Στοιχειωμένα ορθογώνια παραλληλεπίπεδα, πλαστικά κουτάκια, περιβλήματα mixtape κασετών, ονείρων και προσδοκιών, εσωκλείουν κάτι πολυτιμότερο πέρα από την ύλη του μαγνητικού μέσου, την αναγραφή των ασμάτων της κάθε πλευράς στο εξώφυλλο και τις διπλωμένες σελίδες αρχαίων αλληλογραφιών με τις αφιερώσεις τους. Είναι οι συχνότητες που εξέπεμψες και έλαβες κατά την αναζήτηση πνευματικών εφαπτόμενων, ιδιότυπα σόναρ κατανόησης του στίγματός σου στον κόσμο. Όσο κι αν μοιάζει περιττή σήμερα η ακρόαση, ο μηχανικός ήχος του πατήματος των “Play” και “Record” ανήγγειλε την έναρξη αναρίθμητων ταξιδιών με τα γνησιότερα αυτών να συνεχίζονται στο σήμερα.
Με την πάροδο, την αρωγή και την άτεγκτη σοφία του χρόνου τα πραγματικά σημαντικά διαχωρίζονται συγκρατούμενα σε ένα κατασκευαστικά ελαττωματικό εκ των αστοχιών υλικού, δίχτυ προστασίας που συνάμα οριοθετεί διαχωρίζοντας, το ουσιαστικό από το ανυπόφορο, ενώ τα λοιπά αν και δίνουν την εντύπωση πως τραβάνε για τον διάολο όπως εστάλησαν, ξεθωριάζουν τελικά στην ασημαντότητά τους μέχρι ανυπαρξίας. Αδύνατον να ανακαλέσεις στη μνήμη τη συντριπτική πλειοψηφία όσων δεινών κάποτε σκέφτηκες πως μια νύχτα θα τα θυμάσαι γελώντας. Το αυτό και χειρότερο για πρόσωπα, καταστάσεις, συναισθήματα, εμπειρίες και αλληλεπιδράσεις οι οποίες έγιναν βορά του ανοσοποιητικού πριν σε αρρωστήσουν περαιτέρω. Εν ολίγοις ολίγιστα με την υποψία αναπόλησής τους να καταλήγει σε ροχαλητό επιπέδου ασυντήρητου βενζινοκίνητου αλυσοπρίονου, πλήρους ημερών και αποκεφαλισμών μιας και η Λερναία Ύδρα της κούφιας μνήμης ό,τι είχε να δώσει το έδωσε πριν καταδυθεί οριστικά στον βάλτο της.
Σημαντικότερα των ενστίκτων, τα γρανάζια των μηχανισμών της επιβίωσης γραπώνουν αποσπασματικά εκλάμψεις βιωμάτων περιφέροντάς τες αδιάκοπα σε μια φυγόκεντρο που μέσα σου επιβραδύνει τον χρόνο και κατόπιν ενός σημείου η αδυναμία εναρμόνισης της εσωτερικής με την πραγματική ηλικία είναι ο αποδοτικότερος τρόπος να συνεχίσεις με κυριότερη παρενέργεια το τίναγμα στον αντικατοπτρισμό, αναρωτώμενος ποιο είναι αυτό το ερείπιο και πώς βρέθηκε στην άλλη πλευρά του καθρέφτη, ενώ εκεί φιλοξενείται συνήθως ένας παραζαλισμένος έφηβος ο όποιος μην γνωρίζοντας πώς βρέθηκε στην πίστα και μην έχοντας χορέψει ποτέ πριν (και ποτέ έκτοτε), άρχισε να χρησιμοποιεί ως πηγή φιγούρων τη νοηματική των διαιτητών προς τη γραμματεία: "καλάθι και φάουλ", "τάιμ άουτ", "αντιαθλητικό", μέχρι το "ντισκαλιφιέ" της αποβολής του στο πυρ το... εσώτερον.
Αν δεν παρατραβήξει η βαλίτσα, η άγνοια και η ανωριμότητα υποθάλπουν μια καθαρή μορφή τρυφερότητας. Παράχθηκε από όσους σε αγάπησαν και γίνεται η μαγιά της δικής σου παραγωγής με την οποία θα ανταποδώσεις, θα προστατέψεις και θα εκδικηθείς καθώς στην ελαστικότητά της αποσβήνεται πλήθος επιθέσεων και τρεμοπαίζοντας αδύναμα εξαφανίζονται τα ring lights από τα μάτια των social media ζόμπι.
