Το URBANORAMA συζητάει με τον Σταύρο Μαρκουλάκη - UrbanOrama.gr

Το URBANORAMA συζητάει με τον Σταύρο Μαρκουλάκη

Ανάρτηση: 06 Νοε 2024
Το URBANORAMA συζητάει με τον Σταύρο Μαρκουλάκη

Ορίσαμε τον τόπο συνάντησης βάσει του ηχοτοπίου του, για να μιλήσουμε με ησυχία για τη βοή της πόλης, τα περιστέρια, τα βύσσινα και τις ταινίες.

_ Όταν μεγάλωνες τι εικόνες είχες; Ρωτώ γιατί όλοι όσοι παράγουν εικόνα έχουν συγκεκριμένες εικόνες, συγκεκριμένους ήχους και μυρωδιές που τους ακολουθούν. Τι ήταν αυτό που σε έκανε να θες να αναπαράγεις εικόνα/να συνθέσεις εικόνα;
Νομίζω ότι αυτό που έβλεπα κυρίως και τώρα έχω σαν ανάμνηση από εικόνα είναι οι αντιθέσεις μεταξύ μιας πολύ ήρεμης χωριάτικης ζωής, μιας επαρχιώτικης ζωής, με ό,τι αυτό μπορεί να συμπεριλαμβάνει, ας πούμε μου έρχεται κατευθείαν στο μυαλό να κάθομαι στο παράθυρο μικρό παιδί τον Σεπτέμβρη και Οκτώβρη τα απογεύματα που έδυε ο ήλιος και έβλεπα τα χελιδόνια που όλα μαζεύονταν στον κήπο απέναντί μας κι ετοιμάζονταν να φύγουν. Αυτό μου έχει μείνει πολύ. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με πιο βίαιες εικόνες, πιο σκληρές εικόνες που περιέχουν ίσως λίγο αίμα, από ένα κατσίκι για παράδειγμα που το έσφαξαν στην αυλή μας μέχρι φασαρία πολλή στην επαρχία, άνθρωποι να βγαίνουν έξω και να φωνάζουν τα του οίκου τους χωρίς κάποια ιδιαίτερη ανάγκη και χωρίς ενοχές: φωνάζουν για τον άντρα τους, φωνάζουν για τη γυναίκα τους, φωνάζουν για το παιδί τους. Υπήρχε μια φασαρία. Οπότε το να κάθεσαι στο παράθυρο και να βλέπεις τα χελιδόνια που ετοιμάζονται για ένα μεγάλο ταξίδι, ενώ ταυτόχρονα φωνάζει η κυρία Λίτσα από δίπλα στον κύριο Γιώργο γιατί δεν έκανε μπάνιο σήμερα και ουρλιάζουν και βρίζονται, είναι κάτι το οποίο έχει εγγραφεί πολύ τελικά μέσα μου, ίσως αφελώς.

_ Και εσύ πότε αποφασίζεις ότι θέλεις να κάνεις σινεμά; Σαν παιδί ή αργότερα;
Επειδή στην επαρχία κι εκεί όπου μεγάλωσα εγώ, όλοι έλεγαν ιστορίες και ζούσαν με το κουτσομπολιό, είχα μάθει ότι λέμε όλοι ιστορίες, καλές ή κακές. Οπότε ήξερα ότι θα ήθελα να μετέχω αυτής της διαδικασίας του story telling. Επίσης επειδή ήμουν πολύ κακός στα αθλήματα και όλα τα παιδιά κάτι πρέπει να κάνουν γενικά, με κάτι να ασχολούνται, οι γονείς μου με έγραψαν σε ένα θεατρικό εργαστήρι όπου μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον το πώς δημιουργούσαμε κόσμους και λέγαμε ιστορίες που δεν υπήρχαν. Ταυτόχρονα όμως εκκινούσε ένα συναίσθημα, είτε ήταν γέλιο (χαρά), είτε ήταν αγωνία, είτε ήταν δάκρυ (λύπη). Μου φαινόταν πάρα πολύ ενδιαφέρον αυτό. Επιπλέον παίρνεις και την αποδοχή γιατί το θέατρο τελειώνει πάντα, καλώς ή κακώς, με το χειροκρότημα, το οποίο δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, το ότι μπαίνεις δηλαδή σε αυτή τη διαδικασία σε τόσο μικρή ηλικία. Οπότε ήταν κάπως δεδομένο ότι εγώ θα προχωρήσω προς αυτή την κατεύθυνση και ξεκίνησα να βλέπω ταινίες, ξεκίνησα να βλέπω παραστάσεις, όσο γινόταν στην επαρχία, και ήξερα ότι θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο, να γίνω ηθοποιός. Έβλεπα κυρίως σινεμά, αμερικάνικο, straight forward, commercial σινεμά, μου άρεσε και ακόμα μου αρέσει πολύ.

