Στις 8 Οκτωβρίου, στις 18.30, στην πλατεία Κοτζιά, εγκαινιάστηκε από την δημοτική αρχή της Αθήνας η εικαστική δράση σε δημόσιο χώρο ΄MOODBOARD΄(΄ΠΙΝΑΚΑΣ ΔΙΑΘΕΣΕΩΝ΄) του εικαστικού Γιώργου Δρίβα.
Έργο από τους πολίτες για τους πολίτες, το ΄MOODBOARD΄ αποτελεί προϊόν συνεργασίας μεταξύ τέχνης και επιστήμης. Πράγματι, η συνεργασία αυτή είχε ως αφετηρία τα αποτελέσματα μιας μεγάλης έρευνας του καθηγητή Κοινωνιολογίας του ΕΚΠΑ Νίκου Παναγιωτόπουλου τα οποία δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο του με τίτλο Οι πολίτες μιλούν για την Ελλάδα (Εκδ. Πεδίο, 2021).
Η έρευνα αυτή διαπίστωσε και εξέτασε και το γεγονός της συνεχώς αυξανόμενης απογοήτευσης των πολιτών εξαιτίας της αίσθησής τους πως οι οδύνες τους δεν έχουν χώρο για να εκφραστούν, πως δεν κατανοούνται από τους κυβερνώντες οι νέες μορφές αλλοτρίωσης που τους κατοικούν αποστερώντας τους, πολύ συχνά πια, τόσο τους όρους όσο και τους λόγους ύπαρξής τους, πως καμιά εξουσία που τους κυβερνά δεν επιμελείται την έλλειψη ελπίδας από την οποία υποφέρουν.
Σε μια τέτοια στιγμή, η δημόσια αυτή εικαστική δράση επιδίωξε να σηματοδοτήσει την ανάγκη να τίθεται ο πολίτης συνεχώς στο κέντρο των αποφάσεων που λαμβάνονται για το παρόν και το μέλλον του, καθώς και, με τρόπο συστηματικό και συμμετοχικό, η ίδια η δική του αποτίμηση για την αποτελεσματικότητα αυτών των αποφάσεων.
Η δράση επιχορηγούμενη από το Υπουργείο Πολιτισμού, αποτελείτο από μια διαδραστική φωτιστική εγκατάσταση, εμπνευσμένη από το πολύεδρον του έργου «Melencolia I» του Albrecht Dürer, η οποία άλλαζε χρώμα με βάση το πώς δήλωνε ότι αισθάνεται ο εκάστοτε πολίτης-επισκέπτης της, σε σχέση με βασικά ζητήματα της διακυβέρνησής του, στην βάση ενός σύντομου ερωτηματολογίου που θα του απευθυνόταν, και αποσκοπούσε να σηματοδοτήσει την ανάγκη εφεύρεσης και δημιουργίας ενός είδους ανοιχτού λαϊκού βήματος έκφρασης των πολιτών, νέων μορφών Αγοράς του Δήμου, όπου οι πολίτες θα δηλώνουν και θα καταγράφουν την σχέση τους με τους φορείς εκπροσώπησης και διαχείρισης των ζητημάτων που απασχολούν την ζωή τους.
Απέναντι στο μείζονος σημασίας φαινόμενο της κρίσης, της πολιτικής εκπροσώπησης που αποτέλεσε το ερέθισμα για να δημιουργηθεί η δράση αυτή, με την αφορμή των 50 ετών από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας και των 80 χρόνων από την απελευθέρωση της Αθήνας, και με την κοινή πεποίθηση πως είναι ο καιρός να φανταστούμε και να δημιουργήσουμε ανοικτούς χώρους αλλά και τρόπους που θα είναι ικανοί να φιλοξενήσουν μια ποικιλία προσεγγίσεων και αναμετρήσεων με τα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα, επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί μια γλώσσα η οποία επικοινωνεί την ανάγκη να ληφθεί υπόψη και να διασφαλιστεί από τους κυβερνώντες η αξιοπρέπεια και η αυθεντικότητα των απόψεων των καθημερινών ανθρώπων που αποκλείονται από τον δημόσιο λόγο και τη δημόσια θέα.