Παρόμοιες ευεργετικές επιδράσεις επιφέρει ο αναλογισμός της αλλοτινής υπερπροσπάθειας να κρατήσεις το καλοκαίρι απ' έξω, μην σηκώνοντας το ρολό του παραθύρου ολόκληρη την εποχή και όμως έφτασαν οι ελάχιστες αχτίδες εισβολείς από τις γρίλιες και οι φωτεινές δέσμες αιωρούμενων νιφάδων σκόνης, τροχιοδεικτικές στο μαγνητοφωνάκι για να συνθέσεις πληροφορίες ανυποψίαστος πως η πραγματικότητα θα ξεπεράσει σε ένταση και αυθεντικότητα τα ακούσματα κι όσα ευελπιστούσες πως σε κάποιο ελάχιστο ποσοστό θα ζήσεις.
Αναρωτήθηκε πριν ενενήντα χρόνια ο Άγγελος Σικελιανός στην Ιερά Οδό αν θα έρθει ποτέ η στιγμή που η ψυχή του αρκουδιάρη, της αρκούδας και η δική του, θα γιορτάσουνε μαζί σε μια λυτρωτική κατακλείδα. Λίγο πάνω, λίγο κάτω γεωγραφικά, στην απροσπέλαστη εσπερινή διασταύρωση της αρχαίας οδού με την Κωνσταντινουπόλεως, χαζεύοντας ονειροπαρμένος τα παρακείμενα sex shops κι έναν τύπο να παίζει μπουζούκι στο μπαλκόνι του, ανεπηρέαστος από το δράμα των εγκλωβισμένων, διασκεδάζοντας στην απάνθρωπη εκδοχή ή θέλοντας να τους μεταδώσει κουράγιο στην ουμανιστική, μια ρωγμή διαύγειας απαντά στον μέγιστο ποιητή μας. Η στιγμή ήλθε και παρήλθε αποδίδοντας μία πανανθρώπινη έκφραση ενότητας κι αδελφοσύνης όταν στην γαλαρία ετερόκλητοι φρίκουλες τραγούδησαν γαϊδουρινά, λικνιζόμενοι εν είδη εκκρεμούς ντόμινο ώμο με ώμο, κυματιστά στον ρυθμό "Άσπρο, μαύρο παίζω στο πιάνο...", μύστες τελετής εφάμιλλης των Ελευσίνιων μυστηρίων κι αν δεν εξασφάλισαν κάποιο Γιουροβιζιονικό 12αρι, τα 5άρια και τα 10άρια από τα εξαγριωμένα φάσκελα, τα ψιλά των λοιπών αισχρών χειρονομιών και το συνοδευτικό ευρηματικό υβρεολόγιο μπορεί να προβλημάτισαν εκπαιδευτικούς και συνοδούς μα σε καμία περίπτωση τους ανυποψίαστους πρωταγωνιστές της ιστορικής αυτής δικαίωσης. Αντιθέτως, αυτή τους χάραξε πορεία, η αποφράδα γαλαρία, σε εγκλήματα κόντρα στη θηριωδία.
Σαν το συντελεσμένο την προτελευταία βραδιά του 1994 όταν κρυμμένα στην εσωτερική τσέπη ενός τζιν μπουφάν εξήλθαν από το κέντρο διασκεδάσεως Can Can μαζί με τον κάτοχο του ενδύματος και τη συνοδό του, δύο εκστατικά χρησιμοποιημένα ποτηράκια οινοπνευματωδών, με οπτικοακουστική επένδυση της σοκαριστικής υπεξαίρεσης το “I' m Calling Earth” και τους παγιδευμένους στο διάστημα αστροναύτες των αδερφών Κατσιμίχα. Θωρακισμένο έναντι της μικρόνοιας, το λευκό Fiat 127 του '82, όχημα διαφυγής των δραστών, μετατράπηκε σε χρονοκάψουλα ανομολόγητων, με τους υδρατμούς της καμπίνας να απλώνουν στα τζάμια υγρό πέπλο κατά της αδιακρισίας καθώς το μάσημα της κασέτας του ξεχαρβαλωμένου ηχοσυστήματος έδενε αρμονικά με το τρίξιμο του φθαρμένης ντίζας του συμπλέκτη.
Δεν παρέρχεται η νεότητα με τη νοσταλγία αλλά με την απέλπιδα προσπάθεια αναβίωσής της, γεγονός το οποίο εκτός του τραγέλαφου σημαίνει πως δεν υπήρξε τίποτα ανώτερο στο μεσοδιάστημα. Κρίμα γιατί η ουσιαστική, απολαυστική αναπόληση μπορεί θαυμάσια να γεμίσει με ηδύποτα του παρόντος τα ποτηράκια του χθες και να τα σπρώξει στον πάγκο προς το μέρος σου...