_ Μια που ανέφερες ότι δεν ξέρεις αν είναι καλή ιδέα να ξεκινάς τόσο νωρίς (την ενασχόληση με το θέατρο), πιστεύεις ότι θα πρέπει να εντάσσονται πιο πραγματικά το θέατρο και οι τέχνες στην εκπαίδευση, αν και υποτίθεται ότι έχουν ενταχθεί με έναν τρόπο.
Σίγουρα. Σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι συνέβαινε στη δική μου εποχή ή σήμερα. Νομίζω ότι δεν έχει αλλάξει πολύ από το να είναι η εναλλακτική δραστηριότητα. Παρ’ όλα αυτά η ένστασή μου είναι ότι μπαίνεις πολύ γρήγορα και σε πολύ νεαρή ηλικία στο να αποζητάς το χειροκρότημα γενικά, είτε είσαι στο δεκαπενταμελές, είτε είσαι καλός σε ένα άθλημα. Μάλλον θα ανακαλύψω πώς θα μπορέσω να το διαχειριστώ αν κάνω παιδί. Παρ’ όλα αυτά νομίζω πως δεν υπάρχει στόχος να εντάξουμε τα παιδιά στο τι σημαίνει τέχνη. Και αυτό δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα στη μετέπειτα εξέλιξή τους. Εγώ ας πούμε δεν ήξερα τι σημαίνει arthouse cinema επειδή δεν μου είχε δοθεί το ερέθισμα και το ανακάλυψα

_ Και πώς διαλέγεις να σπουδάσεις αυτό που σπούδασες καταρχάς στο Καποδιστριακό;
Ήθελα να κατέβω στην Αθήνα για να ασχοληθώ με το θέατρο αλλά πέρασα και στην σχολή Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο Καποδιστριακό, ενώ ήθελα ας πούμε να σπουδάσω Ιστορία της Τέχνης, και ακόμα το θέλω. Πέρασα καλά και έδωσα και το έναυσμα στους γονείς μου ότι εφόσον πέρασα εκεί και θα πάρω ένα πτυχίο να κορνιζάρουν (αν και δεν το έχουν κορνιζάρει) θα τον βοηθήσουμε να σπουδάσει και θέατρο. Σπούδασα λοιπόν στη σχολή του θεάτρου ταυτόχρονα με το Καποδιστριακό προφανώς με την ανοχή ότι πρέπει να τελειώσω (μου πήρε έξι χρόνια να τελειώσω) και εκεί μετά πήραν μια διαφορετική στροφή τα πράγματα και συνειδητοποίησα ότι εγώ δεν θέλω να είμαι το επίκεντρο ή ο πρώτος on stage. Ήθελα να είμαι λίγο πίσω, ανακάλυψα την τέχνη της σκηνοθεσίας από τους πολύ ιδιαίτερους δασκάλους που είχα και πήγαινα και παρακολουθούσα αφιερώματα σε ρεύματα και σκηνοθέτες και θυμάμαι κάθε εβδομάδα έμπαινα να βλέπω ταινίες τη μία μετά την άλλη. Τρίερ, Ταρκόφσκι, weird wave, French wave, Δόγμα 95, οπότε έτσι έμαθα σινεμά και έτσι αγάπησα το σινεμά και σκέφτηκα ότι υπάρχει και η δυνατότητα να δημιουργήσω σινεμά. Αλλά μέχρι τότε δεν ήξερα ότι θα γίνω σκηνοθέτης με την έννοια ότι θα κάθομαι σε μια καρέκλα να γράφω ένα σενάριο.

_ Και πώς τον βρήκες αυτόν τον δρόμο;
Υπάρχει μια πολύ μεγάλη διαφορά ανθρώπων που συνάντησα τότε το 2012-13, αυτών που δούλευαν στο σινεμά και αυτών που δούλευαν στο θέατρο. Εγώ τότε δούλευα είτε σαν βοηθός σκηνοθέτη είτε σαν βοηθός παραγωγής και στο θέατρο και στο σινεμά σε μικρές δουλειές ανθρώπων που σπούδαζαν στη Σταυράκου και είδα ότι υπήρχε ένας πολύ διαφορετικός εργασιακός και ηθικός κώδικας στο σινεμά απ’ ότι στο θέατρο, το οποίο με τράβηξε προς τα εκεί. Και στην αρχή ήθελα απλά να πηγαίνω στο σετ, να βοηθάω, να βάζω το λιθαράκι μου στο να δημιουργήσουν αυτήν την ταινία, το οποίο μου έμοιαζε αδιανόητο ότι μπορείς να τη φτιάξεις. Ενώ το θέατρο το ήξερα. Χρειάζονταν πέντε ηθοποιοί, ένας φωτιστής, ένας μουσικός, ένα σκηνοθέτης και το φτιάχνω αυτό σε ένα πολύ περιορισμένο χώρο. Το να φτιάξεις κάτι το οποίο λέγεται ταινία, μου φαινόταν αξιοθαύμαστο και έξω από τις δικές μου ικανότητες και δυνατότητες. Οπότε κάπως έτσι μαγεύτηκα από το σινεμά, και από τους ανθρώπους και από τη δυνατότητα του αποτελέσματος.

