Είναι 1897 και το τέλος του αιώνα σημαδεύεται από μικρά και μεγάλα γεγονότα όπως κάθε χρόνος, αιώνας και χιλιετηρίδα. Στο Βασιλικό Ινστιτούτο στο Λονδίνο, ο Τζόζεφ Τζον Τόμσον ανακοινώνει την ανακάλυψη του ηλεκτρόνιου ως υποατομικό σωματίδιο 1:800 φορές μικρότερο του πρωτονίου. Για να μείνουμε στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Όσκαρ Γουάιλντ αποφυλακίζεται από τη φυλακή του Ρέντινγκ και τον ίδιο μήνα εκδίδεται ο Δράκουλας του Μπραμ Στόκερ. Ο Ιταλός Γουλιέλμο Μαρκόνι κατοχυρώνει στο Λονδίνο το ραδιόφωνο και ο Έντισον το κινητοσκόπιο, τον πρώτο κινηματογραφικό προβολέα, χωρίς να φαντάζεται πως η ιστορία του θα προβάλλεται κάποτε στις κινηματογραφικές αίθουσες. Στο Παρίσι κάνει πρεμιέρα ο Συρανό ντε Μπερζεράκ του Εντμόν Ροστάν. Στη Βιέννη πεθαίνει ο Μπραμς ενώ ο Μάλερ γίνεται διευθυντής της Όπεράς της και ο Στράους συνθέτει τον Δον Κιχώτη.
Στην Ελλάδα, τώρα, το 1897 γεννιούνται δύο λαοφιλή είδωλα της ποπ κουλτούρας και μάλιστα με μια μέρα διαφορά: την 1η Ιανουαρίου η Γεωργία Βασιλειάδου και την επόμενη ο Τζιμ Λόντος. Στις 27 Φεβρουαρίου ανακοινώνεται η απόφαση για την ίδρυση του ΣΕΓΑΣ. Όλα αυτά όμως στη σκιά του ελληνοτουρκικού πολέμου του οποίου η κήρυξη ακολουθεί, στις 18 Απριλίου, που θα δώσει στο 1897 το προσωνύμιο «Μαύρο ‘97» και ο ίδιος θα μείνει γνωστός ως ο «Ατυχής πόλεμος», μια και η οθωμανική στρατιωτική νίκη ήταν συντριπτική και η Ελλάδα υπεβλήθη σε διεθνή οικονομικό έλεγχο.
Πώς να ήταν η Αθήνα το 1897; Για την αστική τάξη της Αθήνας, οι ρυθμοί ήταν αυτοί της Μπελ Επόκ, με διασκεδάσεις και αισιοδοξία (που έμελλε να βαφτεί στο αίμα με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Οι Αθηναίοι ψυχαγωγούνταν και γλεντούσαν στο Δημοτικό Θέατρο του Τσίλλερ, στο «Κλουμπ» της Σταδίου, στο «Καφέ Ρεστωράν» της Καραγεώργη Σερβίας, στις δεξιώσεις των αστικών σαλονιών και τα ζουρ φιξ. Ακόμη και το πρώτο αυτοκίνητο κάνει την εμφάνισή του στους δρόμους της, φερμένο από τον Νικόλαο Κουτογιαννάκη, γαμπρό του τότε υπουργού Κωνσταντίνου Καραπάνου. Η Αθήνα της Μπελ Επόκ έχει τη βίβλο της: «Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ» του Μίλτου Λιδωρίκη, που δεν παραλείπει να φωτίσει και την άλλη Αθήνα.
Γιατί στον αντίποδα των παραπάνω, υπάρχει και η λαϊκή Αθήνα, η Αθήνα της κακοζωισμένης εργατιάς, των αποχωρητηρίων έξω από τις πόρτες των σπιτιών και της σφαγής των ζώων έξω από τα χασάπικα, τη βρωμιά και τη λειψυδρία, την αποφορά των σωμάτων. Και κοντά σε όλα αυτά, τα καφέ αμάν, οι ταβερνιάρηδες, οι αμαξάδες, οι αρτίστες.
Η ημέρα των Χριστουγέννων του 1897 έμελλε, ωστόσο, να συνταράξει τους Αθηναίους με την αγριότητα ενός εγκλήματος που έλαβε χώρα στα Κάτω Πατήσια, και είναι το μοναδικό που διεπράχθη ανήμερα. Μια ομάδα φίλων διασκέδαζε το μεσημέρι των Χριστουγέννων στην αυλή του Πήλιουρα, γνωστής ταβέρνας της εποχής, στην οδό Λιοσίων. Η παρέα αποτελούνταν από τους Ν. Λαμπρινόπουλο, γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, Δ. Καζάκο, δικηγόρο, Κ. Δελάκη, χρυσοχόο, την αδελφή του, Ε. Δελάκη, τον μνηστήρα της, Γ. Φερεντίνο, τον μικρό υπηρέτη της και τον Γ. Καρρά, δικηγόρο. Το απόγευμα, κατά την αναχώρησή τους, η παρέα πήρε τον δρόμο της επιστροφής από τα… εξοχικά Πατήσια στην πόλη. Δεν άργησαν να αντιληφθούν πως τους ακολουθούσαν δύο παράξενα ντυμένοι άντρες, δύο κουτσαβάκια, οι Μήτσος Καβαλάρης και Κώστας Μαγουλάς.
