
- Πείτε μας λίγα λόγια για σας. Πού μεγαλώσατε; Τι θυμάστε πιο έντονα από την παιδική σας ηλικία;
Είμαι η Ιωάννα Σκλιάμη, Ψυχολόγος και Εγκληματολόγος. Μεγάλωσα και ζω στην Αθήνα, ενώ η καταγωγή μου είναι από το πανέμορφο Ναύπλιο. Τα καλοκαίρια μου εκεί είναι από τις πιο ζωντανές και τρυφερές αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας: μπάνια, παγωτά, ποδήλατο στην παραλία, γέλια με ξαδέρφια και φίλους, ανεμελιά. Θυμάμαι ακόμα τη μυρωδιά του αντηλιακού ανακατεμένη με γιασεμί, και την αίσθηση ότι ο κόσμος ήταν ασφαλής, παιχνιδιάρικος και γεμάτος φως.
Η εφηβεία για μένα ήταν μια περίοδος γεμάτη ένταση, ανακαλύψεις και μικρές εσωτερικές επαναστάσεις.
Θυμάμαι όμως πιο έντονα κάτι απλό αλλά ουσιαστικό: ήθελα μόνο να παίζω. Να πηγαίνω στην παιδική χαρά, να σκαρφαλώνω, να τρέχω, να χάνεται η ώρα χωρίς πρόγραμμα. Το παιχνίδι ήταν για μένα έκφραση, παρατήρηση, ζωή. Και μέσα σε αυτή την απλότητα, γεννήθηκε αθόρυβα και μια άλλη πλευρά μου, η πλευρά τού να παρατηρώ.
Αυτό ξεκίνησε μέσα στο σπίτι, με τους γονείς μου. Από πολύ μικρή παρατηρούσα τα πάντα γύρω τους: τις εκφράσεις τους, τις μικρές αλλαγές στη φωνή, τις αντιδράσεις τους στις καταστάσεις. Ήθελα να καταλάβω πώς νιώθουν, ακόμα κι όταν δεν το έλεγαν. Ήταν σαν να προσπαθούσα να "διαβάσω" συναισθήματα πίσω από τις λέξεις. Αυτή η ανάγκη για κατανόηση ξεκίνησε από το οικείο και με τα χρόνια επεκτάθηκε σε κάθε μορφή ανθρώπινης συμπεριφοράς. Δεν το ήξερα τότε, αλλά αυτή ήταν η πρώτη μου αυθεντική επαφή με την ψυχολογία.
- Πώς ήταν η σχολική σας ζωή;
Η σχολική μου ζωή είχε δύο διακριτές φάσεις. Μέχρι και το Γυμνάσιο, η αλήθεια είναι πως δεν με τραβούσε το διάβασμα, το μόνο που ήθελα ήταν να βγαίνω έξω, να παίζω με τις φίλες μου και να ζω τη στιγμή. Ήμουν δραστήρια, κοινωνική και ήθελα να είμαι συνέχεια σε κίνηση. Η μελέτη δεν ήταν προτεραιότητα και μάλλον δεν με συγκινούσε ακόμα το “γιατί” πίσω από τα πράγματα.
Αυτό όμως άρχισε να αλλάζει σταδιακά στο Λύκειο. Εκεί ένιωσα πως κάτι μέσα μου ωρίμαζε, άρχισα να συνδέομαι πιο ουσιαστικά με τη γνώση, όχι απλώς ως υποχρέωση, αλλά ως εσωτερική ανάγκη. Τα αγαπημένα μου μαθήματα ήταν η Έκθεση και τα Μαθηματικά Γενικής Παιδείας. Όσο περίεργο και να ακούγεται, καθώς ήμουν μαθήτρια τής Θεωρητικής Κατεύθυνσης, μου άρεσαν πολύ τα Μαθηματικά Γενικής, τα είχα πάρει και ως επιλογή στις Πανελλήνιες. Η Έκθεση γιατί μου έδινε χώρο να εκφράζομαι ελεύθερα και να σκεφτώ πιο βαθιά, και τα Μαθηματικά γιατί μου άρεσε η καθαρότητα και η λογική τους. Ήταν δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι, που όμως με έλκυαν εξίσου.
Γενικά, ήμουν ένα παιδί που δεν ξεχώριζε για την “άριστη” προσέγγιση στη μελέτη από την αρχή, αλλά σιγά-σιγά διαμόρφωσα μια προσωπική σχέση με τη μάθηση, βασισμένη στο ενδιαφέρον και στην αναζήτηση νοήματος.
- Έρχεται η εφηβεία. Ποια ήταν τα ενδιαφέροντά σας, τα διαβάσματα, τα ακούσματά σας, τι ταινίες βλέπατε;
Η εφηβεία για μένα ήταν μια περίοδος γεμάτη ένταση, ανακαλύψεις και μικρές εσωτερικές επαναστάσεις. Αναζητούσα συνεχώς ερεθίσματα που θα με έκαναν να νιώθω και να σκέφτομαι. Διάβαζα λογοτεχνία, κοινωνικά και ψυχολογικά μυθιστορήματα που άνοιγαν παράθυρα σε άλλους κόσμους, αλλά και άρθρα για κοινωνικά ζητήματα, ανθρώπινες σχέσεις και την επικαιρότητα.
Στις ταινίες, η καρδιά μου χτυπούσε για τις ιστορίες δράσης, τις περιπέτειες, τις αστυνομικές υποθέσεις και τα ψυχολογικά θρίλερ χωρίς να λείπουν και οι συναισθηματικές ταινίες που με έκαναν να συγκινούμαι και να βλέπω την ανθρώπινη πλευρά των πραγμάτων. Ήταν σαν να έψαχνα πάντα αυτό το «κάτι» που θα με έκανε να σκεφτώ βαθύτερα.
Η μουσική, όμως, ήταν ο δικός μου προσωπικός κόσμος. Με ταξίδευε και συνεχίζει να το κάνει· με άφηνε να μένω μόνη με τον εαυτό μου και τις σκέψεις μου, να πλάθω εικόνες, να βρίσκω απαντήσεις ή να δημιουργώ ερωτήματα. Ήταν και είναι ο ασφαλής μου τόπος, εκεί όπου δεν χρειάζεται να εξηγήσω τίποτα σε κανέναν.
Κοιτώντας πίσω, συνειδητοποιώ ότι όλα αυτά τα φαινομενικά «απλά» ενδιαφέροντα, τα βιβλία, οι ταινίες, η μουσική έβαζαν τότε, χωρίς να το καταλαβαίνω, τα θεμέλια για την ανάγκη μου να κατανοήσω τον άνθρωπο και τις ιστορίες που κουβαλά μέσα του.
Η Θεολογία μού έδωσε το πλαίσιο για να κατανοήσω τον άνθρωπο μέσα από το υπαρξιακό και ηθικό του υπόβαθρο. Η Ψυχολογία, όμως, μου έδωσε το εργαλείο να τον πλησιάσω πιο άμεσα, πιο βιωματικά όχι ως ιδέα αλλά ως παρουσία.