_ Τι εννοείς για τη διαφορά στον ηθικό κώδικα;
Όλα αυτά συνέβαιναν την εποχή της κρίσης κι εγώ έπρεπε κάπως να συντηρούμαι, δούλευα σαιζόν τα καλοκαίρια, σε μπαρ και σέρβις ταυτόχρονα κυρίως στην εστίαση. Οπότε σκεφτόμουν ότι ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει το θέατρο οικονομικά και εργασιακά δεν θα άφηνε μεγάλα περιθώρια σε εμένα αλλά και στους ανθρώπους γύρω μου να σταθούν στα πόδια τους και να επιβιώσουν. Ακόμα νομίζω συμβαίνει. Το 2013 με 2016 μπορούσες να βγάλεις την παράσταση 20 ευρώ, ενώ τα σωματεία στο σινεμά φρόντιζαν να υπάρχουν μισθοί πιο σοβαροί. Και φυσικά υπάρχει και μια πεποίθηση πιο κοινωνική, πνευματική, δεν ξέρω, αλλά το ότι υπάρχει μια τρέλα, μια αφέλεια, μια καλλιτεχνοσύνη στο θέατρο με την οποία εγώ δεν συνδέομαι πολύ. Στο σινεμά είναι πιο straight forward τα πράγματα, πιο συγκεντρωμένα. Εγώ πιστεύω ότι θα μπορούσε το θέατρο να προσαρμόσει στοιχεία του σινεμά. Το οποίο δεν συμβαίνει λόγω των ανθρώπων που το στελεχώνουν, δυστυχώς.

_ Θέατρο βλέπεις γενικά;
Έβλεπα πάρα πολύ παλιότερα. Σταμάτησα για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Νομίζω για οχτώ χρόνια δεν έβλεπα σχεδόν καθόλου θέατρο εκτός από συγκεκριμένους ανθρώπους που με ενδιαφέρει να ακολουθώ. Τώρα έχω ξεκινήσει να βλέπω τους ανθρώπους αυτούς π.χ. την Κιτσοπούλου, τον Καραθάνο. Αλλά και μικρότερες ομάδες. Τώρα προσπαθώ δηλαδή να κλείνω τα εισιτήριά μου και να παρακολουθώ το τι συμβαίνει. Γιατί είναι μια τέχνη που είναι εξίσου σημαντική και έχει μια ανατροφοδότηση με το κοινό, έχει μια ενέργεια η οποία είναι πολύ ιδιαίτερη τόσο όταν είσαι θεατής όσο και όταν είσαι ηθοποιός. Μ’ αρέσει δηλαδή το θέατρο. Επίσης νομίζω ότι αυτά που με έχουν επηρεάσει περισσότερο και με έχουν δημιουργήσει σαν άνθρωπο είναι αυτά που δεν μου άρεσαν και όχι αυτές που μου άρεσαν. Μου αρέσει να βλέπω τέτοιες παραστάσεις και τέτοιες ταινίες. Αντιλαμβάνομαι περισσότερο τι μου αρέσει και τι δεν μου αρέσει και σίγουρα σε προσωπικό επίπεδο με τροφοδοτεί στο ότι με οδηγεί να μην κάνω αυτό που δεν θέλω στη δουλειά μου. Μου αρέσει αυτό. Δεν λέω δηλαδή, χαράμισα δυο ώρες από τη ζωή μου. Δεν μου άρεσε, δεν συνδέθηκα καθόλου αλλά κάτι μου έδωσε.

_ Είναι πολύ θετική στάση αυτή.
Μάλλον έτσι λειτουργώ και στη ζωή, αφελώς. Αν θα υπάρξει σύνδεση ή όχι δεν το ξέρεις, σίγουρα όμως θα σου δώσει ένα μάθημα.

_ Πιστεύεις ότι μπορείς να εφαρμόσεις αυτά που θα ήθελες να αποφύγεις όταν είσαι εσύ στη θέση του δημιουργού;
Σίγουρα. Εγώ μόνο έτσι έχω μάθει να δουλεύω γιατί δεν έχω βγάλει σχολή σινεμά. Επομένως όποτε μπαίνω σε μια διαδικασία να δω μια ταινία, πράγμα που μού είναι πολύ στενάχωρο γιατί σπάνια συνδέομαι συναισθηματικά τόσο πολύ πια, αποδομώ την κάθε σκηνή, τον κάθε χαρακτήρα, προσπαθώ να δω τι έχει πετύχει και τι όχι για τα δικά μου μάτια και να δω αν εγώ θα ‘θελα να το κλέψω και να πάω προς αυτή την κατεύθυνση ή αντίθετα αν δω κάτι που δεν με συνδέει πολύ, σκέφτομαι ότι θα ‘θελα να το αλλάξω λίγο. Οπότε με αυτή την έννοια, οι πολύ κακές ταινίες, οι ταινίες δηλαδή που δεν θα με βοηθήσουν να συνδεθώ για τον χ, ψ λόγο, σίγουρα με βοηθάνε και με έχουν βοηθήσει ήδη στο έργο το οποίο αναπτύσσω.

