Τα μνημεία των πόλεων, ή αλλιώς αυτά που οι τουριστικοί πράκτορες, οι ξεναγοί και ενίοτε οι ίδιοι οι κάτοικοί τους αποκαλούν χυδαία «αξιοθέατα», είναι για τον πραγματικό παρατηρητή, μύστη ή επισκέπτη της πόλης μια πολύπλοκη υπόθεση. Για τους κατοίκους ή συχνούς επισκέπτες, η πόλη καταρχάς έχει μεταβαλλόμενο πρόσωπο σε ένα continuum του τι είναι, τι υπήρξε, τι είναι τώρα εδώ, τι ήταν κάποτε. Πόσες φορές δεν αναζητούμε ένα σημείο γνώριμο για να συνειδητοποιήσουμε πως όχι μόνο δεν υπάρχει πια αλλά και ότι αυτό από το οποίο έχει αντικατασταθεί είναι ήδη εξίσου γνώριμό μας. Η πόλη μπορεί σπανίως να μας κατευθύνει το βλέμμα μέσα στην ηχητική και οπτική βοή της. Μπορεί βέβαια να μας το εκβιάσει. Να το απαιτήσει με κάτι ογκώδες, μνημειώδες, περίφημο ή ξακουστό. Μπορεί να το αρπάξει με τον πιο δυνατό της κρότο που μας αναγκάζει να αναζητήσουμε την πηγή του. Υπάρχουν όμως και έτοιμα κάδρα, φτιαγμένα με την πιο τετελεσμένη ακρίβεια του πιο αυστηρού οπτικού φορμαλισμού. Όπως η είσοδος των πολυκατοικιών. Περπατάς και ξαφνικά στρέφεις το βλέμμα σου και τις βλέπεις. Έναν σαφή ορθογώνιο πίνακα, με όλα τα περιλαμβανόμενα χαρακτηριστικά του δεδομένα μέσα στο κάδρο του που σου επιτρέπει να δεις αυτά που έχει προαποφασίσει. Το ίδιο κι αν κοιτάξεις από το εσωτερικό της. Η οπτική γωνία είναι αυτή που σου ορίζει. Μια κάμερα σταθερή που σε αφήνει να δεις ό,τι περνάει μπροστά της, πάντα στο μέγεθος, ύψος, φως που έχει διαλέξει.