- Πότε και πώς προκύπτει το ενδιαφέρον σας για την ψυχολογία;
Η αγάπη μου για την Ψυχολογία δεν εμφανίστηκε απότομα, γεννήθηκε σταδιακά, μέσα από εσωτερική αναζήτηση και επαφή με τον άνθρωπο. Η πρώτη μου ακαδημαϊκή πορεία ήταν στο Τμήμα Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκεί, μέσα από μαθήματα και προβληματισμούς που άγγιζαν την ανθρώπινη ύπαρξη, τις ηθικές διαδρομές και τις εσωτερικές συγκρούσεις, άρχισα να έλκομαι όλο και περισσότερο προς το ψυχικό βάθος του ανθρώπου.
Η Θεολογία μού έδωσε το πλαίσιο για να κατανοήσω τον άνθρωπο μέσα από το υπαρξιακό και ηθικό του υπόβαθρο. Η Ψυχολογία, όμως, μου έδωσε το εργαλείο να τον πλησιάσω πιο άμεσα, πιο βιωματικά όχι ως ιδέα αλλά ως παρουσία. Και αυτό ήταν λυτρωτικό για μένα.
Παράλληλα, παρακολούθησα σεμινάρια σχετιζόμενα με την ψυχολογία και τον άνθρωπο ως ψυχοκοινωνική οντότητα και κατάλαβα πως αυτό ήταν το κομμάτι που με άγγιζε αληθινά. Δεν ήταν πια απλώς ενδιαφέρον, ήταν ανάγκη. Ένιωθα πως ήθελα όχι μόνο να κατανοώ τους άλλους αλλά να μπορώ και να τους βοηθάω μέσα από ένα επιστημονικό εργαλείο.
Κάποια στιγμή, σε ένα από αυτά τα πρώτα σεμινάρια, θυμάμαι έντονα να ακούω μια ψυχολόγο να μιλά για τη δύναμη τής ενσυναίσθησης και μέσα μου να νιώθω πως αυτό ήταν που πάντα αναζητούσα: έναν τρόπο να «συναντώ» τον άλλον χωρίς να τον σώζω, χωρίς να τον διορθώνω, αλλά να τον βλέπω αληθινά.
Έτσι, πήρα την απόφαση να ασχοληθώ επαγγελματικά με την Ψυχολογία και να ακολουθήσω έναν δρόμο που, έκτοτε, δεν έχω πάψει να αγαπώ.
- Οι σπουδές αυτές ήταν συνειδητή επιλογή; Πώς φανταζόσασταν τον εαυτό σας μέσα σε αυτό το πλαίσιο;
Ναι, οι σπουδές στην Ψυχολογία ήταν για μένα μια βαθιά συνειδητή επιλογή. Είχα ήδη αρχίσει να νιώθω μέσα από τη Θεολογία αλλά και από τα πρώτα σεμινάρια που παρακολούθησα, ότι η ανθρώπινη ψυχή με γοήτευε, όχι μόνο θεωρητικά αλλά και βιωματικά. Δεν με ενδιέφερε απλώς η γνώση, αλλά η ουσιαστική κατανόηση του άλλου.
Όταν φανταζόμουν τον εαυτό μου σε αυτόν τον χώρο, με έβλεπα να ακούω, να στηρίζω, να μπορώ να βλέπω πέρα από τη συμπεριφορά και να βοηθάω τον άνθρωπο να ανακαλύψει τη δική του αλήθεια. Πάντα με απασχολούσε το “γιατί” πίσω από τις αντιδράσεις και τις επιλογές.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μένα έχει η ψυχολογία του εργαζόμενου ειδικά σε επαγγέλματα υψηλής πίεσης και ευθύνης. Τα επαγγέλματα πρώτης γραμμής, όπως οι αστυνομικοί, οι νοσηλευτές, οι πυροσβέστες, οι διασώστες, κουβαλούν πολύ μεγάλο ψυχικό φορτίο και συχνά καλούνται να διαχειριστούν κρίσεις χωρίς να έχουν οι ίδιοι το περιθώριο να εκφράσουν τη δική τους ευαλωτότητα. Αυτός ο τομέας της ψυχολογίας με συγκινεί βαθιά και αποτελεί μία από τις πολλές κατευθύνσεις που θα ήθελα να εμβαθύνω ακόμη περισσότερο.
Η εικόνα του ανθρώπου που καλείται να σταθεί δυνατός για όλους, ενώ μέσα του ίσως να λυγίζει, με κινητοποιεί να προσφέρω εκεί που η στήριξη είναι πιο σιωπηλά αναγκαία.
- Μιλήστε μας για τις σπουδές σας. Τι ήταν το πιο ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτές;
Η ακαδημαϊκή μου πορεία ξεκίνησε με σπουδές Ψυχολογίας στο Μητροπολιτικό Κολλέγιο, σε συνεργασία με το University of East London, όπου απέκτησα την Άδεια Άσκησης Επαγγέλματος Ψυχολόγου. Στο πλαίσιο αυτών των σπουδών εκπόνησα τη διπλωματική μου εργασία με θέμα: Οι αντιλήψεις Ψυχολόγων, Ψυχοθεραπευτών και Κοινωνιολόγων για τη γυναικεία παραβατικότητα, ένα ζήτημα που συνεχίζει να με απασχολεί επιστημονικά.
Η επιθυμία μου να εμβαθύνω στην κατανόηση του εγκληματικού φαινομένου με οδήγησε στην απόφαση να συνεχίσω τις σπουδές μου στην Εγκληματολογία, στο University of Nicosia της Κύπρου, ολοκληρώνοντας το μεταπτυχιακό μου με αντικείμενο: Η σημασία και ο ρόλος της ανακριτικής διαδικασίας στην ανάκριση υπόπτων για σεξουαλικά εγκλήματα - Το προφίλ των ενήλικων δραστών. Ήταν μια εμπειρία που διεύρυνε καταλυτικά την οπτική μου πάνω στον άνθρωπο και την κοινωνία, καθώς μου επέτρεψε να δω πώς η ανθρώπινη συμπεριφορά διαμορφώνεται όχι μόνο από εσωτερικούς ψυχολογικούς μηχανισμούς, αλλά και από κοινωνικές δομές, πολιτισμικά πρότυπα και θεσμικούς μηχανισμούς. Κατάλαβα καλύτερα την πολυπλοκότητα του εγκλήματος ως κοινωνικού φαινομένου και την ανάγκη να το προσεγγίζουμε συνδυάζοντας επιστημονική ακρίβεια με ανθρωπιά.
Παράλληλα, ολοκλήρωσα τη διετή εκπαίδευσή μου στη Συνθετική Ψυχοθεραπεία, στο Κέντρο Θεραπευτικής Συμβουλευτικής Παιδιών και Ενηλίκων, καθώς και πλήθος πιστοποιημένων εκπαιδεύσεων, μεταξύ των οποίων στην Εγκληματολογική Ψυχολογία, τη Δικαστική Ψυχολογία και την Ανακριτική. Αυτή την περίοδο εκπαιδεύομαι στην Ανάλυση Λόγου, μια μεθοδολογία που με βοηθάει να εντοπίζω πιο λεπτές πτυχές της ψυχικής έκφρασης μέσω του λόγου, καθώς και στο Criminal Profiling.