_ Θα ήθελα να μου μιλήσεις λίγο για την πρώτη σου ταινία, την οποία αποκηρύσσεις τώρα (γέλια).
Δεν την αποκηρύσσω απόλυτα (γέλια). Η πρώτη ταινία δημιουργήθηκε από μια ανάγκη δική μου. Πήγα στο Φεστιβάλ της Δράμας, έβλεπα μια ταινία και μου ήρθε ξαφνικά μια ιστορία την οποία ήθελα να πω για πρώτη φορά το 2015. Ξεκινάω να τη γράφω, να την αναπτύσσω, να στελεχώνω μια ομάδα γύρω μου η οποία ήταν δύο άνθρωποι βασικά, η Ελένη η Μορφέτα που έκανε την παραγωγή και η βοηθός σκηνοθέτη. Φτιάξαμε έτσι μια ομάδα τριών ανθρώπων που προσπαθούσαν να χτίσουν κάτι out of nowhere. Φεύγω στην Ολλανδία, μαζεύω κάποια λεφτά από το σέρβις, γυρίζω πίσω, βάζω ένα μίνιμουμ budget και λέω πάμε να την κάνουμε. Λοιπόν, αυτή η εμπειρία ήταν καθοριστικής σημασίας στο πώς έμαθα να κάνω σινεμά. Έχουμε δηλαδή μια ιδέα, μαζευόμαστε δέκα άνθρωποι, πρέπει να βγουν φυσικά τα λειτουργικά έξοδα και να πληρωθούν όλοι οι άνθρωποι, έστω κι αν είναι ένα πολύ συμβολικό ποσό, και κάναμε μια ταινία μέσα σε ένα χρόνο (τρία χρόνια είχαν περάσει από την πρώτη ιδέα) χωρίς να έχουμε καμία εμπειρία πρακτικά. Κάποιοι άνθρωποι είχαν, η Χριστίνα η Μουμούρη π.χ. που με εμπιστεύτηκε, που ήταν ήδη γνωστή φωτογράφος τότε, η Αθηνά Παππά που έπαιξε. Δηλαδή αυτή η ταινία δημιουργήθηκε σαν ανάγκη, το οποίο δεν το κρίνω καθόλου, ήταν πάρα πολύ ωραίο. Αλλά δεν είχε από πίσω ένα director’s statement. Το εννοώ πολύ ρεαλιστικά, πολύ ανθρώπινα. Δεν είχε μια συγκεκριμένη προσέγγιση, δομημένη, του τύπου εγώ έτσι θέλω να λέω τις ιστορίες μου. Είχε ψήγματα τα οποία τα κρατάω και με ενδιαφέρουν πολύ αλλά δεν είχε υφολογικά, αισθητικά και ανθρώπινα κάποιους κώδικες, τους οποίους τώρα έχω αναπτύξει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Δεν μπορώ να μπω στη διαδικασία να πω ότι τα Περιστέρια δεν είναι μια ταινία………….. μπορεί κιόλας, αλλά δεν νομίζω. Νιώθω ότι υπήρξε μια πολύ μεγάλη στροφή χρόνων εκπαίδευσης για μένα, τα οποία με έφεραν στο σημείο που είμαι αυτή τη στιγμή, όπου ό,τι γράφω, ό,τι δημιουργώ τη δεδομένη στιγμή έχει κάπως μια ταυτότητα, ή ίσως και καλώς δεν έχει. Έχει ψήγματα της ταυτότητας. Αυτό αν είμαι τυχερός και καταφέρω να κάνω κι άλλα πράγματα, ίσως μετά από χρόνια να καταφέρω να πω αν είχε ή δεν είχε.

«Μου αρέσει η «βρωμιά» είτε τη βλέπω στους ανθρώπους, είτε είναι έξω στην πόλη, είτε είναι στις οσμές της, είτε είναι στις εικόνες της. Κι όταν λέω βρωμιά εννοώ αυτό που δεν είναι clean cut ή clean minimal. Αυτός ο όρος δεν με αφορά καθόλου, βαριέμαι πάρα πολύ, δεν μπορώ να υπάρξω μέσα σε αυτό το χώρο. Και με αυτή τη στροφή που υπάρχει τα τελευταία προς αυτή την αισθητική δεν μπορώ καθόλου να συνδεθώ. Και νιώθω πως είναι και αντίθετη προς την ύπαρξη του ανθρώπου. Δεν νιώθω ότι είμαστε σε τάξη, δεν νιώθω ότι λειτουργούμε με τάξη, ζούμε σε ένα χάος και καλό είναι να το κάνουμε…… Τα όμορφα πράγματα είναι αυτά τα οποία έχουν τραχιές υφές, μυρωδιές έντονες.»

_ Τα Περιστέρια τη θεωρείς coming of age ταινία;
Πολύ. Οτιδήποτε κάνω είναι coming of age γιατί είναι δικές μου ενηλικιώσεις που έχω βιώσει δυο τρεις ως τώρα και χαίρομαι γιατί έτσι life is beautiful and interesting. Οπότε το starting point για οποιαδήποτε ιστορία θα μου έρθει στο κεφάλι και θα ξεκινήσω να την αναπτύσσω, είναι αυτή η αλλαγή του χαρακτήρα, ότι κάτι έμαθε, κάτι βιώνει που τον ταρακουνάει και κάτι μαθαίνει και κινείται διαφορετικά. Οπότε τα Περιστέρια είναι σίγουρα μια ταινία ενηλικίωσης όπου οι χαρακτήρες ταρακουνιούνται και ελπίζω και ότι μαθαίνουν κάτι στο τέλος.

