Ο όρος αστικός θρύλος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τους παραδοσιακούς θρύλους που συνδέονται με την ύπαιθρο και την αγροτική ζωή και προφανώς οι ίδιοι οι αστικοί θρύλοι έπονται των παραδοσιακών, μιας που αρχίζουν να εμφανίζονται ταυτόχρονα με την αστυφιλία και τη συγκέντρωση μεγάλων πληθυσμών στα αστικά κέντρα. Έτσι, δεν περιγράφουν απαραίτητα φαντασιακά αφηγήματα που διαδραματίζονται σε αστικό περιβάλλον, αλλά αποτελούν εξιστορήσεις φανταστικών συνήθως γεγονότων, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως είναι πάντα εντελώς ασύνδετα από πραγματικά γεγονότα. Το χαρακτηριστικό τους είναι πως διαδίδονται μαζικά εντός των αστικών πληθυσμών, αποτελούν, εξίσου με τους παραδοσιακούς, ένα πρίσμα διερεύνησης της κουλτούρας της εποχής τους και επιβεβαιώνονται για κάποιο διάστημα από τους διάφορους… κοινωνούς τους. Για άλλους οι αστικοί θρύλοι δεν αποτυπώνουν ένα συλλογικό φόβο για το νεωτερικό ή το άγνωστο αλλά αποτελούν εργαλεία καλλιέργειας του φόβου αυτού. Η διάσωσή τους πάντως ευνοήθηκε από τη χρήση του διαδικτύου που είναι ο βασικός λόγος επιβίωσης πολλών από αυτούς καθώς και των γεγονότων που τους προκάλεσαν.
Η εισαγωγή του όρου αποδίδεται στον καθηγητή J. H. Brumward και στο βιβλίο του The vanishing hitchhiker: American Urban Legends and their Meanings, μια συλλογή (τέτοιων) αφηγημάτων που αναδεικνύουν τη μυθοπλασία ως μια διαχρονική πρακτική του ανθρώπου στην έκφραση της «δυσπιστίας του για το νεωτερικό». Εξάλλου, η αμερικανική πόλη, με την φυλετική πανσπερμία και την πολυγλωσσία της αποτελεί ιδανική θερμοκοιτίδα για τέτοιου είδους θρύλους. Ακόμη και στη λογοτεχνία έχουν διαμορφωθεί μυθολογίες που διέπουν ως άξονες, διαχρονικά, έργα διάφορων όχι σύγχρονων μεταξύ τους συγγραφέων, όπως το Νεκρονομικόν, η μυθολογία του Κθούλου του Λάβκραφτ. Υπολογίζεται ότι από το 1924 που πρωτοεμφανίζεται στο The Hound του Λάβκραφτ, το φανταστικό Νεκρονομικόν έχει κυκλοφορήσει τουλάχιστον 32 φορές!
Φυσικά οι αστικοί θρύλοι, ακριβώς λόγω του χαρακτήρα τους και της βασικής κοινής καταβολής τους, έχουν πια γίνει κοινό κτήμα της ποπ κουλτούρας, ανεξαρτήτως της πόλης και της γλώσσας που τους γέννησε. Ποιος δεν γνωρίζει τους κροκόδειλους στους υπονόμους, τη νεκρή κοπέλα που ζητάει το μπουφάν του μοτοσυκλετιστή, τον κατεψυγμένο Walt Disney!