_ Γεννήθηκες και μεγάλωσες στην Αθήνα. Ποια είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα; Τι ακούς, τι βλέπεις, τι διαβάζεις;
Στην Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του 90, που μεγάλωσα, δεν γίνονταν και τόσα πολλά πολιτιστικά πράγματα σε σχέση με σήμερα. Έβλεπα όσο περισσότερο σινεμά μπορούσα και έβγαινα τα βράδια επίσης όσο περισσότερο μπορούσα. Εξάρχεια, Κολωνάκι και Σύνταγμα μια που μεγάλωσα στο κέντρο. Mε αφορμή το πανεπιστήμιο ανακαλύπτω και διαβάζω Baudrillard, Derrida, Foucault. Έχω ήδη ανακαλύψει μόνος μου μεταξύ άλλων, Bataille, Balzac και Brecht. Ακούω συνεχώς μουσική που γίνεται σταδιακά όλο και πιο ηλεκτρονική και πάω σε συναυλίες κατά βάση στο Ρόδον. Ως μικρός ανήλικος έχω βρεθεί στο ιστορικό διήμερο μουσικό φεστιβάλ Rock in Athens στο Καλλιμάρμαρο, που είδαμε ζωντανά μεταξύ άλλων Clash, Stanglers, Cure και Depeche Mode. Το θυμάμαι ακόμα.
_ Πώς επηρεάζει την αισθητική διαμόρφωσή σου το αστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνεις;
Το περιβάλλον που μεγάλωσα, είναι κάπως σχετικό γιατί ενώ γεννήθηκα στην Αθήνα, έφυγα αρκετά νωρίς, γύρω στα 22 για το Βερολίνο όπου έμεινα συνολικά -με ένα μικρό διάλλειμα- πάνω από 10 χρόνια. Στο μυαλό μου λοιπόν θεωρώ ότι γεννήθηκα στην Αθήνα και μεγάλωσα στο Βερολίνο μια που εκεί ανακάλυψα και ανέπτυξα τον χαρακτήρα μου, τις προτιμήσεις μου και φυσικά την καλλιτεχνική μου ταυτότητα. Το Βερολίνο με έχει επηρεάσει πάρα πολύ, όχι μόνο στην αισθητική μου κατεύθυνση αλλά και στην μέθοδο της δουλειάς μου, στον τρόπο που σκέφτομαι και δημιουργώ.
AEONIUM Installation - Φωτογραφία Μαρία Μαυροπούλου
_ Πώς διαλέγεις τις σπουδές σου; Έχεις ήδη αποφασίσει με τι θα ασχοληθείς; Υπήρξε κατ’ αρχάς σαφής στιγμή απόφασης;
Ως έφηβος είχα μια ξεκάθαρη προτίμηση προς δυο πράγματα, το να διαβάζω όλο και περισσότερο κοινωνική θεωρία και να βλέπω σινεμά. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να σπουδάσω πολιτικές επιστήμες στο ΕΚΠΑ και παράλληλα σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου και αμέσως αφού τελειώσω το πανεπιστήμιο να φύγω έξω για συνέχεια μεταπτυχιακών σπουδών σε καθαρά καλλιτεχνικό-δημιουργικό επίπεδο, πράγματα που έκανα ακριβώς έτσι.
_ Θεωρείς τον εαυτό σου εικαστικό, σκηνοθέτη, και τα δύο ή τίποτα από τα δύο;
Είναι μια ερώτηση που απασχολούσε όταν ξεκίνησα, αυτούς που έβλεπαν την δουλειά μου αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς δεν έχει απασχολήσει ποτέ εμένα. Προερχόμενος καλλιτεχνικά από το σινεμά και τα film studies έβρισκα το σινεμά στο σύνολό του και πέρα από φωτεινές εξαιρέσεις, κάπως περιοριστικό με τον τρόπο που γίνεται και έτσι αναζητούσα κάτι πιο ελεύθερο, πειραματικό ή ποιητικό αν μπορώ να το πω έτσι. Από την άλλη η video art της εποχής που εγώ ξεκινούσα, μου φαινόταν πολύ ενδιαφέρουσα ως φόρμα, αλλά μου έλειπε σ’ αυτήν, η τεχνική-σκηνοθετική αρτιότητα, μια γενικότερη αφηγηματική δομή και το story telling, αυτά δηλαδή που έχει, συνήθως, το κλασσικό σινεμά. Αποφάσισα λοιπόν να το κάνω εγώ. Έκανα ένα είδος κινηματογραφικής video art όπου συνδύασα αυτά που μου άρεσαν από τις δυο αυτές καλλιτεχνικές φόρμες. Στα 20 και πλέον χρόνια που παράγω, εκθέτω, κρίνομαι, βραβεύομαι κλπ. έχω δεχθεί ένα σωρό χαρακτηρισμούς που κυκλοφόρησαν όπως film-art, post video art, cinematic art, artist cinema κλπ. Νομίζω ότι αν έπρεπε, θα χρησιμοποιούσα τον διεθνή όρο moving image artist (καλλιτέχνης κινούμενης εικόνας) που καλύπτει όλο το φάσμα της παραγωγής κινούμενης εικόνας χωρίς να πρέπει να δημιουργήσουμε νέα κουτάκια. Θα έλεγα πάντως ότι και σκέτο «εικαστικός καλλιτέχνης» μου είναι αρκετό.