Παράλληλα, είμαι Πιστοποιημένη Επαγγελματίας Ανθρώπινου Δυναμικού (Human Resources Professional), καθώς με ενδιαφέρει ιδιαίτερα και η Ψυχολογία του εργαζομένου κυρίως σε περιβάλλοντα υψηλής πίεσης και επαγγέλματα πρώτης γραμμής. Τέλος, έχω ενεργή παρουσία ως αρθρογράφος, με σκοπό να επικοινωνώ τις γνώσεις και τις εμπειρίες μου προς ένα ευρύτερο κοινό, ενισχύοντας τη σύνδεση επιστήμης και κοινωνίας.
Αυτό που θεωρώ πιο ενδιαφέρον σε όλες μου τις σπουδές είναι η δυναμική σχέση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Δεν πρόκειται απλώς για γνώση, αλλά για ένα εργαλείο ουσιαστικής σύνδεσης, κατανόησης και, τελικά, υποστήριξης του ανθρώπου είτε είναι θεραπευόμενος, είτε θύμα, είτε ακόμη και θύτης.
- Ποιες θεωρείτε τις πιο σημαντικές εξελίξεις στην ψυχολογία τα τελευταία χρόνια;
Τα τελευταία χρόνια η Ψυχολογία έχει κάνει σημαντικά βήματα, τόσο στη θεωρητική της προσέγγιση όσο και στην εφαρμογή της στην καθημερινότητα. Μία από τις πιο σημαντικές εξελίξεις θεωρώ πως είναι η ανάδειξη της ψυχικής υγείας ως προτεραιότητα στη δημόσια σφαίρα, όχι πια ως ταμπού, αλλά ως βασικός πυλώνας υγείας και ευημερίας. Η έννοια της ψυχοθεραπείας έχει απενοχοποιηθεί σημαντικά, και όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν βοήθεια χωρίς να αισθάνονται ότι έχουν κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Αυτό είναι μια πολύ ουσιαστική πρόοδος.
Το έγκλημα αλλάζει μορφή ανάλογα με την εποχή, τις κοινωνικές συνθήκες και τη συλλογική συνείδηση. Στη σημερινή εποχή της άμεσης πληροφόρησης και της ψηφιακής έκθεσης, δεν είναι απαραίτητο ότι καταγράφονται περισσότερα εγκλήματα, αλλά ότι γίνονται πιο ορατά και συζητιούνται πιο ανοικτά.
Επιπλέον, η σύνδεση της ψυχολογίας με άλλα επιστημονικά πεδία, όπως η νευροεπιστήμη, η εγκληματολογία, αλλά και η τεχνολογία έχει ανοίξει νέους δρόμους. Η κατανόηση του εγκεφάλου, η επίδραση του τραύματος, η λειτουργία της μνήμης και των συναισθημάτων, η σχέση σώματος-νου, είναι πεδία που φωτίζονται πλέον με πιο ολιστικό τρόπο.
Ειδικά στον τομέα της εγκληματολογίας και του criminal profiling, η σύγχρονη ψυχολογία συμβάλλει ουσιαστικά στην κατανόηση και πρόληψη της εγκληματικής συμπεριφοράς, αλλά και στην πιο αποδοτική στήριξη των επαγγελματιών πρώτης γραμμής, οι οποίοι έρχονται καθημερινά σε επαφή με έντονα ψυχικά φορτία.
Τέλος, θεωρώ πολύ σημαντική την αυξανόμενη έμφαση που δίνεται στην ψυχολογία του εργασιακού περιβάλλοντος, στην ανάπτυξη ψυχικής ανθεκτικότητας, στην πρόληψη του burnout και στη δημιουργία ασφαλών εργασιακών πλαισίων. Είναι κάτι που αφορά όλους μας και που επιτέλους αντιμετωπίζεται πιο σοβαρά, όχι ως “πολυτέλεια”, αλλά ως αναγκαιότητα.
Είναι ενθαρρυντικό να βλέπουμε την ψυχολογία να βγαίνει από τα στενά της όρια και να αγγίζει την καθημερινότητα τού καθενός, γιατί τελικά, όλοι κουβαλάμε ιστορίες, ευαλωτότητες και ανάγκη για ουσιαστική κατανόηση.

- Πώς προκύπτει η εγκληματολογία;
Η εγκληματολογία μπήκε στη ζωή μου φυσικά ως συνέχεια του ενδιαφέροντός μου για τον άνθρωπο και τη συμπεριφορά του, αλλά με μια πιο συγκεκριμένη και σκοτεινή κατεύθυνση. Από νωρίς ένιωθα την ανάγκη να κατανοήσω τι οδηγεί έναν άνθρωπο στο έγκλημα: ποιο είναι το ψυχικό, κοινωνικό, βιωματικό του υπόβαθρο; Ποιες ανάγκες, ποια τραύματα, ποια δυναμική δημιουργεί μια εγκληματική πράξη; Το έγκλημα για μένα δεν είναι ποτέ ένα “στιγμιαίο” γεγονός. Είναι προϊόν σύνθετων κοινωνικών, ψυχολογικών και πολιτισμικών διεργασιών. Μου προκαλεί διαρκώς ερωτήματα: Ποια ήταν τα περιβάλλοντα του δράστη; Τι είδους σπρότυπα είχε; Πώς διαμορφώθηκαν οι ηθικές του δομές; Υπάρχουν επαναλαμβανόμενα μοτίβα; Κάθε φορά που μελετώ το προφίλ ενός θύτη, προσπαθώ να δω πίσω από την πράξη: ποια ήταν η διαδρομή που τον οδήγησε εκεί. Δεν υπάρχει πάντα απάντηση, αλλά αυτή η αναζήτηση με κάνει να νιώθω ότι συνεισφέρω σε κάτι μεγαλύτερο, στην πρόληψη, στη γνώση, στην προστασία του κοινωνικού συνόλου.
Το ενδιαφέρον αυτό με οδήγησε στο να εμβαθύνω επιστημονικά στο πεδίο της εγκληματολογίας. Ήταν ένα φυσικό “πάντρεμα” με την ψυχολογία δύο επιστήμες που, όταν συνυπάρχουν, επιτρέπουν μια πιο ολοκληρωμένη κατανόηση του φαινομένου της παραβατικότητας.
Μέσα από σεμινάρια, πιστοποιήσεις και την ενασχόλησή μου με το criminal profiling, άρχισα να βλέπω το έγκλημα όχι απλώς ως πράξη, αλλά ως αποτέλεσμα διαδρομής. Και αυτό με συγκινεί και με κινητοποιεί: το να κατανοήσουμε τον δράστη, όχι για να τον δικαιολογήσουμε, αλλά για να μπορέσουμε να παρέμβουμε, να προλάβουμε, να αποτρέψουμε.
Η εγκληματική δράση δεν πηγάζει από μία και μόνο αιτία είναι το αποτέλεσμα της διασταύρωσης βιολογικών, ψυχολογικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
- Τι σπουδές θα πρέπει να κάνει κανείς για να ακολουθήσει αυτή την κατεύθυνση;
Για να ακολουθήσει κανείς την κατεύθυνση της εγκληματολογίας, χρειάζεται πρώτα απ’ όλα ένα ισχυρό ακαδημαϊκό υπόβαθρο στις ανθρωπιστικές ή κοινωνικές επιστήμες. Οι πιο συχνές διαδρομές είναι μέσω της Ψυχολογίας, της Κοινωνιολογίας, της Νομικής ή της Κοινωνικής Εργασίας. Από εκεί και πέρα, η εξειδίκευση στην Εγκληματολογία γίνεται είτε σε μεταπτυχιακό επίπεδο είτε μέσω πιστοποιημένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων και σεμιναρίων.