_ Θα μπορούσε αυτή η ταινία να μην είναι ενταγμένη σε αστικό περιβάλλον;
Όχι, σε καμία περίπτωση. Είναι μια ταινία που για μένα είναι μία ωδή στην Αθήνα. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι διαμορφώνονται ανάλογα με το περιβάλλον τους, είτε άμεσα είτε έμμεσα, δηλαδή είτε μακροχρόνια είτε τους πετάς κάπου και αφού είναι adaptable beings. Οπότε η βρωμιά, η φασαρία, η ένταση, όλη αυτή η πληθώρα συναισθημάτων…………. δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει μια τέτοια ιστορία. Επιπλέον, θεματικά είναι μια ιστορία για δύο γκέυ χαρακτήρες οι οποίοι εντασσόμενοι στη βουή της πόλης και στο τι συμβαίνει στην ερωτική ζωή της πόλης, φτάνουν σε αδιέξοδο. Δεν νομίζω ότι θα ήταν το ίδιο αν η πλοκή διαδραματιζόταν στην επαρχία. Παρ’ όλο που μου αρέσει πολύ η επαρχία. Το δεύτερο κεφάλαιο αυτού του έργου λαμβάνει χώρα στα Χανιά, στην Κρήτη. Επίσης ήταν ένας στόχος να διερευνηθούν οι συμβιώσεις, πώς δηλαδή ένα σώμα νιώθει ελεύθερο ή νιώθει καταπιεσμένο σε εσωτερικό χώρο.

_ Ο οποίος κι αυτός κάπου εντάσσεται. Δεν είναι ίδιο το διαμέρισμα στα Χανιά με το διαμέρισμα στην Αθήνα.
Ακριβώς. Όσον αφορά αυτό, κάποιος μου είπε όταν είδε τα πρώτα πλάνα ότι έχω κινηματογραφήσει την Αθήνα σαν να είναι φαβέλες. Δεν έχει γίνει σε τόσο πολύ μεγάλο βαθμό αλλά με ενδιαφέρει πολύ, να δείξω πώς ένας εσωτερικός χώρος αποτελεί ένα μικρό κομματάκι, σαν λέγκο, μέσα σε αυτό το χάος που λέγεται Αθήνα, σε αντίθεση με έναν εσωτερικό χώρο που περιτριγυρίζεται από φυτά ή τον ουρανό. Σε επηρεάζει πολύ.

_ Και την εξαντλείς και ηχητικά γρήγορα, δηλαδή την περιγράφεις ηχητικά γρήγορα. Προφανώς σε ενδιαφέρει πολύ ο ήχος.
Ενώ μου αρέσει πάρα πολύ η μουσική και κατ’ επέκταση ο ήχος, συνειδητοποίησα μέσα και από αυτή την ταινία και με τη συνεργασία μου με την Περσεφόνη Μήλιου που έκανε τον ηχητικό σχεδιασμό και με τη Μαριλένα Ορφανού με την οποία είμαστε φίλοι και έκανε τη μουσική, πόσο θεωρώ πολύ σημαντικό το να υπάρχει ο ήχος και η μουσική μέσα στην ταινία. Στην προηγούμενη ταινία μου δεν είχα καν sound design, δεν με ενδιέφερε αυτό το πράγμα, το θεωρούσα πολύ βαρετό, δεν είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου να συνδεθώ. Κι εκεί μπαίνουμε σε αυτό το πράγμα με την Περσεφόνη, η οποία είναι τρελή με την καλή έννοια, την αγαπώ, και βάζαμε φάλαινες, underwater ήχους, τα πειράζαμε, γινόταν μίξη, το οποίο ελπίζω ότι περνάει στην ταινία. Με ενδιαφέρει πολύ και σίγουρα θα είναι στις προτεραιότητές μου στο μέλλον.