Charlotte Rampling, Laboratory of Dilemmas
_ Πώς προκύπτει το Βερολίνο; Πώς αλλάζει η ζωή εκεί και ποια από τις βασικές subcultures της εποχής θεωρούσες τη «σκηνή» σου;
Ένα inter-rail που έκανα λίγο πριν πάρω το πτυχίο από το ΕΚΠΑ αρχές δεκαετίας του 90 και αφού γύρισα σχεδόν όλη την δυτική Ευρώπη με έπεισε χωρίς καμία αμφιβολία ότι το Βερολίνο ήταν η πόλη μου. Έκανα την αίτησή μου στα δυο πανεπιστήμιά του, με πήραν και τα δυο και όπως λένε… the rest is history. Έφυγα χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς κάποιο πλάνο επιστροφής και η ζωή μου άλλαξε ραγδαία. Η Αθήνα εκείνης της εποχής ήταν ένα αστείο μπροστά στην καλλιτεχνική παραγωγή και την διάχυτη δημιουργικότητα του Βερολίνου. Η σκηνή μου έγινε πολύ γρήγορα, η σκηνή της ηλεκτρονικής μουσικής, μέσα στην οποία όχι μόνο βρήκα φίλους και παρέες αλλά έκανα και τα πρώτα οπτικοακουστικά μου πειράματα, είτε ως βιντεοκλίπ φίλων παραγωγών-μουσικών, είτε ως βίντεο-προβολές σε clubs. Τα εικαστικά ήρθαν μετά.
_ Μίλησέ μας για το πρώτο σου έργο.
Το πρώτο μου εικαστικό έργο ήταν ένα βίντεο διάρκειας ενός λεπτού που είχε φτιαχτεί μοντάροντας στην σειρά δέκα ασπρόμαυρες φωτογραφίες μιας φίλης φωτογράφου, της Μαρίας Άντελμαν με δέκα δικές μου λεζάντες που έπεφταν πάνω τους, μαζί με ένα soundscape, ένα ηχοτοπίο που είχε φτιάξει ειδικά για το έργο ένας άλλος φίλος ηχολήπτης, ο Σπύρος Αραβοσιτάς. Αφού το τελειώσαμε δεν ξέραμε τι να το κάνουμε, σίγουρα δεν ήταν μια κλασσική ταινία μικρού μήκους. Έμαθα για ένα φεστιβάλ στο Βερολίνο που μόλις τότε ξεκινούσε που λεγόταν “poetry film festival” (υπάρχει ακόμα). Σκέφτηκα ότι μπορεί αυτό που κάναμε να λέγεται έτσι, το έστειλα, το πήραν και μας έδωσαν και το δεύτερο βραβείο καλύτερης ταινίας!
BETA TEST Short 2006
_ Ποιες θεωρείς τις σημαντικότερες επιρροές σου;
Kraftwerk, Erik Satie, Fritz Lang, Godard, Κασαβέτης, Bella Tar, Αδελφοί Dardenne, Haneke, Rothko, Heiner Mueller, Brecht, Κafka, Foucault, Debord, Agamben.