Εδώ, όμως θα πρέπει να μιλήσουμε για τον όρο «κουτσαβάκια». Τα «κουτσαβάκια» ή «κουτσαβάκηδες» κάνανε την εμφάνισή τους κατά το τέλος της βασιλείας του Όθωνα και πήραν το όνομά τους είτε εξαιτίας του χαρακτηριστικού τους βαδίσματος που έμοιαζε να… «βαίνει κουτσά». Για να επιδείξουν τη «μαγκιά» και την ψευτοπαλικαριά τους βάδιζαν αργά, χαμηλώνοντας τους ώμους τους εναλλάξ, γέρνοντας αντιστοίχως και το κεφάλι τους. Κατά τον πρώην υπουργό και συγγραφέα Επαμεινώνδα Στασινόπουλο, βέβαια, το όνομά τους προήλθε από τον Δημήτριο Κουτσαβάκι, δεκανέα του ιππικού επί Όθωνα, ο οποίος υπήρξε διαβόητος καυγατζής. Βέβαια το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Οι κουτσαβάκηδες σύχναζαν στην περιοχή του Ψυρρή κυρίως, ήταν κατεξοχήν παραβατικοί και υποκοσμικοί τύποι, οι οποίοι ανέπτυξαν δικά τους συμπεριφορικά χαρακτηριστικά και διαμόρφωσαν μια υποκουλτούρα που άφησε το λαογραφικό της στίγμα. Για παράδειγμα: ντύνονταν φορώντας μόνο το ένα μανίκι του σακακιού τους, ενώ άφηναν το άλλο να κρέμεται. Ομοίως κρεμόταν και η άκρη από το ζωνάρι τους και αλίμονο σε όποιον την πατούσε κατά λάθος. Οι κουτσαβάκηδες δεν δίσταζαν να επιτεθούν ακόμη και σε κάποιον που θεωρούσαν ότι τους κοίταξε. Φυσικά τα μαχαιρώματα και οι φόνοι ήταν στην καθημερινή διάταξη, χωρίς καμία συνέπεια. Αυτή ακριβώς η ατιμωρησία κατά ορισμένους μελετητές ήταν τόσο προκλητική που τους οδήγησαν στο συμπέρασμα πως στην πραγματικότητα οι κουτσαβάκηδες ήταν παρακρατικοί και έχαιραν πολιτικής προστασίας. Η παρακμή τους και η, τελικά, εξάλειψη της υποκουλτούρας τους οφείλεται στον Δημήτριο Μπαϊρακτάρη, τον πρώτο διευθυντή της αστυνομίας της Αθήνας, προερχόμενο από τις τάξεις του στρατού. Ο Μπαϊρακτάρης θεωρητικά κατάφερε τον αφανισμό τους δια της διαπόμπευσης.
Σε αυτήν την τάξη λοιπόν ανήκαν οι δύο δράστες. Πλησίασαν την παρέα και έσπρωξαν τα μέλη της προκλητικά για να περάσουν, ενώ ταυτόχρονα μίλησαν προσβλητικά για την κοπέλα της παρέας. Καθώς ο Φερεντίνος διαμαρτυρήθηκε για την απρεπή συμπεριφορά, οι δράστες δεν δίστασαν να επιτεθούν και ο Κ. Μαγουλάς άρχισε να χτυπά με ένα τεράστιο μαχαίρι τα θύματά του. Στη συνέχεια εξαφανίστηκαν στα χωράφια. Από τη φονική επίθεση επέζησαν η Ειρήνη Δελάκη, ο Γ. Φερεντίνος και ο Γ. Καρράς. Οι νεκροί μεταφέρθηκαν με «σούστα» στο νεκροτομείο, διαγράφοντας μια μακάβρια και αποτρόπαια, λόγω των πολλαπλών τραυμάτων τους, πομπή διασχίζοντας την Αθήνα. Το θέαμα αυτό ξεσήκωσε ακόμη περισσότερο την κοινή γνώμη που ζητούσε τη σύλληψη και τιμωρία των δραστών. Η υπόθεση ανατέθηκε στους αστυνόμους Σκοτίδα και Τσολάκο. Ο αστυνόμος Τσολάκος δωροδοκώντας τον 8χρονο ανιψιό του Μαγουλά κατάφερε να αποσπάσει πληροφορίες που οδήγησαν στη σύλληψή του. Η σύλληψη του Καβαλάρη ήταν δυσκολότερη, αλλά τελικά οδηγήθηκε και αυτός στη δικαιοσύνη.
Η Μητρόπολη Αθηνών, στολισμένη για τα Χριστούγεννα, ήταν ο ναός που εντέλει λειτούργησε για την κηδεία των θυμάτων. Την πομπή ως το Α’ Νεκροταφείο ακολούθησε πλήθος πολιτών. Η Ειρήνη Δελάκη, με βαριά ψυχική νόσο, αποτέλεσμα της τραυματικής εμπειρίας, εστάλη για νοσηλεία στο Παρίσι. Πίσω στην Αθήνα, οι δράστες καταδικάστηκαν σε 20 για τον Μαγουλά και 8 για τον Καβαλάρη χρόνια κάθειρξης.
Οι κουτσαβάκηδες σβήσανε σιγά σιγά σαν φαινόμενο. Άλλα βάσανα περίμεναν όμως την Αθήνα στον απόηχο της «Ωραίας Εποχής» της.