_ Γιατί περιστέρι;
Όλα τα πράγματα συμβαίνουν πολύ τυχαία στη ζωή μου και μου αρέσει πολύ αυτό. Αυτό το περιστέρι ήρθε και με βρήκε σε μία πολύ ιδιαίτερη στιγμή της ζωής μου, το καλοκαίρι του 2020. Εκείνη τη νύχτα πέταξε, μπήκε εκεί που βρισκόμουν και κάπως κοιταχτήκαμε και σκέφτηκα, κάτι συμβαίνει εδώ. Και σιγά σιγά δημιουργήθηκε το πρώτο draft στους πρώτους τρεις μήνες και μετά από ένα χρόνο το γυρίσαμε. Το περιστέρι ήταν η αρχή. Πέραν του πρακτικού όμως μπήκα σε μια διαδικασία έρευνας για τα περιστέρια τα οποία είναι συγκάτοικοί μας σε αυτήν την τρέλα και δεν τα θεωρούμε τόσο πολύ συγκατοίκους ή τα ξεχνάμε. Συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν δύο μερίδες ανθρώπων, αυτοί που τα απεχθάνονται, δηλαδή πραγματικά τα θεωρούν τα ποντίκια της πόλης, πηγή μικροβίων και αν μπορούσαν να τα εξολοθρεύσουν όλα θα το έκαναν ή τα εξολοθρεύουν, και οι υπόλοιποι που τα αγαπάνε. Δηλαδή αν κάνουμε τώρα μια βόλτα στην Αθήνα θα δεις τόσους ανθρώπους στις πλατείες που τους πετούν σιτάρι. Και μου άρεσε πολύ αυτή η αντίθεση, και θεώρησα ότι οι άνθρωποι που συνυπάρχουν σε αυτή την πόλη και έχουν αυτή τη διαφορετική σχέση με τα περιστέρια, κάτι άλλο ψάχνουν σ’ αυτή την πόλη και κάπως αλλιώς κινούνται μέσα σε αυτή την πόλη, κάτι άλλο θέλουν μέσα σε αυτή την πόλη. Οπότε συναισθηματικά και εγκεφαλικά μπήκα σε μια διαδικασία να πω ότι αυτοί που φροντίζουν τα περιστέρια ή τα καταλαβαίνουν, επομένως συνδέονται μαζί τους σε ένα πρώτο βαθμό, είναι και αυτοί που ενδεχομένως δεν φοβούνται να συνδεθούν και να συμβιώσουν μέσα στην πόλη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ενώ οι υπόλοιποι έχουν κάπως μια αντίσταση και αυτό ελπίζω ότι μεταφέρεται και στους δύο χαρακτήρες της ταινίας.

_ Άρα το περιστέρι δεν είναι εισβολέας στην ταινία.
Όχι, είναι συμπαίκτης. Είναι και θέμα αντίληψης των χαρακτήρων αλλά και του θεατή κατ’ επέκταση. Στην ταινία έχουμε αυτούς τους δύο χαρακτήρες που έρχονται αντιμέτωποι με ένα περιστέρι. Ο ένας επιλέγει το περιστέρι να είναι συμπαίκτης και ο άλλος επιλέγει να είναι εισβολέας.

 

«Με ενδιαφέρει πολύ το horror και το body horror, το πώς συνδέεται με το classic drama και arthouse film και το πώς αυτά τα στοιχεία μπορούν να μπουν σε πιο απλές, βατές, καθημερινές, συναισθηματικές, προσωποκεντρικές ιστορίες.»

_ Μίλησέ μου για τη βρωμιά της πόλης. Πώς συνδέεται με το περιστέρι και με το ότι τα περιστέρια γενικά θεωρούνται πηγή μόλυνσης και μικροβίων στην πόλη;
Εμένα οι φίλοι μου με λένε βρωμιάρη, το οποίο έχει μια μεταφυσική έννοια.

Γιατί μου αρέσει η «βρωμιά» είτε τη βλέπω στους ανθρώπους, είτε είναι έξω στην πόλη, είτε είναι στις οσμές της, είτε είναι στις εικόνες της. Κι όταν λέω βρωμιά εννοώ αυτό που δεν είναι clean cut ή clean minimal. Αυτός ο όρος δεν με αφορά καθόλου, βαριέμαι πάρα πολύ, δεν μπορώ να υπάρξω μέσα σε αυτό το χώρο. Και με αυτή τη στροφή που υπάρχει τελευταία προς αυτή την αισθητική δεν μπορώ καθόλου να συνδεθώ. Και νιώθω πως είναι και αντίθετη προς την ύπαρξη του ανθρώπου. Δεν νιώθω ότι είμαστε σε τάξη, δεν νιώθω ότι λειτουργούμε με τάξη, ζούμε σε ένα χάος και καλό είναι να το κάνουμε…… Τα όμορφα πράγματα είναι αυτά τα οποία έχουν τραχιές υφές, μυρωδιές έντονες.

_ Το ότι υπήρξες ηθοποιός νομίζεις ότι επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο δουλεύεις με τους ηθοποιούς;
Νομίζω πως ναι. Είναι αναπόφευκτο γιατί τα πρώτα ερεθίσματά μου στο χώρο των παραστατικών τεχνών είναι από τη σκοπιά του ηθοποιού. Όλες οι ιστορίες μου είναι αρκετά ανθρωποκεντρικές, προσπαθώ ήδη από τις πρώτες ώρες που γράφω στο χαρτί να βρω την ψυχοσύνθεση αυτού του ανθρώπου και το πώς κινείται. Οπότε όλα τα υφολογικά, αισθητικά, δραματουργικά κομμάτια μπαίνουν πολύ μετά. Και στο σετ αυτό που με ενδιαφέρει κυρίως είναι ο ηθοποιός και ακόμα και πριν φτάσουμε στο σετ. Πρωταρχικός μου στόχος είναι να συνδεθώ με τον άνθρωπο ηθοποιό σε προσωπικό επίπεδο, να καταλάβω τη ζωή του, να καταλάβει τη ζωή μου, να ανοιχτούμε έτσι ώστε να μπορέσουμε μετά να μπούμε στο σετ και να υπάρχει μια αλήθεια. Εννοώ ότι εκείνη η στιγμή που γυρνάμε και κάτι καταγράφεται να εμπεριέχει μία ειλικρινή σύνδεση με την πραγματικότητα και τα ερεθίσματά της.

