
MPANER

ΕΝΑΣ ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ

ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΕΝΤΦΟΡΝΤ

Ανάρτηση: 16 Σεπ 2025

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ είναι ένας σύγχρονος αμερικανικός θρύλος, με έναν τρόπο που σπάνια συμβαίνει στους ανθρώπους. Σχεδόν σαν να πρόκειται για ένα μυθικό πρόσωπο ή τον ήρωα του εμβληματικότερου βιβλίου της αμερικάνικης δύσης, που συμπύκνωσε την ομορφιά, το χάρισμα, τους ευγενείς στόχους σε ένα πρόσωπο, που δεν μπορούσε ποτέ να κάνει τίποτα χυδαίο ή λάθος. Δεν ξέρουμε αν υπήρξε κάποια εποχή που να ήταν η εποχή του ή αν εκείνος, όταν ήθελε, έφτιαχνε τις εποχές σαν να ‘ναι δικές του. Το σίγουρο είναι πως μαζί του σίγουρα τελειώνει ένας κόσμος, κινηματογραφικός και μη.

Πρώτα χρόνια και άνοδος στην καταξίωση

Γεννημένος ως Charles Robert Redford Jr. στις 18 Αυγούστου 1936 στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, είχε μια δύσκολη παιδική ηλικία. Γιος  ενός γαλατά και μια νοικοκυράς, λέγεται πως καθώς το σπίτι του ήταν κοντά στα στούντιο της Fox, σταματούσε στον δρόμο του από το σχολείο για να χαζέψει τους ηθοποιούς. Αφού πέρασε μια περίοδο στην εφηβεία του με μικροκλοπές και αλκοόλ, πράγμα που του στοίχισε μια υποτροφία για το πανεπιστήμιο, κατάφερε αργότερα χάρη στο μπέιζμπολ να κερδίσει υποτροφία για το πανεπιστήμιο του Κολοράντο. Παράλληλα εργαζόταν ως σερβιτόρος και αργότερα σε πετρελαιοπηγές. Έτσι κατάφερε να μαζέψει χρήματα για να φύγει στην Ευρώπη, στο Παρίσι, και να σπουδάσει εντέλει τέχνη στη Φλωρεντία, όπου οι απορριπτικές κριτικές των καθηγητών του ευτυχώς(!) τον έστειλαν πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ανακάλυψε  την κλίση του στην υποκριτική. Ξεκίνησε την καριέρα του στο Μπρόντγουεϊ, με το Τall Story το 1958 και την τηλεόραση με τις σειρές The naked city και Route 66, με πρώτο πρωταγωνιστικό ρόλο στο Maverick το 1960. Η μεγάλη του επιτυχία ήρθε με το θεατρικό έργο του Μπρόντγουεϊ Barefoot in the Park (Ξυπόλητοι στο Πάρκο), έναν ρόλο που επανέλαβε στην επιτυχημένη κινηματογραφική μεταφορά του 1967.

Οι δεκαετίες του 1960 και του 1970 τον καθιέρωσαν ως μεγάλο κινηματογραφικό αστέρα. Έγινε ένα είδωλο της εποχής του Νέου Χόλιγουντ, γνωστός για την ωραία του εμφάνιση αλλά και ένα επαναστατικό, αντισυστημικό αέρα που χαρακτήρισε τον ίδιο, τις επιλογές και την εποχή του. Η αλήθεια είναι πάντως πως ο φακός τού παραδόθηκε από την πρώτη στιγμή για το πρωτοφανές (και αναντικατάστατο) χάρισμά του και μάλιστα από όποια πλευρά της κάμερας κι αν περνούσε. Ο καθοριστικός του ρόλος ως Sundance Kid στο Butch Cassidy and the Sundance Kid (Οι Δύο Ληστές, 1969), δίπλα στον Πολ Νιούμαν, εδραίωσε τη θέση του στην κινηματογραφική ιστορία. Για τον ρόλο ο Ρέντφορντ κατάφερε να υπερσκελίσει τους Μάρλον Μπράντο, Γουόρεν Μπίτι και Στιβ Μακουίν. Ομοίως κατάφερε να κερδίσει το ρόλο στον Μεγάλο Γκάτσμπυ από τον Τζακ Νίκολσον, το 1974. Για να αποφύγει το στερεότυπο του  ξανθού ομορφόπαιδου, απέρριψε τους ρόλους στον Πρωτάρη και στο Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γούλφ. Συνέχισε να πρωταγωνιστεί σε μια σειρά από κριτικά και εμπορικά επιτυχημένες ταινίες, συμπεριλαμβανομένων των The Way We Were (Τα καλύτερά μας χρόνια, 1973), The Sting (Το Κεντρί, 1973) και το πολιτικό θρίλερ All the President's Men (Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου, 1976), που αφορούσε στο σκάνδαλο Watergate και απέσπασε 4 βραβεία όσκαρ. Ακολούθησαν δύο ταινίες με παραγωγό τον Πόλακ και συμπρωταγωνίστρια την Τζειν Φόντα, το Α bridge too far το 1977 και το Τhe electrick horsemen του 1979.