_ Πώς αλλάζει η δουλειά σου στο πέρασμα των χρόνων;
Συνολικά θα έλεγα ότι ξεκίνησα με πιο «απλές», σεναριακά ιστορίες, σε ασπρόμαυρο, χωρίς διαλόγους και συνήθως με ελάχιστη έως καθόλου κινούμενη εικόνα, και μετά, έχοντας κάπως βρει και παγιώσει το στίγμα μου άρχισα να χτίζω πάνω σε αυτό και να προσθέτω στοιχεία όπως χρώμα, διάλογοι, κινούμενη εικόνα και πιο σύνθετες ιστορίες. Επίσης σε επίπεδο φόρμας παρουσίασης, ξεκίνησα από αυτό που στα εικαστικά λέμε «μονοκάναλα» βίντεο, δηλαδή βίντεο που δείχνονται σε μια οθόνη και προχώρησα στα πολυκάναλα με δυο, τρεις, πέντε η και περισσότερες οπτικοακουστικές πηγές. Κάτι άλλο που μ’ αρέσει να δοκιμάζω όσο προχωρώ είναι οι εγκαταστάσεις (Ιnstallations), δηλαδή κατασκευές που ο θεατής ενδεχομένως να μπορεί να μπει μέσα τους σε συνδυασμό -συνήθως- με πηγές ήχου, φωτός ή/και εικόνας που μπορεί να δει ή/και να ακούσει.
_ Ποια είναι η σχέση του έργου σου με τον αστικό κατά βάση χώρο και τη θέση του ανθρώπου και του ανθρώπινου σώματος μέσα σε αυτό;
Τα πιο πολλά από τα πρώτα έργα μου, θα έλεγα της πρώτης δεκαετίας, αφορούν ακριβώς αυτό που ρωτάς, τον αστικό ιστό και τον άνθρωπο-σώμα μέσα σε αυτόν τον ιστό. Δείχνω ανθρώπους που περιφέρονται σε πόλεις ενίοτε σαν χαμένοι, μοναχικοί αναζητώντας κάτι που ίσως ούτε οι ίδιοι ξέρουν. Στην πορεία μου, αρχίζουν να με ενδιαφέρουν περισσότερο αυτοί οι άνθρωποι, τους πλησιάζω, θέλω να καταλάβω πώς σκέφτονται, πώς αποφασίζουν, τι τους απασχολεί, τους βάζω να συνομιλούν, τους κλείνω σε δωμάτια, τους περιορίζω και τους κοιτώ πιο διεξοδικά.
Δαβιδ Μαλτέζε, "EMPIRICAL DATA" 2009/2019
_ Χρησιμοποιείς κινούμενη εικόνα σαν stills και μονταζιακά αντιστρόφως. Μίλησέ μας για τη χρήση της στατικότητας και της κίνησης μέσα ή εναντίον της.
Έχω κάνει μια σειρά έργων, που ενώ δείχνονται ως βίντεο, χρησιμοποιούν μόνο στατικές εικόνες. Η στατική εικόνα είναι η πηγή του κινηματογράφου και αντίστοιχα της κινούμενης εικόνας η οποία δεν είναι τίποτε περισσότερο από 24 η 25 φωτογραφικά καρέ που τρέχουν τόσο γρήγορα μπροστά στα μάτια του θεατή, έτσι ώστε να του δίνουν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Ήθελα λοιπόν να επιστρέψω στην πρώτη ύλη και να δουλέψω με αυτήν. Στην πορεία μου και μετά τα πρώτα μου έργα, προσθέτω και κινουμένη εικόνα η οποία πολλές φορές είναι αρκετά στατική και θα έλεγα κάπως αποστασιοποιημένη σαν να φλερτάρει με την ακινησία αλλά και με την αίσθηση ότι η δράση συμβαίνει από μόνη της και η κάμερα απλώς είναι εκεί και την καταγράφει.
_ Ποια είναι η σχέση του έργου σου με τον λόγο;
Στα πρώτα μου έργα και για αρκετά χρόνια, δεν υπάρχει προφορικός, παρά μόνο γραπτός λόγος που εμφανίζεται πάνω στην οθόνη. Αυτός ο λόγος δεν ανήκει απαραίτητα στην «τρέχουσα» πλοκή, ούτε αποδίδεται σε κάποιο πρόσωπο – πρωταγωνιστή του έργου. Μπορεί -επίτηδες- να φαντάζει άσχετος, αποστασιοποιημένος ή και κριτικός. Μερικές φορές είναι σαν μια άλλη ιστορία που τρέχει παράλληλα και ο θεατής καταλαβαίνει σιγά-σιγά τη σημασία της. Στην πορεία ενώ αρχίζω να χρησιμοποιώ προφορικό λόγο και ενίοτε διαλόγους, συχνά αυτός ο λόγος χαρακτηρίζεται από μια αφαίρεση που θέλω να πιστεύω ότι του δίνει έναν συμβολισμό και μια δυναμική πέρα από την τρέχουσα πλοκή του έργου, όποια κι αν είναι αυτή.
