Ο όρος αστικός θρύλος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τους παραδοσιακούς θρύλους που συνδέονται με την ύπαιθρο και την αγροτική ζωή και προφανώς οι ίδιοι οι αστικοί θρύλοι έπονται των παραδοσιακών, μιας που αρχίζουν να εμφανίζονται ταυτόχρονα με την αστυφιλία και τη συγκέντρωση μεγάλων πληθυσμών στα αστικά κέντρα. Έτσι, δεν περιγράφουν απαραίτητα φαντασιακά αφηγήματα που διαδραματίζονται σε αστικό περιβάλλον, αλλά αποτελούν εξιστορήσεις φανταστικών συνήθως γεγονότων, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως είναι πάντα εντελώς ασύνδετα από πραγματικά γεγονότα. Το χαρακτηριστικό τους είναι πως διαδίδονται μαζικά εντός των αστικών πληθυσμών, αποτελούν, εξίσου με τους παραδοσιακούς, ένα πρίσμα διερεύνησης της κουλτούρας της εποχής τους και επιβεβαιώνονται για κάποιο διάστημα από τους διάφορους… κοινωνούς τους. Για άλλους οι αστικοί θρύλοι δεν αποτυπώνουν ένα συλλογικό φόβο για το νεωτερικό ή το άγνωστο αλλά αποτελούν εργαλεία καλλιέργειας του φόβου αυτού. Η διάσωσή τους πάντως ευνοήθηκε από τη χρήση του διαδικτύου που είναι ο βασικός λόγος επιβίωσης πολλών από αυτούς καθώς και των γεγονότων που τους προκάλεσαν.
Η εισαγωγή του όρου αποδίδεται στον καθηγητή J. H. Brumward και στο βιβλίο του The vanishing hitchhiker: American Urban Legends and their Meanings, μια συλλογή (τέτοιων) αφηγημάτων που αναδεικνύουν τη μυθοπλασία ως μια διαχρονική πρακτική του ανθρώπου στην έκφραση της «δυσπιστίας του για το νεωτερικό». Εξάλλου, η αμερικανική πόλη, με την φυλετική πανσπερμία και την πολυγλωσσία της αποτελεί ιδανική θερμοκοιτίδα για τέτοιου είδους θρύλους. Ακόμη και στη λογοτεχνία έχουν διαμορφωθεί μυθολογίες που διέπουν ως άξονες, διαχρονικά, έργα διάφορων όχι σύγχρονων μεταξύ τους συγγραφέων, όπως το Νεκρονομικόν, η μυθολογία του Κθούλου του Λάβκραφτ. Υπολογίζεται ότι από το 1924 που πρωτοεμφανίζεται στο The Hound του Λάβκραφτ, το φανταστικό Νεκρονομικόν έχει κυκλοφορήσει τουλάχιστον 32 φορές!
Φυσικά οι αστικοί θρύλοι, ακριβώς λόγω του χαρακτήρα τους και της βασικής κοινής καταβολής τους, έχουν πια γίνει κοινό κτήμα της ποπ κουλτούρας, ανεξαρτήτως της πόλης και της γλώσσας που τους γέννησε. Ποιος δεν γνωρίζει τους κροκόδειλους στους υπονόμους, τη νεκρή κοπέλα που ζητάει το μπουφάν του μοτοσυκλετιστή, τον κατεψυγμένο Walt Disney!
Ας εστιάσουμε λίγο πιο κοντά μας. Ωστόσο, όχι χρονικά αλλά γεωγραφικά. Είναι το σωτήριον έτος 1936 και στην Ευρώπη συμβαίνουν πολλά και διάφορα: Η Γερμανία, παραβιάζοντας τις συνθήκες του Λοκάρνο και των Βερσαλλιών, ανακαταλαμβάνει τη Ρηνανία. Ο Χίτλερ λαμβάνει 98,8% σε δημοψήφισμα για την επικύρωση της επαναστρατιωτικοποίησης της Γερμανίας. Η Ιταλία προσαρτά την (όχι ευρωπαϊκή) Αιθιοπία. Στην Ισπανία οι ένοπλες δυνάμεις εξεγείρονται κατά της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου ξεκινώντας τον Ισπανικό Εμφύλιο. Αργότερα οι δυνάμεις του Άξονα αποφασίζουν την παρέμβασή τους. Στο Βερολίνο ξεκινούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες ενώ στο Γουέμπλεϋ του Λονδίνου διεξάγεται το πρώτο παγκόσμιο ατομικό πρωτάθλημα μοτοσυκλέτας speedway. Στην Πράγα γεννιέται ο Vaclav Havel που κάποτε θα φέρει την «Άνοιξή» της ενώ στο Ιάμπλουτσνε της Ουκρανίας γεννιέται ο Αντρέι Τσικατίλο -ταινία, βιβλίο, ταινία- που θα μείνει γνωστός ως «ο χασάπης του Ροστόφ» και θα εκτελεστεί για 53 δολοφονίες και κανιβαλισμό.