Υπάρχουν επίσης πιο εξειδικευμένες κατευθύνσεις, όπως το Criminal Profiling, η Δικαστική Ψυχολογία, η Κλινική Εγκληματολογία, η Ανακριτική Ψυχολογία, η Θυματολογία, η Εγκληματολογική Ψυχοπαθολογία, η Ψηφιακή Εγκληματολογία, καθώς και η Σωφρονιστική Εγκληματολογία. Κάθε μία απαιτεί εξειδικευμένη γνώση, συνεχή επιμόρφωση, επαφή με την πράξη και κατανόηση της κοινωνικής διάστασης του εγκλήματος. Πρόκειται για πεδία που εξελίσσονται συνεχώς, καθώς το ίδιο το έγκλημα αλλάζει μορφή, μέσα, προφίλ και κίνητρα. Πέρα όμως από την ακαδημαϊκή και επαγγελματική κατάρτιση, αυτός ο χώρος απαιτεί και ειδική ψυχική προετοιμασία. Συναισθηματική ανθεκτικότητα, ικανότητα για κριτική σκέψη χωρίς ηθικές παρωπίδες, διαχείριση έντονων πληροφοριών και κυρίως βαθιά ενσυναίσθηση όχι για να εξηγήσεις ή να συγχωρήσεις το έγκλημα, αλλά για να το κατανοήσεις σε βάθος. Μόνο έτσι μπορείς να συμβάλεις ουσιαστικά στην πρόληψη, τη στήριξη των θυμάτων, την αποκατάσταση ή ακόμη και τη σωφρονιστική προσέγγιση του θύτη, με επιστημονικότητα, ευαισθησία και ηθικό προσανατολισμό.
- Τι διαφορά βλέπετε στο έγκλημα σήμερα σε σχέση με τα παλιότερα χρόνια; Θεωρείτε, για παράδειγμα, ότι υπάρχει μια τάση σε εγκλήματα με θύματα γυναίκες και παιδιά;
Το έγκλημα αλλάζει μορφή ανάλογα με την εποχή, τις κοινωνικές συνθήκες και τη συλλογική συνείδηση. Στη σημερινή εποχή της άμεσης πληροφόρησης και της ψηφιακής έκθεσης, δεν είναι απαραίτητο ότι καταγράφονται περισσότερα εγκλήματα, αλλά ότι γίνονται πιο ορατά και συζητιούνται πιο ανοικτά. Η αυξημένη κοινωνική ευαισθητοποίηση και η δυναμική των μέσων ενημέρωσης έχουν ενισχύσει τη δημόσια επίγνωση, καθιστώντας τα εγκλήματα αντικείμενο ανάλυσης και διαλόγου.
Ειδικά όσον αφορά τα εγκλήματα με θύματα γυναίκες και παιδιά, δεν μιλάμε απαραίτητα για ποσοτική αύξηση, αλλά για ποιοτική ανάδειξη. Η έμφυλη βία υπήρχε ανέκαθεν, ωστόσο στο παρελθόν ήταν σε μεγάλο βαθμό αθέατη, αποσιωπημένη ή ακόμα και νομιμοποιημένη μέσα από κοινωνικά στερεότυπα και πατριαρχικές αντιλήψεις. Σήμερα, χάρη στην κοινωνική αφύπνιση, τη δράση κινημάτων υπεράσπισης των θυμάτων, αλλά και την επιστημονική συμβολή της ψυχολογίας και της εγκληματολογίας, αυτές οι μορφές βίας αναγνωρίζονται, καταγγέλλονται και αναλύονται με μεγαλύτερη διαύγεια και αποφασιστικότητα.
Παράλληλα, βλέπουμε να αναδύονται νέες, περισσότερο έμμεσες ή ψηφιακές μορφές εγκληματικότητας, όπως η διαδικτυακή παρενόχληση, η συναισθηματική κακοποίηση ή η βία μέσω των κοινωνικών δικτύων. Αυτά τα φαινόμενα πλήττουν κυρίως τις πιο ευάλωτες ομάδες, γυναίκες, παιδιά, εφήβους και μας καλούν να επαναπροσδιορίσουμε όχι μόνο τη φύση του εγκλήματος, αλλά και τα θεσμικά και κοινωνικά όρια της προστασίας. Είναι σημαντικό να επεκτείνουμε την έννοια της ασφάλειας, ώστε να περιλαμβάνει και την ψυχολογική, ψηφιακή και πολιτισμική διάσταση της βίας.
- Υπάρχει ενιαίο προφίλ «θύτη»; Υπάρχουν δηλαδή κοινά χαρακτηριστικά που συνδέουν τις προσωπικότητες των δραστών;
Στην πράξη, δεν υφίσταται ένα ενιαίο και αμετάβλητο προφίλ δράστη, αλλά ένα σύνολο επαναλαμβανόμενων μοτίβων που αναδύονται μέσα από συγκεκριμένα ψυχολογικά και κοινωνικά πλαίσια.
Η εγκληματική δράση δεν πηγάζει από μία και μόνο αιτία είναι το αποτέλεσμα της διασταύρωσης βιολογικών, ψυχολογικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Ωστόσο, μέσα από την επιστημονική μελέτη και τα εργαλεία του criminal profiling, μπορούμε να αναγνωρίσουμε επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Πολλοί δράστες έχουν ιστορικό τραύματος ή παραμέλησης, δυσκολία στη συναισθηματική ρύθμιση, μειωμένη ενσυναίσθηση, ανάγκη κυριαρχίας ή ελέγχου, ή έντονα προβλήματα στις σχέσεις. Σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρούνται στοιχεία ναρκισσιστικής, αντικοινωνικής ή άλλης διαταραγμένης προσωπικότητας, ενώ σε άλλες η εγκληματική συμπεριφορά προκύπτει ως απάντηση σε κοινωνική πίεση.
Είναι εξίσου σημαντικό να διακρίνουμε τύπους θυτών: παρορμητικούς, οργανωμένους, ψυχρούς, συναισθηματικά φορτισμένους, θύτες με στοχοκατευθυνόμενη πρόθεση ή τυχαία δράση. Αυτή η κατηγοριοποίηση δεν έχει στόχο να απλοποιήσει τη συμπεριφορά αλλά να βοηθήσει στην πρόληψη, την παρέμβαση, και εν τέλει στην κατανόηση. Ο στόχος δεν είναι να «κουμπώσουμε» τον δράστη σε ένα προκαθορισμένο μοντέλο, αλλά να εξετάσουμε τις ρίζες της εγκληματικής συμπεριφοράς με επιστημονική ακρίβεια, χωρίς ηθικές παρωπίδες. Μόνο έτσι μπορούμε να δούμε το έγκλημα όχι απλώς ως πράξη, αλλά ως σύμπτωμα μιας ευρύτερης ψυχοκοινωνικής συνθήκης που απαιτεί όχι μόνο διαχείριση, αλλά και βαθιά κατανόηση και συστημική προσέγγιση.