Γενικότερα ο λόγος στα έργα μου, είναι κάτι εύπλαστο στο μυαλό μου, πολύ σημαντικό μεν αλλά όχι με μια συγκεκριμένη φόρμα, ούτε με έναν συγκεκριμένο ρόλο.
_ Χρησιμοποιείς ηθοποιούς σε πολλά έργα σου. Πώς δουλεύεις μαζί τους σε μια συνθήκη μάλλον ασυνήθιστη γι’ αυτούς;
Δεν έχω βιώσει ποτέ την συνθήκη δημιουργίας των έργων μου ως κάτι ασυνήθιστο. Αυτή είναι η δική μου φυσιολογικότητα και απλώς την κάνω όσο γίνεται πιο σαφή και κατανοητή στους συνεργάτες μου ηθοποιούς. Θα έλεγα μάλιστα ότι η διαδικασία του γυρίσματος είναι απολύτως συνηθισμένη, αυτό που κάνει την διαφορά είναι ο κατακερματισμός της εκάστοτε ιστορίας τόσο σεναριακά, όσο και σε επίπεδο τελικής παρουσίασης του έργου σε πολλά μόνιτορ κλπ. Υπήρχε όντως μια ιδιαιτερότητα όταν δούλευα αποκλειστικά με stills, γιατί δεν τα έβγαζα από βίντεο αλλά ήταν πραγματικές φωτογραφίες, οπότε οι ηθοποιοί έπρεπε να είναι πιο αργοί στις κινήσεις και τις εκφράσεις τους. Δεν θυμάμαι πάντως να μας/τους είχε δυσκολέψει.
Αντώνης Μυριαγκός "Δομές Συναισθημάτων", 2020
_ Ποια θεωρείς για την προσωπική σου πορεία τα έργα-σταθμούς σου;
Οπωσδήποτε δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω το έργο μου «Εργαστήριο Διλημμάτων» με το οποίο εκπροσώπησα ατομικά την Ελλάδα στην Μπιενάλε εικαστικών της Βενετίας το 2017. Το έργο ήταν μια αφηγηματική οπτικοακουστική εγκατάσταση δυο επιπέδων, συνολικού εμβαδού 250 τ.μ. και 12 διαφορετικών πηγών ήχου και εικόνας που έπαιζαν ταυτόχρονα. Τόσο από πλευράς μεγέθους παραγωγής, πολυπλοκότητας του έργου αλλά και δυσκολίας συνθηκών παρουσίασης ήταν οπωσδήποτε ένα έργο σταθμός για μένα. Εκτός των άλλων μου έδωσε την χαρά να δουλέψω με μια ηθοποιό που εκτιμώ και πάντα θαύμαζα, την Charlotte Rampling. Το γεγονός επίσης ότι είχε πολύ μεγάλη απήχηση στο διεθνές κοινό της Μπιενάλε Βενετίας και εισέπραξε εξαιρετικές κριτικές με εισήγαγε σε έναν νέο κύκλο εκθέσεων, συλλογών, ατομικών αφιερωμάτων και γενικότερα επαγγελματικών διεθνών σχέσεων σε πολλά επίπεδα και πέρα από αυτά που συμμετείχα και είχα ήδη και πριν την Μπιενάλε. Στα πλαίσια αυτού, το έργο έχει γίνει και αντικείμενο ακαδημαϊκής διδασκαλίας και αντίστοιχα ακαδημαϊκών ερευνών και εργασιών σε διάφορα πανεπιστήμια της Ελλάδας και διεθνώς. (ΑΠΘ, Kings College Λονδίνο κλπ)
LABORATORY OF DILEMMAS 2017, Φωτογραφία Μπόρις Κιρπότιν
_ Έχεις κάνει και τηλεόραση. Πώς προέκυψε; Τι θυμάσαι από αυτό; Θα ξαναέκανες;
Η τηλεόραση ξεκίνησε στο Βερολίνο όταν ακόμα ήμουν στο πανεπιστήμιο, με προτροπή ενός φίλου - συμφοιτητή τότε, πήγε για δυο-τρία χρόνια και μετά συνεχίστηκε σποραδικά για κάποια ακόμη χρόνια, πάντα με επίκεντρο τα πολιτιστικά και το ντοκιμαντέρ. Αυτό που πάντα θα θυμάμαι από την τηλεόραση είναι η πίεση του χρόνου που για κάποιο λόγο υπάρχει πάντα, μια που αυτό που κάνεις, συνήθως παίζει πολύ άμεσα. Αυτό νομίζω ήταν ένα μεγάλο μάθημα για εμένα, το να ξέρεις να διαχειρίζεσαι την πίεση του χρόνου στην παραγωγή του έργου σου καθώς και το άγχος που αυτή επιφέρει και να συνεχίζεις να δουλεύεις συγκεντρωμένος μέχρι την τελευταία στιγμή. Φυσικά όλα αυτά μου ήταν πολύ χρήσιμα στην μετέπειτα δουλειά μου ως εικαστικός. Και ναι, υπό προϋποθέσεις, μπορεί και να ξαναέκανα τηλεόραση αν ήταν κάτι κοντά στα ενδιαφέροντά μου.