Στα καθ’ ημάς τώρα, στη Θεσσαλονίκη η χωροφυλακή διαλύει βίαια συγκέντρωση καπνεργατών. Τα αιματηρά επεισόδια έχουν τραγικό απολογισμό με 11 νεκρούς και 280 τραυματίες και εμπνέουν τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου. Λίγο αργότερα, ο Μεταξάς γίνεται δικτάτορας της Ελλάδας. Παρά τα καταιγιστικά γεγονότα, στις 3 Οκτωβρίου 1936 στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Ακρόπολη, περιλαμβάνεται μια αλλόκοτη (ή απόκοσμη;) ιστορία. Πολλοί κάτοικοι της οδού Πειραιώς αναφέρουν πως κάθε βράδυ γίνονται μάρτυρες φαντασμάτων και μάλιστα πλήθους φαντασμάτων, τεθλιμμένων ακολούθων μιας κανονικής κηδείας με εξαπτέρυγα, στην οποία συμμετέχουν και παιδιά. Οι σκοτεινές μορφές βαδίζουν πένθιμα στην πομπή αδιαφορώντας για τη λαχτάρα που προκαλούν στους κατοίκους της πολύπαθης (πια) οδού και των Τριών Γεφυρών. Μια γυναίκα μαρτυρά πως μία εκ των μελών της νεκρώσιμης ακολουθίας μπήκε στο σπίτι της και μάλιστα δηλώνει ανακουφισμένη που επρόκειτο για ομόφυλή της. Ακόμη και σε φάντασμα η αντρική εισβολή είναι όπως και να το κάνουμε πιο ανησυχητική.
Πέρα όμως από την κηδεία φαντασμάτων, οι κάτοικοι της περιοχής μιλούν για κοπάδια. Ναι, φαντάσματα κοπαδιών από βόδια και πρόβατα που εμφανίζονται κάθε νύχτα μετά τις δύο και τρέχουν αλαφιασμένα. Ακόμα και αγριογούρουνα περιλαμβάνουν τα φαντάσματα της Πειραιώς. Μάλιστα, ένα εξαγριωμένο θηριώδες αγριογούρουνο συνοδεύει μια ανθρώπινη μορφή, προστατεύοντάς την, απειλώντας με κοφτερούς χαυλιόδοντες και αφρούς στα σαγόνια του όποιον πάει να βλάψει τον κύριό του.
Πολλοί ήταν εκείνοι που απέδιδαν την υπόθεση των φαντασμάτων, όσον αφορά στην κηδεία και στον μοναχικό άντρα με το αγριογούρουνο, στην υπόθεση δολοφονίας ενός γνωστού αθλητή της περιοχής με το όνομα Πατουλίδης. Ο άντρας είχε δολοφονηθεί από κάποιους ναύτες που επιχείρησαν να κακοποιήσουν κάποιες κοπέλες της γειτονιάς, στην προσπάθειά του να τις προστατέψει.
Πιο ενδιαφέρουσα όμως φαντάζει υπό το πρίσμα της εποχής (μιλάμε για αστικούς θρύλους που τοποθετούνται στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ασχέτως με τη χρονολογία που αποκαλύφθηκαν στην ΑΚΡΟΠΟΛΗ) η περίπτωση των φαντασμάτων κοπαδιών. Αυτός ο θρύλος κατά τους περισσότερους συνδέεται με την ύπαρξη των σφαγείων στην περιοχή. Τα κοπάδια βοδιών και προβάτων έτρεχαν να σωθούν από τη σφαγή. Αυτά σε μια εποχή που κανείς λόγος δεν γίνεται για τα δικαιώματα των ζώων. Κι όμως αυτό το μαζικό αφήγημα φαντάζει σχεδόν ενοχικό 45 χρόνια πριν ο Χάνιμπαλ Λέκτορ αφήσει στο συλλογικό θυμικό την εμβληματική του ατάκα: «Ακόμη ξυπνάς μερικές φορές τη νύχτα, έτσι δεν είναι Κλαρίς; Ξυπνάς στο σκοτάδι και ακούς τους αμνούς να ουρλιάζουν».
Ένας αιώνας έχει περάσει σχεδόν από τότε και η Πειραιώς στοιχειώνεται πια από άλλες πομπές. Άλλες σκοτεινές μορφές που σφίγγουν στα χέρια τους τρύπιες σακκούλες με κατσαρολικά και εξάδες κινέζικες κάλτσες, με μάτια αγριεμένα για την προδοσία της Δύσης που δεν τους ξηγήθηκε όπως είχαν υπολογίσει. Ο δρόμος έχει πάντα κίνηση, φώτα, κολυμπάει στους ήχους των μπάσων που ξεφεύγουν από τα ηχομονωμένα κλαμπ και στριπτιτζάδικα, στις φωνές των συναυλιών, στους ψιθύρους του σκοτεινού του λαθρεμπορίου.
Στοίχημα πως μόνο τον δεκαπενταύγουστο που η Αθήνα αδειάζει και τα τσιμέντα της ξεκουράζονται καταζεματισμένα, τη νύχτα, μετά τις δύο, ίσως μπορέσεις να ακούσεις το ποδοβολητό των ξετρελαμένων ζώων που τρέχουν να ξεφύγουν… Να πάνε πού;