- Ποια εγκλήματα θεωρείτε τα πιο ειδεχθή;
Ως ψυχολόγος και εγκληματολόγος, προσπαθώ πάντα να προσεγγίζω κάθε εγκληματική πράξη με επιστημονική ματιά και κατανόηση των αιτίων της. Ωστόσο, υπάρχουν εγκλήματα που δοκιμάζουν τα όρια της ανθρώπινης ηθικής αντοχής, εγκλήματα που σοκάρουν όχι μόνο για το αποτέλεσμά τους, αλλά για την πρόθεση, τον τρόπο και την απουσία κάθε ίχνους ενσυναίσθησης.
Ιδιαίτερα ειδεχθή θεωρώ τα εγκλήματα κατά των παιδιών λόγω της απόλυτης ανισότητας στη σχέση θύματος-θύτη και της μη αναστρέψιμης ψυχικής βλάβης που αφήνουν, ακόμη και όταν δεν οδηγούν σε θάνατο. Το ίδιο ισχύει και για τις περιπτώσεις έμφυλης βίας, όταν η πράξη περιλαμβάνει βασανισμό, ταπείνωση ή εξουθένωση. Η διάρκεια και η συστηματικότητα, σε τέτοιες περιπτώσεις, επιβαρύνουν το αδίκημα με μια «ποιοτική» αγριότητα.
Προσωπικά, με συγκλονίζουν τα εγκλήματα που γίνονται με ψυχρότητα, σχέδιο και απόλυτη απουσία τύψεων. Εκεί όπου ο δράστης δεν «ξεσπά», αλλά «υπολογίζει» κάτι που δείχνει μια διαταραγμένη σχέση με την έννοια της ζωής και της αξίας του ανθρώπου. Αυτές οι περιπτώσεις, πέρα από νομικά, είναι βαθιά υπαρξιακά και κοινωνικά ζητήματα. Για αυτό και η πρόληψη, η έγκαιρη αναγνώριση των κινδύνων και η στήριξη των θυμάτων δεν είναι πολυτέλεια, αλλά επιτακτική ανάγκη για κάθε σύγχρονη κοινωνία.

- Ποια θεωρείτε τα σημαντικότερα από άποψη επιδραστικότητας εγκλήματα στην Ελλάδα; Κάντε μας ένα σχόλιο γι’ αυτά και πείτε μας τι σας κάνει να τα ξεχωρίζετε.
Υπάρχουν αρκετές εγκληματικές υποθέσεις που, κατά τη γνώμη μου, άφησαν βαθύ αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία όχι μόνο για τη φρίκη των πράξεων, αλλά για τον τρόπο που άνοιξαν κοινωνικούς διαλόγους, ξεγύμνωσαν στερεότυπα και κινητοποίησαν θεσμικά αντανακλαστικά.
Η δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη αποτέλεσε ένα τραγικό ορόσημο· ένα έγκλημα με έντονα έμφυλα χαρακτηριστικά, που έφερε στην επιφάνεια τη σιωπηλή ανοχή στη σεξουαλική βία, την κουλτούρα συγκάλυψης και την αδυναμία προστασίας των γυναικών σε νεαρές ηλικίες.
Υποθέσεις που με σημάδεψαν είναι εκείνες όπου η βία δεν εκδηλωνόταν μόνο προς τα έξω, αλλά και προς τον ίδιο τον εαυτό: με αυτοϋποτίμηση, ενοχή, ψυχικό πάγωμα.
Παρόμοια συγκλονιστικές ήταν και οι υποθέσεις της Γαρυφαλλιάς, της Ερατούς και της Κυριακής Γρίβα. Η Γαρυφαλλιά, μια νέα γυναίκα που βρέθηκε δολοφονημένη στις διακοπές της, έγινε σύμβολο της ακραίας βίας που μπορεί να γεννηθεί ακόμη και μέσα σε φαινομενικά «αθώες» σχέσεις. Η Ερατώ, δολοφονημένη από τον εν διαστάσει σύζυγό της, πατέρα του παιδιού της, μέσα στο σπίτι της στη Μυτιλήνη, ενώ η κόρη τους κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο, ανέδειξε με τον πιο τραγικό τρόπο την απουσία έγκαιρης θεσμικής παρέμβασης σε περιπτώσεις καταγγελμένης κακοποίησης. Ο δράστης, γνωστός για τη βίαιη συμπεριφορά του, την πυροβόλησε εν ψυχρώ, όταν εκείνη του ζήτησε διαζύγιο. Η περίπτωση της Κυριακής Γρίβα, μιας γυναίκας που είχε επανειλημμένα καταφύγει στις Αρχές πριν δολοφονηθεί, μαρτυρά με οδυνηρή σαφήνεια τις ελλείψεις στο σύστημα προστασίας των θυμάτων έμφυλης βίας.
Η υπόθεση της Καρολάιν στα Γλυκά Νερά, η οποία, πέρα από την αγριότητα της πράξης, σοκάρει για την ψυχραιμία και τη χειριστικότητα του δράστη· τη «μάσκα» του οικογενειάρχη που κράτησε για εβδομάδες και μπροστά στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Η υπόθεση της Πάτρας και οι θάνατοι των τριών παιδιών με τις κατηγορίες προς τη μητέρα, επίσης συγκλόνισαν το πανελλήνιο. Όχι μόνο για την ίδια την απώλεια, αλλά για την ψυχική παθολογία που ενδέχεται να κρύβεται πίσω από το προφίλ μιας γυναίκας που, εξωτερικά, φαινόταν πλήρως εναρμονισμένη με τα κοινωνικά πρότυπα.
Ξεχωρίζω αυτές τις υποθέσεις γιατί ανέδειξαν μια σημαντική αλήθεια: το έγκλημα δεν έχει «πρόσωπο». Δεν αφορά αποκλειστικά τους περιθωριοποιημένους, τους παραβατικούς ή τους «επικίνδυνους», αλλά μπορεί να εκδηλωθεί ακόμη και πίσω από τις πιο τακτοποιημένες και κοινωνικά αποδεκτές πόρτες. Ίσως το πιο επιδραστικό στοιχείο αυτών των εγκλημάτων να είναι ακριβώς αυτό: η κατάρριψη της ψευδαίσθησης ότι η βία είναι κάτι μακρινό, που συμβαίνει αλλού, σε άλλους.
Η συνεχής κάλυψη αυτών των υποθέσεων από τα ΜΜΕ συνέβαλε στο να αποκτήσουν τεράστια κοινωνική απήχηση αλλά μας καλεί παράλληλα και σε έναν σοβαρό προβληματισμό: ποια είναι τα όρια ανάμεσα στην ενημέρωση και τη θεαματοποίηση του πόνου;
Τελικά, όσο σκληρές κι αν είναι αυτές οι υποθέσεις, μπορούν, αν τις διαχειριστούμε με ευθύνη, να λειτουργήσουν ως αφορμή για θεσμικές αλλαγές, ενίσχυση της πρόληψης και καλλιέργεια μιας κοινωνίας πιο ευαίσθητης, πιο ενεργής και πιο έτοιμης να προστατεύσει τα πιο ευάλωτα μέλη της.
