Γιακόμπ και Σάρα - UrbanOrama.gr
BANNER

Γιακόμπ και Σάρα

Ανάρτηση: 17 Φεβ 2025

Τον Φεβρουάριο του 1961 τα charts σημειώνουν το εξής top ten:

  1. Elvis Presley               Are you lonesome tonight
  2. Petula Clark               Sailor
  3. Johnny Brunette        You ‘re sixteen
  4. Duane Eddy               Pepe
  5. Bobby Vee                  Rubber Ball
  6. Johnny Tillotson        Poetry in Motion
  7. Acker Bilk                  Buona Sera
  8. Matt Monro                Portrait of my Love
  9. Marty Wild                 Rubber Ball
  10. Shadows                   FBI

Δεν ξέρουμε αν κάποιο από αυτά τα διαχρονικότατα εκ του αποτελέσματος άσματα έφτασαν ποτέ στη σκονισμένη ελληνική επαρχία, που έχοντας επουλώσει τα τραύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, ίσα που είχε αρχίσει να κουνάει τα πήλινα ποδαράκια της στους χορούς των νικητών. Σίγουρα όμως χόρευε τις Θαλασσιές τις Χάντρες του Δημήτρη Χορν ή το Φύγε κι άσε με του Πάνου Γαβαλά. Σε αυτούς λίγο πολύ τους ρυθμούς, λοιπόν, χόρευε εκείνη τη νύχτα και η Βέροια, νύχτα Αποκριάς, που το έθιμο ήθελε τους κατοίκους της πόλης να ανοίγουν την πόρτα τους σε μασκοφόρους. Εάν αναγνώριζαν τους μεταμφιεσμένους κερνούσαν απλώς γλυκά. Αν η μεταμφίεση ήταν πετυχημένη πέραν αναγνωρίσεως, ο μασκαράς κέρδιζε δώρα.

Ήταν αυτός ο τρόπος που ο δολοφόνος ή οι δολοφόνοι κατάφεραν να μπουν στο σπίτι των θυμάτων εκείνη τη νύχτα που θα σημάδευε για πάντα το καρναβάλι της Βέροιας; Ίσως. Μια και δεν υπήρχαν δείγματα παραβίασης της πόρτας ή άλλης εισόδου του σπιτιού. Ας πάρουμε, όμως, την ιστορία από την αρχή.

Ήταν 19 Φεβρουαρίου του 1961 και, όπως είπαμε, Κυριακή της Αποκριάς. Η Βέροια γλεντούσε ή, όσοι δεν συμμετείχαν στους εκεί εορτασμούς, έλειπαν στο πιο ονομαστό καρναβάλι της Νάουσας. Ο 70χρονος Γιακόμπ Αζάρια και η σύζυγός του, η 60χρονη Σάρα, είχαν πάει στο κινηματοθέατρο «Σταρ» για να παρακολουθήσουν μια παράσταση του θιάσου Βασιλειάδου, Αυλωνίτη, Ρίζου που μεσουρανούσε εκείνη την εποχή και ειδικά μετά τις αλλεπάλληλες κινηματογραφικές επιτυχίες. Το ζευγάρι επέστρεψε στο σπίτι του, στην οδό Φιλίππου 17, και κατά τις 20.30 ο γείτονας έμπορος Δ. Αδάμης ειδοποίησε την πυροσβεστική, καθώς είδε φλόγες να βγαίνουν από το σπίτι των Αζάρια, η οποία κατέφτασε και έσβησε μεν τη φωτιά εντοπίζοντας ωστόσο και τα απανθρακωμένα πτώματα του ζεύγους. Το έγκλημα ήταν αποτρόπαιο και, όπως όλα τα εγκλήματα άλλωστε, ιδιαίτερα θλιβερό καθώς τα θύματα φαίνεται ότι ίσως γνώριζαν τους δολοφόνους, καθώς τους προσέφεραν καφέ και λικέρ, πριν δεχτούν την επίθεσή τους με αιχμηρά αντικείμενα.