Σκηνοθεσία και η κληρονομιά του Sundance

Οι φιλοδοξίες του Ρέντφορντ δεν περιορίζονταν στην υποκριτική. Έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το αναγνωρισμένο από τους κριτικούς οικογενειακό δράμα Ordinary People (Συνηθισμένοι Άνθρωποι, 1980), ένα σιωπηλό μα με εξάρσεις δράμα, όπως ακριβώς οι ερμηνείες του που υπήρξαν γεμάτες σιωπηλή ένταση. Η ταινία εξερευνά τα ζητήματα της απώλειας, της οικογένειας, του τραύματος αλλά και της αστικής αξιοπρέπειας  και εν τέλει της συνέχειας, και χάρισε στον ίδιο ένα Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας, στον Τίμοθυ Χάτον αυτό του β’ ανδρικού ρόλου και στους Nτόναλντ Σάδερλαντ και Μαίρη Τάιλερ Μουρ δυο από τις εξοχότερες ερμηνείες της καριέρας τους. Αυτή εδραίωσε τη φήμη του ως  κινηματογραφιστή. Η αγάπη του για τη  φύση της αμερικανικής  δύσης αποτυπώνεται στα Α river runs through it  και στο Horse Whisperer, ενώ νωρίτερα με το Quiz Show κατάφερε η ταινία να έχει υποψηφιότητες στις κατηγορίες σκηνοθέτη και ταινίας. Το 2002 βραβεύτηκε για το σύνολο του έργου και συνέχισε να παίζει σε ενδιαφέρουσες ταινίες, όπως το Τhe Clearing με συμπρωταγωνιστές τον Willem Dafoe και την Ηelen Mirren, αλλά και να σκηνοθετεί. Το 2012 σκηνοθέτησε με το γιο του το οικολογικό ντοκιμαντέρ Watershed με θέμα την αλόγιστη εκμετάλλευση του ποταμού Κολοράντο, που αποτελεί τη βασική πηγή νερού για τις δυτικές πολιτείες.

 Ωστόσο η πιο σημαντική του συνεισφορά στον κινηματογράφο,  κατά πολλούς, είναι το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance. Το 1981 ίδρυσε το Sundance Institute για να παρέχει έναν χώρο για ανερχόμενους ανεξάρτητους κινηματογραφιστές. Το ινστιτούτο ανέλαβε ένα μικρό περιφερειακό γεγονός, αλλάζοντας την επωνυμία του και μεταφέροντάς το στο Παρκ Σίτι της Γιούτα. Με την πάροδο του χρόνου, εξελίχθηκε στο παγκοσμίου φήμης Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance, μια κρίσιμη αφετηρία για τον ανεξάρτητο κινηματογράφο και μια βασική δύναμη στη διαμόρφωση του σύγχρονου κινηματογράφου. Το φεστιβάλ πήρε το όνομά του από τον διάσημο χαρακτήρα του, τον Sundance Kid.

Ακτιβισμός και προσωπική ζωή

Παθιασμένος περιβαλλοντολόγος ο Ρέντφορντ υπήρξε μια ενεργή φωνή για την προστασία του περιβάλλοντος για δεκαετίες, υπηρετώντας στο διοικητικό συμβούλιο του Συμβουλίου Άμυνας Φυσικών Πόρων (NRDC). Χρησιμοποίησε επίσης τη δημόσια εικόνα του για να υποστηρίξει τα δικαιώματα των ιθαγενών Αμερικανών και άλλες πολιτικές του πεποιθήσεις. Ο ακτιβισμός του συνδέεται βαθιά με την αγάπη του για την αμερικανική Δύση, όπου κατέχει γη και έχει ιδρύσει το Sundance Institute.

Ο Ρέντφορντ ήταν παντρεμένος με τη Lola Van Wagenen από το 1958 έως το 1985 και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Ο γιος του, James Redford, ήταν επίσης κινηματογραφιστής και περιβαλλοντολόγος που συνίδρυσε το Redford Center, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό που επικεντρώνεται στη χρήση του κινηματογράφου για την ευαισθητοποίηση σχετικά με το περιβάλλον. Το 2009, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ παντρεύτηκε τη Sibylle Szaggars.

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ αφήνει πίσω του ένα κενό. Θα ήταν ανόητο να πούμε δυσαναπλήρωτο. Η αλήθεια είναι πως αφήνει πίσω του το κενό που κάνει τον κόσμο χειρότερο. Αφήνει το κενό που δεν θα ξαναγεμίσει ποτέ.

 

Back to top