Το «έγκλημα της εποχής» είναι, εν τέλει, ο καθρέφτης της.
- Ποιες υποθέσεις με τις οποίες ασχοληθήκατε εσείς θα ξεχωρίζατε και γιατί;
Στην επαγγελματική μου πορεία, εκείνες οι υποθέσεις που ξεχωρίζω δεν είναι απαραίτητα οι πιο «ηχηρές» ή νομικά περίπλοκες, αλλά εκείνες που άγγιξαν το ψυχικό μου φορτίο πιο βαθιά. Περιπτώσεις ανθρώπων που κουβαλούσαν μέσα τους χρόνιο τραύμα, απορριπτικές σχέσεις, βία σιωπηλή και εσωτερικευμένη και που μέσα από τη θεραπευτική διαδικασία κατάφεραν να σταθούν ξανά στο κέντρο της ζωής τους.
Ξεχωρίζω, λοιπόν, όχι τόσο υποθέσεις με θεαματικό κοινωνικό ή νομικό αποτύπωμα, αλλά εκείνες που κουβαλούσαν βαθιά ανθρώπινο πόνο: γυναίκες που ζούσαν επί χρόνια μέσα στη σιωπή τής ενδοοικογενειακής βίας και σταδιακά, μέσα από τη θεραπεία, ανακτούσαν τη φωνή, την ταυτότητα και τα όριά τους. Άνθρωποι που βίωναν τις συνέπειες παρατεταμένου τραύματος, συναισθηματικής κακοποίησης ή παραμέλησης και χρειάστηκαν χρόνο και φροντίδα για να κατανοήσουν τι τους είχε συμβεί, χωρίς ενοχή.
Υποθέσεις που με σημάδεψαν είναι εκείνες όπου η βία δεν εκδηλωνόταν μόνο προς τα έξω, αλλά και προς τον ίδιο τον εαυτό: με αυτοϋποτίμηση, ενοχή, ψυχικό πάγωμα. Αυτές οι διαδρομές με συγκινούν γιατί δείχνουν πόσο λεπτά και σύνθετα είναι τα νήματα που οδηγούν έναν άνθρωπο στο να υπομείνει, να σιωπήσει, ή να χάσει την επαφή με τη δύναμή του.
Κάθε τέτοια ιστορία είναι για μένα μια υπενθύμιση ότι η εγκληματικότητα ή το τραύμα δεν είναι μόνο δικαστικές ή κοινωνικές υποθέσεις, αλλά και βαθιά ψυχολογικές. Πίσω από κάθε πράξη ή σιωπή, υπάρχει ένας κόσμος που αξίζει να φωτιστεί όχι για να δικαιολογηθεί, αλλά για να προληφθεί, να θεραπευτεί και, όπου είναι δυνατόν, να αποκατασταθεί.
- Μπορεί να υπάρξει «πρόληψη» στο έγκλημα; Τι είναι αυτό που δείχνει να το περιορίζει;
Ναι, η πρόληψη στο έγκλημα είναι εφικτή - όχι απόλυτα, αλλά ουσιαστικά. Και όσο πιο πολυεπίπεδη και ολιστική είναι η προσέγγισή μας, τόσο μεγαλύτερη η αποτελεσματικότητά της. Το έγκλημα, τις περισσότερες φορές, δεν εμφανίζεται ως «στιγμιαίο» γεγονός. Είναι προϊόν ελλείψεων, τραυμάτων, κοινωνικής αποσύνδεσης, μη επεξεργασμένης βίας, απουσίας ορίων ή παραμορφωμένων προτύπων σχέσεων και εξουσίας.
Η πρόληψη ξεκινά από νωρίς: στο σπίτι, στο σχολείο, στην κοινότητα. Χρειάζεται συναισθηματική αγωγή, στήριξη σε ευάλωτους πληθυσμούς, ενίσχυση της πρόσβασης στην ψυχική φροντίδα, αλλά και ενεργητική παιδεία σε θέματα σχέσεων, φύλου και συναισθηματικής υγείας. Η έγκαιρη αναγνώριση αντικοινωνικών προτύπων συμπεριφοράς, ιδίως σε νεαρές ηλικίες, είναι καθοριστική όχι για στιγματισμό, αλλά για ουσιαστική παρέμβαση.
Η ψυχολογία και η εγκληματολογία εδώ παίζουν κεντρικό ρόλο: όταν κατανοούμε το «γιατί» πίσω από μια πράξη, μπορούμε να δουλέψουμε πάνω στο «πριν». Η πρόληψη δεν είναι τιμωρία∙ είναι πρόβλεψη, αγωγή, υποστήριξη, κοινωνική συνοχή. Τέλος, η πρόληψη είναι και πολιτισμική στάση. Όσο δεν ανοίγουμε συζητήσεις για τη βία, τις ανισότητες, την καταπίεση, την κακοποίηση, τόσο αυτά θα παραμένουν υπόγεια και ανεξέλεγκτα. Η πρόληψη ξεκινά από τη φωνή, από τη διάθεση να μιλήσουμε, να σπάσουμε σιωπές και να δώσουμε χώρο στη γνώση, στην πρόληψη και στην αλλαγή.
- Έχει κάθε εποχή το έγκλημα της;
Ναι, πιστεύω πως κάθε εποχή έχει το «έγκλημά» της με την έννοια ότι η εγκληματικότητα αντανακλά τις κοινωνικές, πολιτισμικές και ψυχολογικές συνθήκες της εποχής. Το έγκλημα δεν είναι ποτέ αποκομμένο από την κοινωνία. Είναι ένας στρεβλός, βίαιος, αλλά συχνά αποκαλυπτικός τρόπος με τον οποίο εκφράζονται τα αδιέξοδά της.
Σε παλαιότερες δεκαετίες, κυριαρχούσαν εγκλήματα τιμής, εγκλήματα με θρησκευτικό ή τοπικό υπόβαθρο, αλλά και πράξεις που συνδέονταν με την έννοια της «ντροπής» και του κοινωνικού στίγματος. Στη συνέχεια, καθώς οι κοινωνίες άλλαζαν, εμφανίστηκαν μορφές οργανωμένου εγκλήματος, διακίνησης ναρκωτικών, διαφθοράς και οικονομικής απάτης.
Σήμερα, ζούμε την έξαρση άλλων μορφών εγκληματικότητας: έμφυλη βία, ψηφιακή κακοποίηση, παιδική πορνογραφία, εμπορία ανθρώπων, εγκλήματα που συχνά εκδηλώνονται μέσα ή γύρω από θεσμικά πλαίσια. Αυτά δεν είναι τυχαία. Αντικατοπτρίζουν την πρόοδο της τεχνολογίας, αλλά και τις παθογένειες του σύγχρονου τρόπου ζωής την αποξένωση, την πίεση, την ψυχική εξάντληση, την έλλειψη δομών στήριξης.