Οι υποψίες στρέφονται εναντίον όσων είχαν δοσοληψίες με τον Γιακόμπ. Ο Γιακόμπ Αζάρια ήταν Εβραίος. Από την εποχή της τουρκοκρατίας οι πρόγονοί του είχαν εγκατασταθεί στη Λάρισα. Αργότερα μετακινήθηκαν στη Βέροια, όπου υπήρχε ισχυρή εβραϊκή κοινότητα, από την οποία ελάχιστοι επέζησαν μετά τη ναζιστική κατοχή. Ο Γιακόμπ και η Σάρα κατέφυγαν στο βουνό, έγιναν αντάρτες και έτσι σώθηκαν. Τα τρία παιδιά τους, ο Μωυσής, ο Ισαάκ και η Λώρα είχαν ήδη εγκατασταθεί στο Ισραήλ και είχαν πείσει τους γονείς τους να τους ακολουθήσουν, πράγμα που είχε προγραμματιστεί για μερικές εβδομάδες αργότερα, τις ημέρες, δηλαδή, του Πάσχα. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που ο Γιακόμπ ήθελε να κλείσει τους λογαριασμούς του, καθώς ήταν χρηματιστής και μάλιστα πολύ πετυχημένος. Είχε ιδρύσει την τράπεζα Βέροιας η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε «Εβραϊκή Τράπεζα». Η τράπεζα βρισκόταν στο ισόγειο του σπιτιού του και σε αυτήν εργαζόταν μόνο ο ίδιος και η Σάρα. Δάνειζε με χαμηλό επιτόκιο τους συντοπίτες του και ποτέ τα γραμμάτια δεν διαμαρτύρονταν. Έτσι οι υποψίες στράφηκαν στους τοκογλύφους. Όμως η επικείμενη αποχώρησή του για το Ισραήλ θα τους άφηνε το πεδίο ελεύθερο και άρα ο φόνος ήταν περιττός. Ο διευθυντής της Εμπορικής Τράπεζας όπου κατέθετε τα χρήματά του είπε στους αστυνομικούς ότι στο σπίτι δεν κρατούσε χρήματα και στο χρηματοκιβώτιο υπήρχαν μόνο συναλλαγματικές οι οποίες και έλειπαν. Πράγμα που έκανε τις υποψίες να στραφούν στους δανειζόμενους και πιο συγκεκριμένα σε τρεις κτηνοτρόφους, έναν κρεοπώλη, έναν ζωέμπορο και σε έναν εκδορέα, οι οποίοι όμως σύντομα έπαψαν να είναι πρόσωπα ενδιαφέροντος.

Αξιοπερίεργο είναι ότι ενώ θεωρητικά το κίνητρο ήταν η ληστεία, ο Γιακόμπ είχε στις τσέπες του, τις οποίες ψάξανε για τα κλειδιά του χρηματοκιβωτίου, χρυσές λίρες και δολάρια Αμερικής, τα οποία οι δράστες αγνόησαν. Το έγκλημα δεν βρήκε ποτέ τη λύση του και τα θύματα ποτέ τη δικαίωσή τους. Αργότερα, όταν ο θόρυβος των πρωτοσέλιδων είχε πια ησυχάσει, άρχισαν να διαδίδονται οι πιο απίθανες και παράδοξες φήμες για την ιταλική Μαφία και τη Μοσάντ που ψάχνανε κάτι άλλο και όχι συναλλαγματικές ή χρήματα. Για πολλά χρόνια οι Βεροιώτες μιλούσαν για την «κατάρα της Αποκριάς», μια που, όπως λένε, το καρναβάλι της Βέροιας δεν ξαναζωντάνεψε ποτέ, όσες προσπάθειες κι αν έγιναν. Πολλοί το αποδίδουν στο ότι ο Γιακόμπ Αζάρια συνεισέφερε οικονομικά στη διοργάνωσή του. Όπως και να έχει, κάθε έγκλημα που δεν εξιχνιάζεται ποτέ αφήνει πίσω μια μαύρη τρύπα, μια αιώνια μελαγχολία για τα θύματα που δεν δικαιώθηκαν και τους θύτες που δεν τιμωρήθηκαν ποτέ. Το συγκεκριμένο, όμως, έχει κάτι ακόμη πιο πικρό, όχι μόνο στην αντίστιξή του με το χαρωπό κλίμα του αποκριάτικου γλεντιού που επικρατούσε όταν εκτελέστηκε. Αλλά και γιατί δυο άνθρωποι, που δεν κρύφτηκαν αλλά πολέμησαν για να γλυτώσουν από τη λαίλαπα του ολοκαυτώματος, δεν πρόλαβαν, για λίγες εβδομάδες, σε καιρό ειρήνης, να γλιτώσουν από το χέρι του δολοφόνου τους.

Back to top