_ Ξεκινάς δηλαδή από τον ηθοποιό; Γιατί μπορεί κάποιος να θεωρήσει ότι δίνεις ένα περιβάλλον, τον βάζεις μέσα και τον αφήνεις να εξελιχθεί.
Δεν τον θεωρώ ποτέ ξεκομμένο από το περιβάλλον έτσι ώστε εγώ να τον φορέσω κάπου. Συγχέονται αυτά τα πράγματα σε πολύ αρχικά στάδια της δημιουργίας. Δηλαδή αν με ενδιαφέρει κάποιος χαρακτήρας, τον αφήνω μέσα σε ένα περιβάλλον και διερευνώ το πώς ενυπάρχει μέσα σε αυτόν και πώς αλληλεπιδρά με αυτόν. Δεν έχω μπει νομίζω στη διαδικασία να πω ότι θα πάρω έναν χαρακτήρα από ένα χώρο και να τον βάλω σε έναν άλλο τελείως διαφορετικό, π.χ. από το χωριό στα γραφεία της Vogue στη Νέα Υόρκη. Ίσως να είχε ενδιαφέρον αλλά δεν με έχει κινητοποιήσει μέχρι τώρα. Νιώθω ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο λειτουργικά. Με ενδιαφέρει απλά να παρατηρήσω, να ερευνήσω γιατί συμβαίνει αυτό που συμβαίνει, ενώ ήδη υπάρχει.

«Οι περισσότεροι όταν λένε καλλιτέχνης εννοούν κάποιον που αποστασιοποιείται από την πραγματικότητα, ότι είναι σαν αυτούς που φροντίζουν τα περιστέρια, οι παρείσακτοι.»

_ Μίλησέ μου για τη ζέστη. Πώς αποτυπώνεται η ζέστη στην ταινία;
Αχ μου αρέσει πολύ η ζέστη. Μου αρέσει πολύ η φωτιά. Σε αυτό το σημείο μπήκε πολύ και ο Κωνσταντίνος Κουκουλιός ο φωτογράφος της ταινίας. Είχα ξεκινήσει, παρ’ όλο που είχα μικρό budget, να κάνω την ταινία με φιλμ, το οποίο εμπεριέχει μια ευφλεκτότητα που με ενδιέφερε πολύ. Επιπλέον το ότι όλη η ιστορία κινείται με βάση τις αναμνήσεις και μια αναθεώρηση του χρόνου και κυρίως του παρελθόντος κι έτσι ήταν δεδομένο εξαρχής ότι ήθελα να γυριστεί η ταινία σε 16άρι φιλμ. Ήθελα όλο αυτό να είναι hot, να καιγόμαστε, να ιδρώνουμε, να ιδρώνει ο θεατής. Δεν ξέρω αν έχει πετύχει αλλά νιώθω ότι όλη η δημιουργική ομάδα φρόντισε να γίνει αυτό όσο το δυνατόν πιο έντονα. Το πρώτο γύρισμα που κάναμε ήταν 25 Ιουλίου το οποίο εγώ ήθελα πολύ, ήθελα τουλάχιστον μία σκηνή που θα γυριζόταν σε εξωτερικό χώρο να ήταν σε συνθήκες καύσωνα μέσα στην πόλη. Τα υπόλοιπα τα γυρίσαμε τον Σεπτέμβριο που επίσης έχει καύσωνα στην πόλη. Δεν θα μπορούσαμε δηλαδή αυτή την ταινία να την γυρίσουμε Γενάρη. Εγώ δεν θα μπορούσα να υπάρξω μέσα σε αυτό σε καμία περίπτωση.

_ Ήταν κι ένας τρόπος να μπορέσεις να βγάλεις σώματα μη ντυμένα έξω;
Δεν έχω καμία ανάγκη να δικαιολογήσω τα γυμνά σώματα μέσα ή έξω, εντός, εκτός κι επί τ’ αυτά. Το να είσαι ντυμένος ή γυμνός είναι καταστάσεις τις οποίες βιώνουμε και με τις οποίες ερχόμαστε σε επαφή καθημερινά, επομένως σίγουρα το διευκολύνει και το δικαιολογεί ίσως στο ευρύτερο κοινό όταν βλέπει γυμνά σώματα στη ζέστη του εσωτερικού χώρου που βγαίνουν να δροσιστούν στο μόνο νερό που βρίσκουν μέσα στο καμίνι της πόλης. Αλλά νομίζω ότι θα βρω μια ευκαιρία να βάλω γυμνά σώματα και στο χιόνι.

_ Τι υπάρχει για σένα στο μέλλον; Τι θα σε ενδιέφερε να διερευνήσεις;
Δεν ξέρω πώς θα πάει και χαίρομαι που δεν ξέρω. Ανάλογα με το τι θα συναντήσω, θα εξελιχθεί και η πορεία του χρόνου. Με ενδιαφέρει τη δεδομένη στιγμή και για το άμεσο μέλλον οι ταινίες είδους.