Το «έγκλημα της εποχής» είναι, εν τέλει, ο καθρέφτης της. Και για να κατανοήσουμε πραγματικά το έγκλημα, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε την κοινωνία μας. Να αφουγκραστούμε τι μας φωνάζει μέσα από αυτό, όχι για να το δικαιολογήσουμε, αλλά για να το προλάβουμε, να το περιορίσουμε, να μην το αφήσουμε να γίνει «κανονικότητα».
- Υπάρχουν χρονικές περίοδοι που ευνοούν την διάπραξη εγκλημάτων; Πώς δικαιολογείται π.χ. η αύξηση των εγκλημάτων στη διάρκεια του καλοκαιριού;
Ναι, πράγματι υπάρχουν χρονικές περίοδοι που παρατηρείται αυξημένη εγκληματικότητα, όχι επειδή το έγκλημα «προγραμματίζεται», αλλά επειδή μεταβάλλεται η κοινωνική και ψυχολογική δυναμική των ανθρώπων σε συνάρτηση με τις συνθήκες.
Το καλοκαίρι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα: αυξημένη κοινωνική κινητικότητα, τουρισμός, περισσότερες εφήμερες επαφές, χαλάρωση των καθημερινών ρυθμών, μειωμένη εγρήγορση. Προστίθενται και η συχνότερη χρήση αλκοόλ ή ουσιών, η οποία ενδέχεται να μειώνει τους εσωτερικούς φραγμούς και να αυξάνει τις παρορμητικές ή επιθετικές συμπεριφορές.
Παράλληλα, η θερμοκρασία φαίνεται να παίζει ρόλο στη συναισθηματική ρύθμιση. Έρευνες δείχνουν ότι η παρατεταμένη έκθεση σε υψηλές θερμοκρασίες μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα ευερεθιστότητας και να μειώσει την ανοχή στη ματαίωση, ιδιαίτερα σε άτομα με ήδη ευάλωτα ψυχικά αποθέματα ή που ζουν σε συνθήκες έντασης. Σύμφωνα με τον Craig A. Anderson και τους συνεργάτες του (2002), η υψηλή θερμοκρασία λειτουργεί ως περιβαλλοντικό στρες που ενισχύει την επιθετικότητα, κυρίως λόγω της φυσιολογικής δυσφορίας που προκαλεί.
Αντίστοιχα, και άλλες περίοδοι όπως οικονομικές κρίσεις, κοινωνικές αναταραχές, ή πολιτική αστάθεια συνδέονται με αύξηση της εγκληματικότητας, καθώς εντείνεται το αίσθημα ανασφάλειας, η περιθωριοποίηση και η απόγνωση. Το έγκλημα, τελικά, δεν είναι στατικό φαινόμενο. Αντιδρά, μετασχηματίζεται και ενισχύεται ή περιορίζεται ανάλογα με τις «θερμοκρασίες» της κοινωνίας κυριολεκτικά και μεταφορικά.
- Θεωρείτε ότι υπάρχουν περιβάλλοντα και κοινωνικές συνθήκες που ευνοούν το έγκλημα;
Ναι, υπάρχουν αναμφίβολα κοινωνικά και οικογενειακά περιβάλλοντα που ευνοούν ή, πιο σωστά, επιδρούν καθοριστικά στην ανάπτυξη εγκληματικής συμπεριφοράς. Η επιστήμη έχει δείξει ότι το έγκλημα δεν είναι μόνο ατομική επιλογή· είναι και αποτέλεσμα πλαισίου, συνθηκών, προτύπων και εμπειριών ζωής.
Περιβάλλοντα στα οποία κυριαρχούν η αποσταθεροποίηση, η φτώχεια, η ενδοοικογενειακή βία ή η παραμέληση μπορούν να λειτουργήσουν σαν «θερμοκήπιο» επιθετικότητας, απόγνωσης ή απώλειας ορίων. Όταν ένα παιδί μεγαλώνει χωρίς συναισθηματική φροντίδα, χωρίς σταθερούς ενήλικες γύρω του, ή όταν η βία είναι καθημερινότητα, τότε σύμφωνα με τη θεωρία της Κοινωνικής Μάθησης (Bandura) ή τα οικολογικά μοντέλα κινδύνου, το μονοπάτι προς την παραβατικότητα ενισχύεται σημαντικά.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι όλα τα άτομα που μεγαλώνουν σε δυσλειτουργικά περιβάλλοντα καταλήγουν να παραβιάζουν το νόμο. Υπάρχουν και προστατευτικοί παράγοντες όπως, η παρουσία ενός υποστηρικτικού δασκάλου, η συμμετοχή σε μια θετική ομάδα συνομηλίκων, η πρόσβαση σε ψυχολογική φροντίδα, ή ακόμα και η ύπαρξη εσωτερικών δεξιοτήτων όπως, η ανθεκτικότητα και η αυτορρύθμιση. Η πρόληψη, λοιπόν, ξεκινά από το να δούμε αυτά τα περιβάλλοντα όχι ως «καταδίκες», αλλά ως δυναμικά σημεία παρέμβασης. Εκεί όπου ο κίνδυνος μπορεί να συναντήσει την ελπίδα, εάν υπάρξει έγκαιρη, ουσιαστική και στοχευμένη φροντίδα.
- Πώς εξηγείται η εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς σε περιβάλλοντα που θεωρούνται γενικά υπεράνω υποψίας;
Η εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς σε περιβάλλοντα που θεωρούνται «υπεράνω υποψίας» συχνά προκαλεί μεγαλύτερο σοκ, ακριβώς γιατί έρχεται σε αντίθεση με την εικόνα που έχουμε για αυτά τα πλαίσια. Η αλήθεια είναι πως το έγκλημα δεν αφορά αποκλειστικά περιθωριοποιημένους ή κοινωνικά «ευάλωτους» πληθυσμούς. Μπορεί να προκύψει και μέσα σε οικογένειες που εξωτερικά φαίνονται σταθερές, επιτυχημένες ή «υποδειγματικές».
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η βία ή η παραβατικότητα μπορεί να καλύπτεται από έναν προσεκτικά διατηρημένο μανδύα κοινωνικής εικόνας. Υπάρχει συχνά έντονη ανάγκη ελέγχου, καταπίεση συναισθημάτων, ή ύπαρξη κρυφών συγκρούσεων που δεν βγαίνουν προς τα έξω. Επιπλέον, η κοινωνική θέση και η οικονομική άνεση μπορούν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά στο να αποκαλυφθεί η αλήθεια, είτε λόγω φόβου για το κοινωνικό στίγμα είτε λόγω πρόσβασης σε μηχανισμούς συγκάλυψης.
Η εγκληματική συμπεριφορά, λοιπόν, δεν «αναιρείται» από το κοινωνικό προφίλ. Μπορεί να εξελίσσεται σιωπηλά, τροφοδοτούμενη από δυναμικές εξουσίας, καταπιεσμένα συναισθήματα, ψυχοπαθολογία ή δυσλειτουργικές σχέσεις. Η πρόκληση σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η έγκαιρη αναγνώριση των προειδοποιητικών ενδείξεων, παρά την επίφαση ομαλότητας.