Το στοιχειωμένο σανατόριο
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ιστορίες φαντασμάτων, είτε πρόκειται για λογοτεχνία είτε για σινεμά, είναι ως επί το πλείστον περιορισμένες σε συγκεκριμένους χώρους. Δηλαδή, τις περισσότερες φορές τα φαντάσματα δε στοιχειώνουν σε εμπορικούς δρόμους ή πλατείες, δε σουλατσάρουν σε εκπτωτικά χωριά και traffic jamed λεωφόρους. Ακόμη κι αν στοιχειώνουν μια ολόκληρη πόλη ή χωριό, συχνότερα στοιχειώνουν ένα εμβληματικό κτίριο και στην πορεία αποκτούν επεκτατικές τάσεις, παρά στοιχειώνουν συλλήβδην το χωριό ή πόλη, εκτός εξαιρέσεων που είναι ο ίδιος ο τόπος φάντασμα, όπως π.χ. το Brigadoon του Minelli (1954). Το στοιχειωμένο κτίριο εκτός του ότι εξυπηρετεί τις φωτιστικές συνθήκες που προαπαιτούνται για τη διαβίωση, για να μην πούμε για την ίδια την εμφάνιση των φαντασμάτων, από την άλλη εξυπηρετεί και τη δραματική οικονομία. Έτσι συνήθως ο άνθρωπος εισβάλλει στο στοιχειωμένο χώρο, και κακό του κεφαλιού του. Συνήθως οι χώροι αυτοί είναι σπίτια που παραβίασαν ως κτίρια την ησυχία του επέκεινα (π.χ. Poltergeist, σκηνοθ. T. Hooper, 1982) ή που έχουν γίνει τόπος μαρτυρίου για έναν ή περισσότερους ανθρώπους, τόπος τραγικού θανάτου κλπ. (The conjuring, σκηνοθ. James Wan, 2013, The Legend of Hill House το οποίο υπήρξε και βιβλίο του Richard Matheson που το μετέφερε για το σινεμά ο ίδιος). Πολύ συχνό φαινόμενο είναι να στοιχειώνονται τόποι συναθροίσεων, όπως ξενοδοχεία (The shining, σκηνοθ. St. Kubrick, 1980, Doctor Sleep, σκηνοθ. M. Flanagan, 2019) και φυσικά, κυρίως καλύτερα, τόποι συνώνυμοι με τον ανθρώπινο πόνο, όπως νοσοκομεία και ψυχιατρικές κλινικές (Session 9, σκηνοθ. Brad Anderson, 2001, Grave encounters, σκηνοθ. C. Minihan-S. Ortiz-The vicious brothers, 2011, The ward, σκηνοθ. J. Carpenter, 2010, House of Dust, σκηνοθ. A. D. Calvo, 2013, Dark asylum, σκηνοθ. G. Gieras, 2001 κ.α.). Δεν είναι τυχαίο ότι δύο ξεχωριστές σαιζόν του American Horror Story, του απόλυτου homage στο horror movie ολόκληρης της αμερικανικής κινηματογραφίας όλων των εποχών, είναι αφιερωμένες στα δύο αυτά haunted spaces (Asylum, 2012-2013 και Hotel, 2015-2016).
Στα καθ’ ημάς λοιπόν, και στην πραγματική ζωή, όσο πραγματική μπορεί να είναι η διάσταση των αστικών μύθων, τo αντίστοιχo haunted asylum δεν θα μπορούσε να είναι πιο iconic και πιο κινηματογραφικό, αλλά και η συνθήκη του μια από τις πιο αληθοφανείς στο σύμπαν των αστικών μύθων και στην υποκουλτούρα του occult.
To 1914 η Μονή Πετράκη δώρισε στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός μια έκταση προκειμένου να δημιουργήσει σανατόριο που θα αναλάμβανε τη νοσηλεία των ασθενών της φυματίωσης που μάστιζε τότε την Αθήνα και έστελνε πολλούς από αυτούς στον θάνατο. Η λειτουργία του ξεκίνησε το 1917 και διήρκησε πάνω από 30 χρόνια, φιλοξενώντας ασθενείς από όλη την Ελλάδα. Πολλοί, δε, ήταν αυτοί που αδυνατώντας να πληρώσουν τα νοσήλεια (που έφταναν τις 480 δραχμές τον μήνα), κατασκήνωναν γύρω από το σανατόριο, προκειμένου να επωφεληθούν από το ευεργετικό κλίμα της Πάρνηθας. Παρά τα ελλιπή ιατρικά αρχεία της εποχής, υπολογίζεται πως 100.000 άνθρωποι στην Ελλάδα έχασαν τη ζωή τους από τη φυματίωση μεταξύ του 1929 και 1938, μέσα και έξω από το σανατόριο. Στο σανατόριο νοσηλεύτηκε και ο Γ. Ρίτσος στα τέλη του 1937, όπου και ολοκλήρωσε τα τρία ποιήματά του: «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα» (1937), «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» (1938) και «Εαρινή Συμφωνία» (1938). Η ανακάλυψη της πενικιλίνης, πέραν του ότι «αναστάτωσε τη λογοτεχνική ισχύ» της φυματίωσης (Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας, Γιάννης Ξανθούλης), οδήγησε και στην παρακμή του σανατόριου, το οποίο κλείνει το 1960 και το 1965 το κτίριο περνάει στην ιδιοκτησία του ΕΟΤ για 6.500.000 δραχμές. Να λοιπόν που το σανατόριό μας γίνεται… ξενοδοχείο(!), ξεπερνώντας κάθε επιταγή του βιογραφικού του μελλοντικού στοιχειωμένου εαυτού του, στο πλαίσιο των αλυσίδων ΞΕΝΙΑ, και έπειτα λειτουργεί ως σχολή τουριστικών επαγγελμάτων μέχρι το 1985 οπότε και εγκαταλείπεται στα χέρια της νέας και παντοτινής ιδιοκτησίας των… οντοτήτων. Ίσως αυτές να φρόντισαν για τον σεισμό του ’99 που κατέστησε το κτίριο ακατάλληλο για επισκέψεις.