Με ενδιαφέρει πολύ το horror και το body horror, το πώς συνδέεται με το classic drama και arthouse film και το πώς αυτά τα στοιχεία μπορούν να μπουν σε πιο απλές, βατές, καθημερινές, συναισθηματικές, προσωποκεντρικές ιστορίες.

Είναι κάτι το οποίο νομίζω πως θα ακολουθήσω στο επόμενο βήμα, στην επόμενη ταινία που θα κάνω σίγουρα. Να το εξερευνήσω τουλάχιστον.

_ Ξέρεις τι θα είναι η επόμενη ταινία;
Τα περιστέρια ανήκουν σε μια τριλογία, που περιλαμβάνει queer ιστορίες ενηλικίωσης. Το δεύτερο λοιπόν κεφάλαιο αυτής της τριλογίας η οποία ονομάζεται Τροπικός του θρηνούντος Γκέκο, θέλω να έχει στοιχεία body horror και το πώς ο συναισθηματικός κόσμος και η πορεία ενός χαρακτήρα παίρνει σάρκα και οστά κυριολεκτικά στη σάρκα και στα οστά του, σε ένα πιο μεταφυσικό επίπεδο. Το μεταφυσικό είναι επίσης κάτι που με ενδιαφέρει αρκετά. Θέλω οι ιστορίες που δημιουργώ να έχουν το έναυσμα του ρεαλισμού, αλλά ταυτόχρονα πώς ένα συμβάν μπορεί να τον οδηγήσει σε μια μεταφυσική ή μια υπερρεαλιστική συνθήκη. Αυτά νομίζω ότι είναι τα δύο πράγματα τα οποία με αφορούν για το μέλλον. Και στο παρόν πολύ. Νιώθω συνεχώς ότι ζούμε σε παράλληλες πραγματικότητες και απλά η σημερινή κοινωνίας μας μας καταπιέζει στο να μην τις αποδεχτούμε, να μας βγάλει τρελούς ή καλλιτέχνες. Αισθάνομαι πράγματι καλλιτέχνης, αυτές τις μέρες που νιώθω καλά. Όταν δηλαδή ξυπνάω το πρωί και δεν έρχομαι αντιμέτωπος με αυτή τη νάρκωση και τη δηλητηρίαση κάποιου ερεθίσματος που μπορεί να είναι οτιδήποτε. Όταν λοιπόν σηκώνομαι και δεν ναρκώνομαι και δεν δηλητηριάζομαι νιώθω ότι μπορώ να συνδεθώ με πολύ διαφορετικές πραγματικότητες οι οποίες υπάρχουν απλά δεν είμαστε πάντα ανοιχτοί στο να τις αποδεχτούμε.

_ Όταν σου λέει κάποιος πως είσαι καλλιτέχνης, σε ενοχλεί;
Τώρα πια όχι. Με έχει απασχολήσει πάρα πολύ το τι σημαίνει ο όρος καλλιτέχνης στα χρόνια των σπουδών. Γενικά εμένα δεν με αφορά πια πολύ αυτός ο όρος.

Οι περισσότεροι όταν λένε καλλιτέχνης εννοούν κάποιον που αποστασιοποιείται από την πραγματικότητα, ότι είναι σαν αυτούς που φροντίζουν τα περιστέρια, οι παρείσακτοι.

Αλλά δεν με αφορά πολύ πια. Δεν επηρεάζομαι πια. Έχω απαντήσει «ναι, κάποιες μέρες νιώθω καλλιτέχνης». Αλλά δεν ξέρω και τι πάει να πει καλλιτέχνης εντέλει. Αν δεν δήλωνα καλλιτέχνης, θα δήλωνα εργάτης. Μου αρέσει αυτός ο όρος γιατί εμπεριέχει μια δουλειά. Νομίζω ότι το έχω δει σαν αντίστιξη το εργάτης-καλλιτέχνης ή ελεύθερος επαγγελματίας-καλλιτέχνης. Νιώθω ελεύθερος επαγγελματίας κάποιες μέρες, κάποιες άλλες μέρες νιώθω καλλιτέχνης. Πέρασα πάρα πολλά χρόνια άγχους, εκνευρισμού, έντασης, αποστροφής  γύρω από αυτό, αλλά επέλεξα πολύ οργανικά τη σκέψη ότι είναι ένα διαφορετικό life journey αυτό. Έτσι δημιουργήθηκε και το μόνο μότο το οποίο έχω, I’m not taking no for an answer και αποφάσισα πως αυτό είναι το ταξίδι μου και θα το κάνω όπως μπορώ, ελπίζοντας να μην εξουθενώσω τόσο πολύ πρώτα πρώτα το πνεύμα μου και μετά το σώμα μου.

_ Αν ήσουν καραμέλα τι γεύση θα ήσουν;
Καραμέλα βύσσινο.

_ Το περιστέρι πώς το λέγανε; Είχε όνομα;
Ρίκο. Ο Ρίκος.
 

Back to top