- Θεωρείτε ότι η «ταυτότητα» του εγκλήματος διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα; Αν ναι, πού νομίζετε ότι οφείλεται αυτό;
Ναι, η «ταυτότητα» του εγκλήματος διαφοροποιείται σημαντικά από χώρα σε χώρα, καθώς το έγκλημα είναι άμεσα συνδεδεμένο με το κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό και θεσμικό πλαίσιο κάθε κοινωνίας. Οι τύποι, η συχνότητα και η μορφή των εγκλημάτων επηρεάζονται από παράγοντες όπως:
- Κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Η φτώχεια, η ανεργία, η ανισότητα και ο κοινωνικός αποκλεισμός συνδέονται με αυξημένα ποσοστά ορισμένων μορφών εγκληματικότητας, όπως η μικροπαραβατικότητα ή η βία για λόγους επιβίωσης.
- Πολιτισμικές αξίες και πρότυπα. Οι κοινωνίες που διατηρούν ισχυρά πατριαρχικά ή ιεραρχικά συστήματα μπορεί να εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά έμφυλης βίας ή εγκλημάτων «τιμής».
- Νομοθεσία και θεσμική οργάνωση. Το πόσο αυστηροί είναι οι νόμοι, πώς εφαρμόζονται και πόσο αποτελεσματικά λειτουργεί η δικαιοσύνη επηρεάζει τόσο την πρόληψη όσο και την αποτροπή.
- Ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο. Πολεμικές συγκρούσεις, πολιτική αστάθεια ή περίοδοι καταπίεσης αφήνουν συχνά αποτύπωμα σε μορφές εγκληματικότητας, από το οργανωμένο έγκλημα μέχρι την τρομοκρατία.
- Τεχνολογική ανάπτυξη. Σε τεχνολογικά ανεπτυγμένες χώρες, το κυβερνοέγκλημα και οι απάτες μέσω διαδικτύου καταγράφουν αυξητικές τάσεις, ενώ σε άλλες, οι παραδοσιακές μορφές εγκλήματος εξακολουθούν να κυριαρχούν.
Η διαφοροποίηση της «ταυτότητας» του εγκλήματος, λοιπόν, είναι ουσιαστικά η αντανάκλαση της κοινωνίας στην οποία λαμβάνει χώρα. Μελετώντας αυτές τις διαφορές, μπορούμε όχι μόνο να κατανοήσουμε καλύτερα το φαινόμενο, αλλά και να αντλήσουμε πολύτιμα διδάγματα για την πρόληψη και την παρέμβαση.
- Υπάρχει αυξητική τάση των εγκλημάτων στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια; Αν ναι, που νομίζετε ότι οφείλεται;
Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια παρατηρείται διαφοροποίηση, όχι απαραίτητα συνολική αύξηση σε όλους τους δείκτες εγκληματικότητας, αλλά αύξηση σε συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων. Για παράδειγμα, η έμφυλη βία, η ενδοοικογενειακή κακοποίηση, οι απάτες μέσω διαδικτύου και τα κυβερνοεγκλήματα καταγράφουν ανοδική πορεία. Αντίθετα, σε ορισμένες μορφές παραδοσιακής εγκληματικότητας, όπως οι διαρρήξεις, η εικόνα επηρεάζεται από την αστυνόμευση και τις αλλαγές στον τρόπο καταγραφής.
Οι λόγοι για αυτήν την τάση είναι πολυπαραγοντικοί:
- Κοινωνικοοικονομικές πιέσεις: Η οικονομική κρίση και οι συνέπειές της (ανεργία, ανασφάλεια, ανισότητες) έχουν αφήσει αποτύπωμα σε ορισμένες μορφές εγκλήματος.
- Κοινωνική αποξένωση: Η αποδυνάμωση των κοινωνικών δεσμών και η μοναξιά συνδέονται με αύξηση βίας στις διαπροσωπικές σχέσεις.
- Τεχνολογική διάχυση: Η ευρεία χρήση του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων έχει δημιουργήσει νέες μορφές παραβατικότητας (απάτες, διαδικτυακή παρενόχληση, sextortion).
- Αυξημένη καταγγελία: Σε ορισμένα εγκλήματα, όπως η ενδοοικογενειακή βία, η στατιστική αύξηση μπορεί να οφείλεται όχι μόνο σε περισσότερα πραγματικά περιστατικά, αλλά και στο ότι πλέον περισσότερα θύματα επιλέγουν να μιλήσουν και να καταγγείλουν. Δηλαδή, η μείωση του φόβου ή της ντροπής οδηγούν σε μεγαλύτερη ορατότητα αυτών των εγκλημάτων στα επίσημα στοιχεία.
Συνολικά, η εγκληματικότητα στην Ελλάδα σήμερα χαρακτηρίζεται περισσότερο από μετατόπιση σε νέες μορφές παρά από εκρηκτική αύξηση. Αυτό απαιτεί προσαρμογή των θεσμών, των υπηρεσιών και της πρόληψης, ώστε να καλύψουμε το νέο «προφίλ» του εγκλήματος.
- Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον;
Τα σχέδιά μου για το μέλλον περιλαμβάνουν συνέχιση της επιστημονικής μου πορείας, με έμφαση στην περαιτέρω εμβάθυνση στην εγκληματολογική ψυχολογία και το Criminal Profiling. Στόχος μου είναι να συνεχίσω την εκπαίδευσή μου, να εξερευνήσω νέες μεθοδολογίες και να συνδέσω ακόμη περισσότερο τη θεωρία με την πράξη, μέσα από ουσιαστική επαγγελματική εμπλοκή. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζω και την προοπτική εκπόνησης Διδακτορικής Διατριβής, με ερευνητική εστίαση σε ζητήματα που γεφυρώνουν την εγκληματολογία με την ψυχολογία και στοχεύουν στην πρόληψη της βίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον μου αποτελεί η ενδοοικογενειακή βία, όχι μόνο ως εγκληματική πράξη, αλλά ως σύνθετο κοινωνικό και ψυχολογικό φαινόμενο, που απαιτεί έγκαιρη ανίχνευση, εξειδικευμένες παρεμβάσεις και ουσιαστική στήριξη των θυμάτων.
Παράλληλα, με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η ψυχολογία του εργαζόμενου, ειδικά στα επαγγέλματα πρώτης γραμμής, και ο σχεδιασμός παρεμβάσεων υποστήριξης σε επαγγελματίες που φέρουν μεγάλο ψυχικό φορτίο. Στο μέλλον θα ήθελα να συμβάλω στη δημιουργία εξειδικευμένων προγραμμάτων ψυχολογικής ενδυνάμωσης και εκπαίδευσης για αστυνομικούς, διασώστες, νοσηλευτές και άλλους επαγγελματίες υψηλής πίεσης.
Επιπλέον, επιδιώκω να ενισχύσω το συγγραφικό και ερευνητικό μου έργο, να συμμετέχω σε επιστημονικά συνέδρια και δημοσιεύσεις και να συνεργαστώ με κοινωνικούς φορείς για την ανάπτυξη δράσεων ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης τής κοινωνίας σε θέματα βίας, πρόληψης και ψυχικής ανθεκτικότητας.

Σας ευχαριστώ θερμά!
Με εκτίμηση,
Ιωάννα Σκλιάμη
Ψυχολόγος/Εγκληματολόγος