_ Γενικά, θα άλλαζες φορμά; Θα μπορούσες να φανταστείς τον εαυτό σου να περνάει σε κάτι εντελώς άλλο; Ενδεχομένως πιο αφηγηματικό
Δεν θα απέκλεια το να κάνω μια «κανονική» μεγάλου μήκους ταινία, ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Κάτι όπως λες πιο αφηγηματικό με την κλασσική έννοια του όρου. Επίσης μόλις ολοκλήρωσα την έκθεση ενός νέου μου έργου που συμπυκνώνει δυο πρωτιές για μένα. Κατ’ αρχήν έκανα για πρώτη φορά ένα έργο σε δημόσιο χώρο, και δεύτερον ήταν ένα έργο που για πρώτη φορά δεν περιελάμβανε ήχο ή εικόνα.
_ Πες μας λίγα λόγια για αυτό το τελευταίο σου έργο, το Moodboard.
Το Moodboard (Ελλ. Πίνακας Διαθέσεων) είναι μια διαδραστική φωτιστική εγκατάσταση που στήθηκε στην Πλατεία Κοτζιά για περίπου όλο τον περασμένο Οκτώβριο 2024. Τα φώτα του άλλαζαν χρωματικές τονικότητες ανάλογα με τις απαντήσεις που έδιναν οι θεατές του έργου σε ένα ερωτηματολόγιο που αφορούσε την αίσθηση που έχουν ως πολίτες στην Αθήνα/Ελλάδα.
MOODBOARD
Προσχέδια του έργου_Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός Ειρήνη Σάπκα
Σχεδιαστική απεικόνιση του έργου_Σύμβουλος Φωτισμού Μαρία Μανέτα
_ Τι ακολουθεί;
Ετοιμάζω μια εικαστική παρέμβαση (intervention) υπό την μορφή μιας περιπατητικής έκθεσής μου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά που θα εκτυλίσσεται σε διάφορους χώρους του κτιρίου αλλά όχι στην σκηνή του.
_ Πώς φαντάζεσαι το μέλλον και ποια είναι τα σχέδιά σου;
Έχω την αίσθηση ότι το μέλλον θα έχει το παράδοξο του να μας δίνει την αίσθηση των πολλών δυνατοτήτων ενώ ταυτόχρονα θα αφήνει όλο και περισσότερους εκτός αυτών ακριβώς των δυνατοτήτων. Θεωρητικά όλα θα είναι δυνατά, ενώ πρακτικά θα είναι όλα, όλο και πιο δύσκολα. Τα σχέδια μου είναι να διατηρήσω όσο γίνεται περισσότερο την δυνατότητα να μπορώ να πω και να δείξω μέσα από τα έργα μου αυτό που μόλις είπα.
AEONIUM
Ο Γιώργος Δρίβας είναι εικαστικός καλλιτέχνης. Με το έργο του «Εργαστήριο Διλημμάτων» εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε Εικαστικών της Βενετίας το 2017. Το έργο του έχει παρουσιασθεί ως ατομική έκθεση στο Annex M του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Αθήνας και στο Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Ρώμης (Galleria Nazionale d’ Arte Moderna) ενώ έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από 150 ομαδικές εκθέσεις και φεστιβάλ στην Ελλάδα και διεθνώς και έχει τιμηθεί με σειρά βραβείων και διακρίσεων καθώς και με μια σειρά έντυπων ελληνόγλωσσων και ξενόγλωσσων μονογραφιών. Έργα του αποτελούν μέρος της συλλογής του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Αθήνας.