Απέναντι από το ερειπωμένο κτίριο βρίσκεται κάτι εξίσου… στοιχειωτικό: το Πάρκο των Ψυχών, που δημιουργήθηκε το 2012 αφιλοκερδώς από τον γλύπτη και δασικό υπάλληλο του δασαρχείου Πάρνηθας Σ. Ντασιώτη, με σκοπό να επαναφέρει τις μνήμες του σανατορίου αλλά και να χρησιμοποιήσει τα απομεινάρια της πυρκαγιάς του 2007 σ’ έναν διπλό συμβολισμό. Πάνω στους καμμένους κορμούς χαράχτηκαν εικόνες που συμβολίζουν και από ένα συναίσθημα, θυμίζοντας πως οι καμμένοι αυτοί κορμοί υπήρξαν κάποτε η θεραπευτική πηγή οξυγόνου που γέμιζε τους ασθενείς με ελπίδα για τη θεραπεία τους και τη ζωή.
Αυτό λοιπόν το πρώην σανατόριο αλλά και ξενοδοχείο είναι οπωσδήποτε στοιχειωμένο, σύμφωνα και με τον αστικό θρύλο αλλά και με τους… κυνηγούς φαντασμάτων, οι οποίοι ισχυρίζονται πως έχουν καταγράψει μια παιδική φωνή να λέει «τα χρόνια», στον τρίτο όροφο από όπου πράγματι έπεσε και σκοτώθηκε ένα παιδάκι. Σύμφωνα με άλλους, έχουν καταγραφεί εκεί περίεργες και απότομες πτώσεις της θερμοκρασίας. Πολλοί επισκέπτες της περιοχής, κι όχι του ίδιου του κτιρίου, μεταφέρουν μαρτυρίες για δύο μορφές έξω από το σανατόριο: ένα κοριτσάκι που πηγαίνει στην πηγή της Κυράς για να πιει ιαματικό νερό και να θεραπευτεί κι όταν βλέπει κάποιον απλώνει τα χέρια του κλαίγοντας γοερά, και μια γυναίκα ντυμένη με ρούχα «άλλης» (απροσδιόριστης από όλες τις πηγές) εποχής, που δείχνει να ψάχνει κάποιον. Όταν αντιλαμβάνεται ότι ο περαστικός δεν είναι αυτός που ψάχνει, ορμάει επάνω του μεταμορφωμένη σε κάτι αποτρόπαιο.
Το σανατόριο, σύμφωνα με τις φήμες, έχει υπάρξει ναός σατανιστικών τελετών (για άλλους γιάφκα αναρχικών ομάδων). Ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του Σ. Ντασιώτη, απεικονίζει ένα ανθρώπινο αυτί, γιατί σύμφωνα με τον δημιουργό του, κάθε ασθενής του σανατορίου δεν περίμενε παρά να ακούσει μια καλή είδηση, για την πορεία της υγείας του. Το αυτί ίσως να ξέρει καλύτερα τι γίνεται εκεί τις νύχτες, και ίσως ακούει την παιδική φωνή που ψιθυρίζει: «τα χρόνια»…






